Ο «Rottamatore» (1), ο κατεδαφιστής, τελικά κατεδαφίστηκε. «Επιστρέφω στο Ποντασιέβε, όπως όλα τα Σαββατοκύριακα. Μπαίνω στο σπίτι, κοιμούνται όλοι… ως συνήθως. Μόνο που αυτή τη φορά είναι αλλιώς. Μαζί μου έρχονται χαρτοκιβώτια, βιβλία, ρούχα, τετράδια. Έκλεισα την κατοικία στον τρίτο όροφο του Παλάτσο Κίτζι [έδρα της ιταλικής κυβέρνησης]. Επιστρέφω στο σπίτι για τα καλά». Έτσι αντέδρασε ο Ματέο Ρέντσι στο Facebook μετά το δημοψήφισμα όπου το σχέδιο συνταγματικής μεταρρύθμισης που πρότεινε απορρίφθηκε από το 60% των ψηφοφόρων, και μάλιστα με ρεκόρ συμμετοχής –πάνω από 65%.
Η πτώση του Ρέντσι δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη. Ο πρώην δήμαρχος της Φλωρεντίας υπήρξε θύμα της λογικής που τον έφερε στην κυβέρνηση, τον Φεβρουάριο του 2014. Μια λογική χαρακτηριστική του ιταλικού πολιτικού συστήματος, το οποίο διαρκώς επινοεί καινούργιους θεόσταλτους σωτήρες και στη συνέχεια τους καίει εξίσου γρήγορα ώστε να ικανοποιήσει την επιθυμία ρήξης που αισθάνονται μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, χωρίς όμως να αμφισβητηθεί η καθεστηκυία τάξη (2). Παρ’ όλο που στις περιπτώσεις των Μάριο Μόντι (2011-2013) και Ενρίκο Λέτα (2013-2014) η διαδικασία αυτή είχε προσλάβει πιο τεχνοκρατική χροιά, με την άνοδο του Ρέντσι απέκτησε περισσότερο πολιτικό χαρακτήρα, καθώς βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην καταγγελία του κατεστημένου.
Από την αρχή, η κατάσταση του Ρέντσι είχε κάτι το μακιαβελικό. Για να αντιδράσει στην αδυσώπητη διαδικασία φθοράς –ο Μακιαβέλι θα έκανε λόγο για «διαφθορά» (3)– του εκσυγχρονιστικού πολιτικού κεφαλαίου του, ο νέος Ιταλός «ηγεμόνας» θα μπορούσε να προσπαθήσει να γίνει δημοφιλής τερματίζοντας τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που κυριαρχούν στην Ιταλία τα τελευταία τριάντα χρόνια. Όμως, κάτι τέτοιο δεν βρισκόταν στο πολιτικό DNA ούτε το δικό του ούτε των κοινωνικών δυνάμεων που τον έφεραν στην εξουσία. Θα μπορούσε επίσης να εμβαθύνει τον χριστιανοδημοκρατικό δρόμο και να προσπαθήσει να συγκροτήσει ένα ευρύ, πολυσυλλεκτικό κόμμα του Κέντρου –το επονομαζόμενο «κόμμα του έθνους»– στηριζόμενος σε μια προνομιακή σχέση με τη Forza Italia, τον πολιτικό σχηματισμό του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Αλλά ο «Ροτταματόρε» υπέπεσε στο αμάρτημα της αλαζονείας. Έχοντας πεισθεί ότι έχει τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους στο τσεπάκι του, πίστεψε ότι μπορούσε να απαλλαγεί από τον Μπερλουσκόνι και τη διαμεσολάβηση των κομμάτων. Έτσι, επέλεξε την οδό του βοναπαρτισμού μέσω της απευθείας προσφυγής στον λαό, με ένα δημοψήφισμα στο οποίο προσέδωσε υπέρμετρα προσωπικό χαρακτήρα. Είχε εναντίον του όλες τις πολιτικές δυνάμεις, τα συνδικάτα, ακόμη και ένα μέρος του ίδιου του κόμματός του. Τα έπαιξε όλα για όλα και έχασε, κυρίως λόγω της ψήφου των νέων (4).
