«Ξέρετε κάτι κυρία; Σας αφήνουμε να κάνετε ό,τι κάνετε επειδή είστε ηλικιωμένη. Ωστόσο, πρόκειται απλά για ανοχή των δραστηριοτήτων σας. Μετά από σας, τέρμα! ΤΕΡ-ΜΑ!»
Οι υγειονομικοί επιθεωρητές της Νομαρχιακής Διεύθυνσης Γεωργίας δεν είναι απάνθρωποι. Γνωρίζουν πολύ καλά τις πατρογονικές πρακτικές που εξακολουθούν να χρησιμοποιούν οι τελευταίοι χωρικοί των ορεινών περιοχών, οι οποίες απέχουν πολύ από τους κανονισμούς. Μετά τις σπουδές τους στα αγροτικά λύκεια (1), όπου ανακάλυψαν τα πλεονεκτήματα της εντατικής γεωργοκτηνοτροφίας και τις προοπτικές της «παραγωγικής αλυσίδας του χοιρινού» και της «παραγωγικής αλυσίδας των πουλερικών», ορισμένοι αναθεώρησαν μέχρι και τις αντιλήψεις τους. Παραδέχονται ότι η βιολογική γεωργία θα μπορούσε να διαδραματίσει κάποιο ρόλο στην «πράσινη οικονομία» και ενθαρρύνουν την ανάπτυξη νέων «παραγωγικών αλυσίδων» σε αυτόν τον τομέα… υπό τον όρο ότι θα σέβονται τους ισχύοντες περιορισμούς: διαχωρισμός κτιρίων αγροτικής χρήσης και κτιρίων κατοικίας, εκτροφή σε κλειστούς χώρους, πάνω σε τσιμεντένιες επιφάνειες, εμφύτευση μικροτσίπ που επιτρέπουν την καταγραφή όλων των σταδίων της ζωής κάθε ζώου, τάισμα με πιστοποιημένες ζωοτροφές, αποστείρωση των προϊόντων του αγροκτήματος, υποχρέωση των αγροτών να φορούν πλαστικά γάντια και σκούφο ώστε τα τρόφιμα να προστατεύονται από κάθε μόλυνση. Αν τον ρωτούσαν «Γιατί να μην φοράνε και στολή αστροναύτη;», ο υγειονομικός επιθεωρητής θα χαμογελούσε. Δεν είναι δα και φανατικός. Φροντίζει μονάχα για την τήρηση των κανόνων και των προδιαγραφών.
Θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι, όσον αφορά τις προδιαγραφές, η εξηντάχρονη Ζοζέτ Αντουάν βρίσκεται πολύ κάτω από τον μέσο όρο. Στο ορεινό αγρόκτημά της, καταμεσής του δάσους, σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από το χωριό μου, οι αγελάδες και τα μοσχάρια εξακολουθούν να στεγάζονται σε έναν στάβλο που αποτελεί μέρος του σπιτιού, τα κουνέλια τρώνε φρέσκο χορτάρι, οι κότες τσιμπολογάνε σπόρους και σκουλήκια, αλλά και μερικά αποφάγια (απαγορεύεται κατηγορηματικά!). Το γάλα που πουλάει η Ζοζέτ είναι ακόμα ζεστό, μόλις έχει βγει από το μαστάρι της αγελάδας και αφρίζει μέσα στους μεγάλους κάδους. Καθώς γεμίζει το μπρούντζινο δοχείο μου μέσα στην αποθήκη, βλέπω να περνάνε χελιδόνια, που κατευθύνονται προς τις μικροσκοπικές φωλιές τους, κρεμασμένες στα δοκάρια του στάβλου. Δεν τελειώσαμε όμως: στον αχυρώνα της δεν αποκλείεται να φωλιάζουν και μερικοί αρουραίοι, ενώ το τυρί της ωριμάζει αργά μέσα σε ξύλινα δοχεία στράγγισης, εκτεθειμένο στον αέρα. Όλα αυτά εξοργίζουν τον υγειονομικό επιθεωρητή. Δεν θέλει πια να βλέπει τυρί σε επαφή με ξύλινες επιφάνειες και κοιτάζει τη Ζοζέτ με ύφος γεμάτο αποδοκιμασία: «Σας αφήνω να συνεχίσετε, μην ξεχνάτε όμως ότι πρόκειται απλά για ανοχή των δραστηριοτήτων σας». Και συνεχίζει: «Μετά από σας, τέρμα!». Με άλλα λόγια, «αμέσως μετά τον θάνατό σας»: δεν είναι και πολύ ευγενικό. Στα μάτια του, τούτο το τυρί είναι μια πραγματική βακτηριολογική βόμβα, κατάλοιπο μιας ξεπερασμένης αγροτικής πρακτικής η οποία θα πρέπει να τερματιστεί την ημέρα που η Ζοζέτ Αντουάν θα πάψει να δουλεύει —και την αφήνουμε να συνεχίζει απλώς επειδή έτσι έχει συνηθίσει και επειδή αυτό το σκάνδαλο γίνεται με σχετικά διακριτικό τρόπο.
