Κραυγές χαράς ξέσπασαν στις 9 Δεκεμβρίου 2016, όταν δεκάδες χιλιάδες Νοτιοκορεάτες που είχαν συγκεντρωθεί μπροστά στη Βουλή έμαθαν την καθαίρεση της προέδρου της Δημοκρατίας Παρκ Γκέουν-χε. Οι βουλευτές ενέκριναν την πρόταση μομφής με 234 ψήφους υπέρ έναντι 65 κατά –κατά πολύ περισσότερες από το άθροισμα των εδρών της αντιπολίτευσης. Ο ίδιος ενθουσιασμός κατέλαβε και όσους συμμετείχαν στις νύχτες αγρύπνιας με κεριά που οργανώνονταν στις περισσότερες μεγάλες πόλεις, όπως Γκουαντζού, Σουντσόν, Ιντσόν, Πουσάν ή Τσεζού.
Κάθε Σάββατο, σχεδόν επί δύο μήνες, εκατομμύρια άτομα διαδήλωναν σε ολόκληρη τη χώρα, κρατώντας αναμμένα κεριά, απαιτώντας την άμεση παραίτηση της Παρκ. Την κατηγορούσαν ότι διαχειριζόταν τις δημόσιες υποθέσεις υπό την επήρεια μιας γκουρού, κάτι μεταξύ σαμάνου και ιεροκήρυκα, ότι είχε λάβει χρήματα από τους μεγάλους βιομηχανικούς ομίλους (τσέμπολ) της χώρας, ότι καταπίεζε τους αντιφρονούντες… Ο κατάλογος ήταν μακρύς.
Η Παρκ δήλωσε: «Λυπούμαι ειλικρινά που δημιούργησα αυτό το χάος λόγω της αμέλειάς μου, τη στιγμή όπου η χώρα μας αντιμετωπίζει τόσες δυσκολίες στους τομείς της ασφάλειας και της οικονομίας. Θα απαντήσω με ηρεμία στις ερωτήσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανεξάρτητου Εισαγγελέα, σεβόμενη τις διαδικασίες που ορίζουν το Σύνταγμα και οι νόμοι». Αντικαταστάθηκε από τον πρωθυπουργό, διατήρησε όμως τον τίτλο της μέχρις ότου οι εννέα δικαστές του Συνταγματικού Δικαστηρίου αποφανθούν για τη νομιμότητα της καθαίρεσης. Είχαν στη διάθεσή τους 180 ημέρες για να εκδώσουν την ετυμηγορία τους, η οποία όφειλε να ψηφιστεί από τουλάχιστον έξι δικαστές.
Η καθυστέρηση δεν κλόνισε ούτε την αποφασιστικότητα ούτε τον ενθουσιασμό των διαδηλωτών. Ανάμεσά τους ο τριανταπεντάχρονος Κιμ Χε-γιουνγκ, από το Πουσάν, στο νότιο τμήμα της χώρας, ο οποίος συμμετείχε στις διαδηλώσεις της πρωτεύουσας: «Χαίρομαι για την καθαίρεση της Παρκ. Ντρέπομαι που παλιότερα την υποστήριξα. Το Saenuri [συντηρητικό κόμμα] πρέπει να διαλυθεί».
Χωρίς να φθάνει σε αυτό το σημείο, μόλις έγινε γνωστή η ετυμηγορία των βουλευτών, ο δήμαρχος της Σεούλ Παρκ Γουόν-σουν απευθύνθηκε στο πλήθος με τα εξής λόγια: «Ο λαός νίκησε. Νικήσαμε. Όπως συνέβη και με την εξέγερση του Ιούνη του 1987 [που έθεσε τέλος στη δικτατορία], γυρίσαμε μια νέα σελίδα στην ιστορία της κορεατικής δημοκρατίας. Η Παρκ Γκέουν-χε πρέπει να παραιτηθεί αμέσως, δίχως να περιμένει την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου». Μερικές ημέρες νωρίτερα, είχε ήδη εκφράσει την γνώμη του: «Δεν είναι δυνατόν να προοδεύσουμε όσο δεν έχουμε διώξει τους δαίμονες του παρελθόντος, την οικογένεια Παρκ (1). (…) Οφείλουμε να απαλλαγούμε από την αυτοκρατορικού τύπου προεδρία, να προχωρήσουμε στη γενική μεταρρύθμιση των τσέμπολ και της πολιτικής και να οδηγήσουμε ενώπιον της δικαιοσύνης την κυβέρνηση της Παρκ, που εκπροσωπεί το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού» (2).
