«Όχι, μην το κάνεις», φωνάζει μια γυναίκα σε έναν άντρα που μόλις έχει δώσει μια κλωτσιά σε κάτι χαρτοκιβώτια με είδη διατροφής, αγανακτισμένος που πρέπει να περιμένει την έλευση της υπουργού Νεότητας για να αρχίσει η διανομή τροφίμων. Ο ανυπόμονος εγκαταλείπει το γραφείο όπου έχουν συγκεντρωθεί τα μέλη της Τοπικής Επιτροπής Τροφοδοσίας και Παραγωγής (CLAP), σχεδόν όλα γυναίκες.
Οι επιτροπές αυτές ιδρύθηκαν τον Απρίλιο του 2016 με αποστολή τον αγώνα κατά της απόκρυψης ειδών διατροφής και της κερδοσκοπίας που, σύμφωνα με την κυβέρνηση της Βενεζουέλα, είναι η αιτία για τα άδεια καταστήματα. Μέσω διαφόρων οργανώσεων, μεταξύ των οποίων οι CLAP, το κράτος προσφέρει σε κάθε κάτοικο τα στοιχειώδη είδη διατροφής (ρύζι, αλεύρι, λάδι…), τα οποία βρίσκει κανείς μονάχα στη μαύρη αγορά και σε εξωφρενικές τιμές. Ένα κιλό γάλα σκόνη, η επίσημη τιμή του οποίου είναι 70 μπολίβαρ (6,36 ευρώ) (1), διατίθεται σε μια τιμή τριάντα φορές υψηλότερη στον δρόμο.
Η διανομή αρχίζει επιτέλους. «Τους είπα να μην περιμένουν την υπουργό για να αρχίσουν», μας εκμυστηρεύεται ο Χεσούς Γκούσμαν, ένας κάτοικος της συνοικίας. «Αν δεν το έκαναν, οι κάτοικοι θα την υποδέχονταν με κοσμητικά επίθετα». Οι ακτιβίστριες, φορτωμένες, αρχίζουν τη διανομή των πολύτιμων πακέτων σε αυτή την πολυκατοικία του συγκροτήματος Όρνος ντε Καλ (Σ.τ.Μ.: ασβεστοκάμινα), στο κέντρο της συνοικίας Σαν Αγκουστίν του Καράκας.
«Για ποια εφημερίδα δουλεύεις; Είσαι μέλος κάποιας πολιτικής οργάνωσης στη χώρα σου; Ποιες είναι οι πρώτες εντυπώσεις σου από το Καράκας;», ρωτάει επίμονα ένα πρόσωπο κρυμμένο πίσω από χοντρά γυαλιά. Η Γιουράμι Κιντέρο, υφυπουργός Νεότητας, δείχνει να έχει περιορισμένη εμπιστοσύνη στους ξένους δημοσιογράφους. Χωρίς να περιμένει στ’ αλήθεια απαντήσεις, ξαναπιάνει τη δουλειά ανάμεσα σε μισή δωδεκάδα ανθρώπους. Από τον ένα όροφο στον άλλο διανέμουν, με τους καταλόγους στο χέρι, τα πακέτα των τροφίμων που πωλούνται σε σταθερές και μειωμένες τιμές. Στους διαδρόμους, αφήνοντας τις πόρτες των διαμερισμάτων ανοιχτές, από τις οποίες ξεπροβάλλουν παιδικά κεφάλια, οι κάτοικοι ακούν τα λογύδρια των μελών της επιτροπής.
«Αντιμετωπίζουμε οικονομικό πόλεμο», λέει οργισμένα η Ροντμπέχα Πολέο, ακτιβίστρια του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Βενεζουέλα (PSUV), που φοράει μια φανέλα της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου. «Είμαστε όμως εδώ για να σας δείξουμε ότι η επανάσταση σας υπερασπίζεται. Ότι είμαστε με τον λαό». Ύστερα έρχεται η σειρά της Κιντέρο, που υιοθετεί έναν πιο χαμηλό τόνο. «Οι CLAP δεν είναι η μαγική λύση για όλα, είναι όμως μια αρχή. Χάρη σε αυτές είμαστε σε θέση να δώσουμε αποφασιστικό χτύπημα στη μαφία που μας κλέβει».