Όταν ερχόμουν εδώ, παιδί, για τις μεγάλες καλοκαιρινές διακοπές, ο κόσμος ακόμα αγόραζε από το αγρόκτημα μεγάλο μέρος των τροφίμων του: γάλα, αυγά, πουλερικά, κουνέλια, χοιρινό, τυρί, σαλατικά. Δεν θυμάμαι όμως ούτε μία περίπτωση τροφικής δηλητηρίασης. Το πολύ να βρίσκαμε μέσα σε μια ντουζίνα αυγών (τα τύλιγαν με χαρτί εφημερίδας για να τα προφυλάξουν από το φως) και ένα κλούβιο, με την απαίσια μυρωδιά του να σημαδεύει το παιδικό μυαλό μας… Αντιστρόφως, τα διατροφικά σκάνδαλα, που στις μέρες μας παίρνουν διαστάσεις πλανητικών αναταράξεων, προέρχονται όλα από μια βιομηχανοποιημένη γεωργία με αυστηρότατες προδιαγραφές, όπου όμως η παραμικρή δυσλειτουργία μετατρέπεται σε καταστροφή. Πρόκειται για πανδημίες και λοιπές «επιζωοτίες» που σχετίζονται με τον τρόπο διατροφής των ζώων και τις συνθήκες της εντατικής κτηνοτροφίας. Πρόκειται για δηλητηριάσεις που προκαλούνται από τις αστοχίες στην «αλυσίδα κατάψυξης», την κακή απόψυξη και την ελλιπή αποστείρωση, συνοδευόμενες από ένα σωρό βακτηρίδια και ασθένειες που καταλήγουν να γίνουν πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες, ακριβώς όπως συνέβη με τις φριχτές πυρές όπου κάηκαν χιλιάδες «τρελές» αγελάδες.
Αντίθετα, το ορεινό αγρόκτημα αποτελούσε το τέλειο μοντέλο εκείνου που στη σημερινή τεχνική διάλεκτο αποκαλούμε «αειφόρο ανάπτυξη». Η ύπαρξη του στάβλου και του αχυρώνα εντός των αγροικιών επέτρεπε τη διατήρηση μιας πηγής θερμότητας ελάχιστου κόστος σε περιοχές με σκληρές κλιματικές συνθήκες. Το γάλα μεταφερόταν μέσα σε δοχεία που πλένονταν και κρατούσαν για μια ζωή, χωρίς να αυξάνουν τον όγκο των πλαστικών απορριμμάτων στους κάδους ανακύκλωσης. Τα αποφάγια και οι φλούδες τάιζαν τα γουρούνια, τις κότες και τα κουνέλια, αντί να αποσυντίθενται μέσα στον κάδο απορριμμάτων. Τα περιττώματα κατέληγαν στον σωρό με την κοπριά που χρησίμευε ως λίπασμα για τα χωράφια. Αυτός ο τρόπος ζωής συντηρούσε τη μυστηριακή συνύπαρξη των ανθρώπων και των ζώων που, από την αρχαιότητα, τροφοδοτεί τους μύθους και τους θρύλους μας. Ακόμα και η αποτρόπαια σκηνή της σφαγής του γουρουνιού ή του κουνελιού μετέτρεπε τον θάνατο σε μια χειροπιαστή πραγματικότητα.
