Μόλις επτά χρόνια μετά από μια από τις χειρότερες κρίσεις της οικονομικής ιστορίας, το τραίνο της χρηματοοικονομικής απορρύθμισης δρομολογείται και πάλι. Η αγωνία που έπνιγε τα ανώτατα στελέχη των τραπεζών το φθινόπωρο του 2008 δεν είναι παρά μια θολή ανάμνηση, όπως και τα προληπτικά μέτρα ενάντια στις τιτλοποιήσεις και τις λοιπές χρηματοοικονομικές ακροβασίες. Στην Ευρώπη, ήρθε η ώρα «να καταργηθούν οι περιορισμοί, για να διευκολυνθεί η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων μεταξύ των 28 κρατών-μελών» (1), κατά την άποψη του νέου Ευρωπαίου Επιτρόπου για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες Τζόναθαν Χιλ. Για την πραγματοποίηση αυτής της φιλοδοξίας της, η Επιτροπή έχει εγγράψει στις προτεραιότητές της την Ένωση Κεφαλαιαγορών (UMC). Το σχέδιο δράσης, που παρουσιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 2015, προβλέπει τη λειτουργία της μέχρι το 2019 μέσω μιας σειράς πρωτοβουλιών: διαβούλευση με τη βιομηχανία, μελέτες επιπτώσεων, αναθεώρηση οδηγιών και νέες νομοθετικές προτάσεις.
Σε αυτούς που αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό την πολλοστή απορρύθμιση του τομέα, οι Βρυξέλλες αντιπαραθέτουν μια καλά δομημένη επιχειρηματολογία. Από τη στιγμή που, όπως εξηγεί ο Χιλ, «ο σημαντικότερος παράγοντας κινδύνου για τη σταθερότητα είναι η απουσία ανάπτυξης», είναι πολύ σημαντικό να τονωθούν οι επενδύσεις. Όμως, ούτε οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που συνιστούν το σημαντικότερο τμήμα του παραγωγικού ιστού, ούτε τα διψασμένα για κεφάλαια προγράμματα υποδομών μπορούν να βρουν τις απαραίτητες χρηματοδοτήσεις. Αιτία; Οι αγκυλώσεις των παραδοσιακών δικτύων.
Οι τράπεζες δεν έχουν διάθεση να δανειοδοτήσουν και οι κρατικές αρχές έχουν περιορισμούς από τους προϋπολογισμούς. Συμπέρασμα: πρέπει να υιοθετηθούν μια σειρά μεταρρυθμίσεις με στόχο να οργανωθεί η αύξηση της πρόσβασης στις κεφαλαιαγορές. Μερικά μέτρα προς την κατεύθυνση των επιχειρήσεων έχουν ως στόχο την απλοποίηση των διαδικασιών, τη δημιουργία προδιαγραφών στην αξιολόγηση του αξιόχρεου και, κυρίως, στην ανάπτυξη «ιδιωτικών τοποθετήσεων». Οι τελευταίες επιτρέπουν στις μη εισηγμένες σε χρηματιστήρια επιχειρήσεις να μην απευθύνονται σε τράπεζες και να στρέφονται προς τους επενδυτές –ειδικά επενδυτικά κεφάλαια, ασφαλιστικές εταιρείες– προκειμένου να αποκτήσουν χρηματοδότηση με μια διαδικασία λιγότερο αυστηρή, που μειώνει τον έλεγχο των εποπτευουσών αρχών των αγορών και την υποχρέωση παροχής πληροφοριών. Αυτή η αγορά ιδιωτικών τοποθετήσεων γνωρίζει εξαιρετική άνθηση: μπορεί να φθάσει στα επόμενα χρόνια τα 60 δισεκατομμύρια ευρώ, από τα οποία 10 έως 15 δισεκατομμύρια στη Γαλλία (7,5 δισεκατομμύρια το 2013).
