Η υπογραφή, στις 17 Δεκεμβρίου, στο Σχιράτ του Μαρόκου, μιας συμφωνίας εθνικής συνεννόησης μεταξύ εκπροσώπων των δυο λιβυκών Κοινοβουλίων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, άνοιξε τον δρόμο στη συγκρότηση, στις 19 Ιανουαρίου, μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας με 32 υπουργούς, με πρωθυπουργό τον επιχειρηματία από την Τρίπολη Φαγέζ Σαράζ. Πράγμα που δείχνει πόσο ουσιαστικός είναι ο διάλογος που ξεκίνησε τον Σεπτέμβρη του 2014. Παρά την ένταση μεταξύ πολιτικών δυνάμεων και αντίπαλων ομάδων, η μεγάλη πλειοψηφία των αντιπαρατιθέμενων, που έναν χρόνο πριν αρνούνταν να συναντηθούν, δέχθηκε να κάνει υποχωρήσεις. Ακόμα και τα πιο ακραία στοιχεία των δύο στρατοπέδων δεν απορρίπτουν την ιδέα της συμφιλίωσης. Η πολιτική των «μικρών βημάτων» του ΟΗΕ (1), μολονότι επιδέχεται βελτιώσεις σε πλήθος πτυχών, σε συνδυασμό με τον πολλαπλασιασμό των πρωτοβουλιών τοπικών παραγόντων στα δυτικά της χώρας για τη δημιουργία μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης, κατόρθωσαν να συγκρατήσουν, ακόμα και να μειώσουν τη βία.
Παρά τα επιφαινόμενα, και μολονότι τα δυτικά ΜΜΕ συχνά χρησιμοποιούν τη λέξη «χάος», τα αντίπαλα στρατόπεδα συνδιαλέγονται στη Λιβύη. Στη χώρα αυτή, όπου μια επίφαση καθημερινής κανονικότητας μπορεί πολύ γρήγορα να δώσει τη θέση της στις μάχες, οι κάτοικοι υποστηρίζουν τις συνομιλίες και ασκούν πίεση στους τοπικούς πολιτικούς υπεύθυνους να εργαστούν για την επιστροφή στην ειρήνη.
Ωστόσο, η συμφωνία της 17ης Δεκεμβρίου, ακρογωνιαίος λίθος στη διαδικασία συμφιλίωσης, έχει δύο μείζονα μειονεκτήματα: τη χαμηλή αντιπροσωπευτικότητα αυτών που την υπογράφουν και το γεγονός ότι δείχνει να έχει συναφθεί –με κατεπείγουσες διαδικασίες και με έντονη πίεση των ευρωπαϊκών δυνάμεων– μονάχα για να επιτρέψει μια δυτική στρατιωτική επέμβαση κατά των πολιτοφυλακών και των ενόπλων ομάδων που έχουν δηλώσει πίστη στην Οργάνωση του Ισλαμικού Κράτους (ΟΙΚ).
Τα τελευταία δύο χρόνια δεν περνά μέρα χωρίς δηλώσεις Αμερικανών, Γάλλων, Βρετανών και, σε μικρότερο βαθμό, Ιταλών πολιτικών και στρατιωτικών υπευθύνων, στις οποίες γίνεται λόγος για το αναπότρεπτο μιας τέτοιας στρατιωτικής επέμβασης. Ήδη από τις 27 Ιανουαρίου του 2014, ο Γάλλος ναύαρχος Εντουάρ Γκυιγιό, τότε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων, δήλωνε: «Στη Λιβύη το ιδανικό θα ήταν να οργανωθεί μια διεθνής επιχείρηση. Το πρόβλημα στα νότια της χώρας είναι ότι χρειάζεται μια κυβέρνηση στα βόρεια». Αναφερόταν σε μια επιχείρηση στα νότια της χώρας για την αντιμετώπιση ομάδων που είχαν εγκαταλείψει τα βόρεια του Μαλί, μετά από τη γαλλική στρατιωτική επέμβαση σε αυτή τη χώρα.
