Η ταμίας στον μικρό σιδηροδρομικό σταθμό της Ουαλίας δεν βιαζόταν, απορροφημένη από τη συζήτηση με κάποιον συνάδελφό της. Εκείνος έλεγε λυπημένος: «Δεν μπορούμε πια να αγοράσουμε ροζ παιχνίδια για τα κοριτσάκια, πρέπει να είναι γκρι». Και εκείνη απαντούσε: «Το ίδιο συμβαίνει και με τη λέξη golliwog…» (1). Οι δύο εργαζόμενοι μιας μεγάλης σιδηροδρομικής εταιρείας, με τη στολή τους, έκαναν αυτή τη συζήτηση μπροστά στους πελάτες, χωρίς να αισθάνονται καμία αμηχανία.
Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για το δημοψήφισμα παραμονής ή αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (2), μπορούσες να ακούσεις τέτοιου είδους συζητήσεις παντού, αρκεί να ήσουν λίγο προσεκτικός: σύντομες και ασυνάρτητες εκδηλώσεις ρατσισμού, αιφνίδιες επιθέσεις κατά του «πολιτικώς ορθού». Μεγαλωμένος και εγώ σε μια μικρή εργατική κωμόπολη, κατανοούσα τι ήθελαν να εκφράσουν οι άνθρωποι αυτοί, κάτω από τις ξενοφοβικές κουβέντες τους. Προετοιμαζόταν μια απατηλή αντίδραση των ξεχασμένων κατά των αξιών μιας κοινωνικά φιλελεύθερης ελίτ και του σχεδίου που είχε πάντα: της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στη συζήτηση αυτή, όπως και σε εκατομμύρια άλλες, κανείς δεν ένιωθε την ανάγκη να χρησιμοποιήσει τη λέξη «Ευρώπη». Το δημοψήφισμα δεν αποτελούσε παρά μια ευκαιρία να εκφραστεί η αγανάκτηση, να ακουστεί ένα δυνατό «Φτάνει πια». Φτάνει η κατήφεια, φτάνει η παρακμή των εμπορικών δρόμων, φτάνει οι χαμηλοί μισθοί, φτάνει τα ψέματα των πολιτικών και ο τρόπος τους να κυβερνούν επικαλούμενοι τον φόβο. Το βράδυ του δημοψηφίσματος, το 56% των ψηφοφόρων αυτού του προπυργίου των Εργατικών ψήφισε υπέρ της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Είχαν υπάρξει πρόδρομα φαινόμενα. Στις γενικές εκλογές του 2015, το Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP) διείσδυσε στις κοιλάδες των παλιών ανθρακωρυχείων της Ουαλίας, που μέχρι τότε παρέμεναν πιστές στους Εργατικούς, από την ίδρυση του κόμματος το 1901. Σε εθνικό επίπεδο, στις ευρωεκλογές του 2014, το UKIP είχε λάβει ποσοστό 25%, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη δύναμή του σε τέτοιες περιοχές: μικρές, θαμπές πόλεις, με χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα και ακριβώς τόσους μετανάστες ώστε να θυμίζουν σε όλους τις απόψεις ορισμένων οικονομολόγων –ότι η άφιξη εργαζομένων από την Ανατολική Ευρώπη ωθεί τους μισθούς προς τα κάτω, λόγω του ενορχηστρωμένου από τις ευρωπαϊκές οδηγίες ανταγωνισμού μεταξύ των εργαζομένων.
