Νίκαια, 19 Νοεμβρίου 2015, 4.30 το πρωί. Άνδρες επίλεκτης μονάδας της γαλλικής αστυνομίας ανατινάζουν την πόρτα του διαμερίσματος ενός ζευγαριού από την Τυνησία: θραύσματα τραυματίζουν στο κεφάλι και στον λαιμό την εξάχρονη κόρη του ζευγαριού. Οι αστυνομικοί αποχωρούν άπρακτοι: είχαν κάνει λάθος στη διεύθυνση. Στις 21 Νοεμβρίου, στις 20.30, στο Σεν-Ουέν Λομόν, ομάδα αστυνομικών με επιχειρησιακή εξάρτυση εισβάλλει στην αίθουσα του αραβικού εστιατορίου Pepper Grill. Διατάζουν τους πελάτες που τρώνε ήσυχα να βάλουν τα χέρια τους πάνω στα τραπέζια. Στο υπόγειο, σπάζουν πόρτες μπροστά στον ιδιοκτήτη, ο οποίος τους προτείνει, μάταια, να τις ανοίξουν με τα πόμολα. Στις 22 Νοεμβρίου, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, στο Σεν Σαιν-Ντενί, αστυνομικοί σπάζουν την πόρτα ενός άνδρα που έχει ασπαστεί το Ισλάμ και έχει γενειάδα. Ρημάζουν το διαμέρισμά του και φεύγουν χωρίς να πουν λέξη.
Στις 24 Νοεμβρίου, στο Ντορντόν, είναι η σειρά ενός ζευγαριού βιοκαλλιεργητών με ελευθεριακές απόψεις, ύποπτων για συμμετοχή σε διαδήλωση κατά της κατασκευής του αεροδρομίου Νοτρ Νταμ ντε Λαντ, τρία χρόνια νωρίτερα, να υποστεί κατ’ οίκον έρευνα τα χαράματα. Η απόφαση του περιφερειάρχη ορίζει ότι συντρέχουν «σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι ενδέχεται να υπάρχουν στο σημείο άτομα, όπλα ή αντικείμενα που θα μπορούσαν να συνδεθούν με δραστηριότητες τρομοκρατικού χαρακτήρα». Στις 8 Δεκεμβρίου, ο υπουργός Εσωτερικών, αναγνωρίζοντας ότι πρόκειται περί «λάθους», ακυρώνει το ένταλμα με το οποίο, από τις 15 Νοεμβρίου, είχε τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό ένας οικογενειάρχης: έχοντας δεχθεί καταγγελία με φανταστικές κατηγορίες από τον πρώην εργοδότη του, διευθυντή μονάδας καθαρισμού νερού στο Εξ-Αν-Προβάνς, έπρεπε να εμφανίζεται τέσσερις φορές την ημέρα στο αστυνομικό τμήμα. «Ποιος είναι αυτός ο μουσάτος;», ρώτησαν ανήσυχοι οι αστυνομικοί κατά τη διάρκεια της έρευνας στο σπίτι του, βλέποντας μια γκραβούρα που απεικόνιζε τον… Λεονάρντο ντα Βίντσι.
Οι περιπτώσεις αυτές, μαζί με εκατοντάδες άλλες, καταγράφηκαν στο ιστολόγιο Vu de l’intérieur (Από Μέσα) από έναν δημοσιογράφο της «Le Monde», ο οποίος δημιούργησε ένα «Παρατηρητήριο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης» και από την ένωση La Quadrature du Net (1), και έρχονται σε εξώφθαλμη αντίθεση με την αυτάρεσκη εικόνα που δίνει το υπουργείο Εσωτερικών. Από τις 14 Νοεμβρίου μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου, 360 άνθρωποι τέθηκαν σε κατ’ οίκον περιορισμό και 334 προσήχθησαν, από τους οποίους οι 287 τέθηκαν σε κράτηση. Κατά τις 2.700 εφόδους σε σπίτια χωρίς δικαστικό ένταλμα, η αστυνομία βρήκε 431 όπλα, από τα οποία τα 41 ήταν όπλα μάχης. Κινήθηκε επίσης η δικαστική διαδικασία σε 488 περιπτώσεις, από τις οποίες οι 344 συνδέονται με όπλα ή με ναρκωτικά. Στο τέλος αυτής της χωρίς προηγούμενο επίδειξης δύναμης, στις 15 Δεκεμβρίου, το αντιτρομοκρατικό τμήμα της εισαγγελίας του Παρισιού δεν είχε ξεκινήσει προανάκριση παρά για 2 υποθέσεις. Πενιχρός απολογισμός (2).