Λογικά, αυτή η μικρή γεωργική εκμετάλλευση θα έπρεπε να χρησιμεύει ως μοντέλο για όλους όσους έχουν αναλάβει να σχεδιάσουν την «πράσινη», «αειφόρο» και «βιολογική» γεωργία. Όμως, η οικολογία είναι μια βιομηχανία όπως και οι άλλες, ελεγχόμενη από τους ίδιους εμπειρογνώμονες και υποκείμενη στους ίδιους κανόνες. Όσο κι αν αρνείται τα χημικά λιπάσματα και τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, δεν παύει να διακατέχεται από την έμμονη ιδέα της υγιεινής που, ερχόμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βόρεια Ευρώπη, κατέκλυσε την ύπαιθρο και επέβαλε παντού αποστειρωμένες μάσκες, τεχνικές παστερίωσης και απολύμανσης, καταλήγοντας να θεωρεί κάθε φυσικό προϊόν ως εγγενώς επικίνδυνο.
Στις πόλεις της Βόρειας Αμερικής, απλά και μόνο η ιδέα ενός υπαίθριου πάγκου της λαϊκής φαντάζει αδιανόητη… εκτός κι αν κάθε φρούτο ή κάθε λαχανικό είναι ερμητικά τυλιγμένο μέσα σε ένα φύλλο πλαστικού. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι γαλλικές λαϊκές αγορές διατηρούν στα μάτια των τουριστών κάτι πρωτόγονο, που τους κάνει να χαμογελάνε και να βρίσκουν διασκεδαστικό το γεγονός ότι το νωπό ψάρι πουλιέται χύμα, ενώ εμείς οι Γάλλοι ονειροπολούμε στα παζάρια της Βόρειας Αφρικής μπροστά στα κοφίνια με τα μπαχαρικά και στις πυραμίδες των αυγών, που μας θυμίζουν έναν κόσμο ακόμα πιο μακρινό, χαμένο στο παρελθόν. Όλα αυτά όμως δεν θα διαρκέσουν πολύ. Οι προδιαγραφές εξαπλώνονται για να καταστρέψουν, οπουδήποτε αυτή εξακολουθεί να υφίσταται στην Ευρώπη, τη συνύπαρξη των ανθρώπων με τα ζώα, αλλά και τη συγκατοίκηση των ζωικών ειδών που κάποτε έδινε ποιητική διάσταση στην αυλή του αγροκτήματος. Απαιτούν να εξαλειφθεί το άγγιγμα των αγροτικών προϊόντων χωρίς προστατευτικά γάντια, η εργασία στα χωράφια χωρίς φθορίζουσα φόρμα εργασίας, η κυκλοφορία των τρακτέρ χωρίς προειδοποιητική σειρήνα για την όπισθεν, όπως και η χρήση μη εγκεκριμένων ζωοτροφών και σπόρων. Με το ένα χέρι απαγορεύουν και με το άλλο επιβάλλουν νέους τρόπους παραγωγής, που κάνουν την ύπαιθρο να μοιάζει με βιομηχανικό προάστιο και τα αγροκτήματα με πλακοστρωμένα εργαστήρια που βρωμάνε χλωρίνη.
Ένας απότομος ανηφορικός δρόμος ξεκινάει από τις όχθες της λίμνης Λονζεμέρ (της ωραιότερης λίμνης των Βοσγίων, περιτριγυρισμένης από τις δασωμένες πλαγιές των βουνών) και, μετά από πολλές στροφές, καταλήγει σε ένα μεγάλο ξέφωτο, σε υψόμετρο χιλίων μέτρων. Εδώ, στην φάρμα Σομ, έχεις την εντύπωση ότι βρίσκεσαι σε ένα νησάκι καταμεσής ενός ωκεανού δάσους. Όπου και να κοιτάξεις, βλέπεις στρογγυλά βουνά μέχρι τα βάθη του ορίζοντα, σκεπασμένα από ελατοδάση, εκτός από τα ανατολικά, όπου ορθώνεται το Όρος Ονέκ, καλυμμένο από λιβάδια και βοσκότοπους. Τον χειμώνα μοιάζει με γιγάντιο παγάκι —και πάντα στέκομαι να το θαυμάσω όταν έρχομαι στο αγρόκτημα της Ζοζέτ, το τελευταίο της περιοχής.