Η επιλογή του δημοψηφίσματος μπορεί να ταίριαζε με το επηρμένο στυλ του ανδρός, δεν στερείτο όμως και κάποιας ορθολογικότητας. Ο Ιταλός πρωθυπουργός είχε επίγνωση ότι η εικόνα του φθειρόταν και το σχέδιό του για τη συνταγματική αναθεώρηση (5), στηριγμένο σε μια συμπαγή ρητορική ενάντια στις πολιτικές κάστες, του πρόσφερε μια καλή ευκαιρία να αποκαταστήσει τη φήμη του ως «μεταρρυθμιστής». Εξάλλου, το σχέδιο υποχρέωνε το Κίνημα 5 Αστέρων (Μ5S), τον κύριο ανταγωνιστή του Ρέντσι στο ζήτημα της αλλαγής, να εμφανιστεί ως υπερασπιστής της καθεστηκυίας τάξης. Μια νίκη του Ιταλού πρωθυπουργού θα τον απελευθέρωνε επιτέλους και από τη μειοψηφία των διαφωνούντων στο κόμμα του, επιτρέποντάς του να σπάσει οριστικά τους δεσμούς του Δημοκρατικού Κόμματος (PD) με την Αριστερά (6).
Το λάθος του ήταν ότι υποτίμησε το μέγεθος της λαϊκής δυσαρέσκειας και πίστεψε ότι μπορούσε ακόμη να την κατευνάσει, όπως είχε κάνει ο Μπερλουσκόνι, με ωραία λόγια, ψεύτικες υποσχέσεις και τον επιθετικό έλεγχο των μέσων ενημέρωσης. Όπως έγραψε ο Φερούτσο Ντε Μπορτόλι, πρώην διευθυντής της «Corriere della Sera», ο πρώην δήμαρχος Φλωρεντίας δεν αντιλήφθηκε ότι, μετά από τρία χρόνια διακυβέρνησης, δεν ήταν πια στα μάτια των Ιταλών το αουτσάιντερ που ενσάρκωνε την υπόσχεση της αλλαγής: «Εκείνος ήταν πια η εξουσία», εκείνος που διέθετε τα μέσα ώστε να κάνει τα πράγματα να κινηθούν, αλλά δεν ανέλαβε πρωτοβουλίες («Il Fatto Quotidiano», 12 Δεκεμβρίου 2016).
Πέρα από τις προεκλογικές υποσχέσεις του –τις οποίες κανείς δεν πίστεψε πραγματικά– ότι θα αποσυρθεί από την πολιτική ζωή σε περίπτωση που χάσει το δημοψήφισμα, η βουλιμική σχέση του Ρέντσι με την εξουσία τον εμποδίζει να πάρει από την πολιτική την άδεια μακράς διαρκείας που τόσο του αξίζει. Μέσα στους επόμενους μήνες, πιθανότατα θα αναλάβει να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του στο εσωτερικό του PD, ώστε να αποφύγει οι κύριες τάσεις που τον στήριζαν μέχρι τώρα –ιδιαίτερα η ισχυρή τάση Area Dem, με επικεφαλής τον υπουργό Πολιτισμού Ντάριο Φραντσεσκίνι– να στραφούν προς τους βασικούς εσωκομματικούς ανταγωνιστές του, τον Πιερλουίτζι Μπερσάνι και τον Μάσιμο ντ’ Αλέμα. Ο Ρέντσι τάσσεται υπέρ της γρήγορης διάλυσης του Κοινοβουλίου και της διεξαγωγής πρόωρων εκλογών, στο όνομα του 40% που ψήφισε «Ναι», δηλαδή περίπου 12 εκατομμυρίων Ιταλών ψηφοφόρων. Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, το οποίο ο Ρέντσι πέτυχε χωρίς συμμάχους, θα του επιτρέψει να εμφανιστεί ως θύμα μιας συντηρητικής συμμαχίας που τον εμπόδισε να «εκσυγχρονίσει» τη χώρα. Περιμένοντας τις εκλογές, ο «Ροτταματόρε» συνεχίζει να ελέγχει διακριτικά τους μοχλούς εξουσίας.
