Συμμετείχα, χαρούμενος, ορμητικός, έχοντας την αίσθηση ότι ήμουν χρήσιμος, σε δυναμικές ενέργειες εναντίον συγκεντρώσεων του Εθνικού Μετώπου, κατήγγελλα τα «σκάνδαλα» στα οποία εμπλεκόταν, αποδείκνυα με ύφος ειδικού τις αντιφάσεις του προγράμματός του κ.λπ. Όμως, όλη αυτή η αγανάκτηση δεν εμποδίζει την ψήφο προς τους Λεπέν. Δικαιούμαστε μάλιστα να αναρωτηθούμε αν η αίσθηση ηθικής ανωτερότητας όλων αυτών των «αγγέλων εξολοθρευτών», που δεν γνωρίζουν ούτε έναν ψηφοφόρο των Λεπέν, ούτε έναν οπαδό του Εθνικού Μετώπου, και φαντάζονται όλον αυτόν τον κόσμο διακατεχόμενο από ταπεινά, βίαια και τρομακτικά πάθη, δεν μαρτυρά κυρίως τον δικό τους «ταξικό ρατσισμό» (1).
Δύο παραδείγματα ανάμεσα σε πολλά άλλα. Η Συμμαχία για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα τιτλοφορεί ως εξής την ανακοίνωση που εξέδωσε στις 15 Νοεμβρίου 2015: «Να εξορκίσουμε τη βλακεία και τον κυνισμό, να αρνηθούμε το μίσος και τον ρατσισμό!» και καταγγέλλει «την βλακεία και την άγνοια που κατακλύζουν όλες τις όψεις της κοινωνικής ζωής». Στην επιθεώρηση «La Règle du jeu» (11-2-2012), ο Ρομαίν Γκουπίλ απευθύνει έκκληση για «μια βρισιά την ημέρα ενάντια στο Εθνικό Μέτωπο», το οποίο συσπειρώνει «όλη τη μουχλιασμένη και ταγγισμένη Γαλλία». Η πρότασή του; «Να ορμήσουμε… Ας μην προσπαθούμε πλέον να τους πείσουμε!».
21η Απριλίου 2002, έξι το απόγευμα. Έχουμε συγκεντρωθεί στη Mutualité (2), εξαντλημένοι, ανήσυχοι, μετά από μια προεκλογική εκστρατεία γεμάτη ενθουσιασμό. Στιγμές όπου όλα παίζονται, δύο ώρες αβεβαιότητας και άγχους. Οι συγκεντρωμένοι ακτιβιστές ανυπομονούν.
Στις οκτώ το βράδυ ανακοινώνονται τα οριστικά αποτελέσματα. Ο Λεπέν προηγείται του Ζοσπέν! Μπαίνουμε στη γενική συνέλευση, καταστεναχωρημένοι, αναστατωμένοι, απογοητευμένοι, έτοιμοι να βάλουμε τα κλάματα, συντριμμένοι από έναν εχθρό που θριαμβεύει, κι όμως τόσο κοντά ο ένας με τον άλλο. Τραγουδάμε τη Διεθνή, πολλές φορές, την κραυγάζουμε σχεδόν, με σηκωμένες γροθιές.
Τα επαναστατικά τραγούδια και τα συνθήματα αποθαρρύνουν εκείνους «που δεν ανήκουν στον χώρο». Όμως, ταυτόχρονα (ίσως και κατά κύριο λόγο;) ατσαλώνουν «στα άτομα του χώρου» την αίσθηση του κοινού αγώνα και τις βεβαιότητες που όλοι συμμερίζονται. Ποιοι βρίσκονται εκεί; Μερικοί σχετικά καλοπληρωμένοι μισθωτοί, υπερβολικά διανοούμενοι, που δεν «πολυκολλάνε» με το κλίμα του «χώρου». Επαγγελματίες της κοινωνικής δράσης, αντιμέτωποι με τους περιορισμούς και τους επαναπροσδιορισμούς των καθηκόντων τους, τους οποίους αμφισβητούν. Συνδικαλιστές με τόσο σκληρή γραμμή ώστε αποκλείεται να τους δεις κάποια μέρα «φτασμένους». Φοιτητές που πάνω απ’ όλα είναι ακτιβιστές. «Διανοούμενοι» τόσο υπερβολικά απορροφημένοι από τις πολιτικές δραστηριότητες ώστε να μην μπορούν να γίνουν πραγματικοί διανοούμενοι. Εκπαιδευτικοί που θα είχαν αποκτήσει την «agrégation» (3) αν δεν τους είχε απορροφήσει εντελώς η πολιτική δράση.