Σύμφωνα με την εξεταστική επιτροπή του Κοινοβουλίου, που αποτελείται από βουλευτές του Μιντζού (αξιωματική αντιπολίτευση), του Κόμματος του Λαού, του Κόμματος της Δικαιοσύνης και από ανεξάρτητους βουλευτές, η Παρκ παραβίασε με πολλούς τρόπους το Σύνταγμα (3). Όλα ξεκίνησαν όταν συνελήφθη, με κατηγορίες για διαφθορά, η φίλη της Τσόι Σουν-σιλ, που υποστήριζε ότι κατέχει σαμανικές δυνάμεις και αποτελούσε τον πνευματικό καθοδηγητή της προέδρου. Ωστόσο, αυτή η υπόθεση ανάμειξης πατρογονικών δοξασιών και εξαπάτησης πήρε άλλη τροπή όταν οι ανακριτές ανακάλυψαν ότι η Τσόι είχε πρόσβαση σε εμπιστευτικά έγγραφα, αλλά και είχε παρέμβει μέχρι και σε διορισμούς υπουργών. Είχε επίσης επωφεληθεί από την άμεση βοήθεια της Παρκ ώστε να υποχρεώσει τις μεγάλες εταιρείες της χώρας να καταβάλλουν χρηματικά ποσά στην κόρη της (για την αγορά ενός αλόγου) και στα ιδρύματά της, Mir και K-Sports.
Η Samsung πιστεύεται πως πλήρωσε 20 δισ. νοτιοκορεατικά γουόν (16 εκατ. ευρώ), ενώ υπάρχουν υπόνοιες ότι, μεταξύ άλλων, και η Hyundai (μεγαλύτερος κατασκευαστής αυτοκινήτων της χώρας), η LG (τηλεφωνία και οικιακές συσκευές), η SK Group (τηλεπικοινωνίες και πετρέλαιο) και η Lotte (τρόφιμα και ξενοδοχεία) υποχρεώθηκαν να συνεισφέρουν. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, συνολικά πενήντα περίπου επιχειρήσεις κατέβαλαν 80 δισ. γουόν (62 εκ. ευρώ περίπου). Με ποιο αντάλλαγμα; Για την ώρα, κανείς δεν γνωρίζει. Τα αφεντικά των εννέα μεγαλύτερων ομίλων (4) που κλήθηκαν ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής τήρησαν σιγή ιχθύος.
Ειδικός στους τσέμπολ, ο Λάου Τσο-κουκ, καθηγητής του Εθνικού Πανεπιστημίου της Σεούλ, συνοψίζει τις απόψεις πολλών Νοτιοκορεατών: «Θα πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις σε αυτούς τους τσέμπολ που αποδεικνύονται ανελέητοι απέναντι στους εργαζόμενούς τους και στις μικρές επιχειρήσεις, αλλά γενναιόδωροι απέναντι στην Τσόι Σουν-σιλ και στην κόρη της». Στην Τσόι –ή οποία αποκαλείται «κορεάτισσα Ρασπούτιν»– απαγγέλθηκαν κατηγορίες για κατάχρηση εξουσίας, δωροδοκία και διαφθορά. Ο εισαγγελέας υποπτεύεται τη συνενοχή της πρόεδρου, δεν μπορεί όμως να ασκήσει δίωξη εναντίον της όσο το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί και δεν έχει αρθεί η ασυλία της.
Τα σκάνδαλα δεν θα είχαν λάβει τόσο μεγάλη διάσταση εάν δεν εντεινόταν εδώ και πολλά χρόνια η αίσθηση αδικίας στους κόλπους της κοινωνίας. Αυτή συνοδεύεται –κυρίως ανάμεσα στους νέους– από την απόρριψη των πολιτικών ηγετών και των περιβόητων τσέμπολ. Ενδεικτικό της καχυποψίας είναι το γεγονός ότι οι Νοτιοκορεάτες κατηγορούν την Παρκ ότι δεν μπόρεσε να διαχειριστεί το ναυάγιο του Sewol τον Απρίλιο του 2014, που κόστισε τη ζωή σε 304 άτομα, κυρίως μαθητές λυκείου. Ποτέ δεν έδωσε εξηγήσεις για την επτάωρη σιωπή της ενόσω εκατοντάδες έφηβοι ήταν παγιδευμένοι στο καράβι που έμπαζε νερά. Κυκλοφορούν οι πιο τρελές φήμες για αυτό το ζήτημα. Η πρόταση μομφής υιοθετεί αυτήν την κατηγορία, επικαλούμενη το άρθρο 10 του Συντάγματος που επιτάσσει στον αρχηγό του κράτους να προστατεύει τη ζωή των πολιτών του.
