Σε μια συγκυρία εσωτερικών πολιτικών αντιπαραθέσεων και τρομερών εξωτερικών προκλήσεων, ο απαραίτητος διάλογος σχετικά με το μέλλον του ευρωπαϊκού εγχειρήματος θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικός αν η μνήμη των διαδοχικών γεωπολιτικών καταστάσεων που το κατέστησαν δυνατό παρέμενε επαρκώς ζωντανή.
Η «Ευρώπη» είναι μια ρευστή έννοια και ο χώρος που προσδιορίζει δεν έχει ξεκάθαρα και προκαθορισμένα όρια –δεν μιλάμε ούτε για την Αυστραλία ούτε για τον Καναδά– με αποτέλεσμα ο προσδιορισμός της να παραμένει ασαφής. Αυτή η αβεβαιότητα δημιουργεί μια δυσκολία –πού είναι τα όρια «της Ευρώπης» (στην Ένωση, στην αγορά, στην ήπειρο);– και ένα πλεονέκτημα, καθώς είναι δημιουργός μιας δυναμικής: η πολιτική των Ευρωπαίων είναι εκείνη που σχεδιάζει τη γεωγραφία του συνόλου που συγκροτούν. Η τάδε πολιτική επιβάλλει τη δείνα οριοθέτηση (Ποιος θα συμμετέχει στην Ευρωζώνη; Τι θα συμβεί μετά το Brexit; Πού θα ασκηθεί ο έλεγχος της μετανάστευσης;), το τάδε όριο επιβάλλει τo δείνα περίγραμμα (ένωση κρατών και λαών ή ομοσπονδία εθνικών κρατών).
Η επονομαζόμενη «γεωγραφική» Ευρώπη ορίζεται στα ανατολικά από την οροσειρά των Ουραλίων και τον ποταμό Ουράλ, στα νοτιοανατολικά από τον ποταμό Αράς, που διασχίζει την Αρμενία, την Τουρκία, το Αζερμπαϊτζάν και το Ιράν και νοτίως από τα Στενά του Γιβραλτάρ. Τα όρια αυτά, βαθιά χαραγμένα στα μυαλά των ανθρώπων, είναι αποτελέσματα αποφάσεων που ελήφθησαν σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες. Χωρίς την αντίσταση του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ στη Θράκη, ο Βόσπορος θα ήταν γεωπολιτικό σύνορο. Αντιστρόφως, αν ο βασιλιάς Σεβαστιανός της Πορτογαλίας είχε κερδίσει την επονομαζόμενη «μάχη των τριών Βασιλέων» (1578), τα σύνορα της Ευρώπης θα τοποθετούνταν όχι στο Γιβραλτάρ, αλλά κάπου νοτίως του Ριφ και του Ραμπάτ, στο Μαρόκο.
Όσον αφορά δε τα Ουράλια, ουδέποτε υπήρξαν ούτε και θα υπάρξουν διεθνές σύνορο. Αυτό το κατ’ εξοχήν συμβατικό όριο της ευρωπαϊκής ηπείρου το φαντάστηκε ο γεωγράφος του Μεγάλου Πέτρου Βασίλι Τατίστσεφ (1686–1750), προκειμένου να βγάλει τη Μοσχοβία (1) από την Ασία και να απωθήσει τους Τούρκους και τους Τατάρους πέρα από το Βόλγα: ένα στρατιωτικό όριο. Τα Ουράλια όρη αποτελούν ένα θλιβερό φυσικό όριο, μια οροσειρά που απλώνεται σε μήκος 2.000 χιλιομέτρων και διασχίζεται από πολλά βαθιά διάσελα (411 μέτρα εκείνο που χρησιμοποιεί ο Υπερσιβηρικός σιδηρόδρομος). Για τους Ρώσους, η ασιατική ήπειρος αρχίζει πέρα από τη λίμνη Βαϊκάλη (2), όπου αραιώνει ο πληθυσμός τους. Τα Ουράλια είναι, κατά συνέπεια, μια σύμβαση των χαρτογράφων. Η υιοθέτησή της υποδηλώνει ότι η Ρωσία, μια χώρα με ευρασιατικό περίγραμμα, βλέπει τον εαυτό της ως ευρωπαϊκή δύναμη.