Την υπόλοιπη νύχτα την θυμάμαι σαν σε όνειρο. Κανείς δεν ξέρει ποιος έριξε την ιδέα. Στριμωχτήκαμε στα αυτοκίνητα. Τόπος προορισμού μας: η πλατεία Οντεόν, στο Σαιν Ζερμαίν, στο κέντρο του Παρισιού, στην αριστερή όχθη. Στην αρχή σαράντα, πενήντα, εκατό, διακόσιοι, σύντομα άρχισαν να καταφθάνουν κι άλλοι. Από την οργάνωση Ras l’Front (4), ελευθεριακοί, οικολόγοι, κομμουνιστές. Για να κάνουμε τι; Δεν έχουμε ιδέα. Απλά, είμαστε εδώ ενάντια στον Λεπέν. Με ποιον τρόπο όμως; Δεν ξέρουμε ακριβώς. Είμαστε εδώ, μονάχα αυτό. Κινούμενοι όλοι από την ίδια απόγνωση, αηδιασμένοι από αυτήν την «ψήφο των Γάλλων» που αμφισβητεί όλες τις αδιαπραγμάτευτες αξίες μας, όλα τα πιστεύω που είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένα με τη ζωή του καθενός μας. Είμαστε εδώ, «τι ευτυχία, εδώ αρχίζουμε, και δεν ξέρω πού θα σταματήσουμε…», λέει η Σοφί, δασκάλα, μέλος της SUD-Education, είκοσι χρόνια στη Λίγκα (5), που στη Mutualité πήγαινε από παρέα σε παρέα επαναλαμβάνοντας: «Αν ανέβει στην εξουσία, θα καταλήξουμε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, σίγουρα». Έχω την αίσθηση ότι αυτοχειροκροτούμαστε και αυτοθαυμαζόμαστε, διεκδικώντας το δικαίωμα να είμαστε «ακριβώς όπως είμαστε», όπως λέει και η Φρανσουάζ, από την Επιτροπή ΛΟΑΤ (6).
Η πολιτική θερμοκρασία ανεβαίνει, «βαστάμε γερά». Ξέρουμε πολλούς από αυτούς που καταφθάνουν. Φιλιά, αγκαλιές διαρκείας. Βλέμματα γεμάτα θλιμμένη τρυφερότητα, που ευχαριστούν τους διπλανούς και εκφράζουν ευγνωμοσύνη. Βλέμματα που δηλώνουν αναγνώριση.
Γρήγορα γινόμαστε χιλιάδες, πραγματικός ανεμοστρόβιλος. Μερικοί έρχονται με ποδήλατο, αναψοκοκκινισμένοι, ορισμένοι τυλίγονται με σημαίες, τις κραδαίνουν, τις ακουμπάνε στα παγκάκια, τις αφήνουν εκεί. Ζευγάρια κρατιούνται χέρι-χέρι, υπάρχουν και παιδιά. Πού πηγαίνουμε; Μέσα σε αυτή την ανακατωσούρα αυτοσχεδιάζουμε, πλημμυρίζουμε τα μόλις καθαρισμένα πεζοδρόμια, δεν ξέρουμε προς τα πού να κατευθυνθούμε, ποτέ δεν ξέραμε, πηγαίνουμε προς τα ’δω, προς τα ’κει, γεμάτοι ενθουσιασμό μέσα στα δρομάκια, περιπλανώμενος θίασος που τον χειροκροτούν από τα μπαλκόνια αυτήν τη ζεστή νύχτα. Είναι ωραία που είμαστε όλοι εδώ, εκνευρισμένοι, πληγωμένοι, έξαλλοι, αλλά και συνάμα γαληνεμένοι μέσα σε αυτή τη θερμή σκοτεινιά. Ο Αρνώ, σαραντάρης βιολόγος, υπέρμαχος του Deep Web (7), μου λέει: «Οι άνθρωποι παραείναι ωραίοι για τα μούτρα του Λεπέν».