Βίαιες και αιφνιδιαστικές, οι επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι έφεραν τη χώρα σε κατάσταση σοκ και αποπληξίας. Έπρεπε όμως μια τέτοια κατάσταση να οδηγήσει στην επιβολή μέτρων έκτακτης ανάγκης; Η απάντηση του Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν άμεση: «Πρόκειται για πράξεις πολέμου κατά της Γαλλίας και των αξιών της».
Μία εβδομάδα αργότερα, με βάση νόμο της 3ης Απριλίου του 1955, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρουσίαζε στο κοινοβούλιο «νόμο σχετικό με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης», η οποία παρατείνεται για διάστημα τριών ακόμη μηνών μετά τις 26 Νοεμβρίου. Στις 20 Νοεμβρίου, το κείμενο εγκρίθηκε σχεδόν ομόφωνα από το κοινοβούλιο. Για να πείσει, στη συνέχεια, τους βουλευτές να μην προσφύγουν στο Συνταγματικό Συμβούλιο, ο πρωθυπουργός παρουσίασε ένα τουλάχιστον πρωτότυπο επιχείρημα: «Υπάρχουν μέτρα που ψηφίστηκαν χθες από την Εθνοσυνέλευση –για παράδειγμα το μέτρο για το ηλεκτρονικό βραχιολάκι, το λέω ανοιχτά–, τα οποία είναι συνταγματικά εύθραυστα. (…) Εγώ εύχομαι να προχωρήσουμε γρήγορα» (3). Με την ευκαιρία, οι γαλλικές αρχές ενημέρωναν τον γενικό γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης ότι τα μέτρα που υιοθετήθηκαν «μπορεί να απαιτήσουν την εξαίρεση από ορισμένα δικαιώματα που εγγυάται η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», κάτι που επιτρέπεται από το άρθρο 15 της σύμβασης.
Το γεγονός ότι όσοι απάντησαν σε δημοσκοπήσεις λίγες ημέρες μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι συμφωνούν, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, με τα μέτρα αυτά, δεν προκαλεί καμία έκπληξη. Η κατάσταση εξαίρεσης μοιάζει πάντα να στοχεύει, σε πρώτο χρόνο, μικρές ή περιθωριακές κοινωνικές ομάδες, τις οποίες συγκροτεί σε εσωτερικό εχθρό –στη συγκεκριμένη περίπτωση, τους μουσουλμάνους, καθώς και οικολόγους ακτιβιστές. Όπως σημειώνει η νομικός Ντανιέλ Λοσάκ, η «απαραίτητη αναλογικότητα» της καταστολής παραβιάστηκε: «Με τον πολλαπλασιασμό των παρακολουθήσεων των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, των περιπτώσεων επιτήρησης, κατ’ οίκον περιορισμού και ερευνών σε σπίτια, η αστυνομία και η Δικαιοσύνη έχουν υφάνει έναν τεράστιο ιστό αράχνης γύρω από το σύνολο των πολιτών, με κίνδυνο να πληγούν άνθρωποι που δεν έχουν καμία σχέση με την τρομοκρατία, αλλά έκαναν το λάθος να είναι μουσουλμάνοι» («Le Monde», 28 Νοεμβρίου 2015).