Οι γαλλικές αρχές συμφωνούν με τη διαδικασία «απόσυρσης των μεσαζόντων», με άλλα λόγια στην πρόσβαση σε μη τραπεζικές χρηματοδοτήσεις. Ο νόμος Μακρόν, που υποτίθεται θα τονώσει την οικονομική δραστηριότητα, ενθαρρύνει τα «διεπιχειρησιακά» δάνεια, δηλαδή αυτά που συνάπτονται μεταξύ των επιχειρήσεων χωρίς τη διαμεσολάβηση τραπεζών –και εκτός κάθε ρυθμιστικού μηχανισμού…
Η επέκταση του «σκιώδους τραπεζικού συστήματος»
Άλλα μέτρα διευκολύνουν την εκ μέρους επενδυτών εξαγορά χρεών επιχειρήσεων προς τράπεζες. Η Επιτροπή προτείνει τη χρηματοδοτική ενθάρρυνση των θεσμικών επενδυτών (συνταξιοδοτικά ταμεία και ασφαλιστικές εταιρείες κυρίως) να εξαγοράζουν απ’ ευθείας χρέη μη εισηγμένων εταιρειών· μια επένδυση πιο κερδοφόρα, διότι εμπεριέχει υψηλότερο κίνδυνο από τα παραδοσιακά κρατικά δάνεια. Έτσι, στη Γαλλία, η Société Générale εκχώρησε στην Axa το 80% του χαρτοφυλακίου της σε δάνεια με χρόνο αποπληρωμής άνω των πέντε ετών σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), με την τράπεζα να διατηρεί το υπόλοιπο 20% στον ισολογισμό της. Η Crédit Agricole, η BNP Paribas και η Natixis κάνουν το ίδιο με άλλες ασφαλιστικές εταιρείες. Όμως η βασική πρόταση της Επιτροπής αφορά την τιτλοποίηση των τραπεζικών δανείων. Με αυτήν την τεχνική, οι τράπεζες μεταπωλούν τα δάνεια στις κεφαλαιαγορές με τη μορφή χρηματοπιστωτικών προϊόντων, γεγονός που τους επιτρέπει να ξεφορτώνονται τις επισφάλειες, έχοντας όμως εισπράξει τις προμήθειες από την παροχή των δανείων. Το ίδιο που έκαναν με μεγάλη χαρά στα μέσα της δεκαετίας του 2000, όταν μετέφεραν σε επενδυτές τα στεγαστικά δάνεια των αμερικανικών νοικοκυριών με τη μορφή μετοχών. Κατά συνέπεια, η τιτλοποίηση απαλλάσσει από την ευθύνη τις τράπεζες (μεταφέροντας τον επιχειρηματικό κίνδυνο σε άλλους) και ενισχύει όχι μόνο την πολυπλοκότητα, αλλά και τη διασύνδεση των κεφαλαιαγορών, με αποτέλεσμα, το 2008, όταν ξέσπασε η κρίση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο μηχανισμός αυτός να συμβάλει ταυτόχρονα τόσο στο σκάσιμο της φούσκας όσο και στην εξάπλωση της κρίσης στον κόσμο.
Έχοντας συναίσθηση της σοβαρότητας της πρότασής της, η Επιτροπή κάνει έκκληση για «ποιοτική τιτλοποίηση», πιο «διαφανή»… Όμως, στην πράξη, τα τραπεζικά λόμπι εργάζονται για την υιοθέτηση των ελάχιστων προδιαγραφών. Με επιτυχία: ο Χιλ έχει ήδη ανακοινώσει ότι δεν θα εναντιωθεί σε μια χαλάρωση των κανόνων που υποχρεώνουν τις τράπεζες να εντάσσουν στον ισολογισμό τους ένα μέρος των κινδύνων των τιτλοποιημένων δανείων. Για τις ευρωπαϊκές αρχές, το αμερικανικό σύστημα που κυριαρχείται από τις αγορές συνιστά πρότυπο επιδόσεων –και ασφάλειας για τις επιχειρήσεις… «Η μεγαλύτερη εξάρτηση από τα τραπεζικά δάνεια καθιστά την ευρωπαϊκή οικονομία, και κυρίως τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, πιο ευάλωτη σε περίπτωση περιορισμού του τραπεζικού δανεισμού, όπως συνέβη στην οικονομική κρίση», εξηγεί σοβαρολογώντας η Επιτροπή στην Πράσινη Βίβλο της (2).