Είχε αρχίσει να χαράζει. Αυτή η μεγάλη πορεία, πικρή κι ευφορική ταυτόχρονα, απλωνόταν στο 10ο και στο 11ο δημοτικό διαμέρισμα, μέχρι και τις παρυφές του 12ου και του 20ού, συγκεντρώνοντας διαδηλωτές που δεν ήταν υποχρεωμένοι να ξυπνήσουν νωρίς το πρωί. Στις λαϊκές συνοικίες, πέρα από τον περιφερειακό δακτύλιο (8), κανένας δεν άκουσε να μιλάνε γι’ αυτήν. Πουθενά αλλού δεν έγινε κάτι παρόμοιο. Διαδήλωσαν –στα μέρη όπου ψηφίζουν, στα μέρη όπου κατοικούν, στα μέρη όπου συχνάζουν– εκείνοι που, εξαιτίας της ψήφου προς τον Λεπέν, αισθάνθηκαν ξαφνικά ξένοι προς τον κοινωνικό κόσμο που προσδοκούσαν να κατακτήσουν. Εκείνοι που ψηφίζουν Λεπέν δεν μας είδαν. Δεν μένουν στις δικές μας συνοικίες.
Εδώ και τρία χρόνια ζω με τη σύντροφό μου στην Εν (9), μεταξύ Σουασόν, Σωνύ, Νουαγιόν και Βικ-συρ-Εν, ανάμεσα σε αγρούς με ζαχαρότευτλα και δάση με πέρδικες και φασιανούς. Ένας οικισμός με είκοσι σπίτια. Εκτός από δύο ζευγάρια που αυτοπροσκαλούνται, κανείς δεν συναναστρέφεται κανέναν (πολλοί συνταξιούχοι μένουν κλεισμένοι στα σπίτια τους). Οι μόνοι ας πούμε γείτονες με τους οποίους μιλάμε, ο Ερίκ και η Ανισά, μένουν σε απόσταση δέκα λεπτών με το αυτοκίνητο. Ο αδελφός του Ερίκ μάς πούλησε έπιπλα χωριάτικου στυλ. «Το όνειρό μου είναι οι λεμονιές», λέει ο Ερίκ, «φανατικός με τα θερμοκήπια»: «Μέσα στο θερμοκήπιό σου ξεχνάς τα πάντα. Δεν έχεις πια κανέναν καραγκιόζη να σε πρήζει. (…) Ο πατέρας της Ανισά βάζει λεμονιές, σε θερμοκήπιο που θερμαίνεται με φωτοβολταϊκά, κι είναι εκεί όλη την ώρα. Τον λατρεύω, οι λεμονιές τού θυμίζουν τη χώρα του».