Την άνοιξη του 2015, μετά από διαδοχικά ναυάγια πολλών σκαφών με προέλευση τη Λιβύη, η Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκίνησε τη ναυτική επιχείρηση «Σοφία». «Δεν θα υπάρξει αποτέλεσμα, παρά μονάχα όταν θα μπορέσουμε να επιχειρήσουμε πιο κοντά στα ίδια τα δίκτυα, όταν θα πάμε να συλλάβουμε τα χοντρά ψάρια κι όχι τις τελευταίες τρύπες του ζουρνά που είναι στα σκάφη», εκτιμούσε στις 27 Σεπτεμβρίου 2015, στη Ρώμη, ο γάλλος αντιναύαρχος Ερβέ Μπλεζάν, υποδιοικητής της επιχείρησης. «Πράγμα που σημαίνει ότι κάποια στιγμή θα χρειαστεί να επιχειρήσουμε μέσα στον χώρο της λιβυκής κυριαρχίας». Τα μέτρα αυτά, που αντιστοιχούν στην τρίτη φάση της επιχείρησης «Σοφία», είναι δυνατό να ληφθούν μόνο με τη σύμφωνη γνώμη των λιβυκών αρχών· σύμφωνη γνώμη την οποία το Κοινοβούλιο του Τομπρούκ, που αναγνωρίζουν οι δυτικές χώρες, αρνήθηκε να δώσει, σε αντίθεση με εκείνο της Τρίπολης.
Στη συνέχεια, οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι έδωσαν νέα ώθηση στην ιδέα μιας νέας διεθνούς στρατιωτικής επέμβασης στη Λιβύη. Μολονότι οι δολοφόνοι, όλοι τους Γάλλοι ή Βέλγοι, δεν είχαν ταξιδέψει σε αυτή τη χώρα, ο «νέος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας», τον οποίο ανακοίνωσε επίσημα ο πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, περιλαμβάνει πλέον το λιβυκό έδαφος, όπου πολιτοφυλακές έχουν δηλώσει πίστη στην ΟΙΚ στις πόλεις Ντέρνα (ανατολικά) και Σύρτη (κεντροδυτικά). Στις 21 και στις 23 Νοεμβρίου του 2015, αεροσκάφη Ραφάλ απογειώθηκαν από το αεροπλανοφόρο Σαρλ Ντε Γκωλ και πραγματοποίησαν αναγνωριστικές πτήσεις στη Σύρτη. Ένοπλες ομάδες, η δύναμη των οποίων ανέρχεται σε πολλές εκατοντάδες άνδρες, ελέγχουν την πόλη και πραγματοποιούν συστηματικές επιθέσεις, κυρίως εναντίον πετρελαϊκών εγκαταστάσεων.
Λίγες μέρες αργότερα, ο πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς διακήρυττε: «Δεν χωράει αμφιβολία ότι η Λιβύη είναι το μεγάλο θέμα των επόμενων μηνών» (Europe1, 1 Δεκεμβρίου 2015)· έπειτα: «Θα χρειαστεί αναμφίβολα να πολεμήσουμε το Νταές (ακρωνύμιο του ΟΙΚ στα αραβικά) αύριο στη Λιβύη» (France Inter, 11 Δεκεμβρίου). Σε ένα άρθρο του με τίτλο: «Νταές: η Γαλλία θα επέμβει και πάλι στη Λιβύη;» η «Le Figaro» της 22ας Δεκεμβρίου, αναφερόμενη σε πηγές του υπουργείου Άμυνας, ήταν πολύ πιο σαφής: «Για να εξαφανιστεί το καρκίνωμα του Νταές και οι λιβυκές του μεταστάσεις, μια στρατιωτική δράση θεωρείται απαραίτητη στους επόμενους έξι μήνες, δηλαδή πριν από την άνοιξη».
Οι ειδικοί σε θέματα στρατηγικής και λοιποί πολυπράγμονες και συστηματικοί υποστηρικτές των στρατιωτικών επεμβάσεων, οι οποίοι το 2011 προέβλεπαν πως η ανατροπή του καθεστώτος Καντάφι ήταν θέμα ημερών και μετά θα ερχόταν η δημοκρατία, διαδέχονται ο ένας τον άλλο στα ΜΜΕ, για να εξηγήσουν την αναγκαιότητα μιας τέτοιας επέμβασης. Πέντε χρόνια μετά από αυτή του ΝΑΤΟ, τίθεται ζήτημα «να τελειώσει η δουλειά» –μια επιχειρηματολογία που θυμίζει αυτή των Αμερικανών νεοσυντηρητικών, προκειμένου να δικαιολογήσουν την εισβολή στο Ιράκ, το 2003. Μερικοί φθάνουν μέχρι το σημείο να υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα να τεθεί η χώρα υπό επιτροπεία προκειμένου να συγκροτηθεί μια κυβέρνηση άξια να φέρει αυτό τον χαρακτηρισμό (2).