Με αυτή την έννοια ήταν που ο στρατηγός Ντε Γκωλ πρότεινε το 1962 να δημιουργηθεί μια ευρωπαϊκή αλληλεγγύη «από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια». Επιθυμούσε να δείξει στη Μόσχα ότι η γαλλο-γερμανική προσέγγιση δεν συνιστούσε πράξη ψυχρού πολέμου, μέσω του αποκλεισμού των χωρών που ήταν εκτός της Κοινής Αγοράς. Προσέθετε όμως μια προϋπόθεση, που σπάνια μνημονεύεται. «Για να είναι εφικτή αυτή η Ευρώπη, χρειάζονται μεγάλες αλλαγές. Κατ’ αρχάς, η Σοβιετική Ένωση να πάψει να είναι αυτό που είναι και να ξαναγίνει Ρωσία». Και εδώ βλέπουμε πώς ένα κλασικό όριο της σχολικής γεωγραφίας χρησιμεύει για την απεικόνιση σαφών γεωπολιτικών εκτιμήσεων.
Στις περιοχές της Υπερκαυκασίας (3), όπου για αιώνες ήταν έντονη η περσική και η τουρκική επιρροή, ο ποταμός Αράς έγινε το νότιο σύνορο της ευρωπαϊκής ηπείρου, αντί της κορυφογραμμής της οροσειράς του Καυκάσου και της κοιλάδας της Κούρα, μονάχα μετά από τις ρωσικές επεμβάσεις νοτίως της οροσειράς, σε βάρος μιας αποδυναμωμένης περσικής αυτοκρατορίας (Συνθήκη του Γκολεστάν 1813) (4). Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα πολιτικό σύνορο, αυτό της Ρωσίας με την Περσία, που χαρακτηρίστηκε όριο της Ευρώπης από τους Γεωργιανούς και Αρμένιους γεωγράφους. Με δυο λόγια, τα όρια, πιο ορατά αν συμπίπτουν με υδρο-τοπογραφικά περιγράμματα, είναι αποτέλεσμα πολιτικών συγκυριών.
Από ιστορική άποψη, η Ευρώπη μπορεί να αυτοπροσδιορισθεί ως ένας χιλιετής πολιτισμός θεμελιωμένος στο ρωμαϊκό δίκαιο και στον χριστιανισμό. Στον μακρό ιστορικό χρόνο, χτίζεται πάνω σε ένα διπλό δίκτυο σχέσεων: «εκείνες που, αναμφίβολα, δημιούργησαν τα ευρωπαϊκά έθνη με τα άλλα (τις ανταλλαγές, τις αμοιβαίες εισαγωγές, τις ερμηνείες τους), αλλά και εκείνες τις οποίες οι “Ευρωπαίοι” έχτισαν με ό,τι έχουν ονειρευτεί ή φανταστεί ή φαντασιωθεί ως ετερότητες», σημειώνει ο φιλόσοφος Μαρκ Κρεπόν (5). Σε αυτή τη διαδικασία συγκρότησης μιας μοναδικής συνείδησης, η απουσία προφανών γεωγραφικών ορίων οδήγησε σε μια σειρά αυτοπροσδιορισμών με βάση τις διαφορές από τους γειτονικούς κόσμους: τα μουσουλμανικά και επιθετικά αραβο-βερβερικά βασίλεια, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και την Οθωμανική που την διαδέχθηκε (6). Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1453 βιώθηκε ως τραύμα: ο πάπας Πίος ο 2ος ήταν ο πρώτος που είπε στους αλληλοσπαρασσόμενους Χριστιανούς πρίγκιπες να φανταστούν τους εαυτούς τους ως «Ευρωπαίους» προκειμένου να επιχειρήσουν να απωθήσουν τους Οθωμανούς.
