Μετά από τέσσερις προεδρικές εκλογές που κέρδισε το Κόμμα Εργατών (PT) από το 2002, οι συντηρητικές δυνάμεις κατόρθωσαν να ανασυγκροτηθούν, να ανατρέψουν την Πρόεδρο Ντίλμα Ρούσεφ και να την αντικαταστήσουν με τον τέως αντιπρόεδρο Μισέλ Τέμερ. Το εγχείρημα, τουλάχιστον αμφιλεγόμενο από δικαστική άποψη (1), θα ήταν λιγότερο εύκολο αν το Κόμμα Εργατών δεν είχε διαπράξει τόσα πολλά λάθη: απέφυγε να ζητήσει τη λαϊκή κινητοποίηση, έκανε επανειλημμένες συμμαχίες με διάφορες τάσεις της Δεξιάς (κάποιες από τις οποίες αργότερα εργάστηκαν για την ανατροπή του) και επέλεξε να απαντήσει στην οικονομική κρίση με λιτότητα, πράγμα που εμπεριείχε τον κίνδυνο της αύξησης της κοινωνικής δυσαρέσκειας (2). Τέτοιες αποφάσεις κατέστησαν δύσκολη μια μαζική αντίδραση απέναντι στην επίθεση της Δεξιάς.
Άπαξ και βρέθηκε στην εξουσία ο Τέμερ, δεν έχασε λεπτό. Η συνταγή του: φρενήρης φιλελευθερισμός σε οικονομικό επίπεδο και στρατευμένος συντηρητισμός σε πολιτικό επίπεδο. Οι πρώτες αποφάσεις του ήδη σκιαγραφούν ένα επεισόδιο κοινωνικής οπισθοδρόμησης χωρίς προηγούμενο στην πρόσφατη ιστορία της χώρας.
Η συγκρότηση της κυβέρνησής του επιτρέπει να σκεφτούμε ότι η διαφορετικότητα και η ισοτιμία δεν είναι στις προτεραιότητές του. Ούτε μία γυναίκα, ούτε ένας μαύρος. Μονάχα άνδρες, λευκοί, ηλικιωμένοι, με δεσμούς με τις τοπικές ολιγαρχίες, πολλοί από τους οποίους είναι ύποπτοι για διαφθορά. Τα υπουργεία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Αγροτικής Μεταρρύθμισης εξαφανίστηκαν. Λίγο έλειψε ο νέος Πρόεδρος να ξεφορτωθεί και το υπουργείο Πολιτισμού. Αναγκάστηκε, όμως, να υποχωρήσει μπροστά στις οργίλες αντιδράσεις του καλλιτεχνικού κόσμου, τον οποίο πολύ λιγότερο σκανδάλισε η κατάργηση των άλλων χαρτοφυλακίων.
Το πρόγραμμα του Τέμερ, που χαίρει της υποστήριξης του τραπεζικού τομέα και των μεγάλων επιχειρήσεων, ποτέ δεν τέθηκε σε ψηφοφορία. Άλλωστε, σε μια συνάντηση με τα μεγάλα ονόματα της βραζιλιανής εργοδοσίας, υποσχέθηκε ότι δεν θα είναι «υποψήφιος για την επανεκλογή (του)», πριν υπογραμμίσει ότι αυτή η δέσμευση του λύνει τα χέρια για να «δώσει προτεραιότητα στη δημοσιονομική προσαρμογή» (3). Με άλλα λόγια, θα είναι πολύ περισσότερο αποφασιστικός, μιας και δεν θα διατρέχει τον κίνδυνο να πληρώσει το πολιτικό κόστος των μέτρων που θα επιβάλει στον πληθυσμό. Μέτρα τα οποία προβλέπονται βάρβαρα.
Το οικονομικό πρόγραμμα του νέου Προέδρου στρέφεται γύρω από τρεις άξονες: α) τροποποίηση του Συντάγματος, η οποία θα θέτει ανώτατο όριο στις δημόσιες δαπάνες (proposta de emenda a Constituição 241 ή PEC 241), β) «μεταρρύθμιση» της κοινωνικής προστασίας, γ) «χαλάρωση» της εργατικής νομοθεσίας.