Μαφία; Με αυτό το χαρακτηρισμό αναφέρονται στην εργοδοσία, η οποία, κατά την εκτίμηση της κυβέρνησης, προκαλεί οικονομικό χάος διακόπτοντας την παραγωγή και, ακόμα χειρότερα, τις εισαγωγές, σε μια χώρα που εισάγει μεγάλο μέρος της κατανάλωσής της. Στις 31 Μαΐου 2016 ο βουλευτής του PSUV Ρικάρντο Μολίνα κατάγγειλε στην τηλεόραση την καταστροφή, από την εταιρεία Ovomar, τριών εκατομμυρίων αυγών που προορίζονταν για διοχέτευση στην αγορά. «Και του γάλακτος!», συμπληρώνει ο Τσάρλες Ρουίς, ακτιβιστής του PSUV. «Έχουμε βρει πολλές φορές χιλιάδες λίτρα γάλακτος χυμένα στους δρόμους. Κι όλα αυτά κατ’ εντολή των εργοδοτών, για να δημιουργηθούν ελλείψεις». Στα εμπορικά καταστήματα υπάρχει απίστευτη έλλειψη ειδών πρώτης ανάγκης. Στη μαύρη αγορά οι τιμές καίνε και τροφοδοτούν τον πληθωρισμό ο οποίος, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), θα αγγίξει το 700% το 2016. Τα πακέτα που διανεμήθηκαν το πρωί της 28ης Μαΐου 2016 περιέχουν ζάχαρη, γάλα, αλεύρι, λάδι, ρύζι και μακαρόνια συνολικής αξίας 475 μπολίβαρ, δηλαδή λιγότερο από την τιμή ενός κιλού γάλακτος σκόνης στη μαύρη αγορά.
«Μια φυγή προς τον ατομισμό»
Σε μια μικρή αυλή του μπάριο (συνοικία) Μαρίν, η Μάρθα Γκονσάλες, εργαζόμενη στον τομέα του πολιτισμού, βοηθάει φίλους να κάνουν τοιχογραφίες· μια δραστηριότητα που σκοπό έχει, ελπίζουν, να διατηρήσει το ενδιαφέρον των νέων στις καλλιτεχνικές δράσεις σε περίοδο κρίσης. «Οι CLAP δεν λειτουργούν παντού με την ίδια αποτελεσματικότητα», λέει χαμογελώντας. «Το πρόβλημα της χώρας είναι η διαφθορά. Και όχι μονάχα στο χώρο της ανώτατης διοίκησης. Όλη η κοινωνία εμπλέκεται: οι γραμματείς, οι τελωνειακοί, ο διανομέας που κρύβει προϊόντα για να τα πουλήσει σε φίλους, που κι αυτοί με τη σειρά τους τα μεταπωλούν στη μαύρη αγορά… Με δυο λόγια, η διαφθορά αφορά όλους τους Βενεζουελανούς που κλέβουν τους Βενεζουελανούς». Τριγύρω μας, τα ζωντανά χρώματα των πορτραίτων χρησιμεύουν ως φόντο ενός πρόχειρου αγώνα μπάσκετ μεταξύ των πιτσιρικιών του δρόμου. «Ωστόσο η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα! Εξ αιτίας της διαφθοράς άλλωστε! Σιγά-σιγά διαμορφώνεται μια γενικευμένη κατάσταση “ο σώζων εαυτόν σωθήτω”. Όλος ο κόσμος εδώ ξέρει την ιστορία του κακοποιού που, όταν τον συλλαμβάνει ο αστυνομικός, του προτείνει να τον αφήσει ελεύθερο για 10.000 μπολίβαρ. Ο αστυνομικός αρνείται, προσάγει τον κακοποιό στο τμήμα και τον βλέπει σε λίγα λεπτά ελεύθερο. “Δεν είσαι έξυπνος: ο προϊστάμενός σου με άφησε να φύγω για 5.000 μπολίβαρ”!»