Για να γίνουν όμως σεβαστοί οι τύποι της διεθνούς νομιμότητας, η επέμβαση πρέπει να ζητηθεί επισήμως από αναγνωρισμένους θεσμούς. Η συγκρότηση μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας, νόμιμης στα μάτια του Συμβουλίου Ασφαλείας, θα συνιστούσε ένα πρώτο βήμα για κάθε έκκληση βοήθειας. Ο νέος αντιπρόσωπος του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, ο Γερμανός διπλωμάτης Μάρτιν Κόμπλερ, αφοσιώθηκε σε αυτό τον στόχο αμέσως μετά τον διορισμό του, στα μέσα Νοεμβρίου. Στις 6 Δεκεμβρίου, κι ενώ καμιά συναίνεση δεν προέκυπτε στο εσωτερικό των δυο λιβυκών Κοινοβουλίων, δήλωνε στο τηλεοπτικό δίκτυο του Κατάρ Αλ-Τζαζίρα: «Ήρθε η ώρα για την έγκριση, με συνοπτικές διαδικασίες, της λιβυκής πολιτικής συμφωνίας. Το τραίνο έχει φύγει από τον σταθμό». Ήταν ένας τρόπος για να εξηγήσει ότι η πρόταση ήταν μία και θα γινόταν ή δεν θα γινόταν αποδεκτή. Το μήνυμα απευθυνόταν στα δύο Κοινοβούλια, τα οποία, μολονότι ανταγωνιστικά, διατύπωναν την ίδια αξίωση: να επικυρώσουν τη σύνθεση κάθε κυβέρνησης εθνικής ενότητας.
Η επιθυμία του ΟΗΕ και της Ευρώπης να καταλήξει η διαπραγμάτευση οπωσδήποτε και παρά τις όποιες αντιδράσεις, επιβεβαιώθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2015, στη διεθνή διάσκεψη για τη Λιβύη, στην οποία συμπροέδρευαν ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών και ο Αμερικανός ομόλογός του. Το τελικό ανακοινωθέν αυτής της συνάντησης απένειμε, πριν ακόμα οριστεί, το καθεστώς της «μοναδικής νόμιμης κυβέρνησης» στη μελλοντική κυβέρνηση εθνικής ενότητας.
Οι εμπειρογνώμονες σε θέματα Λιβύης εξέφρασαν ομόφωνα τις επιφυλάξεις τους, ενώ κύκλοι προβληματισμού με επιρροή, όπως το International Crisis Group (στο οποίο πρόεδρος είναι ο πρώην αναπληρωτής γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών με την ευθύνη των επιχειρήσεων διαφύλαξης της ειρήνης Ζαν-Μαρί Γκεενό), προειδοποιούσαν για τις επιπτώσεις της βιασύνης να επιτευχθεί μια συμφωνία, η οποία δεν θα υπογραφόταν από τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό λιβυκών κομμάτων (3). Σε όλα αυτά δεν δόθηκε η παραμικρή σημασία: ο Κόμπλερ τα έδωσε όλα για να πετύχει τη συμφωνία με κάθε κόστος. Στις 15 Δεκεμβρίου συναντήθηκε με τον Χαλίφα Χαφτάρ, ανώτατο διοικητή του Εθνικού Συριακού Στρατού, με έδρα την Κυρηναϊκή και αντίπαλο της κυβέρνησης της Τρίπολης. Του παρέσχε εγγυήσεις για το μέλλον του ως αρχηγού του γενικού επιτελείου των ενόπλων δυνάμεων.