Η PEC 241 επιβάλλει το πάγωμα των δημοσίων επενδύσεων σε όλους τους τομείς για μια περίοδο… είκοσι ετών. Αν ισχύσει, μέχρι το 2037 οι δαπάνες του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού δεν θα αυξηθούν πάνω από τον πληθωρισμό, άρα σε πραγματικούς όρους δεν θα αυξηθούν καθόλου, αντίθετα με ό,τι θα συμβεί με τον πληθυσμό. Το μέτρο, συνώνυμο της κατάρρευσης των δημόσιων υπηρεσιών και του θανάτου των κοινωνικών προγραμμάτων, είναι διεθνώς χωρίς προηγούμενο. Ο Φίλιπ Άλστον, ειδικός εισηγητής των Ηνωμένων Εθνών για την ακραία φτώχεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα, επισήμανε τον κίνδυνο των συνεπειών σε μια ανακοίνωση της 9ης Δεκεμβρίου 2016. Το πρόσχημα που επικαλέστηκε η κυβέρνηση ήταν η επείγουσα ανάγκη απορρόφησης του ελλείμματος και η αποπληρωμή του δημοσίου χρέους. Το τελευταίο, συνεχώς αυξανόμενο από το 2014, ανέρχεται στο 66% του ΑΕΠ, πολύ χαμηλότερο από τα επίπεδα που έχουν καταγραφεί μεταξύ των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η PEC 241 εγκρίθηκε από τη Βουλή και στη συνέχεια από τη Γερουσία στις 13 Δεκεμβρίου 2016.
Η μεταρρύθμιση της κοινωνικής προστασίας δεν προκαλεί λιγότερη ανησυχία. Ο Τέμερ υιοθετεί κάποιες ιδέες της Ρούσεφ, τις οποίες προχωράει ακόμα περισσότερο. Οι λεπτομέρειες του επίσημου σχεδίου δεν έχουν κατατεθεί ακόμα στο Κογκρέσο, όμως είναι κιόλας γνωστό ότι προβλέπεται η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης στα 65 χρόνια τουλάχιστον (μέχρι τώρα κάποιος μπορεί να συνταξιοδοτηθεί νωρίτερα αν έχει συγκεντρώσει επαρκή αριθμό ενσήμων). Υπάρχουν περιοχές στη χώρα που το προσδόκιμο ζωής δεν φθάνει ώς αυτή την ηλικία…
Τρίτος στόχος: να γίνει πιο ευέλικτη η εργατική νομοθεσία και να μειωθεί το «κόστος» της εργασίας. Πώς θα γίνει αυτό; Επιτρέποντας την ανάθεση υπεργολαβιών σε όλους τους τομείς δραστηριοτήτων και δίνοντας προτεραιότητα στις διαπραγματεύσεις σε επίπεδο επιχείρησης έναντι των προβλέψεων του νόμου. Αυτό το τελευταίο σημείο υιοθετεί ένα σχέδιο νόμου που ήδη εξετάζεται από το Κοινοβούλιο και το οποίο επιτρέπει τη σύναψη συμβάσεων… κατά παράβαση της κείμενης νομοθεσίας εφ’ όσον έχουν συμφωνηθεί μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων.
Το συγκεκριμένο πακέτο προτάσεων έπεισε τις οικονομικές ελίτ να συναινέσουν στο σχέδιο καθαίρεσης της Ρούσεφ, που είχε εκπονήσει η κοινοβουλευτική Δεξιά, παρά το γεγονός ότι αρχικά δίσταζαν να το υποστηρίξουν. Άλλωστε η ίδια η Πρόεδρος δεν είχε προσπαθήσει να τις κατευνάσει θέτοντας, το 2015, τις βάσεις μιας δομικής αναδιάρθρωσης, η οποία προέβλεπε τη μεταρρύθμιση της κοινωνικής προστασίας; Η εκτίμησή της ήταν λανθασμένη. Τα μέτρα της χειροτέρευσαν την ύφεση και την κοινωνική δυσαρέσκεια –και από την πλευρά τους, οι επιχειρήσεις και οι τράπεζες, θεωρώντας ανεπαρκή την αποφασιστικότητά της, προτίμησαν να την αντικαταστήσουν με τον Τέμερ…
Η καθαίρεσή της σηματοδοτεί το τέλος ενός κύκλου στη Βραζιλία. Επί δεκατρία χρόνια το Κόμμα Εργατών εργάστηκε για την ενίσχυση μιας «συμφωνίας» που συνοψιζόταν στην προώθηση κάποιων μέτρων κοινωνικής προόδου και στη βελτίωση της ζωής των φτωχότερων, χωρίς να απειλούνται τα συμφέροντα των πλουσίων. Η ακραία φτώχεια υποχώρησε ενόσω τα κέρδη αυξάνονταν. Ο Λούλα ντα Σίλβα έγινε έτσι ο αρχιτέκτονας μιας πολιτικής συμβιβασμού (4).