Ο σαρανταοκτάχρονος Ερίκ είναι εργάτης, υπεύθυνος για τον έλεγχο ποιότητας σε είδη βιομηχανικής συσκευασίας, πολυέστερ και πλαστικοποιημένο PVC. Προηγουμένως, εργαζόταν επί δεκάξι χρόνια στην υαλουργία Σαιν-Γκομπέν. «Ό,τι έχει σχέση με το γυαλί, το ’χει πάρει ο διάολος». Η σαραντατριάχρονη Ανισά –της οποίας οι γονείς ήρθαν από το Μαρόκο τη δεκαετία του 1970– είναι πωλήτρια σε καταστήματα ρούχων. Έχει απολυθεί τρεις φορές γιατί έκλεισαν τα μαγαζιά όπου εργαζόταν. Λέει ότι συχνά της έρχεται «να βάλει τα κλάματα» επειδή δεν βλέπει αρκετά «τα δύο ζουζουνάκια» της, καθώς ο πρώην σύζυγός της, που τον παράτησε εν μία νυκτί για χάρη του Ερίκ, την αφήνει να τα βλέπει πολύ λιγότερο απ’ όσο εκείνη θα ήθελε. Η Ανισά και ο Ερίκ είναι παντρεμένοι και κάνουν οικονομίες γιατί έχουν αγοράσει με δόσεις ένα σπίτι, «πραγματικό σπίτι, πέτρινο», όπως λέει η Ανισά. Στη δουλειά, ο Ερίκ είναι υπεύθυνος για μερικούς νεαρούς που κάνουν την πρακτική τους άσκηση, αλλά «μόλις και μετά βίας σε ακούνε, το μόνο που τους νοιάζει είναι τα βιντεομαραφέτια τους, παίρνουν και ναρκωτικά… Τις προάλλες, ένας από αυτούς μου ζήτησε να του στείλω ένα μέιλ για να καταλάβει πώς δουλεύει η μηχανή… Ήθελα να του πω πως ή είναι κουφός ή με περνάει για μαλάκα». Θα αντέξει άραγε η επιχείρηση; «Μια αμερικανιά είναι το μαγαζί, ακόμα και η υποδοχή της πελατείας, δεν βγάζεις άκρη. Κι απολύουν, όλο απολύουν και κανένας δεν τους βάζει χέρι».
Ο Ερίκ και η Ανισά μάς φέρνουν μαρούλια, κολοκύθες και ραπανάκια. Τους δίνουμε καρύδια και βατόμουρα. Πίνουμε και τα ποτηράκια μας. Ένα βράδυ, ο Ερίκ μου είπε ότι «για πολύ καιρό ήταν λιγάκι ρατσιστής», αλλά ότι δεν είναι πια από τότε που έκαναν το ταξίδι στη Σενεγάλη (στο Club Méditerranée, το μοναδικό ταξίδι που έχουν κάνει). Τα βράδια έπαιζαν ατέλειωτες παρτίδες ντόμινο με το προσωπικό του ξενοδοχείου, «κάτι μεγαλόσωμους τύπους». Αυτό που τον είχε κάνει «λιγάκι ρατσιστή» ήταν το γεγονός ότι η Ανισά «παρά τρίχα να απολυθεί επειδή είχε δεχτεί στο μαγαζί μια επιταγή από έναν νεαρό μαύρο, μεγάλο ποσό μάλιστα, αλλά ήταν πλαστή… Κι ας είχε ζητήσει να της δείξει ταυτότητα».
