Στη γενική του συνέλευση της 29ης Νοεμβρίου του 1947, ο ΟΗΕ έδινε την έγκρισή του στο σχέδιο διαίρεσης της Παλαιστίνης και, κατά συνέπεια, στην ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Η ιστορική αυτή ψηφοφορία δεν θα είχε λάβει ποτέ χώρα χωρίς την υποστήριξη της ΕΣΣΔ. Εκείνο που εκπλήσσει είναι ότι οι εκπρόσωποι του σιωνιστικού κινήματος είχαν έρθει σε επαφή με τη ρωσική ηγεσία, ενώ το γερμανο-σοβιετικό σύμφωνο, που είχε συναφθεί το 1939, ήταν ακόμα σε ισχύ (1). Η αρχική συνάντηση είχε γίνει λίγους μήνες πριν από τη γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, τον Ιούνιο του 1941. Εκτιμώντας πως επίκειται μια ταχεία νίκη των ναζί μετά την κατάρρευση του γαλλικού στρατού, ο Ιωσήφ Στάλιν είχε θέσει ως στόχο την ενίσχυση του πολιτικού προφίλ του, εν όψει μιας διάσκεψης ειρήνης, η οποία πίστευε πως θα γινόταν το 1942 και από την οποία προσδοκούσε την ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η άσκηση της διοίκησης από τη βρετανική αυτοκρατορία στην Παλαιστίνη θα ετίθετο τότε υπό αμφισβήτηση (2). Και η Σοβιετική Ένωση ήθελε να είναι μέρος της νέας κατάστασης πραγμάτων.
Ο Χαΐμ Βάιζμαν, πρόεδρος της Παγκόσμιας Σιωνιστικής Οργάνωσης και έμπειρος παρατηρητής της διεθνούς πολιτικής, φαίνεται ότι μάντεψε τις προθέσεις του Στάλιν. Η άμεση έγνοιά του ήταν η τύχη των Εβραίων της Πολωνίας, των Βαλτικών χωρών και της Βεσαραβίας (περιοχή που καλύπτει τη σημερινή Μολδαβία και το νοτιοανατολικό τμήμα της Ουκρανίας), που πρόσφατα είχαν καταληφθεί από τη Σοβιετική Ένωση. Τον Φεβρουάριο του 1941 , δημιουργεί δίαυλο επικοινωνίας με τον Ιβάν Μάισκυ, τον σοβιετικό πρεσβευτή στο Λονδίνο, άνθρωπο με επιρροή. Ο Γιαν Μιχαήλοβιτς Λιαχοβέτσκι, που είχε αλλάξει μετά την επανάσταση του 1905 το όνομά του σε Μάισκυ, ήταν γιος μιας ορθόδοξης δασκάλας και ενός Εβραίου γιατρού, η οικογένεια του οποίου είχε μεταναστεύσει από την Πολωνία στη Ρωσία. Στο ημερολόγιό του (3) σημειώνει, στην ημερομηνία 3 Φεβρουαρίου 1941:
«Ο Βάιζμαν με επισκέφθηκε για να συζητήσουμε το ακόλουθο θέμα: σήμερα η Παλαιστίνη δεν διαθέτει κάποια αγορά για τη διάθεση της παραγωγής της σε πορτοκάλια –η ΕΣΣΔ θα ενδιαφερόταν να τα πάρει με αντάλλαγμα γούνες; Στη συνέχεια θα ήταν εύκολο να πωληθούν αυτές οι γούνες χάρη στις εβραϊκές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ.
Εξήγησα στον Βάιζμαν ότι προς το παρόν δεν μπορούσα να του δώσω οριστική απάντηση, όμως θα μελετούσα το θέμα. Του διευκρίνισα, ωστόσο, ότι οι Εβραίοι της Παλαιστίνης δεν έπρεπε να εναποθέτουν πολλές ελπίδες σ’ εμάς: είναι κανόνας μας να μην εισάγουμε φρούτα. Η συνέχεια μου έδωσε δίκιο. Η Μόσχα απέρριψε την πρόταση του Βάιζμαν και αυτό ήταν το θέμα της επιστολής που του απέστειλα σήμερα το πρωί.