Μέλος της συλλογικότητας Κομάντο Κρεατίβο (δημιουργικές ομάδες δράσης), ο Βίκτορ Π. εργάζεται δίπλα στην Γκονσάλες. Έχει πραγματοποιήσει μεγάλο αριθμό τοιχογραφιών από αυτές που βλέπουμε εδώ. Φορώντας ένα φαρδύ κόκκινο κασκέτο κι ένα μπλουζάκι του ίδιου χρώματος –του χρώματος των τσαβιστών– μιλάει με μεγάλες χειρονομίες, σαν πυγμάχος που αγωνίζεται εναντίον ενός αόρατου αντιπάλου. «Εδώ βρίσκεις τα πάντα! Αλλά στη μαύρη αγορά. Κι όλος ο κόσμος εμπλέκεται. Κάποιος κάθεται στην ουρά νωρίς το πρωί για να αγοράσει πάνες για μωρά την ημέρα που, σύμφωνα με τον αριθμό της ταυτότητάς του, έχει δικαίωμα να τις προμηθευτεί, ενώ δεν έχει παιδιά! Αγοράζει όλο το απόθεμα και το πουλάει στο απέναντι πεζοδρόμιο στη δεκαπλάσια τιμή». Ένα άλλο παράδειγμα που δίνει ο Ρουίς: «Η έλλειψη υποχρεώνει τους αρτοποιούς να αγοράζουν το αλεύρι τους από τους “μπατσακέρος” [τους μαυραγορίτες]. Δεδομένου ότι η τιμή του ρυθμίζεται από τις αρχές, δεν μπορεί να το μεταπουλήσει, εκτός κι αν το κάνει ψωμί, το οποίο μπορεί να πουλήσει πολύ ακριβά». Δείχνοντας μια ουρά μπροστά σε ένα αρτοποιείο καταλήγει: «Κι αυτοί που αγοράζουν το ψωμί το γνωρίζουν». «Είναι μια φυγή προς τον ατομικισμό», παρατηρεί ο Βίκτορ Π. «Οι άνθρωποι δεν έχουν την αίσθηση ότι συμμετέχουν σε μια πολιτική κοινότητα». Όταν τον ρωτάμε γιατί το κράτος δεν καταστέλλει πιο συστηματικά τέτοιες πρακτικές, τόσο αντίθετες από το σοσιαλιστικό όραμα που υπερασπίζεται ο πρόεδρος Μαδούρο και ο προκάτοχός του Ούγκο Τσάβες, απαντάει απογοητευμένος: «Είναι η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου, όποιος την απαντήσει το κερδίζει».
Άλλοι, όπως ο δημοσιογράφος του τηλεοπτικού καναλιού Telesur Εντουάρντο Ρότε, προσφέρουν μερικά στοιχεία απάντησης. Μερικά από τα οποία κόβουν την ανάσα. «Ούτε η παραγωγή ούτε οι εισαγωγές έχουν μειωθεί: τα επίπεδά τους είναι τα ίδια εδώ και χρόνια. Στη διανομή αντίθετα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ό,τι δεν βρίσκει κανείς στα καταστήματα, το βρίσκει στη μαύρη αγορά». Το πέρασμα του παραδοσιακού εμπορίου στην παρανομία γέννησε μια τεράστια αγορά, από την οποία πολλοί εξαρτώνται ή επωφελούνται. «Είναι μια συλλογική υπόθεση», καταλήγει ο Ρότε. «Και η κυβέρνηση δεν είναι δικτατορία: δεν μπορεί να χάσει την υποστήριξη τόσων ανθρώπων».
Στην τηλεόραση παίζει ασταμάτητα μια κρατική διαφήμιση. Σε μια τάξη η δασκάλα ρωτάει τους μαθητές της τι θέλουν να γίνουν όταν μεγαλώσουν. Ένας από αυτούς απαντά ότι θέλει να γίνει μπατσακέρο, όπως ο πατέρας του. Το σποτ ολοκληρώνεται με την υπενθύμιση του παράνομου και ανήθικου χαρακτήρα της μαύρης αγοράς. Μια εκστρατεία ευαισθητοποίησης, για την οποία δύσκολα κανείς θα πιστέψει ότι είναι επαρκής για την αντιμετώπιση της συμφοράς.