Ξεχνά πολύ γρήγορα ότι αυτή η κρίση είχε ως αιτίες ακριβώς την κεφαλαιαγορά και την απορρύθμισή της. Άλλωστε εκείνοι που προωθούν την απελευθέρωση δυσκολεύονται να πείσουν. Ευθυγραμμίζοντας το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα με τις αγγλοσαξονικές προδιαγραφές, εξηγούν, η ένωση των κεφαλαιαγορών θα επιτρέψει «την επιστροφή μακράς διαρκείας στην ανάπτυξη και στη δημιουργία θέσεων εργασίας» και στη βελτίωση «της πρόσβασης στη χρηματοδότηση κυρίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων» (3). Ο Γκέρχαρντ Χιούμερ έχει επιφυλάξεις. «Για τη μεγάλη πλειοψηφία των μικρών επιχειρήσεων», διαπιστώνει ο εν λόγω υπεύθυνος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βιοτεχνίας και Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, «η τραπεζική πίστωση θα παραμείνει η κύρια μορφή χρηματοδότησης. Η ένωση των κεφαλαιαγορών δεν μπορεί να θεραπεύσει τις δυσλειτουργίες της τραπεζικής χρηματοδότησης» (4).
Το Ίδρυμα Μπρούκινγκς, μια αμερικανική κεντρώα δεξαμενή σκέψης, εκτιμά από την πλευρά του ότι «τα πλεονεκτήματα της ένωσης των κεφαλαιαγορών για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι σε σημαντικό βαθμό υπερτιμημένα» (5). Ο ίδιος ο Χιλ παραδέχεται ότι υπερβάλλει σχετικά με τα οφέλη των μικρών επιχειρήσεων, προκειμένου να καθησυχάσει τους αφελείς – δηλαδή τους Ευρωπαίους πολίτες. «Αν στον ευρωπαϊκό διάλογο δίνεται έμφαση στις ΜΜΕ», αποκαλύπτει σε ένα προσεκτικά επιλεγμένο ακροατήριο, «είναι επειδή θεωρούνται σημαντικό στοιχείο της οικονομίας και επειδή είναι πιο εύκολο να πείσεις το κοινό με προτάσεις που τις ενισχύουν» (6).
Η μη κυβερνητική οργάνωση Finance Watch και ο Σύνδεσμος Γερμανικών Συνεταιριστικών Τραπεζών καταγγέλλουν από τη μεριά τους ένα εγχείρημα που αποσκοπεί στην ενίσχυση των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών (7). Το σχέδιο για την Ένωση Κεφαλαιαγορών θα έχει άλλωστε ως συνέπεια τη γενίκευση του συστήματος των «σκιωδών τραπεζών» (shadow banking system), που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην κρίση του 2008. Η έκφραση περιγράφει τη χρηματοδότηση της οικονομίας από παίκτες που δεν υπόκεινται σε κανονισμούς τόσο αυστηρούς όσο οι τράπεζες –ένας τρόπος για να παρακαμφθούν οι κανόνες ορθών πρακτικών των τραπεζών που δραστηριοποιούνται στις χρηματαγορές. Η ένταξη ασφαλιστικών εταιρειών, ασφαλιστικών ταμείων και άλλων κερδοσκοπικών οργανισμών στη χρηματοδότηση της οικονομίας σημαίνει την ανάληψη ενός πρόσθετου κινδύνου: οι επενδυτικοί αυτοί οργανισμοί δεν διαθέτουν εμπειρία για την αξιολόγηση της ποιότητας των δανείων.
