Κατά χρονική σύμπτωση, με δύο δημοψηφίσματα μέσα σε διάστημα τριών ημερών, οι Βρετανοί αποφάσισαν σχετικά με τη συμμετοχή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, στη Γαλλία, οι ψηφοφόροι της περιοχής Λουάρ-Ατλαντίκ σχετικά με την κατασκευή του αεροδρομίου Νοτρ-Νταμ-ντε-Λαντ. Τα δύο, τελείως διαφορετικής εμβέλειας, ζητήματα δείχνουν πόσο εύπλαστο είναι το συγκεκριμένο είδος ψηφοφορίας: το ένα αφορούσε μια διεθνή συνθήκη, το άλλο ένα τοπικό πρόβλημα. Η ιδιαιτερότητα του δημοψηφίσματος ως δημοκρατικής διαδικασίας συνίσταται στο γεγονός ότι μπορεί να εφαρμοστεί παντού. Και ήδη οι προτάσεις για ψηφοφορίες τέτοιου τύπου πολλαπλασιάζονται: στην Ολλανδία ή στη Σλοβακία γίνεται λόγος για δημοψήφισμα σχετικά με την αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Μαρίν Λεπέν (Εθνικό Μέτωπο) θέλει οι Γάλλοι να αποφασίσουν για την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη και ο Νικολά Σαρκοζί για μια μελλοντική ευρωπαϊκή συνθήκη που θα καταργούσε τις συμφωνίες Σένγκεν. Η Λεπέν υπόσχεται επίσης δημοψήφισμα για την επαναφορά της θανατικής ποινής, ενώ άλλοι, πολιτικά αντίθετοι, ζητούν δημοψήφισμα για τον πρόσφατο εργασιακό νόμο.
Το πάθος αυτό είναι εύκολο να εξηγηθεί. Το δημοψήφισμα όχι μόνο μοιάζει ο πιο άμεσος και απλός τρόπος έκφρασης της λαϊκής βούλησης, αλλά απαντά και στην κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Το επικαλούνται πολλοί κατά των βουλευτών που προδίδουν τους ψηφοφόρους τους, κατά των ελίτ που έχουν αποκοπεί από τους λαούς. Και όταν οι ελίτ αυτές σκοντάφτουν σε εσωτερικά προβλήματα, τείνουν να το χρησιμοποιούν ως ένα είδος ύστατης διαιτησίας, γεγονός που εξάλλου αποτελεί ομολογία αδυναμίας. Το δημοψήφισμα είναι ένα είδος πολιτικής πρόκλησης: «πιο δημοκρατικό δεν υπάρχει».
Η Αριστερά έχει προσχωρήσει στη συγκεκριμένη αντίληψη. Η δημοκρατική παράδοση, τουλάχιστον στη Γαλλία, το απέρριπτε πάντοτε ως αρχηγικό και, επομένως, αντιδημοκρατικό όπλο. Η χρήση του δημοψηφίσματος κατά την περίοδο της Δεύτερης Αυτοκρατορίας (1852-1870) είχε οδηγήσει τους οπαδούς της Δημοκρατίας να το αντιμετωπίζουν ως αυταρχικό μηχανισμό, ως μορφή δημαγωγίας που, μέσω της προσφυγής στον λαό, έδινε όλες τις εξουσίες στον ηγέτη. Για να γίνει κατανοητή αυτή η εχθρική προδιάθεση, αρκεί να θυμηθούμε ότι, στις 10 Δεκεμβρίου 1848, ο Κάρολος Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης εξελέγη πρόεδρος με καθολική ψηφοφορία των ενήλικων ανδρών με ποσοστό 74,33% και ότι, στις 2 Δεκεμβρίου 1851, ο εκλεγμένος πρόεδρος, ο οποίος δεν είχε δυνατότητα επανεκλογής, προχώρησε σε πραξικόπημα, το οποίο επικύρωσε με δημοψήφισμα και με ψήφους 7.410.231 υπέρ και 647.292 κατά. Έναν χρόνο αργότερα, η εγκαθίδρυση της Αυτοκρατορίας εγκρίθηκε με 7.824.129 ψήφους υπέρ και 253.149 κατά. Τέλος, στις 8 Μαΐου 1870, ένα τελευταίο δημοψήφισμα έδωσε άνετη πλειοψηφία στον αυτοκράτορα (7.358.000 «ναι» έναντι 1.538.000 «όχι»), λίγο πριν από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, στις 4 Σεπτεμβρίου 1870, την επαύριο της ήττας στον γαλλοπρωσικό πόλεμο.