Κι αυτό διότι η οικονομική αδυναμία του κράτους της Βενεζουέλας δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Και συνίσταται κυρίως στην εξάρτησή του από τα έσοδα του πετρελαίου (2). «Στη δεκαετία του 1930, ο οικονομολόγος Αλμπέρτο Αντριάνι μας καλούσε να αναπτύξουμε την κτηνοτροφία, τη γεωργία, τη βιομηχανία. Σύμφωνα με εκείνον, έπρεπε να “σπείρουμε το πετρέλαιο”», εξηγεί ο Κάρλος Μεντόσα Ποτεγιά, διευθυντής της περιοδικής έκδοσης της Κεντρικής Τράπεζας της Βενεζουέλας, πίσω από το γραφείο του όπου εκτίθενται δείγματα πετρελαίου και θείου. «Ποτέ δεν το κάναμε. Πώς να “σπείρουμε το πετρέλαιο” όταν είναι τέτοιου μεγέθους τα αποθέματά μας»; Η Βενεζουέλα διαθέτει τα μεγαλύτερα γνωστά πετρελαϊκά αποθέματα στον κόσμο, κάτι που, παραδόξως, αποθαρρύνει τις παραγωγικές επενδύσεις. Συνεχίζοντας την ανάλυσή του για την Καραϊβική εκδοχή της «ολλανδικής ασθένειας» (3) που εμποδίζει τη βιομηχανική ανάπτυξη μιας χώρας με τεράστιο πλούτο σε πρώτες ύλες, ο Μεντόσα Ποτεγιά συνοψίζει: «Αυτές οι εισροές εσόδων αυξάνουν τις εισαγωγικές μας ικανότητες και το νόμισμά μας ανατιμώμενο μειώνει τις δυνατότητες εξαγωγών».
Ο Τσάβες προσπάθησε κατά τη διάρκεια της προεδρίας του (1999-2013) να θεραπεύσει αυτό το κακό: μάταιος κόπος. Ο Μεντόσα Ποτεγιά μάς αφηγείται: «Ένας φίλος γεωπόνος πήγε πριν από μερικά χρόνια στην πλέον υψηλής παραγωγικότητας αγροτική περιοχή, στην Πολιτεία Μπαρίνας, στο κέντρο της χώρας. Έπρεπε να κάνει ένα μακρύ ταξίδι με το ελικόπτερο. Ξαφνικά, βλέπει από ψηλά κάτι πράσινες και κίτρινες κηλίδες στη γη. Κατεβαίνει για να δει περί τίνος επρόκειτο. Ήταν τεράστια πάρκα με εγκαταλειμμένα τρακτέρ. Τα πράσινα ήταν John Deere και τα κίτρινα Caterpillar. Τι σημαίνει αυτό; Οι αγροτικές πιστώσεις είχαν χρησιμοποιηθεί και τα τρακτέρ είχαν αγοραστεί. Αλλά το πρόγραμμα δεν λειτούργησε…». Για την ιστορία, συνεχίζει ο συνομιλητής μας, «οι αγροτικές επιδοτήσεις μεταφράστηκαν σε κερδοσκοπία ακινήτων στο Καράκας».
«Με κίνδυνο να υιοθετήσεις τη γλώσσα της αντιπολίτευσης»
Επομένως, ο χαρισματικός ηγέτης, που πέθανε το 2013, δεν έχει καμία ευθύνη; Ο συνομιλητής μας χαμογελάει: «Τι έκανε ο Τσάβες όταν ήρθε στην εξουσία το 1999; Δεν έδωσε προτεραιότητα στην οικονομία αλλά στις επείγουσες κοινωνικές ανάγκες: τον υποσιτισμό και τη στέγη. Δεν τον κατηγορώ: αυτό επέβαλλε η αλληλεγγύη. Δεν αναπτύσσεται έτσι όμως η οικονομία». Κατανοητή μεν η επιλογή, αποδεικνύεται όμως ότι είχε σοβαρές παρενέργειες. Όπως ακριβώς η κατανάλωση θερμίδων, που αυξήθηκε χάρη στην αναδιανομή του πλούτου, οι εισαγωγές τροφίμων αυξάνονταν συνεχώς από την αρχή της διακυβέρνησης του Τσάβες. Σύμφωνα με τον ερευνητή Κάρλος Ματσάδο Άλισον, από 1,4 δισεκατομμύρια ευρώ το 2000 αυξήθηκαν στα 6,5 δισεκατομμύρια ευρώ το 2013 (4). Οι ανάγκες του πληθυσμού δεν μειώθηκαν έκτοτε, κατέρρευσε όμως η ισοτιμία του μπολίβαρ, καθιστώντας ακόμα πιο σοβαρό το πρόβλημα.