Στη διάρκεια της συζήτησής μας για τα πορτοκάλια, ο Βάιζμαν αναφέρθηκε γενικότερα στα παλαιστινιακά ζητήματα. Επίσης, εξέθεσε την παρούσα κατάσταση και τα σχέδια της παγκόσμιας εβραϊκής διασποράς. Επ’ αυτού ο Βάιζμαν είναι πολύ απαισιόδοξος. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, ο εβραϊκός πληθυσμός ανέρχεται σε δεκαεπτά εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο. Από αυτούς, τα δέκα έως έντεκα εκατομμύρια ζουν σε συνθήκες χονδρικά αποδεκτές και σε κάθε περίπτωση χωρίς να διατρέχουν τον κίνδυνο της φυσικής εξόντωσης. Πρόκειται για τους Εβραίους που ζουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Βρετανική αυτοκρατορία και στην ΕΣΣΔ (…)
“Σιγά-σιγά, οι Εβραίοι της Σοβιετικής Ένωσης θα ενσωματωθούν στη ρωσική ζωή, σαν να ήταν ανέκαθεν πλήρες μέρος της. Είτε αυτό μου αρέσει είτε όχι, είμαι έτοιμος να το αποδεχθώ: τουλάχιστον οι Εβραίοι της Σοβιετικής Ένωσης στέκονται στα πόδια τους και δεν έχω λόγο να ανησυχώ γι’ αυτούς. Όμως, δεν μπορεί να μην μου προκαλεί φρίκη το μέλλον των έξι έως επτά εκατομμυρίων Εβραίων που ζουν στην Κεντρική Ευρώπη –στη Γερμανία, στην Αυστρία, στην Τσεχοσλοβακία, στα Βαλκάνια και, κυρίως, στην Πολωνία. Τι θα γίνουν αυτοί οι άνθρωποι; Πού θα πάνε;”
Ο Βάιζμαν αναστέναξε βαθιά και συνέχισε: “Αν κερδίσει η Γερμανία τον πόλεμο θα χαθούν όλοι. Όμως δεν πιστεύω ότι οι Γερμανοί θα νικήσουν. Αλλά ακόμα και αν κερδίσουν οι Άγγλοι τον πόλεμο, τι θα γίνει μετά;”
Και τότε ήταν που μου εξομολογήθηκε τους φόβους του. “Οι Άγγλοι –κυρίως οι αποικιακές διοικήσεις– δεν συμπαθούν τους Εβραίους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Παλαιστίνης, που κατοικείται ταυτόχρονα από Εβραίους και Άραβες. (…) Είναι αλήθεια ότι οι Άραβες Παλαιστίνιοι είναι μέρος αυτού του είδους πειραματόζωων, στα οποία είναι συνηθισμένος ο διοικητής, ενώ οι Εβραίοι τού φέρνουν απελπισία. Είναι πάντα δυσαρεστημένοι για όλα, θέτουν ερωτήματα, απαιτούν απαντήσεις –μερικές από αυτές τις απαντήσεις δεν είναι εύκολο να δοθούν. Τότε σπάνε τα νεύρα του διοικητή και αρχίζει να θεωρεί τους Εβραίους πρόβλημα. Ο διοικητής έχει μονίμως την εντύπωση πως ο Εβραίος τον κοιτάζει σκεπτόμενος: “Θεωρείτε τον εαυτό σας έξυπνο; Ίσως να είμαι δυο φορές πιο έξυπνος από εσάς”. Δεν υπάρχει τίποτα πιο αποτελεσματικό προκειμένου να στρέψει τον διοικητή ενάντια στους Εβραίους και, κατά συνέπεια, ακόμα και να ταχθεί υπέρ των Αράβων. Με αυτούς τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν ζητούν τον ουρανό με τ’ άστρα και δεν ενοχλούν κανένα.”
