Από τις συνελεύσεις του κινήματος Nuit Debout («Άγρυπνοι») ώς το τελευταίο συνέδριο της συνδικαλιστικής οργάνωσης CGT στη Μασσαλία, κυριάρχησε η ίδια κριτική όσον αφορά τις κινητοποιήσεις ενάντια στον νόμο Ελ Κομρί, τη μεταρρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας που επιχειρεί η γαλλική κυβέρνηση: οι αλλεπάλληλες ημέρες αγωνιστικής δράσης που οργανώνουν με τελετουργική συνέπεια τα συνδικάτα δεν επιτρέπουν τη δημιουργία ενός νικηφόρου συσχετισμού δυνάμεων απέναντι στην κυβέρνηση και στην εργοδοσία. Συνεπώς, θα ήταν προτιμότερη μια «σκλήρυνση» του κινήματος μέσα από το κάλεσμα σε γενικές απεργίες διαρκείας. Τα ηγετικά κλιμάκια της CGT έχουν πολλές φορές δεχθεί παρόμοια κριτική —κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων ενάντια στη μεταρρύθμιση των συντάξεων το 2003 και το 2010, ενάντια στη «σύμβαση πρώτης πρόσληψης» (1) το 2006, ενάντια στην πολιτική της λιτότητας το 2008 κ.λπ. Δεν είναι ασυνήθιστο φαινόμενο: τέτοιες συζητήσεις είναι συνυφασμένες με τον γαλλικό συνδικαλισμό ήδη από τις απαρχές του.
Η Χάρτα της Αμιένης, που υιοθετήθηκε το 1906 από το 9ο Συνέδριο της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CGT), ανάγει τη στρατηγική της γενικής απεργίας σε ιδρυτική αρχή του εργατικού κινήματος: «[Ο συνδικαλισμός] προετοιμάζει την ολοκληρωτική χειραφέτηση, η οποία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο μέσα από την απαλλοτρίωση της καπιταλιστικής περιουσίας· προτείνει ως μέσο δράσης τη γενική απεργία και θεωρεί ότι το συνδικάτο, σήμερα μια ομάδα αντίστασης, στο μέλλον θα είναι η ομάδα παραγωγής και αναδιανομής του πλούτου, θεμέλιο της κοινωνικής αναδιοργάνωσης». Αυτή η στρατηγική προκύπτει από δύο λογικές. Αφενός, από τη λογική του επαναστατικού συνδικαλισμού που οφείλει να ριχτεί ολόψυχα στη «διπλή δουλειά»: στην υπεράσπιση των άμεσων συμφερόντων των εργαζόμενων και στην προετοιμασία του επαναστατικού αγώνα για την ανατροπή της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων. Αφετέρου, από τη λογική του συνδικαλισμού της άμεσης δράσης, που στην πρόθεσή του είναι να ενεργεί εντελώς αυτόνομα από κόμματα.
Σε μια συγκυρία που εξακολουθούσε να σημαδεύεται από τη βίαιη καταστολή της Παρισινής Κομμούνας, πολλοί συνδικαλιστές ηγέτες ασπάζονται την ιδέα των αναρχικών ότι οι εργαζόμενοι δεν μπορούν —και δεν πρέπει— να στηρίζονται σε κανέναν πολιτικό σύμμαχο: οφείλουν να οργανώνονται με αυτόνομο τρόπο, να αγωνίζονται με τα δικά τους όπλα, μεταφέροντας τον αγώνα στο οικονομικό πεδίο. Έτσι, η γενική απεργία παρουσιάζεται ως το συγκεκριμένο μέσο που διαθέτουν οι εργαζόμενοι προκειμένου να δρομολογήσουν την επαναστατική διαδικασία, χωρίς όμως να είναι υποχρεωμένοι να αναζητούν τη στήριξη οποιουδήποτε πολιτικού κόμματος. Οι επιμέρους απεργίες —που περιορίζονται σε ορισμένους κλάδους ή επιχειρήσεις— θεωρητικοποιούνται ως η «προπαρασκευαστική γυμναστική» για τη γενική απεργία. Για παράδειγμα, στο βιβλίο του «Ο Επαναστατικός Συνδικαλισμός» (1909), ο Βικτόρ Γκριφιέλ, γενικός γραμματέας της CGT την περίοδο 1901–1909, θεωρεί ότι «η απεργία είναι για εμάς αναγκαία επειδή πλήττει τον αντίπαλο, τονώνει το ηθικό του εργάτη, τον εκπαιδεύει, τον σκληραγωγεί, τον ενδυναμώνει μέσα από τον συνεχή αγώνα, του μαθαίνει την πρακτική της αλληλεγγύης και τον προετοιμάζει για συνολικότερα κινήματα που θα περιλαμβάνουν όλη ή τμήμα της εργατικής τάξης».