Για να μειώσουν τις συνέπειες της έλλειψης γνώσης, αντικαθιστούν την εμπειρία και τη βαθιά γνώση της πραγματικότητας των δανειστών με υπολογισμούς κινδύνου οι οποίοι στο παρελθόν αποδείχτηκε ότι δεν μπορούσαν να λάβουν υπ’ όψιν τους τις απρόβλεπτες αλλαγές των κεφαλαιαγορών. Το σκάσιμο μιας φούσκας δανείων θα έχει ακόμα μεγαλύτερες επιπτώσεις, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι οι επενδυτές, αντίθετα από τις τράπεζες, δεν μπορούν να επωφεληθούν από τα όποια μέτρα διάσωσης των κεντρικών τραπεζών. Θα μπορούσε να πιστέψει κανείς ότι η προσφυγή στις αγορές κεφαλαίων οδηγεί στη μείωση της επιρροής –για να μην πούμε του ελέγχου– των τραπεζών στην ευρωπαϊκή οικονομία. Τότε, γιατί αυτές είναι αναφανδόν υπέρ της Ένωσης Κεφαλαιαγορών; Πολύ απλά γιατί συμβάλλουν και αυτές, μαζικά, στην ανάπτυξη των «σκιωδών τραπεζών». Δεν τους αρκεί να δανείζουν. Είναι επίσης παρούσες στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι δραστηριότητες αυτές τους επιτρέπουν να παρακάμψουν το κανονιστικό πλαίσιο που εφαρμόζεται στην παραδοσιακή χορήγηση δανείων, χάρη κυρίως σε κάποια περίπλοκα χρηματοοικονομικά προϊόντα που ανταλλάσσονται στις επονομαζόμενες «παράλληλες αγορές», οι οποίες δεν υπόκεινται σε ρυθμιστικούς κανόνες και είναι αδιαφανείς. Για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων αυτών, μερικές φορές υψηλού κινδύνου, οι τράπεζες έχουν ανάγκη από ζεστό χρήμα. Πλέον μπορούν να απευθύνονται για αυτό στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία αποφάσισε να αποδέχεται τιτλοποιημένα δάνεια ως εγγύηση για την παροχή ρευστότητας.
Η υποστήριξη της ΕΚΤ στην τιτλοποίηση υποτίθεται ότι τονώνει τη χορήγηση πιστώσεων στην πραγματική οικονομία. Όλες οι ενδείξεις συντείνουν στο ότι τελικά θα τροφοδοτήσει κυρίως τις «σκιώδεις τράπεζες»: η ρευστότητα που θα αποκτήσουν οι εμπορικές τράπεζες από την ΕΚΤ προσφέρει σε αυτές την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν νέα κέρδη, διαθέτοντάς την, για παράδειγμα, σε δραστηριότητες υψηλού κινδύνου (8). Έτσι γεννιούνται οι χρηματιστηριακές φούσκες και έτσι σκάνε: το σύστημα χρηματοδότησης που βασίζεται στην τιτλοποίηση γίνεται ακόμα πιο ευάλωτο σε περιόδους κρίσης, όταν τα τιτλοποιημένα ενεργητικά δεν γίνονται πλέον αποδεκτά ως εγγυήσεις, με αποτέλεσμα να μένουν οι τράπεζες χωρίς χρηματοδότηση, όπως συνέβη με τα subprimes (9). Έτσι, το σχέδιο για την ένωση των κεφαλαιαγορών υπόσχεται να μετατρέψει τις μεγάλες «καθολικής δραστηριότητας» τράπεζες σε χρηματοπιστωτικές ωρολογιακές βόμβες.