Μια μοιραία αίσθηση καταστροφής
Για να κατανοήσει κάποιος το «Brexit», πρέπει να συλλάβει το μέγεθος της διείσδυσης αυτής της, για πολύ καιρό λανθάνουσας, ξενοφοβίας σε εκπτωχευμένες περιοχές που υποστήριζαν τους Εργατικούς και να διαπιστώσει τη συγχώνευσή του με τον παραδοσιακό συντηρητικό εθνικισμό στα προάστια των πόλεων και στις αγροτικές περιοχές. Αρκεί να παρατηρήσεις τον χάρτη των αποτελεσμάτων: οι μεγάλες πόλεις της Αγγλίας και το σύνολο της Σκωτίας ψήφισαν υπέρ της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ οι φτωχές πόλεις και χωριά σε Αγγλία και Ουαλία προτίμησαν την αποχώρηση. Ακόμη και η ύπαρξη δύο πανεπιστημίων, μιας σημαντικής ασιατικής κοινότητας και μιας ανθηρής τοπικής οικονομίας δεν μπόρεσαν να μετακινήσουν πόλεις όπως το Νότιγχαμ ή το Μπέρμιγχαμ στο φιλοευρωπαϊκό στρατόπεδο. Ψηφίζοντας κατά της Ευρώπης, οι πόλεις αυτές μετέτρεψαν μια αντίδραση που ωρίμαζε για χρόνια σε αποφασιστικό ιστορικό γεγονός –και αυτό συνέβη για τρεις κυρίως λόγους.
Κατ’ αρχάς, ο νεοφιλελευθερισμός, του οποίου η Βρετανία υπήρξε ένα από τα πειραματικά εργαστήρια, έχει ραγίσει. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ ακολούθησε μια πολιτική που μετέτρεψε την οικονομική ύφεση σε βιομηχανική και κοινωνική κατάρρευση, ώστε να υπονομεύσει τη συνοχή των προπυργίων της εργατικής τάξης. Από τότε, τα διαπραγματευτικά περιθώρια των εργαζομένων περιορίστηκαν κατά πολύ. Στις δεκαετίες του 1990 και του 2000, στη Βρετανία, όπως και σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, η καταφυγή στον δανεισμό χρησίμευσε ώστε να κλείσει η ψαλίδα μεταξύ των στάσιμων εισοδημάτων και της οικονομικής μεγέθυνσης.
Ο πρωθυπουργός των Εργατικών Τόνι Μπλερ (1997-2007) συντήρησε την ψευδαίσθηση ότι ο πλούτος θα διαχεόταν και έξω από τα άνετα, παγκοσμιοποιημένα και γεμάτα εργαζόμενους αστικά κέντρα. Διαπιστώνοντας ότι η προφητεία δεν βγήκε αληθινή, ο Γκόρντον Μπράουν, τότε υπουργός Οικονομικών, αύξησε τις δημόσιες δαπάνες, και ιδιαίτερα ορισμένα επιδόματα που συνδέονταν με την απασχόληση και την πρόσληψη δημοσίων υπαλλήλων. Με την ιδιωτικοποίηση ολόκληρων πεδίων δραστηριότητας του δημόσιου τομέα, όπως η αποκομιδή των σκουπιδιών, η ψευδαίσθηση ολοκληρώθηκε. Τις παραμονές της κρίσης του 2008, υπήρχαν πόλεις στην Ουαλία χωρίς καμία παραγωγική θέση εργασίας, βορά στην εγκληματικότητα και τις ασθένειες που προκαλεί η φτώχεια, όπου όμως κυκλοφορούσαν ολοκαίνουργια οχήματα αποκομιδής απορριμμάτων με οδηγούς που αμείβονταν με τον βασικό μισθό. Οι πόλεις αυτές κρατούσαν το κεφάλι έξω από το νερό αποκλειστικά και μόνο χάρη σε διάφορα κοινωνικά επιδόματα για τη φύλαξη των παιδιών, τις ψυχικές διαταραχές κ.α. (3).
Μετά, ξέσπασε η κρίση του 2008. Μόλις ήρθε στην εξουσία, η συντηρητική κυβέρνηση του Ντέιβιντ Κάμερον (2010-2016) ψαλίδισε τις δημόσιες δαπάνες. Η έλλειψη πιστώσεων κατάφερε σοβαρό πλήγμα στα μικρά εμπορικά καταστήματα, τα οποία έκλεισαν ή αντικαταστάθηκαν από τα τρία εθνικά σύμβολα της αστικής φτώχειας: τα Poundland (όπου όλα τα προϊόντα κοστίζουν μία λίρα), τα Cash Converters (σύγχρονα ενεχυροδανειστήρια) και τα γραφεία Citizens Advice («συμβουλές προς τον πολίτη»), όπου μπορεί κάποιος να στηθεί το πρωί στην ουρά προκειμένου να ζητήσει βοήθεια για να αναδιαρθρώσει το δάνειό του, να αποφύγει την έξωση ή να καταπολεμήσει αυτοκτονικές σκέψεις.