Οι Νοτιοκορεάτες θεωρούν επίσης ότι η πρόεδρος και η κυβερνητική πλειοψηφία της δεν έκαναν το παραμικρό ενάντια στη μεγάλης κλίμακας φοροδιαφυγή των τσέμπολ και ότι έκλεισαν τα μάτια στην εκ μέρους τους υπόγεια χρηματοδότηση κομμάτων και εφημερίδων. Το 2015, φοιτητές και εκπαιδευτικοί κινητοποιήθηκαν ενάντια στην υποχρεωτική χρήση των εγχειριδίων Ιστορίας που είχε εγκρίνει η κυβέρνηση, στα οποία εκθειαζόταν η δικτατορία και η φιλοϊαπωνική στάση του Παρκ Τσουνγκ-χι, πατέρα της προέδρου (5). Δεν κατάφεραν τίποτα, γεγονός που τους άφησε πικρή γεύση.
Όσο αυξανόταν η δυσαρέσκεια, η Παρκ γινόταν ολοένα και πιο αυταρχική, θυμίζοντας τη σκοτεινή περίοδο της δικτατορίας. Για πρώτη φορά από εκείνη την εποχή, έθεσε εκτός νόμου, με τη βοήθεια του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ένα κόμμα της αντιπολίτευσης. Το Ενωμένο Προοδευτικό Κόμμα (PPU) κατηγορήθηκε ότι «απηύθυνε έκκληση για εξέγερση με σκοπό την εγκαθίδρυση κομμουνιστικού καθεστώτος ομοίου με της Βόρειας Κορέας» και διαλύθηκε. Οι 13 βουλευτές του έχασαν την έδρα τους, ορισμένοι μάλιστα φυλακίστηκαν. Καταρτίστηκε επίσης μια «μαύρη λίστα» δημοσιογράφων, διανοουμένων, καλλιτεχνών και διασημοτήτων που κρίθηκαν υπερβολικά επικριτικοί, προκειμένου να τους απαγορευθεί η πρόσβαση στις εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας και να περιοριστούν οι δραστηριότητές τους. Επιπλέον, η Παρκ ενθάρρυνε τα μέσα ενημέρωσης που διάκεινταν φιλικά προς την εξουσία –χρηματοδοτούμενα από τους τσέμπολ μέσω υπέρογκων διαφημιστικών καταχωρίσεων– να παρουσιάζουν τις άλλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης ως υποστηρικτές της Βόρειας Κορέας.
Η διπλωματία της δεν υπήρξε πολύ καλύτερη. Χωρίς καν να ζητήσει τη γνώμη των επιζώντων και των οικογενειών τους –που διαμαρτυρήθηκαν εντονότατα– διαπραγματεύθηκε με την Ιαπωνία μια συμφωνία για τις «γυναίκες ανακούφισης» (σκλάβες του σεξ για τα ιαπωνικά στρατεύματα κατοχής κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου). Αποφάσισε επίσης να αναστείλει κάθε συναλλαγή με τη Βόρεια Κορέα και να κλείσει το βιομηχανικό πάρκο Καεσόνγκ, μια «κοινοπραξία» Νότιας και Βόρειας Κορέας, προκαλώντας αναταράξεις ακόμα και στους κόλπους του κόμματός της.
Τέλος, έδωσε το πράσινο φως για να αναπτυχθεί στη χώρα το αμερικανικό αντιβαλλιστικό σύστημα THAAD (Terminal High Altitude Area Defense), προκαλώντας ογκώδεις διαδηλώσεις, κυρίως στις περιοχές όπου θα εγκατασταθεί. Επίσης, ασκήθηκε ολόπλευρη κριτική (6) στην απόφασή της να συνάψει με την Ιαπωνία συμφωνία για την ανταλλαγή στρατιωτικών πληροφοριών (7).