Ο νέος πρωθυπουργός και πρώην υπουργός Εξωτερικών Πάολο Τζεντιλόνι, ο οποίος ορίστηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2016, συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά ενός αχυρανθρώπου. Διακριτική φιγούρα, που έλαβε ένα ισχνό 14% στις προκριματικές εκλογές της Κεντροαριστεράς για τη δημαρχία της Ρώμης το 2014, ο Τζεντιλόνι στηρίζεται στην ίδια κοινοβουλευτική πλειοψηφία με τον Ρέντσι και συνεχίζει σχεδόν με το ίδιο υπουργικό συμβούλιο. Μόνες αξιοσημείωτες αλλαγές: η αποπομπή της υπουργού Παιδείας Στεφανία Τζανίνι, η οποία, προωθώντας μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις, θεωρήθηκε βασική υπαίτιος για την ήττα της κυβέρνησης, και η αναβάθμιση της Μαρία Έλενα Μπόσκι. Προηγουμένως υπουργός Συνταγματικής Μεταρρύθμισης, από τους πιο έμπιστους συνεργάτες του Ρέντσι, η Μπόσκι ορίστηκε υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, θέση-κλειδί από την οποία περνούν όλες οι βασικές κυβερνητικές πρωτοβουλίες.
Εάν, ελέγχοντας την κυβέρνηση από έξω, ο «Ροτταματόρε» ελπίζει να υπαγορεύσει τη δράση και τη διάρκεια της κυβέρνησης Τζεντιλόνι, έχοντας ταυτόχρονα απελευθερωθεί ο ίδιος για την προεκλογική εκστρατεία που ξεκινά, στην πραγματικότητα βάζει το κόμμα του σε δύσκολη θέση. Το PD θα πρέπει να κουβαλήσει για ακόμη μία φορά το βάρος της κυβέρνησης μέσα σε προεκλογική περίοδο και, όπως αναγνώρισε ο Μάσιμο ντ’ Αλέμα («La Repubblica», 12 Δεκεμβρίου 2016), το κόμμα ενδεχομένως να καταλήξει να «σαρωθεί από ένα κύμα» στις επόμενες εκλογές, οι οποίες ανοίγουν πεδίο δόξης λαμπρό για τον Μπέπε Γκρίλο και τους οπαδούς του. Οι τελευταίοι άλλωστε έχουν ήδη φορέσει τα αγαπημένα τους ρούχα των υπερασπιστών της «αξιοπρέπειας των πολιτών» απέναντι σε μια κυβέρνηση και ένα κόμμα που ποδοπατά τη «λαϊκή κυριαρχία» (7).
Το M5S κατόρθωσε να εμφανιστεί στους ψηφοφόρους ως η κύρια δύναμη που αντιτίθετο στη συνταγματική μεταρρύθμιση. Για μήνες, μονοπώλησε το πολιτικό ενδιαφέρον και τα φώτα των μέσων ενημέρωσης, ιδιαίτερα χάρη στον ανερχόμενο αστέρα του, Αλεσάντρο ντι Μπατίστα. Ο νεαρός βουλευτής διεξήγαγε μια αξιοσημείωτη θερινή εκστρατεία, οργώνοντας την Ιταλία και τις παραλίες της με ένα μοτοποδήλατο που έγραφε «#iodicono» («Εγώ λέω “Όχι”»), την ώρα που οι εκπρόσωποι των υπόλοιπων πολιτικών δυνάμεων απολάμβαναν τις διακοπές τους. Έτσι, τα άλλα κόμματα που σταδιακά πήραν θέση κατά της συνταγματικής μεταρρύθμισης έγιναν ουρά του M5S, το οποίο προσπαθεί πλέον να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, ζητώντας πρόωρες εκλογές. Κατά ειρωνικό τρόπο, με βάση τον εκλογικό νόμο που ψηφίστηκε τον Μάιο του 2015 (8) και έγινε αντικείμενο σφοδρής κριτικής από τον Γκρίλο, ο οποίος τον κατήγγειλε ως «εξαπάτηση» του ιταλικού λαού, το M5S βρίσκεται σε θέση ισχύος για να επικρατήσει στις επόμενες εκλογές. Πολύ περισσότερο που ο φόβος απέναντι στα «αντιπολιτικά» κινήματα μοιάζει να έχει ξεθωριάσει: την επομένη της επικράτησης του «Όχι», οι αγορές και οι τράπεζες δεν επλήγησαν από τον κατακλυσμό που είχε προαναγγελθεί. Στην πραγματικότητα, ίσως ο φόβος των Ιταλών και των Ευρωπαίων ηγετών να περιορίζεται…