Ένα απογευματάκι στο θερμοκήπιο, είχαμε πιεί τα ποτηράκια μας όταν ο Ερίκ μου είπε: «Μην το πεις στην Ανισά. Δεν ήθελε να στο πω, μια κι είσαι Παριζιάνος. Ξέρεις, την έχω ψηφίσει την Μαρίν, δύο φορές… Όταν μιλάει, ανατριχιάζω από συγκίνηση. Δεν ξέρω, είναι ο τρόπος που μιλάει για τους Γάλλους, σε κάνει να νοιώθεις περήφανος… Ξέρω ανθρώπους στην περιοχή που τους έχει βοηθήσει πολύ το κόμμα της Μαρίν… Ήμουνα έτοιμος να γραφτώ στο κόμμα, αλλά τελικά τα παράτησα, ούτε καν ψηφίζω τώρα… Είχαμε διακόψει τις σχέσεις επί έναν χρόνο με τον Τιερύ και τη Μαρί-Πωλ γι’ αυτόν τον λόγο… Εκείνη είναι κόκκινη, δουλεύει στο γυμνάσιο, στο σχολικό εστιατόριο… Εγώ δεν είχα τσαντιστεί, όλα αυτά είναι μαλακίες… Εκείνοι όμως δεν ήθελαν να μας ξαναδούν στα μάτια τους. Εσύ, θα τσαντιζόσουνα για κάτι τέτοιο; Νομίζεις ότι όλα αυτά είναι σοβαρά πράγματα;»
Δεν απάντησα, ήμουν πιωμένος και μ’ έπνιγε η βαριά μυρωδιά της βλάστησης του θερμοκηπίου. Ούτε και εγώ το βρήκα πολύ σοβαρό. Μήπως επειδή η ύπαρξή μου είχε επικεντρωθεί σε αυτόν τον απομονωμένο οικισμό; Μήπως επειδή τα τρία τελευταία χρόνια δεν συναναστρέφομαι πια τόσους πολλούς αριστερούς ακτιβιστές; Από «100% ακτιβιστής» έχω μετατραπεί σε «αποστασιοποιημένο ακτιβιστή», λιγότερο συνεπαρμένος με τις πολιτικές ομάδες στις οποίες τόσο πολλά έχω δώσει. Μήπως επειδή η αναγνώρισή μου στον στενό κύκλο όπου εκτυλισσόταν η αγωνιστική δράση μου είναι «επισημοποιημένη», και άρα δεν είμαι πλέον υποχρεωμένος να αποδεικνύω ότι είμαι πρότυπο αγωνιστή; Μήπως επειδή ο Ερίκ είναι από εκείνους τους ανθρώπους που σε κάνουν να νοιώθεις καλά;
Κάθε φορά που πηγαίνω στο σουπερμάρκετ, διασταυρώνομαι με ανθρώπους άφραγκους, εγκαταλειμμένους. Τριγύρω, δρόμοι γεμάτοι λακκούβες, μερικοί παρακαμπτήριοι κλειστοί πια στην κυκλοφορία. Στα κεφαλοχώρια που διασχίζω δεν υπάρχει πλέον ταχυδρομείο ούτε φαρμακείο ούτε γιατροί ούτε νοσοκόμες, τα μπιστρό έχουν σχεδόν εξαφανιστεί, δεν υπάρχει σύνδεση με το Ίντερνετ, παρά μόνο κλειστά καταστήματα και συχνά, στα παράθυρα, γαλλικές σημαίες. Δημοτικά σχολεία και εκκλησίες κλείνουν. Αθλητικά σωματεία βάζουν λουκέτο. Οι κυνηγετικοί σύλλογοι και οι μαζορέτες δυσκολεύονται να προσελκύσουν νέο κόσμο. Ο αριθμός των απλήρωτων λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος αυξάνεται με εντυπωσιακούς ρυθμούς. Μόλις τους δοθεί η παραμικρή ευκαιρία, οι νέοι εγκαταλείπουν την περιοχή. Αυξάνονται τα άτομα που καταγγέλλουν τον γείτονά τους στην τοπική Δ.Ο.Υ. Το ίδιο και η ενδοοικογενειακή βία, καθώς και το «καμάκι» σε κοπέλες που αγγίζει τα όρια της σεξουαλικής επίθεσης. Δουλειές δεν υπάρχουν. Σε κάθε χωριό βγαίνουν για πούλημα παλιά σπίτια σε κακή κατάσταση. Στο Νουαγιόν, στο Σωνύ, στην Κομπιένη και στο Σουασόν, κάθε χρόνο καταργούνται δρομολόγια τραίνων. Στην ύπαιθρο, κυκλοφορούν ολοένα λιγότερα υπεραστικά λεωφορεία.