Ωστόσο, αυτή η αναρχοσυνδικαλιστική οπτική δεν γίνεται πάντοτε ομόφωνα αποδεκτή στους κόλπους του συνδικάτου. Οι σοσιαλιστές της ηγεσίας της CGT βλέπουν σε αυτήν μια ρητορική που είναι αδύνατον να εφαρμοστεί στην πράξη. Για παράδειγμα, το 1892 ο σοσιαλιστής Ζυλ Γκεσντ γράφει: «Αν είμαστε υποχρεωμένοι να παραγκωνίσουμε, σαν απατηλή οφθαλμαπάτη, τη γενική απεργία (…) είναι επειδή απαιτεί ακόμα περισσότερο χρόνο κι από την εκλογική διαδικασία προκειμένου να μας οδηγήσει στον στόχο μας. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτή η ολοκληρωτική παύση της εργασίας, δεν θα χρειαστούν πενήντα χρόνια, αλλά ένας αιώνας —ή και δύο» (2). Σύμφωνα με την ηγεσία του συνδικάτου, που προτείνει μια στρατηγική για την κατάκτηση της εξουσίας η οποία συνδυάζει τον συνδικαλιστικό και τον κομματικό αγώνα, η περιορισμένη οργανωτική βάση της CGT καθιστά ανέφικτη τη συντονισμένη κινητοποίηση του συνόλου των εργαζόμενων. Επομένως, το ποντάρισμα των πάντων σε μια εξεγερσιακή γενική απεργία θα καταδίκαζε τον συνδικαλισμό σε μόνιμη αδυναμία και θα δημιουργούσε κίνδυνο αποθάρρυνσης των εργατικών μαζών.
Εκ των πραγμάτων, ένα τέτοιο πρόσταγμα παραμένει στις αρχές του 20ού αιώνα μια θεωρητική κατά κύριο λόγο υπόθεση. Ακόμα κι όταν οι απεργίες αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται στις επιχειρήσεις, η ηγεσία της CGT διστάζει να δώσει το σύνθημα της γενικής απεργίας. Έχοντας επίγνωση ότι οι εργάτες πριν απ’ όλα περιμένουν από τα σωματεία χειροπιαστές βελτιώσεις των συνθηκών εργασίας και των αμοιβών, οι επαναστάτες συνδικαλιστές στρέφουν τις προσπάθειές τους σε δράσεις επικεντρωμένες στις καθημερινές διεκδικήσεις και στην οργάνωση τοπικών απεργιών, ώστε να αναγκάσουν τους εργοδότες να διαπραγματευτούν. Εξάλλου, οι ελάχιστες απόπειρες της CGT να οργανώσει γενικευμένη κινητοποίηση καταλήγουν σε αποτυχία: το 1914, για παράδειγμα, όταν καλεί ανεπιτυχώς σε γενική απεργία για να εμποδιστεί το ξέσπασμα του πολέμου ή το 1920, όταν εγκαταλείπει την προσπάθεια γενίκευσης της απεργίας των σιδηροδρομικών (3).
Την επαύριο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η αναρχοσυνδικαλιστική προσέγγιση έχει εγκαταλειφθεί από τη CGT, η οποία πλέον χωρίζεται σε δύο ρεύματα. Το πρώτο, στο οποίο κυριαρχούν οι σοσιαλιστές, υιοθετεί τις αρχές της ρεφορμιστικής συνδικαλιστικής δράσης και συνηγορεί υπέρ της «παρουσίας» στους μηχανισμούς της τριμερούς διαβούλευσης που αρχίζουν να δημιουργούνται κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Στο δεύτερο υπερισχύουν οι κομμουνιστές. Μετά τη δημιουργία του Γαλλικού Τμήματος της Κομμουνιστικής Διεθνούς (που θα μετεξελιχθεί στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα) το 1920, και δεδομένου ότι οι κομμουνιστές μειοψηφούν μέσα στη CGT, τα στελέχη αυτά οργανώνονται στην Ενωτική Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGTU) το 1921. Συνεχίζουν να συνηγορούν υπέρ ενός συνδικαλισμού στρατευμένου στην πάλη των τάξεων και εδραιωμένου στον πολιτικό και επαναστατικό αγώνα.