Κατ’ απαίτηση των υποστηρικτών της διάσκεψης της Ρώμης, η συμφωνία μεταξύ των Λιβύων, της 17ης Δεκεμβρίου, προέβλεπε στο άρθρο 39.2 ότι η μελλοντική κυβέρνηση θα είχε το δικαίωμα, στον τομέα της ασφάλειας, «να ζητήσει την υποστήριξη των Ηνωμένων Εθνών, της διεθνούς κοινότητας και των αρμόδιων περιφερειακών οργανισμών». Στις 23 Δεκεμβρίου, το ψήφισμα 2259 του Συμβουλίου Ασφαλείας, που υιοθετήθηκε ύστερα από βρετανική πρόταση, την επικύρωσε υπενθυμίζοντας ότι η κατάσταση στη Λιβύη «συνιστά απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια». Το άρθρο 12 «κάνει έκκληση στα κράτη-μέλη να βοηθήσουν το ταχύτερο την κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης, μετά από αίτημά της, να αγωνιστεί για την αποτροπή των απειλών κατά της ασφάλειας της Λιβύης και να συνδράμουν ενεργητικά τη νέα κυβέρνηση στην προσπάθειά της να νικήσει την Οργάνωση του Ισλαμικού Κράτους, τις ομάδες που έχουν δηλώσει πίστη σε αυτό, την Ανσάρ αλ-Σαρία και όλα τα άτομα, ομάδες και επιχειρήσεις που συνεργάζονται με την Αλ-Κάιντα και δρουν στη Λιβύη».
Στα χαρτιά, οι απαιτήσεις των δυτικών δυνάμεων που ήταν παρούσες στη Ρώμη ικανοποιήθηκαν και οι νομικές βάσεις για μια νέα στρατιωτική επέμβαση έχουν τεθεί. Στην πράξη όμως η συμφωνία και η συγκρότηση της νέας κυβέρνησης υπάρχει κίνδυνος να γεννήσουν νέες διαχωριστικές γραμμές και να αυξηθεί η βία. Πολλοί βουλευτές της Ανατολής δεν αποδέχονται το κείμενο του Σχιράτ. Άλλωστε, το Κοινοβούλιο του Τομπρούκ αντιπροσωπεύτηκε μονάχα από τους 75, σε σύνολο 188, βουλευτές του στην τελετή της υπογραφής στο Μαρόκο. Στην Κυρηναϊκή πάντα, είναι αλήθεια ότι ο στρατηγός Χαφτάρ ανακοίνωσε πως θα αναγνωρίσει την κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης, αλλά είναι μικρή η πιθανότητα να διακόψει τις εχθροπραξίες με τους πολιτικούς του αντιπάλους στην Τρίπολη. Όσον αφορά δε τον Ιμπραήμ Ζαντχράν, άλλο ισχυρό άνδρα της Ανατολής και αρχηγό της φρουράς των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων –οι ισχυρές του πολιτοφυλακές πολεμούν κατά της ΟΙΚ στον κόλπο της Σύρτης– υποστηρίζει τη συμφωνία, κατηγορεί όμως τον στρατηγό Χαφτάρ και το πρόπλασμα εθνικού στρατού του ότι παίζουν το παιχνίδι της ΟΙΚ, καθώς ο αγώνας εναντίον της δεν είναι προτεραιότητά τους.
Ωστόσο, στη Δυτική Λιβύη η κατάσταση είναι πιο προβληματική. Μόνο 26 από τα 136 μέλη του πρώην Γενικού Εθνικού Κογκρέσου παραβρέθηκαν στην υπογραφή της Συμφωνίας του Σχιράτ. Ο δε συνολικός αριθμός των βουλευτών που υποστηρίζουν την κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης είναι μικρότερος από 75. Μερικοί από τους αντιπάλους της, όπως ο Αμπντελκαντέρ Αλ-Χουβεϊλί, βλέπουν κιόλας μια «ξένη συνωμοσία κατά της Λιβύης». Κι αν μερικές πολιτοφυλακές της Ζιντάν, της Μισράτα και της Ζαούια δέχονται να «εγγυηθούν την προστασία» της νέας κυβέρνησης, οι τέσσερις ισχυρότερες πολιτοφυλακές της πρωτεύουσας έχουν κιόλας ανακοινώσει ότι θα αντισταθούν σε αυτήν. Οι πολιτοφυλακές της Μισράτα, που έχουν ενταχθεί στο Μέτωπο της Ετοιμότητας (Ζαμπχάτ Αλ-Σουμούντ) του Σαλάχ Μπαντί, έχουν γνωστοποιήσει την εχθρότητά τους. Ο μεγάλος μουφτής της Λιβύης Σαντέκ Αλ-Γκαριανί διακηρύσσει από πλευράς του ότι αυτή η συμφωνία που επιβλήθηκε από τους ξένους «δεν είναι σύμφωνη με τις ισλαμικές αρχές». Η στάση μερικών προσωπικοτήτων με επιρροή της Μισράτα, ένας από τους οποίους είναι ο Αμπντελραχμάν Σουβεϊχλί, που αντιτίθενται στη συμφωνία στην παρούσα μορφή της, θα εξαρτηθεί από τη βούληση και την ικανότητα του Κόμπλερ να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις τους. Επιθυμούν ένα αυξημένο βάρος στο πρώην Γενικό Εθνικό Κογκρέσο, που εξελέγη το 2012, για να λειτουργήσει ως αντίβαρο στο Κοινοβούλιο του Τομπρούκ, το οποίο, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας, πρέπει να παραμείνει ως κύριο νομοθετικό σώμα. Επιπλέον, η πλειοψηφία των βουλευτών της Δυτικής Λιβύης αρνούνται τον διορισμό του στρατηγού Χαφτάρ στην ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων.