Ούτε ο «οικονομικός πόλεμος» ούτε οι κοινωνικές προτεραιότητες του τσαβισμού αρκούν για να εξηγήσουν τις ελλείψεις σύμφωνα με τον Μεντόσα Ποτεγιά. «Η κυβέρνηση κατέχει όλα τα εργοστάσια παραγωγής ζάχαρης: τα έχει εθνικοποιήσει. Όμως η παραγωγή δεν φθάνει καν το επίπεδο της εγχώριας κατανάλωσης. Όλα έχουν σταματήσει, η συγκομιδή του ζαχαροκάλαμου δεν γίνεται. Πρόκειται για σαμποτάζ ή για ανεπάρκεια; Δεν ξέρω. Θα πείτε ότι μιλάω σαν να ήμουν οπαδός της αντιπολίτευσης, αλλά η διαφθορά είναι πανταχού παρούσα!» Σύμφωνα με μια μελέτη της εταιρείας Ecoanalítica, «περίπου 70 δισεκατομμύρια δολάρια εξαφανίστηκαν μέσω των εισαγωγών κατά την περίοδο 2003-2012. Ποσοστό 20% των εισαγωγών που διεκπεραίωσαν ιδιωτικές εταιρείες και 40% των εισαγωγών κρατικών υπηρεσιών και εταιρειών ήταν απάτες» (5). Και ο Μεντόσα Ποτεγιά καταλήγει: «Δεν υποκαταστήσαμε την καπιταλιστική λογική με τη σοσιαλιστική, αλλά με αυτή των διεφθαρμένων διαχειριστών».
«Διαφθορά»: ούτε μία συζήτηση δε γίνεται κατά την επίσκεψή μας χωρίς να ειπωθεί αυτή η λέξη. Σε σημείο που πολλοί προσάπτουν στην κυβέρνηση «ατολμία» στον αγώνα της ενάντια σε αυτή τη συμφορά. «Δεν θέλει να επιδείξει πολλή αυστηρότητα, φοβούμενη μήπως έχει επιπτώσεις στη δημοτικότητα του προέδρου», εκτιμά ο Φερμίν Σαντόβαλ, που ασχολείται με ένα συνοικιακό ραδιοφωνικό σταθμό στο Πετάρε, στα προάστια του Καράκας. «Είτε την κυνηγήσει είτε όχι, τα ΜΜΕ σε κάθε περίπτωση θα πουν ότι η Βενεζουέλα είναι μια δικτατορία»
«Είμαστε σε περίοδο ριζοσπαστικοποίησης»
Ένα αστραφτερό 4×4 κάνει την εμφάνισή του στον δρόμο που περιβάλλει την πλατεία Μπολίβαρ, που μετονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Απελευθερωτή, του ηγέτη της ανεξαρτησίας Σιμόν Μπολίβαρ (1783-1830), ο οποίος ήταν ένας από τους ήρωες του Τσάβες. Ρωτάμε δύο νέους με κόκκινες μπλούζες που κάθονται σ’ ένα καφέ: πρόκειται για το αυτοκίνητο ενός μέλους αυτών των «ελίτ» που καταγγέλλουν οι μπολιβαριανοί επαναστάτες; Σηκώνουν το βλέμμα προς τον ουρανό: «Μάλλον το αυτοκίνητο ενός υπουργού ή ενός ηγετικού στελέχους του PSUV!» Είναι όντως έτσι; Αδύνατο να το επιβεβαιώσεις. Όλες όμως οι μαρτυρίες το επιβεβαιώνουν: το χάσμα μεταξύ του τρόπου ζωής ορισμένων τσαβιστών ηγετών και της βάσης τους έχει δημιουργήσει ένα άλλο, πολιτικό αυτή τη φορά, χάσμα.