«Μουσουλμάνοι»: ο στόχος παραπέμπει στις αποικιοκρατικές ρίζες της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Την πατρότητα αυτής της νομικο-κατασταλτικής καινοτομίας έχει ο Μορίς Μπουρζές-Μονουρί, υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης του Εντγκάρ Φορ. Για τον Μονουρί, το ζήτημα ήταν η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της αστυνομίας ως αντίδραση στις επιθέσεις της 1ης Νοεμβρίου του 1954 (4), οι οποίες σηματοδότησαν την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού πολέμου στην Αλγερία, χωρίς όμως να κηρυχθεί κατάσταση πολιορκίας, εξέλιξη που θα σήμαινε τη μεταβίβαση των εξουσιών αυτών στις στρατιωτικές αρχές. Μια τέτοια διαδικασία θα είχε οδηγήσει στην αναγνώριση του καθεστώτος του στρατιώτη στους μαχητές του Μετώπου Εθνικής Απελευθέρωσης (FLN) και, επομένως, στην παραδοχή ύπαρξης πολέμου. «Κρίθηκε απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα νομικό πλαίσιο το οποίο, αφήνοντας στις πολιτικές αρχές την ευθύνη άσκησης των παραδοσιακών εξουσιών, τις ενισχύει και τις συγκεντρώνει με τρόπο που να προσαρμόζονται καλύτερα σε γεγονότα που έχουν χαρακτήρα δημόσιας καταστροφής, ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή να πλήξουν την εθνική κυριαρχία. Το πλαίσιο φέρει το όνομα “κατάσταση έκτακτης ανάγκης”». Ο νόμος ψηφίστηκε στις 3 Απριλίου 1955 –με 379 ψήφους υπέρ και 219 κατά (κυρίως κομμουνιστές και σοσιαλιστές) – παρά τις προειδοποιήσεις του σοσιαλιστή βουλευτή της περιοχής Οντ, Φρανσίς Βαλς: «Η ιστορία μάς δείχνει ότι όλοι οι νόμοι που προβλέπουν κάποια κατάσταση εξαίρεσης, όπως οι δόλιοι νόμοι που ψηφίστηκαν το 1893-1894, την επαύριο μιας σειράς αναρχικών επιθέσεων ή ο νόμος για την κατάσταση πολιορκίας, που προβλέφθηκε για να προστατευθεί η Γαλλική Δημοκρατία και που χρησιμοποιήθηκε το 1852 για να νομιμοποιηθεί το πραξικόπημα του Λουδοβίκου Ναπολέοντα και το 1871 για να συντριβεί η Κομμούνα, εκτροχιάστηκαν από τους αρχικούς στόχους τους» (5).
Το πρόσφατο νομικό πλαίσιο είναι ακόμη πιο ανησυχητικό, στο βαθμό που αντικαθιστά την έννοια της «δραστηριότητας» με την έννοια της «συμπεριφοράς». Μάλιστα, σχετικά με το μέτρο του κατ’ οίκον περιορισμού, το κείμενο προβλέπει: «Πρέπει να συντρέχουν σοβαροί λόγοι για να θεωρηθεί ότι η συμπεριφορά του ατόμου αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια». Κάνει αναφορά σε «άτομα που έχουν προσελκύσει την προσοχή των αστυνομικών ή των μυστικών υπηρεσιών για τη συμπεριφορά τους, τις γνωριμίες τους, τα λεγόμενά τους». Έτσι, στο όνομα της αντίληψης της προληπτικής δικαιοσύνης, ο νόμος περιορίζει τα άτομα όχι επειδή προετοιμάζουν εγκληματικές πράξεις, αλλά επειδή ενδέχεται να τις διαπράξουν.
Η λογική της υποψίας που στηρίζεται σε προβλέψεις, σε αντίθεση με τη λογική της κατηγορίας που στηρίζεται σε αποδείξεις, κάνει ήδη την εμφάνισή της στον νόμο για την προληπτική κράτηση, ο οποίος εγκρίθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2008. Η κατάργησή του αποτελεί μία από τις προεκλογικές υποσχέσεις του Φρανσουά Ολάντ που δεν τηρήθηκαν. Η Μιρέιγ Ντελμά-Μαρτί υπενθυμίζει ότι το κείμενο αυτό εμπνέεται από γερμανικό νόμο του 1933, ένα από τα ελάχιστα νομοθετήματα της χιτλερικής περιόδου που δεν καταργήθηκαν. Ο νόμος είχε περιπέσει σε αχρηστία, μέχρι που ενεργοποιήθηκε ξανά από το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο το 2004, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Η Ντελμά-Μαρτί, καθηγήτρια Δικαίου, δηλώνει «σοκαρισμένη» από τον νόμο του 2008, «καθώς επιτρέπει τη στέρηση ελευθερίας ενός ατόμου για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, όχι στη βάση αυστηρά οριοθετημένων ποινικών παραβάσεων, αλλά στη βάση της “επικινδυνότητας”, δηλαδή μιας έννοιας που είναι αδύνατον να οριστεί. Αναρωτήθηκα γιατί είχαμε φτάσει ως εκεί και γιατί το Συνταγματικό Συμβούλιο είχε ουσιαστικά επικυρώσει τον νόμο, τη στιγμή ακριβώς που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αμφισβητούσε, στην περίπτωση της Γερμανίας, έναν παρόμοιο μηχανισμό» (6).