Οι τόποι συνάντησης καταρρέουν
Κι ύστερα, στην είσοδο των χωριών, πινακίδες με έντονο κίτρινο χρώμα και ένα μάτι (γαλάζιο) με την προειδοποίηση «Γείτονες που επαγρυπνούν» (παρά το γεγονός ότι οι διαρρήξεις είναι σπάνιες). Στην περιοχή, τα πάντα υποβαθμίζονται σταδιακά εδώ και είκοσι χρόνια. Δεν είναι μόνον οι τόποι συνάντησης που καταρρέουν (ελλείψει κόσμου), εξαφανίζονται και τα μέσα πρόσβασης σε αυτούς: οι δρόμοι, τα χρήματα και τα δίκτυα πρόσβασης. Με εξαίρεση μερικές κοινότητες που αποτελούν γκέτο πλουσίων, το Νουαγιόν, το Σωνύ, το Βικ και το Σουασόν είναι σχεδόν χρεοκοπημένα. Οι ηλικιωμένοι είναι υπερβολικά φτωχοί για να βοηθήσουν τα παιδιά τους και τα παιδιά παραείναι φτωχά για να συνδράμουν τους γονείς τους. Σε αυτό το πλαίσιο είναι που το Εθνικό Μέτωπο επιτυγχάνει υψηλά ποσοστά (10).
Ο μεγαλύτερος αδελφός του Ερίκ κληρονόμησε το οικογενειακό αγρόκτημα, χίλια διακόσια στρέμματα. Ο Ερίκ του δίνει κάθε τόσο ένα χεράκι. Άντεξαν ώς τώρα, αλλά αρχίζουν να υποκύπτουν στην ιδέα ότι θα το πουλήσουν. Το μόνο που αποδίδει πραγματικά είναι η μονοκαλλιέργεια ζαχαρότευτλων σε μεγάλες εκτάσεις. Οι μικροί αγρότες προσπαθούν να ξεφορτωθούν τη γη τους, την οποία αγοράζουν φτηνά οι μεγαλοκτηματίες (των οποίων οι οικογένειες συχνά ελέγχουν και τους τοπικούς Δήμους). Ο Ερίκ και ο αδελφός του έχουν τρία άλογα. Δεν ξέρουν τι να τα κάνουν: κοστίζουν πολύ. Καθώς οι δόσεις που πληρώνουν για το σπίτι είναι υψηλές, ο Ερίκ και η Ανισά έχουν σταματήσει τις εργασίες συντήρησης και ανακαίνισης. Πόσο μάλλον που βρίσκονται ανά πάσα στιγμή αντιμέτωποι με την απειλή της ανεργίας. Στον οικισμό και στα περίχωρα, οι γείτονες είναι φτωχοί ηλικιωμένοι και μισθωτοί χωρίς δουλειά (συχνά, ο ένας από τους δύο στα ζευγάρια). Όμως, εκεί μένουν και εκείνοι που τους αποκαλούν «Παριζιάνους» και που φαίνεται ότι «την περνάνε ζάχαρη»: οικογένειες στελεχών του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα ή ελεύθεροι επαγγελματίες (με έδρα την Αμιένη, την Κομπιένη και το Σουασόν), που αγοράζουν τα αγροτόσπιτα για τον «χαρακτήρα» τους (και την τιμή τους) και τα ανακαινίζουν. Στη δουλειά, ο Ερίκ θεωρεί ότι οι «νεαροί» δεν τον σέβονται: ωστόσο, ασχολούνταν με μια ποδοσφαιρική ομάδα νέων, αλλά ο σύλλογος συγχωνεύτηκε με έναν άλλον. Πώς όμως θα μπορούσε να νοιώθει «περήφανος» ο Ερίκ, ζώντας εδώ, ακινητοποιημένος σε ένα μέρος που παρακμάζει, ανίκανος να αντιδράσει στην κατάρρευση ενός κόσμου «που δεν βαστάει άλλο», εκεί που νόμιζε ότι θα κατόρθωνε να ξεφύγει από τη μοίρα του αγρότη και η περιοχή του γεμίζει «Παριζιάνους»;
Δεν θεώρησα ότι η ψήφος του Ερίκ είναι κάτι «σοβαρό». Στις 21 Απριλίου του 2002 θα τον είχα μισήσει, ακόμα και βρίσει, κρίνοντας αυτό που έκανε «παραπάνω κι από σοβαρό». Σήμερα όμως δυσκολεύομαι να δω στο πρόσωπό του τον «κυριότερο εχθρό».