Στις 10 Μαρτίου του 2010, ο Μπιλ Κλίντον έκανε κάτι ασυνήθιστο: αυτοκριτική. Αφορούσε την απορρύθμιση της αγοράς του ρυζιού που επιβλήθηκε στην Αϊτή το 1994, την εποχή της προεδρίας του, μετά από πιέσεις των ΗΠΑ. Οι δασμοί στο ρύζι μειώθηκαν από το 35% στο 3%. Αντί να παράγουν με κόπο την τροφή τους σε ολοένα μικρότερα αγροτεμάχια, δεν θα ήταν καλύτερο για τους Αϊτινούς χωρικούς να εργάζονται στις ελεύθερες οικονομικές ζώνες; Χάρη στον μισθό τους, θα μπορούσαν να αγοράζουν το ρύζι που παράγει o γιγαντιαίος αμερικανικός γεωργικός τομέας. Σύμφωνα με τον πρώην πρόεδρο, όλοι θα έβγαιναν κερδισμένοι. Ωστόσο, η προφητεία εκπληρώθηκε μονάχα εν μέρει. Οι Αϊτινοί αγοράζουν το εισαγόμενο ρύζι που έχει κατακλύσει την αγορά. Όμως, οι θέσεις εργασίας εξαφανίστηκαν, η διατροφική επισφάλεια αυξήθηκε και η χώρα βυθίστηκε στην οικονομική εξάρτηση. Αυτό αναγνώρισε ο Κλίντον: «Επρόκειτο για λάθος» (1). Κερδισμένοι από αυτήν την υπόθεση βγήκαν μόνο οι αγρότες της Βόρειας Αμερικής.
Παρά την επιφοίτηση που οδήγησε στην αναγνώριση του λάθους, οι ίδιες ακριβώς πολιτικές συνεχίζονται. Η ανάπτυξη των ελεύθερων ζωνών αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της περιφρόνησης με την οποία αντιμετωπίζεται η γεωργία. Το ζητούμενο δεν είναι τόσο η δημιουργία θέσεων εργασίας όσο η μετατροπή των αγροτικών μαζών που πλεονάζουν σε φτηνό και πειθαρχημένο εργατικό δυναμικό. Εξ ου προκύπτει και μια παράδοξη κατάσταση όπου, γύρω από αυτές τις ελεύθερες ζώνες, συνυπάρχουν η φτώχεια, το άγχος και οι διατροφικές κρίσεις (2).
Η Agritrans, η πρώτη ελεύθερη αγροτική ζώνη, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το «Χωριό της Διαφοράς», αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της λογικής. Ο πρώην διευθύνων σύμβουλός της δεν είναι άλλος από τον Ζοβενέλ Μοΐζ, τον δελφίνο που υπέδειξε για τη διαδοχή του ο πρόεδρος Μισέλ Μαρτελύ και νικητή των εκλογών του 2015: μια «εκλογική φάρσα» για όλες τις αϊτινές οργανώσεις, αλλά με υποστήριξη μέχρις εσχάτων από τις δυτικές χώρες. Κάτω από την πίεση των διαδηλώσεων, μια ανεξάρτητη επιτροπή επιβεβαίωσε τις παρατυπίες και τη νοθεία. Προκηρύχθηκαν νέες εκλογές, τις οποίες καθυστέρησε ο τυφώνας Μάθιου ώσπου τελικά, τον περασμένο Νοέμβριο, ο Μοΐζ εξελέγη.
Τον Μάρτιο του 2016, οι Ηνωμένες Πολιτείες δώρισαν στη χώρα 500 τόνους φιστικιών. Μια τέτοια χειρονομία δεν αποτελεί πράξη γενναιοδωρίας: με αυτόν τον τρόπο κατορθώνουν να απαλλαγούν από ένα μέρος των πλεοναζουσών ποσοτήτων που παράγονται λόγω των κρατικών επιδοτήσεων στη γεωργία (3), καταστρέφοντας ταυτόχρονα την τοπική οικονομία. Η υποστήριξη της γεωργίας των μικροκαλλιεργητών, που εξασφαλίζει τα προς το ζην στο ήμισυ του πληθυσμού, θα απαιτούσε πλήθος ανατροπών και, κυρίως, την εναντίωση με τα κυρίαρχα συμφέροντα. Είναι ευκολότερο να καταστρέφεις την αγροτιά και να σαμποτάρεις την οικονομία ώστε στη συνέχεια να διαπιστώνεις την μη ανταγωνιστικότητά της και τον αντιπαραγωγικό χαρακτήρα της, εξασφαλίζοντας έτσι μια αγορά για τα αμερικανικά πλεονάσματα τροφίμων, με αποτέλεσμα να ολοκληρώνεται η χρεοκοπία των Αϊτινών αγροτών.