Στον αντίποδα τέτοιων προβληματισμών, η κυβέρνηση του Μανουέλ Βαλς απευθύνθηκε, τον Δεκέμβριο, στο Συμβούλιο του Κράτους (7) με δύο ερωτήματα. Το πρώτο αφορά πρόταση που διατύπωσε η πρόεδρος του Εθνικού Μετώπου Μαρίν Λεπέν και υιοθέτησαν οι Νικολά Σαρκοζί και Λοράν Βοκιέ (Les Républicains): να δημιουργηθούν κέντρα κράτησης για τα 20.000 άτομα που έχουν αστυνομικό φάκελο με την ένδειξη «S», που θεωρούνται δηλαδή επικίνδυνα για τη δημόσια ασφάλεια (οι μισοί λόγω ισλαμικού ριζοσπαστισμού, οι άλλοι μισοί για πολιτικο-συνδικαλιστική δράση ή χουλιγκανισμό). Το εκτελεστικό ρωτά εάν ο νόμος μπορεί να προβλέπει την προληπτική διοικητική κράτηση για άτομα που δεν έχουν καταδικαστεί. Και, κάτι τέτοιο, στη βάση φακέλων που, κατά την ομολογία του ίδιου του υπουργού Εσωτερικών Μπερνάρ Καζνέβ, «επιτρέπουν να παρακολουθείται η συμπεριφορά ατόμων που δεν έχουν διαπράξει κανένα ποινικό παράπτωμα, αλλά ενδέχεται να διαπράξουν» (8).
Στη συνέχεια, η κυβέρνηση θα επιθυμούσε να ενσωματώσει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης στο Σύνταγμα. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της ιδέας, η ενσωμάτωση της κατάστασης εξαίρεσης στο Σύνταγμα θα επέτρεπε τον χειρισμό εξαιρετικών συνθηκών σε νόμιμο πλαίσιο: ένα Σύνταγμα πρέπει να προβλέπει όλες τις καταστάσεις που θα μπορούσαν να πλήξουν την εγγύηση της ελευθερίας των πολιτών, επιχειρηματολογούν. Σε αντίθεση με ορισμένους συναδέλφους του, ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Ολιβιέ Μπο εκτιμά ότι «η αντίθεση μεταξύ συνταγματικής τάξης και κατάστασης εξαίρεσης είναι ασυμφιλίωτη», καθώς «ένα Σύνταγμα αποσκοπεί στην οργάνωση και τον περιορισμό της εξουσίας, ενώ οποιαδήποτε κατάσταση εξαίρεσης “δυναμιτίζει” τη συνταγματική τάξη, εγγράφοντας εξαιρέσεις». Άλλωστε, συμπληρώνει ο Μπο, «η κατάσταση έκτακτης ανάγκης εγκυμονεί δύο σοβαρούς κινδύνους αυθαιρεσίας: την κατάχρηση των εξουσιών εξαίρεσης που εκχωρούνται στην αστυνομία και τη διαρκή ανανέωση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, με κίνδυνο να καταστεί μόνιμο καθεστώς» (9).
Το Συμβούλιο του Κράτους δεν υιοθετεί την οπτική αυτή. Στη γνωμοδότησή του, στις 17 Δεκεμβρίου, κρίνει ότι η τροποποίηση που εξετάζει η κυβέρνηση παράγει «χρήσιμο αποτέλεσμα» σε δύο επίπεδα: παρέχει «αδιαμφισβήτητη θεμελίωση στα διοικητικά αστυνομικά μέτρα» και «πλαισιώνει την κήρυξη και τη διαχείριση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης». Ωστόσο, αποφαίνεται ότι, αφού η κατάσταση έκτακτης ανάγκης αποτελεί «κατάσταση κρίσης», δεν μπορεί να παρατείνεται στο διηνεκές.