Δεν έχουν την ίδια τύχη όλες οι πόλεις: το Λονδίνο, το Μάντσεστερ, το Μπρίστολ και το Λιντς μοιάζουν, σε πρώτη ματιά, να ευημερούν, ακόμη και σε παγκόσμιο επίπεδο. Στη βάση όμως της οικονομικής πυραμίδας, ο κακοπληρωμένος υπάλληλος του Zara αγοράζει το πρωινό του στο Subway, του οποίου ο κακοπληρωμένος υπάλληλος αγοράζει το πουκάμισό του στο Zara. Για τους ανθρώπους αυτούς, το πρόβλημα βρίσκεται λιγότερο στον μισθό και περισσότερο στη στέγαση. Οι τιμές των ακινήτων, φουσκωμένες από 375 δισεκατομμύρια στερλίνες (περίπου 445 δισεκατομμύρια ευρώ) ποσοτικής χαλάρωσης (quantitative easing), έχουν φτάσει σε τέτοια ύψη ώστε στο Λονδίνο πολλοί νέοι εργαζόμενοι μοιράζονται το ίδιο δωμάτιο. Η παραδοσιακή διαρρύθμιση του φοιτητικού διαμερίσματος, όπου και το παραμικρό δωμάτιο χρησιμεύει για ύπνο, έχει γενικευθεί ακόμη και για τους νέους δικηγόρους…
Μολονότι η κρίση του νεοφιλελευθερισμού είχε υποσκάψει τις προοπτικές για το μέλλον των νέων, ωθώντας τους στην υπερχρέωση, ο καθοριστικός παράγοντας αυτού του ξεσηκώματος πρέπει να αναζητηθεί αλλού. Η αντίδραση εκδηλώθηκε κυρίως σε μέρη όπου οι «ασπιρίνες» του νεοφιλελευθερισμού –η αστραφτερή, πολυκύμαντη ζωή των πολυπολιτισμικών πόλεων– δεν υπήρχαν. Ή έστω δεν ήταν αρκετές για να αντισταθμιστεί η κυρίαρχη αίσθηση μιας μη αναστρέψιμης οικονομικής καταστροφής.
Τον Ιανουάριο του 2004, όταν οκτώ χώρες της Ανατολικής Ευρώπης εντάχθηκαν στον χώρο ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κυβέρνηση Μπλερ –μόνη μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.– δεν επέβαλε κανέναν έκτακτο περιορισμό. Ένας υπουργός των Εργατικών προέβλεπε κατηγορηματικά ότι δεν θα εισέρχονταν στη Βρετανία περισσότεροι από 30.000 μετανάστες. Φαίνεται όμως ότι η καταφυγή σε ένα χαμηλότερα αμειβόμενο και με ελλιπή γνώση των δικαιωμάτων του ευρωπαϊκό εργατικό δυναμικό υπήρξε οργανωμένη. Σήμερα, 3 εκατομμύρια πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, με τα 2 εκατομμύρια εξ αυτών να εργάζονται. Υπολογίζοντας και τη σταθερή εισροή μη Ευρωπαίων πολιτών, οι εργαζόμενοι που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό αποτελούν σχεδόν το 17% του εργατικού δυναμικού της Βρετανίας.