Εχθρότητα του πληθυσμού
Το στοίχημα του ΟΗΕ ήταν η επίτευξη μιας συμφωνίας με ταχείς ρυθμούς, ακόμα κι αν αυτή δεν είναι ικανοποιητική για σημαντικό αριθμό εγχώριων παραγόντων με επιρροή. Εμπεριέχει, όμως, τον κίνδυνο να καταλήξει σε ένα νέο αδιέξοδο. Για να το αποφύγουν, τα Ηνωμένα Έθνη όφειλαν να είχαν επιδείξει ευελιξία και να είχαν συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις με τα κόμματα που δεν συμφωνούσαν με τη συγκεκριμένη ρύθμιση, αλλά και να είχαν αρχίσει έναν διάλογο για θέματα ασφάλειας με τους τοπικούς πολιτικο-στρατιωτικούς παράγοντες και αρχηγούς πολιτοφυλακών. Αν δεν συμβεί αυτό, η κατάσταση θα μοιάζει με την προ του Αυγούστου του 2014, όταν η «διεθνής κοινότητα» αναγνώριζε ως μοναδικό εκπρόσωπο του λιβυκού λαού το Κοινοβούλιο του Τομπρούκ, που, στην καλύτερη περίπτωση, έλεγχε μόλις το ένα τρίτο της χώρας.
Μολονότι σχηματίστηκε γρήγορα, τίποτα δεν μας διαβεβαιώνει ότι η κυβέρνηση εθνικής ενότητας θα μπορέσει να εγκατασταθεί εύκολα στην Τρίπολη και, κυρίως, ότι θα παραμείνει χωρίς ένοπλες συγκρούσεις. Ακόμα και αν συμβεί αυτό, θα πρέπει να αποφύγει να ζητήσει μια ξένη επέμβαση. Αν ενώσουν τις δυνάμεις τους οι πολιτοφυλακές της Μισράτα και του ανατολικού τμήματος της χώρας, μπορούν να νικήσουν αυτές που έχουν ενταχθεί στην ΟΙΚ, στην πόλη της Σύρτης. Επιπλέον, κάθε μορφή ξένης παρέμβασης, εκτός του ότι θα απαξίωνε την κυβέρνηση και θα υπονόμευε για καιρό την ανοικοδόμηση ενός λιβυκού έθνους και κράτους, θα ενίσχυε την προπαγάνδα της ΟΙΚ: για άλλη μια φορά η Δύση θα βομβάρδιζε αραβικούς πληθυσμούς. Η προπαγάνδα αυτή θα έβρισκε απήχηση σε έναν πληθυσμό, στην πλειοψηφία του εχθρικό σε μια τέτοια επέμβαση, ενισχύοντας τις στρατολογήσεις της ΟΙΚ. Είναι όμως μικρή η πιθανότητα όλα αυτά να απασχολήσουν τους Δυτικούς πολιτικούς και στρατιωτικούς υπευθύνους. Για πολλούς από αυτούς, ο επόμενος πόλεμος στη Λιβύη είναι υπόθεση εβδομάδων (4).