Παρ’ όλο που η καθαίρεσή της χαροποίησε σχεδόν όλον τον κόσμο, η αντικατάστασή της από τον πρωθυπουργό της Χουάνγκ Κίο-αν κάθε άλλο παρά καθησυχάζει. Όταν ήταν υπουργός Δικαιοσύνης, μεταξύ Μαρτίου 2013 και Ιουνίου 2015, είχε ζητήσει και επιτύχει την επιβολή οκταετούς ποινής φυλάκισης στον Χαν Σανγκ-γκιούν, πρόεδρο της Κορεατικής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων επειδή είχε οργανώσει μια μεγάλη συγκέντρωση διαμαρτυρίας στις 14 Νοεμβρίου 2015 (στη συνέχεια, η ποινή μειώθηκε στα τρία έτη). Στις 22 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους, χιλιάδες αστυνομικοί επιτάθηκαν με δακρυγόνα στα γραφεία της Συνομοσπονδίας για να σταματήσουν μια απεργία ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της εταιρίας σιδηροδρόμων Korean Railway. Ο Χαν εξακολουθεί να βρίσκεται στη φυλακή.
Θα αποδειχθεί άραγε αρκετό το σημερινό κύμα αμφισβήτησης ώστε να οικοδομηθεί μια ριζικά νέα μορφή δημοκρατίας στη Νότια Κορέα; Οι συντηρητικές δυνάμεις που υποστήριξαν την Παρκ στις τελευταίες προεδρικές εκλογές και ενέκριναν την οπισθοδρόμηση της δημοκρατίας ελπίζουν ότι θα αποφύγουν τον καταποντισμό. Χρησιμοποιώντας την επιρροή τους στην πολιτική, στην οικονομία και στα μέσα ενημέρωσης, άρχισαν να αναζητούν νέο εκπρόσωπο. Ωστόσο, χρειάζονται χρόνο. Γι’ αυτές, το χειρότερο ενδεχόμενο θα ήταν τα κόμματα της αντιπολίτευσης και οι πολίτες, που συνεχίζουν να συγκεντρώνονται κάθε Σάββατο, να καταφέρουν να παραιτηθεί άμεσα η πρόεδρος και να διεξαχθούν πρόωρες εκλογές. Οι υποψήφιοι της αντιπολίτευσης θα βρίσκονταν πράγματι σε πλεονεκτική θέση: κυρίως ο Μουν Τζε-ιν, πρώην ηγέτης του Μιντζού, που προηγείται στην πρόθεση ψήφου στις δημοσκοπήσεις, ή ο Λι Τζε-μιανγκ, δήμαρχος της Σονγκνάμ, του οποίου η δημοτικότητα αυξήθηκε τους τελευταίους μήνες.
Αντίθετα, το Saenuri έχει κάθε συμφέρον να καθυστερήσουν οι εκλογές. Έχει επενδύσει στην επιστροφή του Μπαν Κι-μουν, που εγκατέλειψε τη θέση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ στα τέλη Δεκεμβρίου και εμφανίζεται ως φαβορί. Βέβαια, ο Μπαν Κι-μουν ξεκίνησε την καριέρα του ως Υπουργός Εξωτερικών του προοδευτικού προέδρου Νο Μου-χιεν. Όμως, καθώς είναι συντηρητικών απόψεων, απέκτησε στενές σχέσεις με την πρόεδρο. Όταν ρωτήθηκε για τις προθέσεις του από δημοσιογράφο του Αλ-Τζαζίρα, έδωσε την εξής απάντηση: «Θα κάνω τα πάντα για να ακουστεί η φωνή μου ως πολίτης και για να βοηθήσω τον ΟΗΕ, αναζητώντας ταυτόχρονα τον καλύτερο τρόπο για να φανώ χρήσιμος στη χώρα μου». Και το καταριανό κανάλι έβαλε αμέσως τον εξής τίτλο στην ιστοσελίδα του: «Ο Μπαν Κι-μουν επόμενος πρόεδρος της Νότιας Κορέας;» (3 Δεκεμβρίου 2016). Ωστόσο, το συντηρητικό κόμμα σκέφτεται και άλλους υποψηφίους, κυρίως τον Γουόν Χι-ριονγκ, κυβερνήτη της επαρχίας του Τσεζού (8) και τον Γιου Σενγκ-μιν, πρώην ηγέτη του Saenuri που παραμερίστηκε από την αυταρχική πρόεδρο.