Μετά τον Ναπολέοντα Γ΄, το απευθείας «κάλεσμα» στον λαό του εθνικιστή και φιλομοναρχικού στρατηγού Ζορζ Μπουλανζέ (1837-1891) θα επιβεβαίωνε την εχθρότητα των οπαδών της Δημοκρατίας απέναντι στα δημοψηφίσματα. Οι πολιτικοί σχηματισμοί που προέκυψαν από τη γαλλική Αντίσταση μόλις και μετά βίας έδωσαν στον στρατηγό ντε Γκολ το δικαίωμα να προσφύγει σε δημοψηφίσματα, το 1945 και το 1946, ώστε να καταλήξει μεταξύ των διαφόρων σχεδίων για το Σύνταγμα (1). Τα κόμματα της Αριστεράς υπέκυψαν ξανά κατά την πρώτη περίοδο της 5ης Δημοκρατίας, όταν αρκετά δημοψηφίσματα επέτρεψαν στον στρατηγό ντε Γκολ να ανανεώνει τακτικά τη νομιμοποίησή του –και να επιβάλει τη διευθέτηση του πολέμου της Αλγερίας. Κατά παράδοξο τρόπο, η ιδέα του δημοψηφίσματος βγήκε νικήτρια μέσω της αποτυχίας του ντε Γκολ το 1969 (2), η οποία απέδειξε εκείνο που οι πιο αποφασισμένοι αντίπαλοι του δημοψηφίσματος αρνούνταν να πιστέψουν: ο λαός ήταν δυνατό να ψηφίσει «όχι». Λιγότερη προσοχή δόθηκε στο γεγονός ότι ο στρατηγός ντε Γκολ δεν προσέφυγε σε δημοψήφισμα μεταξύ 1962 και 1969 και ότι, στη συνέχεια, τέτοιες εκλογικές διαδικασίες άρχισαν να σπανίζουν.
Σήμερα άραγε τα δημοψηφίσματα τυχαίνουν της γενικής επιδοκιμασίας επειδή είναι πιο καλά οργανωμένα και οι λαοί πιο ώριμοι ώστε να μην παρασύρονται από τις σειρήνες της δημαγωγίας; Όπως το γαλλικό δημοψήφισμα της 29ης Μαΐου 2005 για το σχέδιο του ευρωπαϊκού συντάγματος, έτσι και το δημοψήφισμα για το «Brexit» έδωσε έναυσμα για τις συνήθεις επικρίσεις των εχθρικών απέναντι στο συγκεκριμένο είδος ψηφοφορίας σχολιαστών, ιδιαίτερα όταν το αποτέλεσμα είναι αντίθετο με τις προσδοκίες τους. Η κλασική ελιτιστική κριτική βάζει στο στόχαστρο την υποτιθέμενη ακαταλληλότητα των ψηφοφόρων, τα πεζά πολιτικά τους κριτήρια. Φτάνει μέχρι την περιφρόνηση, εάν όχι και την άρνηση. Το 2005, το γαλλικό κοινοβούλιο παρέκαμψε τη λαϊκή ετυμηγορία. Και η ψήφος των Βρετανών στις 23 Ιουνίου 2016 αμέσως τροφοδότησε υπαινιγμούς, σύμφωνα με τους οποίους η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα συνέβαινε ποτέ.