Ο «κάτω όροφος» της κοινωνίας επωφελήθηκε από τις πολιτικές της αύξησης του ελάχιστου μισθού, της ενίσχυσης της καταναλωτικής δύναμης των εργαζομένων, καθώς και από τα κοινωνικά προγράμματα περιορισμού της ακραίας φτώχειας και της πρόσβασης στο Πανεπιστήμιο, στην κατοικία, στις υπηρεσίες υγείας. Το «ρετιρέ» επωφελούνταν από τα δάνεια που χορηγούσε η Εθνική Τράπεζα Οικονομικής και Κοινωνικής Ανάπτυξης (BNDES) και από τις γενναιόδωρες φοροαπαλλαγές. Τα ιστορικά προνόμια της άρχουσας τάξης ποτέ δεν αμφισβητήθηκαν. Η φορολογική πολιτική, ελάχιστα αναδιανεμητική, δεν άλλαξε, ούτε και ο βαθμός συγκέντρωσης της ακίνητης ιδιοκτησίας, αγροτικής και αστικής. Το Κόμμα Εργατών διατήρησε –ή καλύτερα ενίσχυσε– την πολιτική επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων, τα οποία αποσκοπούν στη διασφάλιση της αποπληρωμής ενός χρέους που μεγάλο του μέρος βρίσκεται στα χέρια των κυρίαρχων τάξεων της χώρας. Ποτέ δεν προσπάθησε να αμφισβητήσει τον έλεγχο του ιδιωτικού τομέα στα ΜΜΕ ούτε και να καταπολεμήσει τη διαφθορά, λιπαντικό του πολιτικού συστήματος το οποίο κληρονόμησε (5).
Η συμφωνία αυτή, που είχε παρουσιαστεί ως «αμοιβαία επωφελής», δεν θα ήταν εφικτή χωρίς ανάπτυξη. Αυτή ήταν σημαντική (4% ετησίως κατά μέσο όρο στις δύο θητείες του Λούλα) κυρίως χάρη στην ευνοϊκή διεθνή συγκυρία: αύξηση των τιμών των πρώτων υλών και ανάπτυξη της Κίνας. Έτσι έγινε δυνατή η αύξηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων και των επενδύσεων σε κοινωνικά μέτρα χωρίς απολύτως καμία δομική μεταρρύθμιση.
Με την κρίση του 2008 και την αλλαγή της διεθνούς συγκυρίας, το μοντέλο κατέρρευσε. Το 2009, η αντικυκλική (6) οικονομική πολιτική του Λούλα ντα Σίλβα κατόρθωσε αρχικά να διατηρήσει την ανάπτυξη και να καθυστερήσει την καταστροφή. Αλλά το 2014, κι ενώ η Ρούσεφ κυβερνούσε τη χώρα, η «αμοιβαία επωφελής» συμφωνία άρχισε να δείχνει σημάδια κόπωσης. Το περιθώριο για τη διατήρηση του συμβιβασμού των συμφερόντων στένευε και η απάντηση της Προέδρου –μια φιλοκυκλική λιτότητα– επιτάχυνε την κρίση.
Κρίση που έγινε προφανής κατά τις διαδηλώσεις του Ιουνίου του 2013 (7), οι οποίες σηματοδότησαν το τέλος της συναίνεσης που διασφάλιζε την ηγεμονία του Κόμματος Εργατών. Η επιχείρηση κατά της διαφθοράς «Lava Jato» («ξέπλυμα υψηλής πίεσης») αμαύρωσε την εικόνα του κόμματος και ταυτόχρονα μείωσε τη δυνατότητα επενδύσεων της εθνικής πετρελαϊκής εταιρείας Petrobras και άλλων μεγάλων επιχειρήσεων. Η κοινοβουλευτική βάση της κυβέρνησης κατέρρεε ενώ η Δεξιά συσπειρωνόταν. Ήταν πλέον αδύνατο να αγνοηθεί η στρατηγική κατάρρευση του Κόμματος Εργατών και η θεσμική αποσύνθεσή του.
Η κατάσταση αυτή θέτει τη βραζιλιανή Αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα αντιμέτωπα με νέες δυσκολίες. Η κατάρρευση του Κόμματος Εργατών συμπαρέσυρε το προοδευτικό στρατόπεδο, διευκολύνοντας την επίθεση των συντηρητικών και των φιλελεύθερων. Τα σκάνδαλα διαφθοράς κηλίδωσαν το ηθικό πλεονέκτημα αυτών που, για την κοινωνία, εκπροσωπούν την Αριστερά. Και την κρίση οξύνει η ανικανότητα του κόμματος να κάνει πραγματική αυτοκριτική και να αντιληφθεί την εξάντληση της στρατηγικής του.