Οι προοδευτικές εφημερίδες, όπως η «Hankyoreh» και η «Kyunghyang Shinmun», προτείνουν μεταρρυθμίσεις σε βάθος για την καταπολέμηση των κοινωνικών αδικιών και της πολιτικής αναποτελεσματικότητας. Οι τρεις μεγάλες συντηρητικές εφημερίδες, που συνοπτικά επονομάζονται «Cho-Joong-Dong» (από τη σύμπτυξη των τίτλων τους: «Chosun Ilbo», «JoongAng Ilbo» και «Dong-A Ilbo»), καθώς και τα ενημερωτικά κανάλια και τα οικονομικά περιοδικά των ίδιων ομίλων, έχουν ήδη ξαναρχίσει την επίθεση. Τονίζουν τις επιπτώσεις των διαδηλώσεων, τους αποδίδουν την επιβράδυνση της οικονομίας και την πτώση των εξαγωγών. Ανησυχούν θορυβωδώς για τις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη στιγμή που η εκλογή του Τραμπ εντείνει τις αβεβαιότητες για το μέλλον. Μόλις και μετά βίας πρόλαβαν να επιβιβαστούν στο τραίνο της διαμαρτυρίας, καταγγέλλοντας τις κυβερνητικές αποτυχίες, το μόνο που τις ενδιαφέρει όμως είναι να διαφυλάξουν τα προνόμιά τους.
Δεν είναι βέβαιο ότι τα εκατομμύρια των Κορεατών που κατέβηκαν στους δρόμους, αψηφώντας το κρύο, για να διαμαρτυρηθούν για τη συμπεριφορά της προέδρου τους θα δεχθούν όλα αυτά δίχως να αντιδράσουν. Όλα συνηγορούν υπέρ της αλλαγής: κατ’ αρχάς το πολιτικό σύστημα στο οποίο, μετά το τέλος της δικτατορίας, τέσσερις πρόεδροι κατηγορήθηκαν για διαφθορά κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (Κιμ Γιουνγκ-σαμ, Κιμ Ντάε-γιουνγκ, Λι Μιουνγκ-μπακ, όπως και ο Νο Μου-χιεν, ο οποίος τελικά αυτοκτόνησε). Επίσης και η οικονομία, πλήρως εξαρτημένη από τους τσέμπολ, που συχνά καταδικάζονται για φοροδιαφυγή ή δωροδοκία, όπως το Hanbo τη δεκαετία του 1990 ή το Lotte σήμερα (οι δραστηριότητές του ερευνώνται εδώ και έναν χρόνο και ο αντιπρόεδρός του αυτοκτόνησε τον Αύγουστο του 2016). Στη συνέχεια, η οικονομική μεγέθυνση, που παραμένει στάσιμη και δεν επιτρέπει στους νεαρούς πτυχιούχους να βρουν θέσεις εργασίας ανάλογες των προσόντων τους και αξιοπρεπώς αμειβόμενες. Σύμφωνα με μια έκθεση της Ασιατικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (9), «ανάμεσα σε 28 ασιατικές χώρες, η Νότια Κορέα κατέχει την 5η θέση ως προς την ταχύτητα με την οποία επιδεινώθηκαν οι εισοδηματικές ανισότητες κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας». Το νοτιοκορεατικό θαύμα μετατρέπεται σε «κόλαση», όπως κραυγάζουν και οι διαδηλωτές.
Νέοι και ηλικιωμένοι, γυναίκες και άντρες, μισθωτοί και άνεργοι, δεν σκοπεύουν να αφήσουν κανένα να τους κλέψει την νίκη. Συνεχίζουν την κατάληψη της πλατείας Γκουανγχάμουν κοντά στον Γαλάζιο Οίκο (προεδρικό μέγαρο), ζητώντας τη μεταρρύθμιση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δομών, καθώς επίσης και εξάλειψη των αδικιών, των ανισοτήτων και της διαφθοράς που κατατρώγουν τη νοτιοκορεατική κοινωνία.