Θα μπορούσε κάποιος να πιστέψει ότι η δημοκρατία συναντά καθολική αποδοχή: δεν είναι καθόλου έτσι. Και σε περιόδους κρίσης, κάτι τέτοιο δεν είναι και πολύ καθησυχαστικό. Ιδίως από τη στιγμή που η ελιτιστική περιφρόνηση οφείλεται σε μια ελλιπή κατανόηση της δημοκρατίας. Διότι κανείς δεν ισχυρίζεται ότι η καθολική ψηφοφορία συνοδεύεται απαραίτητα από την επάρκεια των πολιτών ούτε και ότι τα ευγενή κριτήρια μιας κοινωνίας δεν συνυπάρχουν ποτέ με μερικές διόλου ηθικές υστεροβουλίες. Οι πολέμιοι της λαϊκής ψήφου ζητούν από τους άλλους μια πολιτική επάρκεια που ούτε οι ίδιοι διαθέτουν. Πώς μπορούν να είναι τόσο σίγουροι για την καταλληλότητά τους όταν έχουν παρεξηγήσει τόσο πολύ το τι είναι η δημοκρατία; (3)
Ας υπενθυμίσουμε λοιπόν ότι η δημοκρατία εμπιστεύεται ένα μέρος της κυριαρχίας της σε κάθε πολίτη επειδή η ζωή του επηρεάζεται από την πολιτική –μερικές φορές μάλιστα και ο ίδιος του ο θάνατος: η, περισσότερο ή λιγότερο απότομη, περισσότερο ή λιγότερο σταδιακή, εισαγωγή της καθολικής ψηφοφορίας προχώρησε παράλληλα με την υποχρεωτική στράτευση. Εάν έπρεπε να πεθάνει κανείς για την πατρίδα, το ελάχιστο αντιστάθμισμα ήταν να μπορεί να εκλέγει την κυβέρνησή της. Ακόμη και χωρίς πόλεμο, οι οικονομικές κρίσεις και, ακόμη πιο απλά, η καθημερινή ζωή δικαιολογούν σε μεγάλο βαθμό κάτι τέτοιο. «Εάν ο λαός κάνει λάθος, τόσο το χειρότερο γι’ αυτόν»: χωρίς να είναι ανάγκη να υιοθετήσουμε την απάντηση του Αλφόνς ντε Λαμαρτίν σε όσους διαφωνούσαν με την άμεση καθολική ψηφοφορία, δεν μπορούμε να στερήσουμε από τον λαό το δικαίωμα να κάνει λάθος, παρά μόνο εκχωρώντας του το δικαίωμα να επιλέξει ηγέτες που έχουν την πλήρη ελευθερία να του το στερήσουν. Το χειρότερο καθεστώς θα ήταν εκείνο όπου ο λαός, μην έχοντας το δικαίωμα να κάνει λάθος, θα είχε απλώς το δικαίωμα να σιωπά.
Με τόσες πολλές νέες εμπειρίες, η δημοκρατική κριτική του δημοψηφίσματος θα πρέπει να βασιστεί σε νέα επιχειρήματα. Κανείς δεν θα διαφωνήσει ότι οι ψηφοφορίες αυτές –αλλά και κάθε εκλογική διαδικασία, παρ’ όλο που εκεί η κοινή γνώμη διαμεσολαβείται και τιθασεύεται από την πολιτική εκπροσώπηση– απελευθερώνουν επιχειρήματα που, συχνά, είναι ηθικά καταδικαστέα. Θα ήταν δύσκολο να υποστηριχθεί ένα δημοψήφισμα με επίδικο την ξενοφοβία. Εάν όμως διεξαγόταν, θα επηρέαζε την κοινή γνώμη με τον ίδιο τρόπο που ορισμένες δημοσκοπήσεις ωθούν στο έγκλημα. Επίσης, θα πρέπει να υπολογίζουμε τον κίνδυνο λαϊκών ψηφοφοριών που οξύνουν τις κοινωνικές αντιπαραθέσεις –οι ταπεινοί κατά των πλουσίων, οι ηλικιωμένοι κατά των νέων, η ύπαιθρος κατά των πόλεων, οι περιφέρειες κατά της πρωτεύουσας, οι λιγότερο μορφωμένοι κατά των πιο καλλιεργημένων– σε βαθμό που να θέτουν σε αμφισβήτηση την ενότητα ενός κράτους υπό πολλές έννοιες. Τέτοιες ψηφοφορίες, πέρα από διεκδικήσεις για τοπική αυτονομία ή ανεξαρτησία, θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την επιθυμία συνύπαρξης στο πλαίσιο της ίδιας χώρας.