Το Κόμμα Εργατών υπήρξε η ηγεμονική δύναμη της Αριστεράς επί τριάντα πέντε χρόνια. Εκπροσωπούσε τον πολιτικό χώρο όπου το κοινωνικό κίνημα συναντούσε τις προοδευτικές δυνάμεις. Σήμερα η ικανότητά του να παίξει αυτό τον ρόλο έχει εξασθενήσει. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι νεκρό. Ο Λούλα ντα Σίλβα έχει πάντα ισχυρή υποστήριξη από τον πληθυσμό. Παρά το δικαστικο-μιντιακό λιντσάρισμα που υφίσταται, ενσαρκώνει αναμφίβολα την καλύτερη επιλογή εν όψει της προσεχούς προεδρικής εκλογής. Ωστόσο, το κόμμα έχει χάσει μεγάλο μέρος του δυναμισμού του και της ικανότητάς του να κινητοποιεί. Έχει γεράσει.
Πώς θα αντιδράσει η Αριστερά, στον βαθμό που δεν έχει εμφανιστεί καμία δύναμη ικανή να καλύψει το κενό του Κόμματος Εργατών; Είναι γεγονός ότι παρατηρούνται σημαντικές αντιστάσεις, κυρίως εναντίον της PEC 241 και της διαφθοράς των πολιτικών ηγετών –άλλωστε, στον Ρενάν Καλιέιρος, πρόεδρο της Γερουσίας, ασκήθηκε δίωξη για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος, πράγμα που έριξε λάδι στη φωτιά της λαϊκής οργής. Το Κίνημα Άστεγων Εργατών (MTST) κατόρθωσε να διοργανώσει σημαντικές κινητοποιήσεις στις μεγάλες πόλεις. Σε πολιτικό επίπεδο, κάποιοι προσβλέπουν στο κόμμα Σοσιαλισμός και Ελευθερία (PSOL), το οποίο, αν και μειοψηφικό, διαθέτει μια ομάδα μαχητικών βουλευτών που προέρχονται από το Κόμμα Εργατών. Όμως, αυτές οι πρωτοβουλίες είναι ακόμη ανεπαρκείς ώστε να αποτελέσουν λύση.
Οι προοδευτικοί βρίσκονται κατά συνέπεια αντιμέτωποι με δύο μεγάλες προκλήσεις. Η πρώτη: να κατορθώσουν να διευρύνουν την αντίσταση εναντίον της κυβέρνησης Τέμερ, κάτι που θα εξαρτηθεί από την ικανότητα των κοινωνικών κινημάτων να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να καταστήσουν κατανοητή στους εργαζόμενους τη σοβαρότητα των επιθέσεων που δέχονται. Η δεύτερη: να συγκροτήσουν μια νέα πολιτική δύναμη, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι η εποχή της συναίνεσης έχει παρέλθει. Σε αυτή τη συγκυρία, δεν μπορούμε να φανταστούμε την παραμικρή κοινωνική πρόοδο χωρίς ρήξη και αντιπαράθεση. Από τη μεριά τους, οι ελίτ και η Δεξιά το έχουν καταλάβει.
Ποια λύση θα επιτρέψει να αποφευχθεί η χειραγώγηση της κοινωνικής δυσαρέσκειας –που διευρύνεται από την κρίση– από μια «νέα Δεξιά» η οποία, σε διεθνές επίπεδο, έχει κατορθώσει να καρπωθεί την οργή μέσω κάποιων «αουτσάιντερ» όπως ο Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες και η Μαρίν Λε Πεν στη Γαλλία;
Επείγει λοιπόν να ξαναθυμηθούμε τη ριζοσπαστικότητα, που η Αριστερά ενσυνείδητα παρκάρισε όταν ανήλθε στην εξουσία. Μια ριζοσπαστικότητα δημοκρατική, με στόχο την πολιτική συμμετοχή και την εκπροσώπηση της βραζιλιάνικης πολυποικιλότητας. Μια ριζοσπαστικότητα στρατηγική με ένα φιλόδοξο πρόγραμμα κοινωνικού μετασχηματισμού, ικανό να ξαναφέρει την ελπίδα (αλλαγή του πολιτικού συστήματος και του παραγωγικού μοντέλου, μεταρρύθμιση του κλάδου των ΜΜΕ κ.λπ.). Η θεσμική μορφή που θα λάβει αυτό το στρατόπεδο δεν είναι ακόμα σαφής, ούτε και ο χρόνος που θα χρειαστεί για να συγκροτηθεί. Η αναγκαιότητά του όμως είναι προφανής.