Η ονομασία «Ευρώπη» δεν καθιερώθηκε στη διπλωματική ορολογία παρά μόνο μετά τη Μεταρρύθμιση (7), στη θέση της ονομασίας Χριστιανοσύνη, που είχε χάσει τη λάμψη της εξαιτίας των διαιρέσεών της. Έγινε πολιτικό ιδεώδες μετά από το 1918, όταν γεννήθηκε μια ευρωπαϊκή συνείδηση με δύο διακριτές μεταξύ τους πτυχές: την «ευρωπαϊκότητα», ένα συναίσθημα του ανήκειν σε ένα πολιτισμικό σύνολο με ιστορία αιώνων και τον «ευρωπαϊσμό», μια αντίληψη της επείγουσας ανάγκης «να δημιουργηθεί η Ευρώπη», για να μπει τέλος στους πολέμους και να εξορκιστεί, ήδη από τη δεκαετία του 1930, το φάσμα της παρακμής –με δυο λόγια, ένα αντίδοτο απελπισίας για τα έθνη που την συναπάρτιζαν. Μετά το 1945, στο δυτικό τμήμα της διαιρεμένης ηπείρου, δημιουργήθηκαν οι πρώτες κοινότητες: η Ευρωπαϊκή Κοινότητα του Άνθρακα και του Χάλυβα, το 1951, και η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1957. Μετά το 1991, η εξαφάνιση της Σοβιετικής Ένωσης επέτρεψε την επέκταση της θεσμοθετημένης Ευρώπης προς Ανατολάς.
Αυτό που μακροπρόθεσμα φαίνεται καινούργιο είναι η θέσπιση μιας «κοινότητας δικαίου», ώστε να μπει τέλος στις ισορροπίες μεταξύ ανταγωνιστικών χωρών, σε μια ήπειρο που αποτελούσε το πεδίο μάχης μεταξύ εθνών οπλισμένων ώς τα δόντια. Στην ουσία, πρόκειται για μια ρήξη: την οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής συνύπαρξης βασισμένης σε θεσμούς και σε συνθήκες και όχι πλέον σε συσχετισμούς δυνάμεων. Όμως, το 2016, η δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δημιουργήθηκε για να διακηρύξει την πρωτοκαθεδρία της ειρήνης και του συμβιβασμού είναι επίσης και η αδυναμία της σε έναν κόσμο υπαρξιακών απειλών και ωμών διακυβεύσεων εξουσίας στη διεθνή σκηνή. Ο καθένας εντάχθηκε ή θέλει να ενταχθεί για ιδιαίτερους εθνικούς λόγους. Και καθώς η διεύρυνσή της, αποτέλεσμα της ένταξης των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης στο ΝΑΤΟ, μεταθέτει τα σύνορα, πώς γίνεται να υπάρξει η αντίληψη μιας συνεκτικής οντότητας και η επινόηση μιας ενιαίας εξωτερικής πολιτικής όταν το κοντινό εκτός καλείται να ενταχθεί στο εντός; Και πώς να είναι βέβαιος κάποιος ότι τα εξωτερικά όρια του Σένγκεν βρίσκονται υπό έλεγχο, από τη στιγμή που ήδη έχουν μετατεθεί οκτώ φορές;
Η λέξη «Ευρώπη» έχει καταστεί κριτήριο ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με το άρθρο 237 της Συνθήκης της Ρώμης (1957), που παρέμεινε αυτούσιο στη συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), χωρίς να έχει οριστεί επίσημα ο όρος «ευρωπαϊκός». Στην περίοδο μετά το 1991, κατά την οποία η διεύρυνση δεν ετίθετο σε συζήτηση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισήμανε: «Ο όρος [“ευρωπαϊκός”] συνδυάζει γεωγραφικά, ιστορικά και πολιτιστικά στοιχεία που, όλα μαζί, συμβάλλουν στην ευρωπαϊκή ταυτότητα. Η κοινή εμπειρία της γειτονίας, των ιδεών, των αξιών και της ιστορικής αλληλεπίδρασης δεν είναι δυνατόν να συμπυκνωθούν