Αν και αρκετοί κατέχουν θέσεις στον δημόσιο τομέα (55.000 Ευρωπαίοι εργάζονται στη Δημόσια Υπηρεσία Υγείας, το National Health Service), οι περισσότεροι έχουν κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Αποτελούν το 43% των εργαζομένων στους τομείς συσκευασίας, εμφιάλωσης και κονσερβοποίησης. Ανεβαίνοντας την κλίμακα της μεταποίησης, στον βιομηχανικό κλάδο το ποσοστό αυτό φτάνει στο 33%. Στο νότιο Λονδίνο βρήκα έναν κατασκευαστή συσκευασιών για καλλυντικά που έφερνε το σύνολο του προσωπικού του από τη Λιθουανία.
Η πολιτική τάξη αντιλαμβανόταν τις κοινωνικές επιπτώσεις της μαζικής μετανάστευσης από μια θεωρητική οπτική γωνία, αλλά ποτέ από βιωματική. Ο μύθος, σύμφωνα με τον οποίο οι Βρετανοί εργάτες ήταν «πολύ χαζοί» για να καλύψουν αυτές τις θέσεις εργασίας ή «δεν ήθελαν να δουλέψουν», ταίριαζε άψογα με τη νεοφιλελεύθερη ρητορική. Η προσέγγιση αυτή δεν εξέταζε την πιθανότητα το συγκεκριμένο φαινόμενο να οφειλόταν στους πραγματικά άθλιους μισθούς και στις πρόσθετες κρατήσεις που γίνονταν προκειμένου να ωθηθεί ο καθαρός μισθός κάτω από το νόμιμο όριο. Η συνεχής καταφυγή των εργοδοτών σε προσλήψεις εργαζομένων από την Ανατολική Ευρώπη, χωρίς καμία αναζήτηση στο τοπικό εργατικό δυναμικό, ούτε καν λαμβανόταν υπ’ όψη.
Η ξαφνική εμφάνιση πολωνικών μαγαζιών ρούχων και πορτογαλικών καφενείων στις βρετανικές κωμοπόλεις έμοιαζε, στα μάτια των μητροπολιτικών ελίτ, σαν μια πινελιά μαγείας που πρόσφερε η παγκοσμιοποίηση στη σκυθρωπή ζωή των κατοίκων. Ωστόσο, εκείνο που έβλεπα στα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ μου ήταν η διόγκωση μιας βαθιάς δυσφορίας.
Εάν σε όλα αυτά προστεθεί και η λιτότητα, η εικόνα έχει συμπληρωθεί. Αν οι μισοί ασθενείς του τοπικού γιατρού μιλούν πορτογαλικά, τότε ο κοινός νους λέει ότι η νοσοκόμα που θα προσλάβεις πρέπει να μιλάει πορτογαλικά. Όταν η κατάργηση θέσεων εργασίας ακρωτηριάζει τις δημόσιες υπηρεσίες, δεν προκαλεί έκπληξη που ορισμένοι αναρωτιούνται μήπως η κρίση θα ήταν πιο υποφερτή με λιγότερους μετανάστες. Όσοι τολμούσαν να θέσουν το ζήτημα, κατηγορούνταν για ξενοφοβία. Τόσο αόρατο ήταν το πρόβλημα για την πολιτική ελίτ, ώστε η κυβέρνηση των Συντηρητικών έκοψε ένα κονδύλι του δημόσιου προϋπολογισμού ειδικά σχεδιασμένο για την αντιμετώπιση του επιπλέον φόρτου των τοπικών υπηρεσιών που προκαλείται από την άφιξη νέων μεταναστών.
Ο Κάμερον υποσχέθηκε ότι θα μείωνε τη μετανάστευση στο επίπεδο των «δεκάδων χιλιάδων» αφίξεων. Πέρυσι, η καθαρή ροή μεταναστών έφτασε τα 330.000 άτομα (4), με τους μισούς να προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το κίνημα υπέρ του «Brexit» επικεντρώθηκε στον συγκεκριμένο αριθμό, επισείοντας την απειλή ότι ο βρετανικός πληθυσμός θα μπορούσε να αυξάνεται κατά ένα εκατομμύριο ανθρώπους κάθε τρία χρόνια λόγω της μετανάστευσης από την υπόλοιπη Ευρώπη, ότι οι χαμηλοί μισθοί δεν θα μπορούσαν να βελτιωθούν και ότι ακόμη και μια συντηρητική κυβέρνηση δεν είχε την πολιτική βούληση να αναλάβει δράση.