Κάποιος όμως θα αντέτασσε: σε τι ωφελεί η απόκρυψη τέτοιων αντιπαραθέσεων; Μα, εάν υπήρχε απόλυτη διαφάνεια, θα μπορούσαν να υπάρχουν έθνη ή και γείτονες, ίσως ακόμη και φίλοι, που να ζουν ειρηνικά; Ο δοκιμιογράφος και μυθιστοριογράφος Ουίλιαμ Μέικπις Θάκερεϊ (1811-1863) το είχε πει, η κόλαση μπορεί να βρίσκεται στην πλήρη διαφάνεια: «Τι ευτυχία που δεν είμαστε απόλυτα εκτεθειμένοι και ο καθένας έχει τη μικρή έρημό του. Θα θέλατε η γυναίκα και τα παιδιά σας να γνώριζαν ακριβώς ποιος είστε και τι αξίζετε; Όχι βέβαια, καλέ μου κύριε! Αποκρούστε αυτό το τερατώδες σχέδιο και να είστε ευγνώμων που δεν είναι ενήμεροι για όλα αυτά» (4). Πρόκειται για έναν από τους λόγους που η ψηφοφορία είναι μυστική. Φέρνοντας συστηματικά στο προσκήνιο τα ζητήματα που διχάζουν, το δημοψήφισμα, που παλαιότερα κατηγορείτο ότι επιφέρει αυτόματη συγκατάθεση, θα κινδύνευε να γίνει υπαίτιος εμφυλίου πολέμου.
Κάτι τέτοιο δεν αφορά το ίδιο το δημοψήφισμα ως έκτακτη εκλογική διαδικασία, αλλά τις επιπτώσεις της ενδεχόμενης συχνής διεξαγωγής του. Οι πολιτικές δυνάμεις που το προτείνουν, το κάνουν όταν υπολογίζουν ότι θα το κερδίσουν. Πώς το γνωρίζουν; Από τις δημοσκοπήσεις. Όμως, οι ίδιες δυνάμεις που ζητούν δημοψήφισμα για κάποιο θέμα που τις ευνοεί θα το αποδέχονταν άραγε σε περίπτωση που η λαϊκή κρίση θα ήταν αντίθετη με τις επιδιώξεις τους; Εννοείται ότι, εάν γενικευόταν η προσφυγή σε δημοψηφίσματα, οι πολιτικές μάχες θα επικεντρώνονταν ακόμη περισσότερο στην «κοινή γνώμη» και στο δίλημμα εάν θα πρέπει να της δοθεί ο λόγος ή όχι.
Το πάθος για δημοψηφίσματα είναι σύμπτωμα όχι μόνο των διαβρωτικών κοινωνικών επιπτώσεων της παγκοσμιοποίησης, αλλά και της κρίσης του στοχασμού. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει ουσιαστικός στοχασμός γύρω από τις ιδιότητες του δημοψηφίσματος. Οι κανόνες της δημοκρατίας, όπως ο νόμος της πλειοψηφίας ή η απάντηση σε κάποιο ερώτημα που τίθεται, είναι συμβάσεις. Και πρέπει να αποδεχθούμε ότι, για τον σχηματισμό μιας πλειοψηφίας, αθροίζονται ψήφοι με διαφορετικό, και μερικές φορές ανταγωνιστικό, περιεχόμενο.
Συνοπτικές διαδικασίες λαϊκής έκφρασης
Μετά από όλα αυτά, θα πρέπει να αγνοήσουμε, ή ακόμη και να αρνηθούμε, τις αντιφάσεις των τόσο απλουστευτικών τρόπων λαϊκής έκφρασης; Ένα «ναι» ή ένα «όχι» είναι ξεκάθαρο, αλλά και ασαφές, όταν υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες στο ερώτημα που τίθεται –σε τέτοιο σημείο ώστε, αρκετά συχνά, κάποιες διατυπώσεις έχουν κριθεί μεροληπτικές. Πρόβλημα μπορεί να δημιουργήσει και ο ορισμός του εκλογικού σώματος, όπως στην περίπτωση ενός τοπικού δημοψηφίσματος. Σε μια λαϊκή ετυμηγορία, δεν υπάρχει μόνο μία άποψη, αλλά πολύ διαφορετικές σκέψεις, συμφέροντα και διακυβεύματα, τα οποία αναμειγνύονται υποχρεωτικά λόγω των συμβάσεων της δημοκρατίας. Στην περίπτωση του «Brexit», για