Πουθενά δεν φαίνεται αυτό περισσότερο από ό,τι στη συνοικία 23 de Enero (23 του Γενάρη). Ιστορικό προπύργιο της βενεζουελανής Αριστεράς, επίκεντρο της λαϊκής αντίστασης στην επαναστατική περίοδο της δεκαετίας του 1960, αλλά και στις επόμενες δεκαετίες, την «23» την κέρδισε η αντιπολίτευση στις βουλευτικές εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου του 2015, που σημαδεύτηκαν από μια συντριπτική ήττα του τσαβισμού σε εθνικό επίπεδο (6). «Μονάχα με είκοσι ψήφους διαφορά!», επισημαίνει ο Χουάν Κοντρέρας, πολιτικό στέλεχος πρώτης γραμμής στη συνοικία. Μας υποδέχεται στην έδρα του κοινοτικού ραδιοφώνου «Al son de 23» (Στον ήχο της 23), όπου εργάζεται για τη Συντονιστική Επιτροπή Σιμόν Μπολίβαρ. «Η έδρα μας είναι στο κτίριο ενός παλιού αστυνομικού τμήματος όπου βασάνιζαν νεαρούς αριστερούς στη δεκαετία του 1960. Ήταν σημαντικό για εμάς να ανακτήσουμε αυτό το κτίριο». Οι προσόψεις του κτιρίου είναι πλέον διακοσμημένες με προσωπογραφίες του Τσε Γκεβάρα και του Σιμόν Μπολίβαρ ή με γκράφιτι υπέρ των Παλαιστινίων. Για πολλούς, ο Κοντρέρας ήταν ο φυσικός υποψήφιος για τη συνοικία. Παραγκωνίστηκε ωστόσο από την ηγεσία του PSUV προς όφελος μιας αλεξιπτωτίστριας. «Ήταν λάθος», εκτιμά με ταπεινοφροσύνη ο ακτιβιστής.
Τέτοιες διαδικασίες εξηγούν την ήττα του Δεκεμβρίου του 2015, σύμφωνα με τον Εντουάρντο Ρότε, που υπενθυμίζει ότι το PSUV υπέφερε περισσότερο από την κατάρρευση της ψήφου υπέρ των τσαβιστών παρά από μια μαζική ψήφο υπέρ της αντιπολίτευσης. «Οι εκλογές ήταν κανονικές», υπογραμμίζει. «Δεν υπήρξε καμιά λαθροχειρία. Αλλά το κόμμα, υπερβολικά γραφειοκρατικό, πυροβόλησε το ίδιο του το πόδι αρνούμενο να περιλάβει στα ψηφοδέλτια υποψήφιους που πρότεινε η βάση». Στην «23» πολλοί λένε ότι απείχαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
Πλέον, ο τσαβισμός συσπειρώνεται. Την 1η Ιουνίου 2016, μια διαδήλωση υποστήριξης της κυβέρνησης συγκέντρωσε την τσαβιστική νεολαία στην πρωτεύουσα. Σε ένα γιορτινό περιβάλλον, εκατοντάδες μαθητές γυμνασίου, λυκείου και φοιτητές διέσχισαν τις λεωφόρους φωνάζοντας συνθήματα υπέρ της κυβέρνησης ανεμίζοντας σημαίες του PSUV, της Βενεζουέλας, ακόμα και της Κούβας. Φθάνοντας στο μέγαρο Μιραφλόρες (7), το πλήθος υποδέχτηκε ο πρόεδρος Μαδούρο. Χειραψίες, χειροκροτήματα…
Όπως ο Φιντέλ Μπαρμπαρίτο, καθηγητής στο Εθνικό Πειραματικό Πανεπιστήμιο Τεχνών (Unearte), κάποιοι τσαβιστές βγάζουν ενθαρρυντικά συμπεράσματα: παρά τις εξίσου σημαντικές διαδηλώσεις της αντιπολίτευσης, μια τέτοια κινητοποίηση σημαίνει κατά τη γνώμη τους ότι, αν γίνει ανακλητικό δημοψήφισμα (8), θα το κερδίσουν. «Είμαστε σε περίοδο ριζοσπαστικοποίησης: οι μάσκες έχουν πέσει. Η Δεξιά, απελπισμένη και έχοντας την έγνοια της υπεράσπισης των συμφερόντων των Ηνωμένων Πολιτειών, έχει αλλάξει στρατηγική. Είμαστε σε πραγματικό πόλεμο».