Η κυβέρνηση αρνήθηκε να λάβει μέτρα αποθάρρυνσης της μετανάστευσης Ευρωπαίων σε μικροοικονομικό επίπεδο. Κατά τις διαπραγματεύσεις του Φεβρουαρίου 2016, ο Κάμερον δεν φρόντισε καν να ζητήσει επίσημα την τροποποίηση των κανόνων που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων.
Έτσι, συσσωρεύτηκαν όλες οι προϋποθέσεις ώστε η μετανάστευση να βρεθεί στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης και γύρω της να αρθρωθούν όλα τα υπόλοιπα επίδικα. Τις τελευταίες ημέρες της προεκλογικής εκστρατείας, όταν η δολοφονία της βουλευτίνας Τζο Κοξ (5) επέβαλε κάποια συγκράτηση στην αντιμεταναστευτική ρητορική, ο βρετανικός λαός ήρθε αντιμέτωπος με το σαφέστατο μήνυμα του ευρωφοβικού στρατοπέδου: αποχώρηση από την Ευρώπη και έλεγχος της μετανάστευσης ή παραμονή στην Ευρώπη και απεριόριστες μεταναστευτικές ροές, μείωση μισθών και πολιτιστικές εντάσεις.
Η πολιτική ελίτ, μαζί της και η αριστερή πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος, θεωρούσε ότι η υιοθέτηση ενός τέτοιου μηνύματος δεν θα υπερέβαινε το φράγμα του 40%. Τελικά, καθώς το 30% των ψηφοφόρων ασιατικής καταγωγής και το 22% των μαύρων ψηφοφόρων ψήφισαν υπέρ του «Brexit», η αντιευρωπαϊκή πλειοψηφία έφθασε το 52% (6). Οι νέοι, το 75% των οποίων υποστήριζε τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υπήρξαν η μοναδική κοινωνική ομάδα με υψηλό ποσοστό αποχής. Λιγότεροι από τους μισούς Βρετανούς κάτω των 24 ετών πήγαν να ψηφίσουν, σε σύγκριση με το 75% των ηλικιωμένων.
Μπροστά μας εκτυλίσσεται η κατάρρευση των πυλώνων της Κεντροαριστεράς από τη δεκαετία του 1970: συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έμφαση στην κοινωνική πολιτική και στην προσέγγιση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη. Για την ώρα, η βρετανική πολιτική τάξη και η βρετανική κοινωνία μοιάζουν μοιρασμένες σε δύο στρατόπεδα: το ένα ενσαρκώνεται από τον white van man (κατά κυριολεξία, τον «άνθρωπο με το άσπρο φορτηγάκι»), στερεότυπο του χειρώνακτα εργάτη με χαμηλή εκπαίδευση, ο οποίος κρεμά τη βρετανική σημαία στο παράθυρο του οχήματός του, και το άλλο από τον γενειοφόρο χίπστερ, του οποίου τα καλλιτεχνικά ταξίδια στο Βερολίνο και οι «προχωρημένες» διακοπές στην Ίμπιζα ίσως πλέον αποδειχθούν πιο δύσκολο να οργανωθούν.
Το Εργατικό Κόμμα θα έπρεπε να είχε βρει πριν από τα πρόσφατα γεγονότα τον τρόπο να συνενώσει αυτές τις δύο κοινωνιολογικές φυλές, στο πλαίσιο των τεσσάρων εθνών που συνθέτουν το Ηνωμένο Βασίλειο. Τώρα πια, θα πρέπει να επεξεργαστεί μια πρόταση κοινωνικής δικαιοσύνης και δημοκρατίας για μια κοινωνία που έχει αποσταθεροποιηθεί από τόσες πολλές ανασφάλειες.