σε έναν απλό ορισμό και υπόκεινται σε επαναπροσδιορισμό με κάθε επόμενη γενιά». Δεν είναι «δυνατόν, ούτε και ενδεδειγμένο, να οριστούν τώρα τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το περίγραμμα των οποίων θα σχηματιστεί με την πάροδο του χρόνου». Το εγχείρημα χτίζεται από το περιεχόμενό του: ο προσδιορισμός των συνόρων του θα γίνει από το άθροισμα των συνόρων των κρατών που συμμετέχουν σε αυτό. Η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώθηκε το 2010 από μια ομάδα προβληματισμού για την Ευρώπη του 2030, υπό την προεδρία του Ισπανού πρώην πρωθυπουργού Φελίπε Γκονθάλεθ, που αφιερώνει μόλις μία παράγραφο (επί συνόλου σαράντα έξι σελίδων) στα όρια (8). Η γραμμή αυτή ακολουθούνταν μέχρι που ξέσπασαν σοβαρές κρίσεις: ο πόλεμος στην Ουκρανία, η αμφισβήτηση του Σένγκεν, οι τρομοκρατικές απειλές. Η απουσία συζήτησης ως προς τα όρια εξηγείται από τις αντιθέσεις που γεννά και από την άρνηση να δημοσιοποιηθούν οι διαφωνίες. Έχοντας υπ’ όψιν τους ότι το θέμα προκαλεί αντιπαραθέσεις, οι υποστηρικτές της ένταξης της Τουρκίας είχαν πετύχει η εντολή της ομάδας προβληματισμού να μην περιλαμβάνει το ζήτημα των συνόρων. Μακροπρόθεσμα, η άρνηση προβληματισμού ως προς τα όρια, άρα και του προσδιορισμού τους, αποσκοπούσε στην ταύτιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το Συμβούλιο της Ευρώπης, στο οποίο συμμετέχουν οι σαράντα επτά χώρες που έχουν υπογράψει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, μεταξύ των οποίων είναι η Τουρκία από το 1950 και η Ρωσία από το 1996, αλλά όχι η Λευκορωσία (9). Όπως σημειώνει μια έκθεση της γαλλικής Γερουσίας, «αυτοί οι υπόγειοι πολιτικοί ανταγωνισμοί είναι δυνατόν να μας υποχρεώσουν να παραιτηθούμε από την εξέταση του ερωτήματος σχετικά με τα “σύνορα της Ευρώπης”; Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι αφήνουμε αναπάντητη μια διάχυτη δυσφορία μεταξύ της κοινής γνώμης (των κρατών-μελών), η οποία μπορεί να μειώσει την υποστήριξη στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση» (10).
Να συσπειρωθούν μονάχα όσοι είναι όμοιοι;
Πράγματι, η αβεβαιότητα ως προς το τι είναι Ευρώπη από γεωγραφική άποψη παρατείνεται από την αδιάκοπη αλλαγή των συνόρων της. Από τα έξι κράτη-μέλη το 1951 περάσαμε στα εικοσιοκτώ το 2016, και σύντομα θα πάμε στα εικοσιεπτά, με την προγραμματισμένη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι υποψήφιες για ένταξη χώρες (Τουρκία, ΠΓΔΜ, Μαυροβούνιο, Σερβία και Αλβανία) ή εκείνες που επιθυμούν να αρχίσουν ενταξιακές διαπραγματεύσεις (Βοσνία, Μολδαβία, Ουκρανία, Γεωργία…) ανυπομονούν. Πώς μπορεί να αισθανθείς μέλος μιας πολιτικής κοινότητας αν η περιοχή της δεν είναι καθορισμένη, ορατή, αναγνώσιμη; Στα χαρτονομίσματα του ευρώ, υπενθυμίζει ο Ρεζί Ντεμπρέ, δεν υπάρχει ούτε ένα σύμβολο που να ενσαρκώνει κοινές αναφορές: μια γέφυρα κι ένα παράθυρο, αλλά όχι διάσημες ευρωπαϊκές φυσιογνωμίες.