Και ο Βάιζμαν διερωτήθηκε με αγωνία: “Τι θα φέρει για τους Εβραίους μια βρετανική νίκη;” Η ερώτηση αυτή οδηγεί σε δυσάρεστα συμπεράσματα. Καθ’ όσον, κατά τη γνώμη του, το μοναδικό υλοποιήσιμο σχέδιο για να σωθούν οι Εβραίοι της Κεντρικής Ευρώπης (και πρώτοι από όλους οι Εβραίοι της Πολωνίας) είναι το ακόλουθο: να μετεγκατασταθούν ένα εκατομμύριο Άραβες Παλαιστίνιοι στο Ιράκ, και στις γαίες που με αυτόν τον τρόπο θα έχουν απαλλοτριωθεί, να εγκατασταθούν τέσσερα έως πέντε εκατομμύρια Εβραίοι από την Πολωνία και άλλες χώρες. Εντούτοις, είναι μάλλον απίθανο να αποδεχθούν οι Βρετανοί ένα τέτοιο σενάριο. Κι αν το αρνηθούν, τι θα συμβεί;
Εξέθεσα στον Βάιζμαν την έκπληξή μου σχετικά με το πώς θα κατόρθωνε να εγκαταστήσει πέντε εκατομμύρια Εβραίους σε μια περιοχή που κατοικούνταν ώς τότε από ένα εκατομμύριο Άραβες. “Μην ανησυχείτε”, μου απάντησε ξεσπώντας στα γέλια. “Αποκαλούν τον Άραβα συχνά γιο της ερήμου, ενώ θα ήταν σωστό να τον αποκαλούν πατέρα της ερήμου. Είναι τέτοια η ανικανότητα και ο αρχαϊσμός του, που μετατρέπει έναν ανθισμένο κήπο σε έρημο. Δώστε μου περιοχή κατοικούμενη από ένα εκατομμύριο Άραβες και σας υπόσχομαι να εγκαταστήσω εύκολα πέντε φορές περισσότερους Εβραίους.”
Ο Βάιζμαν κούνησε λυπημένα το κεφάλι του και κατέληξε: “Το μόνο ερώτημα είναι πώς θα αποκτήσουμε αυτή τη γη”».
Το ημερολόγιο του Μάισκυ δεν περιέχει άλλες ενδείξεις σχετικές με την Παλαιστίνη. Τα ισραηλινά αρχεία αποκαλύπτουν ωστόσο ότι ο Βάιζμαν και ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, μελλοντικός πρωθυπουργός του Ισραήλ, που τότε ήταν πρόεδρος του Εβραϊκού Πρακτορείου, συνέχισαν τα αιτήματα σοβιετικής υποστήριξης προς τον Μάισκυ. Και για να βελτιστοποιήσουν τις πιθανότητες επιτυχίας τους, επέμειναν στην προσήλωσή τους στον σοσιαλισμό, την οποία, κατ’ αυτούς, αποδείκνυε η επιτυχημένη οικοδόμηση στην Παλαιστίνη ενός «πυρήνα σοσιαλιστικής Κοινοπολιτείας». Πίσω από τις ιδεολογικές φιοριτούρες, το σχέδιο του Μπεν Γκουριόν ήταν να καταστήσει τον Μάισκυ υποστηρικτή των σιωνιστικών επιδιώξεων στην Παλαιστίνη, ακόμα κι αν έπρεπε να δοξάσει τη Σοβιετική Ένωση ως «μια από τις τρεις κυρίαρχες δυνάμεις που θα καθορίσουν το πεπρωμένο του νέου κόσμου».