Όμως, η στρατηγική τους έρχεται σε κάθετη ρήξη με την αρχή της αυτόνομης δράσης των εργατικών οργανώσεων. Υιοθετούν μια πρακτική συνδικαλιστικών αγώνων συνυφασμένη και υποταγμένη στη στρατηγική του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο αποτελεί, σύμφωνα με τις αρχές που διατύπωσε ο Λένιν, «τη συνειδητή πρωτοπορία της εργατικής τάξης». Σύμφωνα με αυτήν την οπτική, η συνδικαλιστική δράση εκλαμβάνεται καταρχάς ως το μέσο δράσης που φέρνει τις μάζες σε επαφή με το κόμμα και τις οδηγεί να ασπαστούν τις θέσεις του. Μετά την επανένωση των δύο CGT το 1936 και, στη συνέχεια, την απαγόρευση της λειτουργίας της από το δωσιλογικό καθεστώς του Βισύ, οι κομμουνιστές συνδικαλιστές, ενισχυμένοι και δικαιωμένοι λόγω της συμμετοχής τους στην Αντίσταση, παίρνουν τον έλεγχο της οργάνωσης, η οποία θα κυριαρχήσει σταθερά στο γαλλικό συνδικαλιστικό τοπίο.
Μέσα σε αυτή τη νέα συγκυρία, η γενική απεργία εξακολουθεί να αποτελεί μία από τις μορφές δράσης στο οπλοστάσιο της CGT· ωστόσο, στην πράξη, η συνομοσπονδία συχνά περιορίζεται στη διοργάνωση διακλαδικών διαδηλώσεων και ημερήσιων απεργιών. Επιπλέον, εξελίσσονται και οι στόχοι τους οποίους οφείλει να εκπληρώσει αυτή η μορφή κινητοποίησης. Η γενική απεργία δεν θεωρείται πλέον μια εξεγερσιακή απεργία που οφείλει να οδηγήσει στην επανάσταση και στην ανατροπή του καπιταλισμού. Πρώτα απ’ όλα προορίζεται να χρησιμεύσει ως μέσο πίεσης που διαμορφώνει τον συσχετισμό δυνάμεων στις διαπραγματεύσεις με την εργοδοσία και την κυβέρνηση ή εκτείνει την πολιτική δράση του κομμουνιστικού κόμματος μέσα από μαζικές κινητοποιήσεις στις επιχειρήσεις και στους δρόμους (4).
Βεβαίως, τόσο το 1936 όσο και το 1968, η Γαλλία γνώρισε δύο τεράστια κύματα επαναλαμβανόμενων γενικευμένων απεργιών, που συνέβαλαν ώστε να διατηρηθεί στην αγωνιστική μνήμη ο μύθος της γενικής απεργίας. Ωστόσο, το ξέσπασμα αυτών των κινητοποιήσεων δεν προκύπτει από μια οργανωμένη συνδικαλιστική στρατηγική, ούτε καν από κάποια ρητή εντολή (βλ. το σχετικό άρθρο για το Λαϊκό Μέτωπο). Το 1968, η πρώτη ημέρα απεργιακής δράσης έρχεται ως ανταπόκριση σε ένα κάλεσμα των συνδικάτων (με πρωτοβουλία της CGT) για διαμαρτυρίες εναντίον της καταστολής των φοιτητικών κινητοποιήσεων. Η συνέχιση όμως της απεργίας αποφασίζεται μέσα σε ορισμένα εργοστάσια, στην πλειοψηφία τους με υψηλό ποσοστό συνδικαλισμένων εργατών, μολονότι οι ηγεσίες των οργανώσεων δεν είχαν σκεφθεί να δώσουν συνέχεια στην υπόθεση (5). Συνεπώς, η γενίκευση της κινητοποίησης δεν προέρχεται από ένα κέντρο αποφάσεων, αλλά προκύπτει από τη συνάντηση της εκ των άνω επιβεβλημένης διαδικασίας κινητοποίησης και της δυναμικής των τοπικών αγώνων, που καθιστά εφικτή τη σταδιακή διάδοση της διεκδίκησης.
