«Πλησιάστε το μάτι σας… Ευχαριστούμε για τη συνεργασία». Η μεταλλική φωνή προέρχεται από ένα κουτί με φωτεινές λυχνίες στερεωμένο σε έναν αρθρωτό βραχίονα και απευθύνεται στους Σύριους πρόσφυγες. Σε αυτό το σουπερμάρκετ, φυτεμένο στη μέση του καταυλισμού Ζαατάρι στην Ιορδανία, προκειμένου κάποιος να πληρώσει τις αγορές του, θα πρέπει πλέον να υποβληθεί στη σάρωση του ματιού του στο ταμείο. Χάρη στην αναγνώριση της ίριδας του ματιού από αυτό το σύστημα που εγκαταστάθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) τον Φεβρουάριο του 2016, ελέγχεται η ταυτότητα του πρόσφυγα και στη συνέχεια η ύπαρξη υπολοίπου στον εικονικό λογαριασμό του, στον οποίο κάθε μήνα πιστώνονται 50 δολάρια από μια τοπική τράπεζα, την Jordan Ahli Bank. Σύμφωνα με την ενθουσιώδη ανακοίνωση της UNHCR, η διαδικασία «πραγματοποιείται τάχιστα, με μια ματιά» και επιτρέπει να «αποφεύγονται οι απάτες». Λίγους μήνες αργότερα, το σύστημα εγκαταστάθηκε και στο Αζράκ, τον άλλο μεγάλο καταυλισμό Σύριων προσφύγων, στα βόρεια της χώρας.
Είτε πρόκειται για άτομα που μόλις πέρασαν τα σύνορα για να γλιτώσουν από τις μάχες είτε ζουν στον καταυλισμό εδώ και αρκετά χρόνια, πολλοί πρόσφυγες δεν βάζουν το ζήτημα των βιομετρικών μεθόδων στην πρώτη γραμμή των ανησυχιών τους. «Κατά κάποιο τρόπο είναι πιο πρακτικό, δεν μπορείς πια να χάσεις την κάρτα σου», σχολιάζει λακωνικά μια γυναίκα στους διαδρόμους του σουπερμάρκετ. Το μόνο που την ενοχλεί είναι ότι δεν μπορεί πλέον να στέλνει τα παιδιά της να ψωνίζουν αντί γι’ αυτήν. Ωστόσο, στο Αμμάν, την πρωτεύουσα της χώρας, ο Χάνι Μαουέντ, Σύριος πρώην δημοσιογράφος που έχει περάσει από το Ζαατάρι, δηλώνει ότι πολλοί πρόσφυγες εκφράζουν κατ’ ιδίαν την ανησυχία τους: «Γι’ αυτούς, το ζήτημα είναι σημαντικό. Ζουν ήδη μέσα σε στρατόπεδα, άρα ολόκληρο το περιβάλλον τους βασίζεται στον καταναγκασμό: τα πάντα τούς επιβάλλονται. Αντιμετωπίζουν αυτό το σύστημα ως μια επιπλέον δέσμευση».