Άλλη πτυχή της συνταγματικής μεταρρύθμισης που ανακοινώθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ενώπιον της Εθνοσυνέλευσης στις 16 Νοεμβρίου: η δυνατότητα αφαίρεσης της ιθαγένειας από πολίτες διπλής υπηκοότητας που έχουν γεννηθεί Γάλλοι, αλλά έχουν καταδικαστεί για τρομοκρατία. Στη διάταξη αυτή, το Συμβούλιο του Κράτους δεν απάντησε παρά με μια ταυτολογία: το μέτρο –το οποίο ζητά εδώ και πολύ καιρό η Δεξιά και η Ακροδεξιά– «απαντά σε έναν θεμιτό στόχο», αλλά εμπεριέχει «κινδύνους αντισυνταγματικότητας». Γι’ αυτό και έχει μεγάλη σημασία η ενσωμάτωσή του στο Σύνταγμα…
Μπροστά στην ανάδυση ενός αστυνομικού κράτους, οργανώνονται αντιστάσεις. Στις 11 Δεκεμβρίου, το Συμβούλιο του Κράτους διαβίβασε στο Συνταγματικό Συμβούλιο (10) Προκαταρκτικό Ερώτημα Συνταγματικότητας (ΠΕΣ), το οποίο υπέβαλε πολιτικός ακτιβιστής για «αδικαιολόγητη προσβολή της ελευθερίας μετακίνησής του». Ο ακτιβιστής είχε τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό στο πλαίσιο των μέτρων ασφαλείας για την Παγκόσμια Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι. Το ανώτατο δικαστήριο, όμως, απέρριψε τα επιχειρήματα της προσφυγής του. Έτσι, το γεγονός ότι ο υπουργός Εσωτερικών μπορεί να θέτει σε κατ’ οίκον περιορισμό πολιτικούς αντιπάλους για να τους απαγορεύσει να διαδηλώσουν, με το πρόσχημα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, λαμβάνει τη νομική έγκριση των «σοφών».
Οι υπαίθριες αγορές των Χριστουγέννων απέφυγαν την απαγόρευση
Από την πλευρά της, η Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατέθεσε, τον Δεκέμβριο, τρεις ακόμη ΠΕΣ που αφορούν τη νομική βάση του κατ’ οίκον περιορισμού, της κατ’ οίκον έρευνας χωρίς δικαστικό ένταλμα και του περιορισμού της ελευθερίας συνάθροισης, όπως εξηγεί η νομική υπεύθυνος Πατρίς Σπινοζί: «Στόχος δεν είναι η αμφισβήτηση της νομιμότητας της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, αλλά ο στιγματισμός του κινδύνου προσβολής των θεμελιωδών ελευθεριών στο όνομά της, όταν λαμβάνονται μέτρα χωρίς δικαστικό έλεγχο. Υπάρχει συνταγματική επιταγή δικαστικού ελέγχου των μέτρων που λαμβάνονται και πλήττουν το απαραβίαστο της κατοικίας και τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής. Υπάρχει παραβίαση των συνταγματικών αρχών της ελευθερίας έκφρασης και του δικαιώματος συλλογικής έκφρασης ιδεών και απόψεων».
Σε κείμενο που δημοσιεύτηκε στις 17 Δεκεμβρίου, πάνω από εκατό ενώσεις, οργανώσεις και σωματεία (11) καταγγέλλουν τον «πραγματικό εκτροχιασμό της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, η οποία στοχεύει εξίσου ανθρώπους που δεν έχουν καμία σχέση με κινδύνους επιθέσεων. (…) Οι απαγορεύσεις που αφορούν τις δημόσιες κινητοποιήσεις πολλαπλασιάζονται (…), ενώ, την ίδια στιγμή, επιτρέπονται οι αθλητικές συναντήσεις και εκδηλώσεις, όπως οι υπαίθριες αγορές των Χριστουγέννων». Και καταλήγουν ζητώντας από την κυβέρνηση «να άρει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης» και «να εγκαταλείψει μια συνταγματική μεταρρύθμιση που προετοιμάστηκε μέσα σε έκτακτες συνθήκες».
Αντί για όλα αυτά, θα ήταν χρήσιμο για τον Γάλλο πρωθυπουργό να στοχαστεί τα λόγια του Νορβηγού ομολόγου του μετά τις επιθέσεις του Όσλο και της νήσου Ουτόγια, τον Αύγουστο του 2011: «Η απάντηση στη βία είναι ακόμη περισσότερη δημοκρατία, ακόμη περισσότερη ανθρωπιά» (12).