Μόνο το M5S κατάφερε να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους του στην ίδια γραμμή: το 95% των οπαδών του ψήφισε «Όχι» στο δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου (9). Το κόμμα του Γκρίλο έμαθε να κάνει πολιτική. Διαθέτοντας μεγάλη ευελιξία, αποδεικνύεται ικανό να εμφανίζεται στην κοινή γνώμη με τα πιο διαφορετικά πρόσωπα: εγγυητής της δικαιοσύνης, υπερασπιστής των συνταγματικών αρχών, προστάτης των δικαιωμάτων των αδυνάτων, μεταρρυθμιστικό, οικολογικό, αντιμεταναστευτικό και αντιευρωπαϊκό. Γνωρίζει να προτάσσει, ανάλογα με τις περιστάσεις, την κινηματική του πλευρά ή το θεσμικό του πρόσωπο χωρίς ποτέ να χάνει, στα μάτια των Ιταλών και ιδιαίτερα των νέων, τη «διαφορετικότητά» του σε σχέση με τα υπόλοιπα κόμματα. Μόλις έρθουν στα πράγματα πάντως, οι εκπρόσωποι του M5S μπορεί να αποδειχθούν λιγότερο εντυπωσιακοί. Τέτοια είναι η περίπτωση του δήμου της Ρώμης. Τον Ιούνιο του 2016, εξελέγη δήμαρχος η Βιρτζίνια Ράτζι και από τότε ο δήμος έχει παραλύσει από τις αλλεπάλληλες παραιτήσεις και τις εσωτερικές διαμάχες. Στις 15 Δεκεμβρίου 2016, με εντολή των δικαστικών αρχών, διεξήχθη έρευνα στο Καπιτώλιο, έδρα του δήμου της Ρώμης.
Ο Μπερλουσκόνι, ο οποίος αναστήθηκε για μία ακόμη φορά, μοιάζει να είναι ο άλλος μεγάλος νικητής του δημοψηφίσματος. Έχοντας διατηρήσει συνετή στάση για κάποιο διάστημα, οσμίστηκε, ως έμπειρο πολιτικό ον, τις διαθέσεις του εκλογικού σώματος και, την τελευταία στιγμή, τοποθέτησε το κόμμα του, τη Forza Italia, στο στρατόπεδο του «Όχι». Με τον τρόπο αυτό, ακόμη κι αν σημαντική μερίδα των ψηφοφόρων του τάχθηκαν υπέρ της μεταρρύθμισης (μεταξύ 20% και 40%, ανάλογα με την περιοχή, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Istituto Cattaneo) και μολονότι δεν έχει πια βλέψεις για να κυβερνήσει τη χώρα, ο Μπερλουσκόνι κατόρθωσε να αποκτήσει ξανά σημαντικό πολιτικό ρόλο για τις μελλοντικές ισορροπίες. Ειδικά εάν, όπως ελπίζει, το γερμανικό μοντέλο του «μεγάλου συνασπισμού επιβληθεί τελικά εκ των συνθηκών μετά τις εκλογές.
Η μειοψηφική τάση του PD αμφιταλαντεύτηκε επίσης για πολύ καιρό πριν πάρει θέση, σχεδόν πολύ αργά, υπέρ του «Όχι». Μολονότι η συγκεκριμένη επιλογή σίγουρα συνέβαλε στην ήττα του Ρέντσι, ο οποίος στερήθηκε γύρω στο 30% των ψήφων του PD –απώλεια που κάλυψε μόνο σε κάποιο βαθμό από τους κεντροδεξιούς ψηφοφόρους– ενίσχυσε όμως και την εικόνα των Μπερσάνι και ντ’ Αλέμα ως καιροσκόπων, οι οποίοι μοιάζουν, περισσότερο ακόμη κι από τους Μπερλουσκόνι και Ρέντσι, ως ενσάρκωση του κατεστημένου, του κύκλου ανθρώπων της εξουσίας που ενδιαφέρονται πάνω απ’ όλα για τη δική τους επιβίωση.
Μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε να δημιουργήσει χώρο στα αριστερά του PD. Το κόμμα Αριστερά, Οικολογία, Ελευθερία (Sinistra Ecologia Libertà, SEL) αντιτάχθηκε σφοδρά στη συνταγματική μεταρρύθμιση και συγκαταλέγεται στους νικητές του δημοψηφίσματος. Κατά παράδοξο τρόπο όμως, τα περιθώρια πολιτικής παρέμβασής του έγιναν πιο στενά, καθώς η εκστρατεία του επισκιάστηκε πλήρως από την αντίστοιχη του M5S. Η SEL, που λαμβάνει στις δημοσκοπήσεις ένα ισχνό 4% και ταυτόχρονα είναι διαιρεμένη σε διάφορες τάσεις και ομαδοποιήσεις, δυσκολεύεται να βρει ξεκάθαρο πολιτικό ρόλο. Ο χώρος της κοινωνικής διαμαρτυρίας καταλαμβάνεται σχεδόν πλήρως από το κίνημα του Γκρίλο, το οποίο εμποδίζει τη στροφή της διαμαρτυρίας σε αντιφιλελεύθερη κατεύθυνση. Ωστόσο, επισκιάζοντας και την ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά, το M5S συμβάλλει στη συγκράτηση της ξενοφοβίας, η οποία είναι πολύ ισχυρή αλλού στην Ευρώπη.
Η ιταλική κοινοβουλευτική Αριστερά χαρακτηρίζεται από έλλειψη πολιτικής φαντασίας, αναπαράγει τις ίδιες συνταγές από τη δεκαετία του 1980. Την επομένη του δημοψηφίσματος, η προβεβλημένη φυσιογνωμία της SEL και πρώην δήμαρχος Μιλάνου, Τζουλιάνο Πιζαπία, δήλωσε ανοιχτός σε ενδεχόμενο συμμαχίας με το PD, εάν το κυβερνητικό κόμμα διέκοπτε όλους τους δεσμούς του με τις κεντρώες δυνάμεις που εξασφαλίζουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία του τα τελευταία χρόνια. Δήλωσε μάλιστα και υποψήφιος να αναλάβει έναν τέτοιο ρόλο στήριξης, μόλις θα έχει ενώσει «την εκτός PD Αριστερά» σε ένα «νέο προοδευτικό πλαίσιο» («La Repubblica», 7 Δεκεμβρίου 2016).
Ο εθνικός συντονιστής της SEL Νικόλα Φρατογιάνι χαρακτήρισε το συγκεκριμένο σχέδιο «δημοκρατία χωρίς τον λαό», ακατάλληλο «να διατυπώσει πολιτική εκτίμηση για την πραγματική χώρα» («Huffington Post», 5 Δεκεμβρίου 2016). Ο Φρατογιάνι καλεί, από την πλευρά του, σε συνένωση της Αριστεράς που αντιτίθεται στον νεοφιλελευθερισμό (επομένως και το PD), «όπως κάνει η Αριστερά παντού στον κόσμο, από τον Σάντερς και τον Κόρμπιν μέχρι τον Ιγλέσιας και τον Τσίπρα» («Il Manifesto», 3 Δεκεμβρίου 2016). Αλλά ο Φρατογιάνι μοιάζει να λησμονεί ότι οι προοδευτικές εμπειρίες στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ισπανία, στην Ελλάδα ωρίμασαν μέσα σε συνθήκες ισχυρών κοινωνικών κινητοποιήσεων. Το πολιτικό περιτύλιγμα δεν δημιουργεί κίνημα. Τα κοινωνικά στρώματα που υφίστανται τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης θεωρούν καλύτερες λύσεις το M5S και, σε μικρότερο βαθμό, τη Λέγκα του Βορρά. Εάν με αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις δεν διαμορφωθούν νέοι «συναισθηματικοί δεσμοί» (για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Αντόνιο Γκράμσι), οποιοδήποτε σχέδιο «εναλλακτικής» Αριστεράς κινδυνεύει να απομείνει «χωρίς τον λαό».