Η αδυναμία συμφωνίας ως προς τα τελικά όρια οφείλεται επίσης στην ύπαρξη πολλών ανταγωνιστικών αντιλήψεων της Ευρώπης. Οι οπαδοί μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης βλέπουν τη διεύρυνση ως εμπόδιο στην ολοκλήρωση, ενώ εκείνοι που την αντιμάχονται βλέπουν στη χωρίς όρια επέκταση μια δικλείδα ασφαλείας: το γερμανικό Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα (CDU) από τη μια κι οι ευρωσκεπτικιστές Βρετανοί από την άλλη. Η γαλλική θέση είναι ενδιάμεση και προωθεί την επέκταση προς τον Νότο ώστε να εξισορροπήσει τη γερμανική επιρροή προς Ανατολάς: η ένταξη της Ελλάδας στη διάρκεια της προεδρίας του Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εσταίν (1974-1981), έπειτα της Κύπρου και της Μάλτας, χωρίς να ληφθούν υπ’ όψιν οι διαπραγματεύσεις με την Τουρκία στην προεδρία του Ζακ Σιράκ (1995-2007).
Όσον αφορά το όραμα της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, υπήρχαν εξαρχής δύο πολιτικές γραμμές: για τον Ζαν Μονέ (1888-1979), η νεογέννητη κοινότητα εκλαμβανόταν ως μια αγορά, από την οποία θα απέρρεε, κάποτε, μια πολιτική δύναμη –ήταν άρα ανοιχτή σε ολόκληρη την ήπειρο. Για τον Ρομπέρ Σουμάν (1886-1963), χριστιανοδημοκράτη τον οποίο είχε σημαδέψει η προσάρτηση της Αλσατίας, και του Μοζέλα από τη Γερμανία (11), έπρεπε να συσπειρωθούν εκείνοι που είναι όμοιοι, στο πνεύμα μιας διευρυμένης Ευρώπης του Καρλομάγνου (12). Το όραμα αυτό υιοθέτησαν οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και Καρλ Λάμερς με τη μορφή ενός «σκληρού πυρήνα» (Kerneuropa) το 1994 (13) και τα έξι ιδρυτικά κράτη-μέλη (Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Ιταλία), στην άτυπη σύνοδο κορυφής τους της 25ης Ιουνίου 2016.
Το (αγγλο-αμερικανικό) όραμα του Μονέ κυριάρχησε, τουλάχιστον μέχρι το «Brexit» της 23ης Ιουνίου 2016. Είχε έναν οικονομικό στόχο –τη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς η οποία να υπόκειται στους ίδιους κανόνες ανταγωνισμού– και έναν απεριόριστο ορίζοντα. Ανάλογα με τις διαδοχικές γεωπολιτικές συγκυρίες, η εδαφική δυναμική είχε ισχυρά κίνητρα. Σε αντίθεση με το παρελθόν, η ασφάλεια θεωρείται πιο εγγυημένη αν τα γειτονικά κράτη ανήκουν στο ίδιο κλαμπ: έτσι το εθνικό συμφέρον της Γερμανίας θέλει την Πολωνία ενταγμένη στη θεσμοθετημένη Ευρώπη και αντιστρόφως. Στις Βαλτικές Χώρες και στην Κεντρική Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Ένωση διασφαλίζει, μαζί με το ΝΑΤΟ, την ανακτηθείσα εθνική κυριαρχία. Άλλωστε, η επιθυμία ένταξης συνήθως εξηγείται από ένα πολιτικό ζητούμενο: στην Πορτογαλία, η Ε.Ε. είναι συνώνυμη της Δημοκρατίας και του τέλους των αποικιακών πολέμων. Στην Ισπανία σηματοδοτεί το τέλος του φρανκισμού, στην Ελλάδα το τέλος της δικτατορίας. Η ένταξη της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου συνέβαλε επίσης στην υποχώρηση της εμμονικής τους αντιπαράθεσης και βελτίωσε το κλίμα στις σχέσεις των δύο χωρών. Και η «ευρωπαϊκή προοπτική» υποχρεώνει σε διαβαλκανικό διάλογο.