Όταν το καλοκαίρι του 1943 ο Μάισκυ ανακαλείται στη Μόσχα, ελπίζει να περιορίσει τη δυσμένεια στην οποία περιέπεσε, εμφανίζοντας κάποιες ισχυρές επιτυχίες σχετικά με τις συμμαχίες και την αναδιαμόρφωση των συνόρων στη μεταπολεμική Ευρώπη που προδιαγράφεται. Με αυτό το σκοπό επωφελείται των τελευταίων ημερών του στο Λονδίνο για μια σειρά μη εγκεκριμένων διαπραγματεύσεων με τον Ουίνστον Τσόρτσιλ και τον υπουργό Εξωτερικών του Άντονυ Ήντεν. Ελπίζει επίσης να εκμεταλλευτεί την παραμονή του στη Μέση Ανατολή κατά το ταξίδι της επιστροφής, προκειμένου να θέσει σε εφαρμογή ένα παρακινδυνευμένο εγχείρημα με τους σιωνιστές ηγέτες και να μετατρέψει το Γιτσούβ (την εβραϊκή κοινότητα της Παλαιστίνης) σε δορυφόρο της Σοβιετικής Ένωσης.
Οι τρεις ημέρες της διαμονής του στην Παλαιστίνη, τον Οκτώβρη του 1943, του προσφέρουν μια μοναδική ευκαιρία να αξιολογήσει επί τόπου τη ζωντάνια του τοπικού σιωνιστικού κινήματος και την ικανότητα της χώρας να απορροφήσει ένα σημαντικό κύμα εβραϊκής μετανάστευσης. Διεξάγει και πάλι μυστικές συνομιλίες, αυτή τη φορά με τον Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, με την Γκόλντα Μέιερσον (τη μετέπειτα πρωθυπουργό Γκόλντα Μέιρ) και με άλλους ηγέτες του Γιτσούβ στο κιμπούτζ του Μάαλε Χασαμίσα, κοντά στην Ιερουσαλήμ. Παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε σε όλη του τη ζωή να πάρει αποστάσεις από τις εβραϊκές ρίζες του, ομολογεί ότι «μαγεύτηκε» από την επίσκεψη. Τα κοινά στοιχεία που ανακαλύπτει ότι έχει με τους οικοδεσπότες του, συμπληρώνονται από ένα αίσθημα οικειότητας. Οι περισσότεροι από τους συνομιλητές του μιλούν με ευφράδεια τα ρωσικά, έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα του σιωνιστικού κινήματος ως πολιτικής δύναμης και φαίνονται ειλικρινά στρατευμένοι στην υπόθεση του σοσιαλισμού.
Επιδιώκοντας να αναδειχθεί υπερβάλλοντας την επιρροή που έχει στη Μόσχα, ο Μάισκυ κάνει τον Μπεν Γκουριόν να πιστέψει (και, κατά συνέπεια, τους ιστορικούς) ότι η άποψή του αντανακλά αυτή του Κρεμλίνου. Στους συνομιλητές του επαίρεται ότι είναι πλέον «ο υπ’ αριθμόν τρία σε θέματα εξωτερικής πολιτικής», μετά από το Στάλιν και τον υπουργό Βιατσεσλάβ Μολότοφ. Eίναι ο ειδικός σε θέματα Ευρώπης, που ανέλαβε το δύσκολο καθήκον να διαπραγματευτεί το μέλλον αυτής της γωνιάς του κόσμου, διαβεβαιώνει. Οι σιωνιστές ηγέτες δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι η θέση του ήταν στην πραγματικότητα από τις πλέον επισφαλείς. Επιστρέφοντας στη Μόσχα ο πρώην πρεσβευτής, μολονότι έστειλε μια έκθεση στο Στάλιν, στην οποία περιέγραφε τις διπλωματικές επιτυχίες του στην Παλαιστίνη, όλες οι πόρτες έκλεισαν γι’ αυτόν. Στο υπουργείο Εξωτερικών όπου τέθηκε, θα μπορούσαμε να πούμε, σε κατ’ οίκον περιορισμό, οι δραστηριότητές του περιορίστηκαν πλέον σε ερευνητικές εργασίες.