Η διαχείριση του κινήματος του Μαΐου – Ιουνίου 1968 έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες πέτυχαν την έναρξη διαπραγματεύσεων που οδήγησαν σε σημαντικές κοινωνικές κατακτήσεις με τις συμφωνίες της Γκρενέλ (6) (αυξήσεις μισθών κατά 10%, δημιουργία συνδικαλιστικών τμημάτων ανά επιχείρηση, δέσμευση της εργοδοσίας για μείωση του χρόνου εργασίας [7] κ.λπ.), οι ίδιες όμως διαπραγματεύσεις χρησίμευσαν ως αφορμή για τον τερματισμό της απεργίας. Έτσι, πολλοί απεργοί και συνδικαλιστές, προερχόμενοι κυρίως από την άκρα Αριστερά, κατηγόρησαν την ηγεσία της CGT ότι προσπάθησε να ελέγξει το κίνημα διαμαρτυρίας, περιορίζοντάς το στο κλασικό πλαίσιο της συνδικαλιστικής διεκδίκησης, αρνούμενη να εκμεταλλευθεί την επαναστατική δυναμική του. Ενώ η CGT ισχυρίζεται ότι αντιτίθεται με «τη μεγαλύτερη δυνατή αποφασιστικότητα στις τυχοδιωκτικές αριστερίστικες απόπειρες», ώστε να αποτρέψει «τις προβοκατόρικες ενέργειες που [μπορούν] να θέσουν σε κίνδυνο όλες τις κατακτήσεις που επιτεύχθηκαν μέσα από τον αγώνα» (8), ένας συνδικαλιστής της CGT θεωρεί λυπηρή αυτήν την απόφαση: «Όσο κι αν εκτιμώ όσα τελικά πετύχαμε στην επιχείρησή μου, νομίζω ότι σε εθνικό επίπεδο η CGT όφειλε, ήδη από το ξεκίνημα, να επιμείνει ώστε οι στόχοι των διεκδικήσεων να είναι πιο σημαντικοί, πιο “πολιτικοί” —ας μην φοβόμαστε τη λέξη» (9). Με αυτόν τον τρόπο, το ζήτημα της γενικής απεργίας συνδέεται στενά με τις συζητήσεις για την τελική σκοπιμότητα της συνδικαλιστικής δράσης.
Τέτοιες συζητήσεις εξακολουθούν να κάνουν τακτικά την επανεμφάνισή τους, προωθούμενες από τη Solidaires (10), ακόμα και από την Εργατική Δύναμη (FO). Το συνδικάτο αυτό προέρχεται από μια διάσπαση της CGT του 1947, δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών και εξαρχής αντιτάχθηκε στην πολιτικοποίηση των συνδικαλιστικών αγώνων, επιλέγοντας να προωθήσει πρακτικές που ήταν πιο αυτόνομες και ανοιχτές στις διαπραγματεύσεις. Κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής «χρυσής τριακονταετίας» αποτέλεσε τον προνομιακό συνομιλητή των κυβερνήσεων και της εργοδοσίας. Στη συνέχεια, κατά τη δεκαετία του 1980, υποσκελίστηκε σε αυτόν τον ρόλο από τη Δημοκρατική Γαλλική Συνομοσπονδία Εργασίας (CFDT) (11). Έτσι, η FO σκλήρυνε τη ρητορική της, υποστηρίζοντας ότι οι διαπραγματεύσεις δεν αποσκοπούσαν πλέον στην κοινωνική πρόοδο, αλλά στην επιβολή οπισθοδρομήσεων σε κοινωνικό επίπεδο.
Έτσι, κατά τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 1995, η FO συστρατεύεται με τη CGT στο δυναμικό κίνημα ενάντια στο σχέδιο της (δεξιάς) κυβέρνησης Ζιπέ για μεταρρύθμιση της κοινωνικής ασφάλισης και του ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος των σιδηροδρομικών. Στις 2 Δεκεμβρίου, ο γενικός γραμματέας της Μαρκ Μπλοντέλ καλεί σε «γενίκευση της απεργιακής δράσης». Στη συνέχεια, τόσο το 2003 όσο και το 2010, η FO τάσσεται υπέρ της «γενικής απεργίας διαρκείας σε όλους τους τομείς της οικονομίας», δεν λαμβάνει όμως την πρωτοβουλία να την δρομολογήσει. Πετάει το μπαλάκι της ευθύνης για την απόφαση στη CGT, η οποία αρνείται να υιοθετήσει την κίνηση, παρ’ όλο που διαθέτει μακράν τους ισχυρότερους μηχανισμούς κινητοποίησης. Ορισμένοι είδαν σε αυτή τη στάση την επιθυμία των «γραφειοκρατών της CGT» να περιορίσουν τη δυναμική των κινητοποιήσεων, ώστε να διαφυλαχθούν τα θεσμικά συμφέροντα της οργάνωσης. Κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων του 2003 ενάντια στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, ο γενικός γραμματέας της, Μπερνάρ Τιμπό, ήρθε λόγου χάρη αντιμέτωπος με την οργή μιας συνδικαλίστριας από την ομοσπονδία των υγειονομικών, «για τις ημέρες απεργίας δίχως αύριο» και για την περιχαράκωση στη «λογική ενός συνδικαλισμού σεβαστού και σεβάσμιου, που όμως εμποδίζει κάθε στρατηγική ριζοσπαστικής αντιπαράθεσης» (12).