Αυτή η επέκταση αντιστοιχεί στο αγγλο-αμερικανικό στρατηγικό όραμα για μια ευρωπαϊκή οντότητα που, μακροπρόθεσμα, θα συμπίπτει με την έκταση του Συμβουλίου της Ευρώπης, χωρίς όμως τη Ρωσία. Οι Αμερικανοί πρόεδροι Τζορτζ Μπους και Μπαράκ Ομπάμα έκριναν με αυτή τη λογική ότι η Τουρκία έπρεπε να ενταχθεί στην Ε.Ε. Ο αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν υποστηρίζει τις ουκρανικές αρχές, προκειμένου να δημιουργηθεί μια λωρίδα ασφαλείας στον ηπειρωτικό ισθμό μεταξύ της Βαλτικής και της Μαύρης Θάλασσας. Επομένως, η Ουάσιγκτον έχει ένα σαφές όραμα σχετικά με τα τελικά όρια. Αντιθέτως, τα κράτη-μέλη διατυπώνουν αποκλίνουσες θέσεις, ανάλογα με τα εθνικά συμφέροντά τους: η Πολωνία υπερασπίζεται την Ουκρανία, η Σουηδία παλαιότερα τις Βαλτικές χώρες, η Ρουμανία τη Μολδαβία και τη Γεωργία, η Ελλάδα τη Σερβία. Οι θέσεις αυτές είναι βάσιμες: η άθροισή τους όμως οδηγεί σε μια διαρκή επέκταση.
Με δυο λόγια, για τα κράτη και τις πολιτικές δυνάμεις που δίνουν έμφαση στη γεωστρατηγική διάσταση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, σε συνδυασμό με την Ατλαντική Συμμαχία, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να περιλάβει μακροπρόθεσμα την Τουρκία, όχι όμως και τη Ρωσία –αβεβαιότητα υπάρχει μονάχα ως προς τις χώρες της Υπερκαυκασίας: την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία. Αυτή είναι η οπτική των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης και της Βαλτικής, της Βόρειας και της Βορειοδυτικής Ευρώπης. Αντιθέτως, για εκείνους που πιστεύουν ότι η ταυτότητα είναι το θεμέλιο της ένταξης και ότι αυτή βασίζεται πρώτα από όλα στον πολιτισμό και τις αξίες, η μουσουλμανική Τουρκία δεν έχει θέση. Τη θέση αυτή προωθεί το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, συντηρητικό, φιλελεύθερο και υπέρ ενός σχήματος ομόκεντρων κύκλων: Ένωση, Ευρωζώνη, σκληρός πυρήνας. Αυτή είναι η άποψη των Σόιμπλε, Ζοζέφ Ντωλ, Νικολά Σαρκοζύ και Αλαίν Ζυπέ. Το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι από την πλευρά του πιο ανοικτό στις διευρύνσεις, τις οποίες βλέπει ως ευκαιρία για να διαδοθούν οι ευρωπαϊκές αξίες (διαχωρισμός κράτους-θρησκείας και επιζήτηση της ισλαμο-δημοκρατίας). Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεχίζει την πολιτική διαρκούς διεύρυνσης, στη λογική μιας Ευρώπης των γραφειοκρατών, οπαδός μιας απο-πολιτικοποιημένης διακυβέρνησης –μεγάλη αγορά, ανταγωνισμός, ολοκλήρωση– με την άτυπη υποστήριξη της πλειοψηφίας των κρατών-μελών, τα οποία κινούνται στη λογική της συνομοσπονδίας.
Άλλοι θέτουν ως προϋπόθεση κάθε διεύρυνσης την ικανότητα της Ένωσης να απορροφήσει νέα μέλη. Τοποθετούνται επομένως υπέρ μιας παρατεταμένης παύσης, υπέρ μιας δέσμης πολιτικών ενισχυμένης συνεργασίας χωρίς ένταξη και υπέρ προνομιακών συνεργασιών. Τους βρίσκουμε στη Γαλλία (αυτή είναι η άποψη του προέδρου Φρανσουά Ολάντ), στη Γερμανία και στην Ιταλία.