Μονάχα στον κινηματογράφο συναντάμε πλέον τη μαγεία αυτών των τοπίων, όπου τα σπίτια είναι φτιαγμένα από τις ίδιες πέτρες κι από το ίδιο ξύλο με το βουνό. Οι σχεδιαστές των ειδικών εφέ που κάνουν τα παιδιά να ονειροπολούν —με τα ηρωικά έπη του Χόμπιτ ή του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών— επιδεικνύουν ταλέντο στην ανάπλαση αυτών των πλίθινων μικρών σπιτιών με τις αχυρένιες σκεπές, τις αυλές με το πατημένο χώμα, γεμάτες κότες, χήνες και πάπιες, τα κοφίνια με τα λάχανα και τα κελάρια, γεμάτα μπούτια ζαμπόν και μπουκάλια με εκλεκτό κρασί. Διότι όλος αυτός ο κόσμος που έχει φτιαχτεί για να γοητεύσει την νεολαία του 21ου αιώνα δεν αποτελεί αποκύημα της χολιγουντιανής φαντασίας. Πρόκειται για την απλή —αν και ελαφρά στυλιζαρισμένη— αναπαραγωγή ενός τρόπου ζωής που εξαφανίστηκε πολύ πρόσφατα. Επιζεί μονάχα σε ορισμένους θύλακες οπισθοδρόμησης, όπως σε αυτό το αγρόκτημα όπου τα τυριά εξακολουθούν να ωριμάζουν μέσα στα καλούπια τους, όπου μια μικρή εκτροπή του ρυακιού τροφοδοτεί με νερό την ποτίστρα του στάβλου και όπου οι κότες σκαρφαλώνουν πάνω σε έναν ψηλό σωρό κοπριάς, ο οποίος καθόλου δεν χολοσκάει επειδή δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια παραγωγής και αποθήκευσης του κομπόστ.
Ωστόσο, τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί στα μάτια μου με τη μαγεία του αχυρώνα στη σοφίτα του αγροκτήματος, αυτό το ονειρεμένο μέρος όπου σκαρφαλώνω καμιά φορά και μου θυμίζει την παιδική ηλικία μου, τότε που ανέβαινα σε όλους τους αχυρώνες των αγροτόσπιτων του χωριού. Οι οικογένειες μαζεύονταν στα λιβάδια τον Ιούλιο και θέριζαν τεράστιες ποσότητες πράσινου ακόμα σανού, χόρτων κι αγριολούλουδων: τις μετέφεραν μέσα σε τσουβάλια και τις άδειαζαν κάτω από τα δοκάρια της σκεπής. Συμπιεσμένος από τα δικράνια των αγροτών, ο σανός περνούσε τον χειμώνα δίχως να ξεραθεί μέσα σε αυτόν τον σκοτεινό χώρο, σχηματίζοντας μυρωδάτα βουναλάκια, κάστρα και πύργους, έτοιμα να υποδεχθούν τα παιχνίδια μας.
Πιστεύω ότι αυτός ο τρόπος ζωής άξιζε το αμέριστο ενδιαφέρον μας, ότι αποτελούσε ένα πολύτιμο αγαθό: το κράτος και η τοπική αυτοδιοίκηση μπορούσαν να είχαν υποστηρίξει αυτό το πολύ παλιό μοντέλο παραγωγής και ανακύκλωσης αντί να ενθαρρύνουν την εξαφάνισή του. Τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε. Στην κατεχόμενη Γαλλία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα ξαδέλφια από την ύπαιθρο είχαν αναλάβει τη διατροφή των κατοίκων των πόλεων. Σήμερα, η ύπαιθρος θα ήταν ανίκανη να εξασφαλίσει ακόμα και τη δική της διατροφή. Μετά την αδιαφορία των δημόσιων αρχών για τη μικρή γεωργία, μετά το σταμάτημα της συλλογής του γάλακτος (τα μεγάλα δοχεία που συναντούσες, την εποχή που ήμουν παιδί, στην άκρη του δρόμου), οι υγιεινιστές ανέλαβαν να δώσουν τη χαριστική βολή στα τελευταία ορεινά αγροκτήματα, τα οποία σύντομα θα περιοριστούν σε μερικές εικόνες στα μουσεία λαϊκής τέχνης.