παράδειγμα, θα μπορούσαν να έχουν αναμειχθεί η νοσταλγία για την παλαιά βρετανική αυτοκρατορία, ο φόβος για τους μετανάστες που βλέπει κανείς δίπλα του ή στην τηλεόραση, ο φόβος για το μέλλον, οι ταπεινώσεις της φτώχειας, η ανασφάλεια κάποιου για την εργασία του, η πικρία ή η απελπισία όταν κάποιος την έχει ήδη χάσει (βλ. το άρθρο του Paul Mason “Brexit: οι αιτίες της οργής”, http://monde-diplomatique.gr/?p=1649). Με παρόμοιο τρόπο, οι απόψεις που εκφράζονται έχουν άραγε την ίδια βαρύτητα στην περίπτωση όπου κάποιος ψηφίζει κατά της κατασκευής ενός αεροδρομίου επειδή οι διάδρομοι απογείωσης θα καταστρέψουν το αγρόκτημά του ή επειδή τα αεροπλάνα θα περνούν πάνω από το σπίτι του και στην περίπτωση όπου κάποιος ψηφίζει «υπέρ» επειδή ελπίζει να ωφεληθεί από φθηνότερα επαγγελματικά ή προσωπικά ταξίδια; Πρέπει να θέτουμε τέτοιου είδους ερωτήματα –όχι όταν προκηρυχθεί δημοψήφισμα, αλλά πριν αποφασιστεί εάν θα καταφύγουμε σε αυτό.
Η δημοκρατία είναι μια ιδέα υψηλή, δίκαιη και, πάνω απ’ όλα, απαραίτητη. Από τότε που εγκαταλείφθηκε η νομιμοποίηση μέσω της θεϊκής βούλησης, είναι αδιανόητο οι πολίτες να μην συμμετέχουν στις αποφάσεις που καθορίζουν τη ζωή τους. Όλα θα ήταν ρόδινα εάν οι άνθρωποι είχαν επιτέλους λύσει τα προβλήματα που εμφανίζει η εφαρμογή της δημοκρατίας. Ωστόσο, μάλλον φαίνεται ότι, ενώ είναι σύμφωνοι επί της αρχής, εξακολουθούν να μην μπορούν να βρουν τις λύσεις που θα επέτρεπαν στη δημοκρατία να λειτουργήσει. Εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για τεχνικό ζήτημα: τόσο εξευτελιστικά συνοπτικοί παραμένουν οι τρόποι έκφρασης της λαϊκής βούλησης. Οι εκλογές είναι ο πρωταρχικός τέτοιος τρόπος έκφρασης: αποτελεί όμως κακή λύση όταν οδηγεί στην εθελοντική παραίτηση, όπως διαπίστωνε ο Ζαν-Ζακ Ρουσό πολύ πριν γενικευθεί η σχετική εμπειρία.
Καθώς το αντιπροσωπευτικό σύστημα έχει απαρνηθεί τον δημοκρατικό χαρακτήρα του, ορισμένες φορές γίνεται προσπάθεια ανανέωσής του μέσω της πρότασης για εκλογές με δεσμευτική εντολή, δηλαδή με τη δυνατότητα των ψηφοφόρων να ανακαλούν τους εκλεγμένους βουλευτές πριν από τη λήξη της θητείας τους. Στρέφουμε συχνά το ενδιαφέρον προς την άμεση έκφραση της λαϊκής βούλησης, καθώς η αρχαία πόλη θεωρείται ότι προσέφερε ένα πραγματικό και διαχρονικό παράδειγμα ή καθώς οι νέες τεχνολογίες επικοινωνίας υπόσχονται κάτι ανάλογο. Η άμεση δημοκρατία όμως δεν έχει ερείσματα στα σύγχρονα κράτη, που είναι τεράστια και, ταυτόχρονα, δεν διαθέτουν τα αρχαία τους προνόμια. Όσο για τις νέες τεχνολογίες, είναι ήδη ύποπτες. Με λίγα λόγια, η εναπόθεση όλων των ελπίδων σε μία και μόνη τεχνική έκφρασης της λαϊκής βούλησης, με ετυμηγορίες τόσο τελεσίδικες όσο και η αρχαία θεοδικία, θα ισοδυναμούσε με την εκχώρηση στην τεχνική αυτή ολόκληρης της δημοκρατικής σφαίρας και με την παραίτηση από τη λογική –δηλαδή και από την αμφιβολία…