Ο κ. Σαντόβαλ μας αφηγείται ένα περιστατικό που θεωρεί ενδεικτικό της κατάστασης: «Αυτή την εβδομάδα έγινε μια ένοπλη επίθεση εναντίον των δυνάμεων της τάξης, εδώ στο Πετάρε! Κάτι μασκοφορεμένοι τύποι πυροβολούσαν με αυτόματα –παραστρατιωτικοί. Ήταν μια δοκιμή. Ο σκοπός ήταν να δουν αν, στο πλαίσιο των ελλείψεων, η ανταλλαγή πυρών θα μπορούσε να προκαλέσει κοινωνική έκρηξη. Προς το παρόν, η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν τους ακολουθεί, καθώς γνωρίζει ποιοι τα προκαλούν όλα αυτά· πιστεύω όμως ότι οι άνθρωποι κάποια στιγμή θα κουραστούν». Μην μπορώντας να κρύψει πειστικά την ανησυχία του, συμπληρώνει: «Γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις αφήνουν να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά νεοσύλλεκτοι αστυνομικοί; Γιατί η κυβέρνηση δεν στέλνει τις ειδικές δυνάμεις;»
Εν είδει απάντησης, ο Φιντέλ Μπαρμπαρίτο, που ήταν υπουργός Πολιτισμού στην πρώτη κυβέρνηση του Μαδούρο, υπενθυμίζει τις επιχειρήσεις απελευθέρωσης του λαού (OLP), που διεξήγαν οι εθνικές μπολιβαριανές ένοπλες δυνάμεις το καλοκαίρι του 2015. «Οι επιχειρήσεις αυτές αποσκοπούν στην εξουδετέρωση των παραστρατιωτικών ομάδων. Δεν αποφεύγουμε τη μάχη». Αν και κανείς δεν θέλει να δει τη Βενεζουέλα να πέφτει στα νύχια των παραστρατιωτικών συμμοριών, η δημιουργία των OLP δεν προδιαγράφει ένα ειρηνικό μέλλον για την επανάσταση.
Ακτιβιστής στο Πετάρε, ο Ρουμπέν Περέιρα είναι κι αυτός βέβαιος ως προς το αποτέλεσμα ενός ανακλητικού δημοψηφίσματος. Έχει αμφιβολίες όμως ως προς το αν η ενδεχόμενη αυτή νίκη αρκεί: «Ένα δημοψήφισμα δεν θα έλυνε κανένα πρόβλημα. Θα το κερδίζαμε, και μετά τι θα γινόταν; Η αντιπολίτευση θα ήταν πάλι εδώ». Ποια λύση προκρίνει; «Μια συντακτική εθνοσυνέλευση. Στη θέση του Μαδούρο θα κατέθετα την εντολή μου, όπως και αυτή της ελεγχόμενης από τη Δεξιά Εθνοσυνέλευσης. Πρέπει όλα να φτιαχτούν εξαρχής!» Κατά τη γνώμη του, μια νέα «αριστερή στροφή» θα έπρεπε να έχει ως στόχο την ενίσχυση της λαϊκής εξουσίας, των θεσμών που λειτουργούν παράλληλα με το παραδοσιακό Κράτος και αποσκοπούν στην ενίσχυση της συμμετοχής των πολιτών (9)… Και πάλι όμως κυριαρχεί η αμφιβολία: ο Μαδούρο θα είχε την απαραίτητη υποστήριξη στο εσωτερικό του PSUV, για το οποίο όλοι παραδέχονται ότι έχει πληγεί σε σημαντικό βαθμό από τη γάγγραινα της διαφθοράς;
Λιγότερο αισιόδοξη ως προς το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος η Γκονσάλες, αρνείται εντούτοις να τα βάψει μαύρα. Το χαστούκι των βουλευτικών εκλογών του 2015; «Ήταν κυρίως μια αποτυχία της μπολιμπουρζουαζίας [όρος για τους κρατικούς λειτουργούς που επωφελήθηκαν από το επαναστατικό κίνημα]. Αυτό δεν με ανησυχεί, στον βαθμό που όλα τα κεκτημένα, τα επιδόματα, τα κοινωνικά προγράμματα, όλα αυτά παραμένουν στο μυαλό των ανθρώπων. Δεν θα επιτρέψουν να τους τα πάρουν. Κι έπειτα, παρά τον οικονομικό πόλεμο, ο τσαβισμός συγκέντρωσε πέντε εκατομμύρια ψήφους. Αυτός είναι ο σκληρός πυρήνας του –κι είναι τεράστιος».