Σε δέκα χρόνια το πολύ, η Ζοζέτ Αντουάν θα έχει βγει στη σύνταξη και ο γιος της, που σκέφτεται να αναλάβει τη φάρμα, θα ακολουθήσει τις διοικητικές συστάσεις, καταστρέφοντας το εσωτερικό του αγροκτήματος, τον στάβλο του, τον κουνελώνα του, το κελάρι του με τα τυριά. Θα κατασκευάσει νέα κτίσματα για τα ζώα, σε απόσταση από την κατοικία, με πλακοστρωμένο δάπεδο, σύμφωνα με τις νέες προδιαγραφές. Έτσι θα γραφτεί το τέλος της ιστορίας για την ορεινή γεωργία, που ξεκίνησε τον Μεσαίωνα, όταν οι μοναχοί άρχισαν να αποψιλώνουν αυτά τα πυκνά δάση. Και όπως συμβαίνει με όλους τους μεγάλους αφανισμούς, έτσι και αυτός θα λάβει χώρα εν μέσω γενικής αδιαφορίας. Και θα είναι πλέον πολύ αργά όταν ανακαλύψουμε ότι επρόκειτο για λάθος.
Το σπίτι μου ατενίζει από ψηλά ολόκληρο το χωριό και την εκκλησία του, με το καμπαναριό και τα κόκκινα κεραμίδια του. Πρόκειται αναμφίβολα για ευρωπαϊκό τοπίο: τα αγροκτήματα, το πρεσβυτέριο, το δημαρχείο, τα «καλβέρ» (2), το μνημείο των πεσόντων, τα επώνυμα με γερμανική ρίζα αναμειγμένα με τη γαλλική προφορά (3). Ταξιδεύοντας στα Καρπάθια, στην άλλη άκρη της Ευρώπης, βρέθηκα σε τόπους που έμοιαζαν πολύ με τον δικό μου, όπου η ύπαιθρος, με το δίκτυο των μονοπατιών και των τοπωνυμίων της, μοιάζει σμιλεμένη από την Ιστορία —καμία σχέση με την απεραντοσύνη των δασών της Βόρειας Αμερικής.
Χαζεύοντας τις πέστροφες
Παραδόξως όμως, κατά τη διάρκεια αυτών των δεκαετιών όπου υποτίθεται ότι «οικοδομούνταν η Ευρώπη», η εξέλιξη ενός τέτοιου τοπίου δεν ήταν διόλου ευρωπαϊκή. Το κλασικό αγρόκτημα, προσαρμοσμένο στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε τόπου, έκλεισε τις πόρτες του προς όφελος μιας εντατικοποιημένης γεωργικής παραγωγής, επικεντρωμένης στις πεδιάδες και συνδεδεμένης με τις διεθνείς αγορές. Τα λιβάδια και τα μονοπάτια εγκαταλείφθηκαν και αφέθηκαν να καλυφθούν από τη βλάστηση, εκτός από μερικά που έγιναν ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι για να συνδέουν το ένα πάρκινγκ με το άλλο. Η σχολαστική συντήρηση του δάσους, διασφαλισμένη από γενιές ξυλοκόπων, σταμάτησε όταν εισέβαλαν τεράστια μηχανήματα που καταστρέφουν τους χωματόδρομους και κόβουν μόνο τα πιο κερδοφόρα δέντρα, αφήνοντας πίσω τους χερσότοπους. Έχουν επιβληθεί περίεργες νομοθετικές ρυθμίσεις, όπως η κατασκευή προστατευτικού φράχτη κατά μήκος του ποταμού που διασχίζει το χωριό, μην τυχόν πέσει κάποιος μέσα και μηνύσει την κοινότητα. Ήταν ωραία ωστόσο η βόλτα στις όχθες του, χαζεύοντας τις πέστροφες να κολυμπούν. Όμως, εδώ όπως και αλλού, η «αρχή της πρόληψης» αναλαμβάνει πλέον την ευθύνη της αντιμετώπισης των κινδύνων της καθημερινότητας. Ένα μείγμα απορρύθμισης της οικονομίας και ρύθμισης της καθημερινής ζωής ολοκληρώνει τη μετατροπή της Ευρώπης σε επαρχία του Νέου Κόσμου.