Προς ένα «ενισχυμένο Σένγκεν»
Έτσι, διαγράφεται το σενάριο μιας σαφώς πιο διαφοροποιημένης Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με πέντε ή έξι διαφορετικές κλιμακώσεις: έναν οικονομικό χώρο 32 χωρών (στον οποίο θα περιλαμβάνεται το Ηνωμένο Βασίλειο μετά το 2019), την παρούσα Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 κρατών-μελών (κοινή αγορά, δομικές πολιτικές, αξίες), την Ευρωζώνη (ακόμα πιο ολοκληρωμένη σε θέματα φορολογίας και προϋπολογισμών) και μια Ευρώπη του Σένγκεν, με θέσπιση εσωτερικής κινητικότητας και ελέγχου των εξωτερικών συνόρων, που ενδέχεται να καταλήξει να ορίσει έναν ακόμα πιο περιορισμένο χώρο ελέγχων ασφάλειας, έναν «ενισχυμένο Σένγκεν». Τέλος, μένει και η Ευρώπη των ιδρυτικών χωρών, γύρω από τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και άλλες, ανάλογα με το θέμα: η Ισπανία για μεσογειακά και αφρικανικά θέματα, η Πολωνία σε κατάσταση Βαϊμάρης (με τη Γαλλία και τη Γερμανία)… Αυτό εξέφρασαν οι ηγέτες των έξι ιδρυτριών χωρών στις 25 Ιουνίου 2016: «Οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα φιλοδοξιών ως προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μεταξύ των Εικοσιεπτά». Η φράση αυτή παραπέμπει σε προευρωπαϊκού τύπου προκλήσεις –άμυνα, κυριαρχία και ασφάλεια– που πρέπει να αντιμετωπίσουν οι Ευρωπαίοι και που μόνο μερικές χώρες έχουν τα μέσα να τις διαχειριστούν (Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία).
Οφείλουμε να επανεξετάσουμε το ευρωπαϊκό εγχείρημα, συμφωνώντας στη βάση αυτών που κάθε κράτος-μέλος μπορεί να συνεισφέρει κατά τις δυνατότητές του: στην ήπειρο, στις γειτονίες με τον Νότο ή την Ανατολή, στον υπόλοιπο κόσμο. Δεν τίθεται λοιπόν θέμα να αποκλείσουμε αυτό ή εκείνο το κράτος, αλλά να είμαστε σε θέση να ασκήσουμε μια αποτελεσματική εξωτερική πολιτική και να προβάλλουμε τις κοινές αξίες και συμφέροντα: τη στρατηγική αυτονομία σε θέματα ασφάλειας και ροών (πρόσβαση σε πρώτες ύλες, ασφάλεια επίγειων και θαλάσσιων εμπορικών δρόμων), όπως και αποθεμάτων (ζωτικής σημασίας δίκτυα και υποδομές), την πολιτική και διπλωματική διαχείριση των εγγύς συγκρούσεων, τον στρατηγικό διάλογο με τις αναδυόμενες χώρες, τη στρατηγική του διαμεσολαβητή στις πολυμερείς διαπραγματεύσεις (ώστε να αποφευχθεί ένα δίπολο Ουάσιγκτον-Πεκίνου), την αναπτυξιακή βοήθεια (η Ε.Ε. είναι ο μεγαλύτερος χρηματοδότης στον κόσμο) (14).
Αν τα ιδρυτικά μέλη της θεσπισμένης Ευρώπης –Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο– δεν είναι σε θέση να αναδιαμορφώσουν μια κοινή πολιτική στον κόσμο που έρχεται, όπως έπραξαν στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου και της αποαποικιοποίησης, αν δεν συμπεριφερθούν ως παράγοντας ισορροπίας – κοινές διαπιστώσεις, διάλογος και σαφείς επιλογές για μια «ευρωπαϊκή» Ευρώπη – ποιος θα το κάνει; Η Μόσχα; Το Πεκίνο; Η Ουάσιγκτον;