Το ερώτημα, κατά τη γνώμη της, είναι το ακόλουθο: τι θα κάνουν εκείνοι που ψήφισαν υπέρ της αντιπολίτευσης πιστεύοντας ότι θα έβαζε τέλος στις ελλείψεις; Οι τσαβιστές δεν δίστασαν να κάνουν πλάκα με τον τίτλο του προεκλογικού τηλεοπτικού σποτ της Συσπείρωσης Δημοκρατικής Ενότητας (MUD, συμμαχία των κομμάτων της αντιπολίτευσης) που ήταν «Η τελευταία ουρά», όπου οι άνθρωποι περίμεναν υπομονετικά «για τελευταία φορά» να ψηφίσουν, να διώξουν τους τσαβιστές και να βάλουν τέλος στις ελλείψεις.
Ανθρακούχα ποτά και επαναστατικά συνθήματα
«Με τόσες έδρες θα περίμενε κανείς ότι η αντιπολίτευση θα περνούσε στην Εθνοσυνέλευση δημοφιλείς νόμους σχετικά με θέματα οικονομίας και ασφάλειας», παρατηρεί ο Ρότε. «Κι όμως όχι! Το πρώτο που έκαναν ήταν να ψηφίσουν ένα νόμο αμνηστίας!» Το κείμενο αυτό, που αποκλείει τις ποινικές διώξεις για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου του 1999 μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου, «ξεπλένει» τους δράστες εγκλημάτων ή αδικημάτων όπως «δυσφήμιση και εξύβριση» κρατικών λειτουργών ή τη συμμετοχή στα «γεγονότα της 11ης Απριλίου 2002 και των επόμενων ημερών». Την ημερομηνία εκείνη, η αντιπολίτευση, οι εργοδότες και τα ΜΜΕ είχαν οργανώσει ένα πραξικόπημα (που απέτυχε) (10). «Ας κάνουμε μια δημοσκόπηση μεταξύ αυτών που ψήφισαν υπέρ των υποψηφίων της αντιπολίτευσης πιστεύοντας ότι θα αλλάξουν την καθημερινότητα», αστειεύεται ο Πάμπλο Αριάγα, ακτιβιστής στο Πετάρε. «Δεν νομίζω ότι πλέουν σε πελάγη ενθουσιασμού». Είχε όμως η αντιπολίτευση την ευκαιρία να κυβερνήσει; Διότι μόλις ανέλαβε καθήκοντα η Εθνοσυνέλευση, ο πρόεδρος Μαδούρο κήρυξε κατάσταση έκτακτης οικονομικής ανάγκης προκειμένου να μπορέσει να συνεχίσει την πολιτική του.
Οι τοίχοι και οι προσόψεις των κτιρίων του Καράκας είναι σε κατάσταση αντίστοιχη της πολιτικής κατάστασης στη χώρα: σε συνεχή αντιπαράθεση. Οι αφίσες που προβάλλουν τα χαρίσματα των αεριούχων ποτών και των αλυσίδων ταχυφαγείων διεκδικούν τον χώρο από τις τοιχογραφίες που απεικονίζουν τα μάτια του Τσάβες και τα επαναστατικά συνθήματα. Προς το παρόν, «το όριο της ελάχιστης συνείδησης του λαού» για το οποίο μιλούν οι τσαβιστές επέτρεψε την αποφυγή της λαϊκής έκρηξης, κυρίως χάρη στην καθημερινή δουλειά των ακτιβιστών της βάσης. Από νωρίς το πρωί δημιουργούνται στα πεζοδρόμια ουρές δεκάδων ανθρώπων. Μπροστά στα αρτοποιεία, στα φαρμακεία, τα εμπορικά καταστήματα, τις τράπεζες, οι κάτοικοι του Καράκας περιμένουν υπομονετικά, διαβάζοντας την εφημερίδα τους ή συζητώντας με τον γείτονα. Μέχρι πότε;