Ωστόσο, το χωριό όπου περνάω ένα μέρος της χρονιάς μου, καθώς βρίσκεται στα όρια ενός περιφερειακού εθνικού δρυμού, είναι ένα από τα καλύτερα διατηρημένα της περιοχής. Προσελκύει τους τουρίστες με τη γραφικότητα, τους καταρράκτες και τα μικρά ξενοδοχεία του. Το δόγμα του δημάρχου, με 35 έτη θητείας στο αξίωμα, είναι να ενεργεί αργά και προσεκτικά —μια διόλου άσχημη τακτική. Στη γειτονική κοινότητα λόγου χάρη, ο εκσυγχρονιστικός ζήλος πολλαπλασίασε τις ετερόκλητες κατασκευές. Για να μην πούμε για εκείνο τον όμορφο ελικοειδή δρόμο, που σταδιακά ευθυγραμμίστηκε, ώσπου τελικά μετατράπηκε σε οδό ταχείας κυκλοφορίας, με φανοστάτες που ρίχνουν ένα φριχτό έντονο φως σε αυτόν τον ολόισιο πλέον δρόμο… Ελάχιστα ευαίσθητοι καθώς είναι στη μαγεία του φεγγαρόφωτος, οι δημοτικοί άρχοντες ελπίζουν ότι θα γοητεύσουν τους ψηφοφόρους προσφέροντάς τους παροχές αντάξιες αστικών προαστίων.
Όταν ήμουν παιδάκι, στη δεκαετία του 1960, τα συνομήλικά μου χωριατόπουλα είχαν ακόμη σκληρό και άγριο ύφος. Ζούσαν σε αγροκτήματα στη μέση του πουθενά και φοιτούσαν στο μονοτάξιο σχολείο του χωριού, όπου τον χειμώνα πήγαιναν περπατώντας μέσα στο χιόνι. Αυτά τα παιδιά μεγάλωσαν και βρήκαν δουλειά στην πόλη. Άλλα έγιναν εργάτες και άλλα μηχανικοί. Οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις έσβησαν με τον θάνατο των γέρων γονέων τους. Αργότερα, πολλοί ανάμεσά τους έχτισαν σύγχρονα σπίτια σε αυτό το βουνό, που απ’ ό,τι φαίνεται αγαπούν ειλικρινά. Καθώς πλησιάζει η σύνταξη, μερικοί σκέφτονται να αγοράσουν και μια αγελάδα. Θυμούνται με νοσταλγία τον χιονισμένο δρόμο που οδηγούσε στο σχολείο της κοινότητας: κανείς όμως δεν θα ήθελε να ακολουθήσει τον τρόπο ζωής των προγόνων του.
Παλιά, ήταν δύσκολο να ξεφύγεις από αυτό το άγριο, αρχέγονο βουνό. Η κοινωνική ευταξία και η κυριαρχία της θρησκείας δεν άφηναν σχεδόν καθόλου χώρο για πνευματική ελευθερία. Η φτώχεια ήταν τεράστια, όπως εξάλλου και η πλήξη που νιώθαμε σαν παιδιά, ακούγοντας τον θόρυβο που έκανε το πηγαινέλα του εκκρεμούς, ενόσω οι μεγάλοι συζητούσαν για κοινοτοπίες. Ήταν όμως χειρότερη αυτή η φτώχεια, μέσα στα λιβάδια και στο δάσος, από τη φτώχεια στις υποβαθμισμένες περιφέρειες των πόλεων, από τα ριάλιτι σόου, από τη βιομηχανοποιημένη τροφή; Ήταν άραγε εκείνος ο ερμητικά κλεισμένος κόσμος πιο θλιβερός από τον κόσμο που σήμερα παρακολουθούμε μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου, πηγαίνοντας από το ένα εμπορικό κέντρο στο άλλο;