Από τότε που η CGT αποστασιοποιήθηκε από το ΚΚΓ, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην επιθυμία της να συνεχίσει να εγγράφεται στις τάξεις του αγωνιστικού συνδικαλισμού και στην αγωνία της να αποφύγει την περαιτέρω περιθωριοποίηση μέσα στο παιχνίδι της συλλογικής διαπραγμάτευσης. Για να δικαιολογηθούν, οι διαδοχικές ηγεσίες της (από τον Τιμπό έως τον Φιλίπ Μαρτινέζ σήμερα) έχουν συχνά επικαλεστεί τα κινήματα του 1936 και του 1968, ισχυριζόμενες ότι τα συνδικάτα δεν είχαν ποτέ καλέσει σε γενική απεργία διαρκείας, γιατί αυτή, σύμφωνα με την καθαγιασμένη φόρμουλα, «δεν προκηρύσσεται με διατάγματα»: εξαρτάται από την απόφαση των εργαζομένων, τους οποίους οφείλεις να πας να πείσεις στον χώρο εργασίας τους. Στις 28 Απριλίου 2016, με την ευκαιρία μιας παρέμβασής του στην πλατεία Δημοκρατίας στο Παρίσι ενώπιον του κινήματος των Άγρυπνων, ο Μαρτινέζ εξήγησε και πάλι ότι «μέσα στις επιχειρήσεις, το να απευθύνεις έκκληση για απεργία διαρκείας είναι μια πολύ πιο πολύπλοκη υπόθεση. Πρέπει να ξοδέψεις πολύ σάλιο ώσπου να πείσεις τους εργαζομένους».
Με το ποσοστό των συνδικαλισμένων στη Γαλλία να ανέρχεται στο 8% (5% στον ιδιωτικό τομέα), η δυνατότητα των σωματείων να δημιουργήσουν συνθήκες πρόσφορες για μια γενική απεργία είναι πράγματι πολύ περιορισμένες. Σε αυτό το πλαίσιο, και αντίθετα με ό,τι συνέβη τον Μάη του ’68, η αιτία για την οποία η ηγεσία της CGT διστάζει να καλέσει σε γενική απεργία διαρκείας δεν είναι μονάχα η ανησυχία ότι θα υπερφαλαγγιστεί από τους «αριστεριστές», αλλά και ο φόβος ότι η κινητοποίηση θα αποτύχει. Εάν προσέδιδαν ριζοσπαστικό χαρακτήρα στο κίνημά τους, θα υπήρχε το ενδεχόμενο οι μάζες των εργαζόμενων να μην ακολουθήσουν και η έκκληση να μείνει χωρίς αποτέλεσμα.
Αντίθετα, οι διάσπαρτες ημέρες κινητοποιήσεων, που συνδυάζουν απεργίες, καμπάνιες συλλογής υπογραφών και διαδηλώσεις, εκλαμβάνονται ως μια αποτελεσματική μέθοδος προσέγγισης περισσότερων εργαζομένων και εδραίωσης της ορθότητας της διεκδίκησης. Η στρατηγική αυτή δεν εμποδίζει ορισμένες ομοσπονδίες που ανήκουν στη CGT να προχωρούν σε κλαδικές απεργίες διαρκείας (όπως οι σιδηροδρομικοί το 1995 και το 2010 ή οι εργαζόμενοι στα διυλιστήρια το 2008). Ο μετασχηματισμός τους όμως σε γενικευμένο απεργιακό κίνημα προσκρούει τόσο στην αποπολιτικοποίηση των στρατηγικών δράσης των συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών όσο και στα προφανή όρια της περιορισμένης εδραίωσής τους μέσα στις μάζες των εργαζόμενων.