Το παλαιστινιακό ζήτημα, μολονότι δεν ήταν επισήμως στην ημερήσια διάταξη της συνόδου της Γιάλτας τον Φεβρουάριο του 1945, ήταν το αντικείμενο άτυπων συζητήσεων, στις οποίες όλος ο κόσμος συμφώνησε σε ένα σημείο: της βρετανικής αποχώρησης από την Παλαιστίνη έπρεπε να προηγηθεί η δημιουργία διεθνούς προτεκτοράτου για τη χώρα. Η διακηρυγμένη σοβιετική θέση στη Γιάλτα ήταν ότι οι σύμμαχοι έπρεπε να διατηρήσουν την ενότητά τους, ακόμα –και κυρίως– μετά από τον πόλεμο. Για τη Μόσχα, οι «τρεις μεγάλοι» –Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο και Σοβιετική Ένωση– καλούνταν να εργαστούν χέρι-χέρι ως παγκόσμια αστυνομική δύναμη, στο πλαίσιο μιας μεγάλης συμμαχίας ειρήνης, που διασφάλιζε έναν σαφή διαχωρισμό μεταξύ της δυτικής και της σοβιετικής ζώνης επιρροής.
Δεν ήταν όμως αυτή η προσέγγιση των Συμμάχων. Σε ένα σχόλιο, που δημοσιεύτηκε στους «New York Times», στις 17 Αυγούστου 1945, στον απόηχο της Συνόδου Κορυφής στο Πότσδαμ, ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν παραδέχεται ότι στις συνομιλίες του με τον Τσώρτσιλ έγινε κατ’ επανάληψη αναφορά στο μέλλον της Παλαιστίνης. Και προσθέτει αναφερόμενος στο Στάλιν: «Δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να κάνει ο στρατάρχης σε αυτό το ζήτημα». Άλλωστε, η αγγλο-αμερικανική επιτροπή που δημιουργήθηκε το 1946 για να διερευνήσει το ζήτημα απέκλειε τους Ρώσους.
Για να παρεμποδίσει τους σχεδιασμούς του Λονδίνου, η Μόσχα επεξεργάζεται ένα σχέδιο πολλών σημείων, το πιο σημαντικό από τα οποία απαιτούσε σε έντονο ύφος από τους Βρετανούς να θέσουν τέλος στην κυριαρχία τους στην Παλαιστίνη και να αποσύρουν τις δυνάμεις τους. Σε αυτό το σημείο, το Κρεμλίνο δεν έχει αποκλίνει από τη στάση του τού 1941. Τα δύο επόμενα, αντιθέτως, μεταφράζονται σε μια νέα προσέγγιση. Για πρώτη φορά η Σοβιετική Ένωση εξετάζει το πολιτικό μέλλον της Παλαιστίνης και το εβραϊκό ζήτημα διατυπώνοντας μια ξεκάθαρη θέση, η οποία –αυτό τουλάχιστον ελπίζει– θα μπορούσε να έχει την αποδοχή του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον. Προτείνει λοιπόν τη δημιουργία μιας «Παλαιστίνης ενιαίας, ανεξάρτητης και δημοκρατικής», στην οποία οι Εβραίοι θα ήταν μειοψηφία, όμως θα απολάμβαναν «τα ίδια εθνικά και δημοκρατικά δικαιώματα» με τους Άραβες. Το κείμενο αυτό συνόψιζε την επίσημη θέση του Κρεμλίνου εκείνη την εποχή, όχι για πολύ καιρό όμως.
Μια εκπληκτική αλλαγή στάσης
Σε μια ομιλία του στο Κογκρέσο, στις 12 Μαρτίου 1947, ο πρόεδρος Τρούμαν έκανε έκκληση για οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα και στην Τουρκία, για να αντιμετωπιστεί η σοβιετική απειλή. Η ιδέα για μια παγκόσμια άμυνα ενάντια στον σοβιετικό επεκτατισμό αρχίζει να ωριμάζει. «Η γλώσσα της ισχύος και της δύναμης ήταν η μόνη που καταλάβαιναν οι σοβιετικοί ηγέτες και στην οποία απαντούσαν», θα δήλωνε ο Τρούμαν αργότερα. Τον Απρίλιο, ο Αντρέι Γκρομύκο, ο νεαρός –μόλις 35 ετών– σοβιετικός πρεσβευτής στον ΟΗΕ (4), αρχίζει έναν γύρο προπαρασκευαστικών συνομιλιών στη Γενική Συνέλευση, προβάλλοντας τις τελευταίες προτάσεις του Κρεμλίνου, που είναι πολύ απογοητευτικές για τους σιωνιστές. Επιπλέον, όπως αποκαλύπτει σε ένα τηλεγράφημα που απέστειλε στον Στάλιν, υποψιάζεται ότι οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο κωλυσιεργούν προκειμένου «να συμφωνήσουν μεταξύ τους, και μόνο μεταξύ τους, το πεπρωμένο της Παλαιστίνης». Σε αυτή τη συγκυρία έντασης είναι που η Σοβιετική Ένωση ανακαλύπτει και εξετάζει το δόγμα της «παρεμπόδισης» που τόσο αγαπούσε ο Τρούμαν.