Προστατευμένη από τα βλέμματα του κοινού λόγω της τεχνικής φύσης του αντικειμένου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συγκεντρώνει με την ησυχία της όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την επόμενη μείζονα κρίση. Πολύ περισσότερο που το σχέδιο για την ανάπτυξη της Ένωσης Κεφαλαιαγορών εντάσσεται σε ένα πλαίσιο αποδιάρθρωσης της αναιμικής προόδου που σημειώθηκε από το 2008. Στο πλαίσιο του σχεδίου δράσης της για την Ένωση Κεφαλαιαγορών, η Επιτροπή, υπό την προεδρία του Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ, ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2015 μια διαβούλευση για τον προσδιορισμό «των κανόνων που υπονομεύουν την ικανότητα της οικονομίας να χρηματοδοτηθεί και να αναπτυχθεί» και λοιπά «άχρηστα ρυθμιστικά εμπόδια» (10).
O φόρος επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, που είναι αντικείμενο δύσκολων διαπραγματεύσεων μεταξύ έντεκα ευρωπαϊκών χωρών, θα μπορούσε κάλλιστα να βρεθεί αντιμέτωπος με τα πυρά της κριτικής. Τα κέρδη συζητήσιμα, οι κίνδυνοι σημαντικοί: η Ένωση Κεφαλαιαγορών συσσωρεύει μειονεκτήματα. Η ίδια η βάση της στηρίζεται σε μια λανθασμένη διαπίστωση, δεδομένου ότι η Επιτροπή απορρίπτει εξ αρχής μία από τις σημαντικότερες αιτίες οικονομικής στασιμότητας στον ευρωπαϊκό χώρο: τις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται στον προϋπολογισμό και στους μισθούς. Όπως καταδεικνύουν πολλές έρευνες, μεταξύ των οποίων και αυτή της ΕΚΤ σχετικά με τις ΜΜΕ (11), οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν ελλείψει προοπτικών, επακόλουθο της μειωμένης ζήτησης από τις περιοριστικές πολιτικές.
Ένα ερώτημα παραμένει αναπάντητο: γιατί να επισπεύσουν αυτό το πρόγραμμα αυξημένου κινδύνου με αβέβαιες επιπτώσεις; Θα μπορούσε να είναι ένα μήνυμα για να καθησυχάσει το Ηνωμένο Βασίλειο και να αποφευχθεί το «Brexit», δίνοντάς του ένα κίνητρο για να παραμείνει στον ευρωπαϊκό χώρο. Οι κακές γλώσσες αναμφίβολα θα υπογραμμίσουν επίσης τις ιδιαίτερες σχέσεις των Γιουνκέρ και Χιλ με τον χρηματοπιστωτικό χώρο. Ο πρώτος υπήρξε πρωθυπουργός ενός από τους κύριους φορολογικούς παραδείσους της Ευρώπης, του Λουξεμβούργου, από το 1995 ώς το 2013, ενώ ο δεύτερος έχει ιδρύσει μια εταιρεία λόμπινγκ, ειδικευμένη στα χρηματοοικονομικά θέματα, την Quiller Consultants, που δούλεψε κυρίως για την HSBC στην καρδιά του Σίτυ (12).
Η επιθυμία της Επιτροπής και της ΕΚΤ –η οποία έχει πάρει ζεστά το θέμα– να βοηθήσουν την κερδοφορία των ευρωπαίων τραπεζικών «πρωταθλητών» έναντι του παγκόσμιου ανταγωνισμού, παίζει επίσης τον ρόλο της. Θαρρείς και πρέπει να ενισχυθεί η εικόνα μιας Ευρώπης στην υπηρεσία των τραπεζών, για δικαιωθεί ο Γερμανός θεατρικός συγγραφέας Μπέρτολτ Μπρεχτ, που έγραφε στην «Αντιγόνη» το 1948: «Η μνήμη της ανθρωπότητας για τα βάσανα που έχει περάσει είναι εκπληκτικά περιορισμένη».