Στις 28 Απριλίου 1947, ημέρα της έναρξης της ειδικής συνόδου της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ο Γκρομύκο δέχεται ξαφνικά νέες οδηγίες από τον Μολότοφ. Του ζητούν τώρα να επιμείνει «στην καταστροφή και στις κακουχίες χωρίς προηγούμενο» που υπέστη ο εβραϊκός λαός κατά τον πόλεμο. Αν και δεν αποκλίνει από τη γραμμή που συνίστατο στην απαίτηση του άμεσου τερματισμού της βρετανικής διοίκησης της Παλαιστίνης, η σοβιετική θέση έχει αλλάξει διαμετρικά σε όλες τις υπόλοιπες πτυχές: ζητούμενο πλέον είναι «να ληφθούν υπ’ όψιν οι διάφορες προτάσεις που αποσκοπούν στην ικανοποίηση των απαιτήσεων των Εβραίων, κρατώντας τη μόνη δυνατή εναλλακτική λύση». Πρώτη φάση της εναλλακτικής λύσης: η «ίδρυση ενός αραβο-εβραϊκού κράτους, στο οποίο Εβραίοι και Άραβες θα είχαν ίσα δικαιώματα». Η δεύτερη φάση, που θέτει σε αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα της προηγούμενης επιλογής, είναι ότι σε περίπτωση χειροτέρευσης των σχέσεων μεταξύ Εβραίων και Αράβων, θα χρειαστεί να εξεταστούν όλες οι προτάσεις προς την κατεύθυνση «μιας διαίρεσης της Παλαιστίνης σε δύο ανεξάρτητα κράτη, ένα εβραϊκό και ένα αραβικό».
Όπως διευκρινίζει εντούτοις το τηλεγράφημα του Μολότοφ, η πρώτη πρόταση ανταποκρίνεται σε «λόγους τακτικής». Ο επί κεφαλής της ρωσικής διπλωματίας δεν επιθυμεί να δώσει την εντύπωση ότι η Μόσχα παίρνει την πρωτοβουλία της δημιουργίας ενός εβραϊκού κράτους, μολονότι, λέει, η λύση αυτή είναι «η πιο βολική για τις θέσεις μας». Αυτή η αλλαγή στάσης προκαλεί έκπληξη. Η εφαρμογή της αρχικής πρότασης όχι μόνο θα είχε ενταφιάσει τις εβραϊκές προσδοκίες για ξεχωριστό κράτος, αλλά θα είχε αλλάξει την όψη της Μέσης Ανατολής και του κόσμου.
Η ριζική αλλαγή στάσης της Μόσχας εξηγείται εν μέρει από την επιθυμία της να βάλει τέλος, το ταχύτερο δυνατό, στη βρετανική παρουσία στην Παλαιστίνη. Είναι όμως επίσης αποτέλεσμα της στρατηγικής της επιλογής να δημιουργήσει σχέσεις μακράς πνοής με το νέο εβραϊκό κράτος. «Πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν η γνώμη των Εβραίων σε όλα τα σοβαρά ζητήματα σχετικά με την Παλαιστίνη», υπογράμμιζε η Μόσχα στη σοβιετική αντιπροσωπεία στη Νέα Υόρκη. «Και κυρίως στο θέμα της Ιερουσαλήμ».