Με έδρα από το 2003 στις Νήσους Καϋμάν, έναν από τους πλέον αδιαφανείς φορολογικούς παραδείσους του πλανήτη, η εταιρεία IrisGuard είχε ώς τώρα εγκαταστήσει το σύστημα αναγνώρισης ίριδας μονάχα σε αμερικανικές φυλακές, σε συνοριακά φυλάκια των Αραβικών Εμιράτων ή σε μονάδες δίωξης ναρκωτικών της ιορδανικής αστυνομίας. Στο διοικητικό συμβούλιό της συμμετέχουν ο Ρίτσαρντ Ντίαρλοβ (διευθυντής μέχρι το 2004 της Secret Intelligence Service, της υπηρεσίας πληροφοριών εξωτερικού της βρετανικής κυβέρνησης) και η Φράνσες Τάουνσεντ (ειδική σύμβουλος του Τζορτζ Μπους σε ζητήματα εσωτερικής ασφάλειας και αντιτρομοκρατίας την περίοδο 2004-2008). Μια «προσφορά πολύτιμης εμπειρίας» για τον Ίμαντ Μάλχας, ιδρυτή και γενικό διευθυντή της εταιρείας, που αναγνωρίζει απερίφραστα τους στόχους της επιχείρησής του, που έχουν να κάνουν αμιγώς με την ασφάλεια. «Με γοητεύει αυτή η τεχνολογία. Ξέρετε, κανένα ανθρώπινο ον δεν έχει την ίδια ίριδα και, επιπλέον, είναι το μόνο στοιχείο του σώματος που παραμένει αναλλοίωτο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής. Σε σχέση με τα δακτυλικά αποτυπώματα, η μέθοδος είναι πολύ πιο αξιόπιστη». Θεωρώντας ότι η αγορά έχει μέλλον για την εταιρεία του, «προσέφερε» μηχανήματα στην UNHCR. Σε αντάλλαγμα, λαμβάνει 1% από κάθε πληρωμή που πραγματοποιούν οι πρόσφυγες. «Όλα αυτά κοστίζουν στην UNHCR 20% φθηνότερα σε σχέση με το παλιό σύστημα διανομής δεμάτων με τρόφιμα. Τώρα, επιδιώκουμε να επεκταθούμε σε δύο επίπεδα: οριζοντίως, δηλαδή στο εσωτερικό του ΟΗΕ, και γεωγραφικά, στην Τουρκία, που σήμερα υποδέχεται τους περισσότερους Σύριους πρόσφυγες (1). (…) Ελπίζουμε ότι πολύ σύντομα θα εξασφαλίσουμε νέες αγορές».
Ήδη από το 2002, δηλαδή πάνω από τρία χρόνια πριν από την εισαγωγή του βιομετρικού διαβατηρίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η UNHCR ξεκινούσε στο Αφγανιστάν «την πρώτη εφαρμογή παγκοσμίως της τεχνολογίας αναγνώρισης της ίριδας»: ένα «πειραματικό» πρόγραμμα για την αναγνώριση της ταυτότητας των Αφγανών προσφύγων που επέστρεφαν στη χώρα από τους καταυλισμούς του γειτονικού Πακιστάν (2). Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η κυβέρνηση προχώρησε στη βιομετρική ταυτοποίηση του συνόλου του αφγανικού πληθυσμού, μετατρέποντας το Αφγανιστάν στην πλέον προηγμένη χώρα στον τομέα (3). Ένα γεγονός παράδοξο για ένα κράτος που συχνά κατατάσσεται στα φτωχότερα του πλανήτη. «Σε όλους τους προσφυγικούς καταυλισμούς, οι περιθωριοποιημένοι πληθυσμοί χρησιμοποιούνται ως πειραματόζωα για τις νέες βιομετρικές εφαρμογές», υποστηρίζει ο Πολ Κυριόν, ανεξάρτητος σύμβουλος σε ανθρωπιστικά ζητήματα, με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία κυρίως στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν για λογαριασμό πολλών ΜΚΟ. «Για τις επιχειρήσεις που αναπτύσσουν αυτές τις τεχνολογίες, τα στρατόπεδα προσφύγων είναι πραγματικό “λαχείο”. Τους επιτρέπει να δίνουν στην επιχείρησή τους μια ανθρωπιστική εικόνα, να δοκιμάζουν τα εργαλεία τους σε μεγάλη κλίμακα και να προσεγγίζουν τις δυτικές κυβερνήσεις για να πουλήσουν τα προϊόντα τους». Οι επιχειρήσεις βρίσκουν εκεί πληθυσμούς υπάκουους, που είναι μάλλον απίθανο να κινητοποιηθούν πολιτικά.
Από το 2002, η UNHCR έχει εγκαταστήσει συστήματα βιομετρικής καταγραφής σε σχεδόν δέκα χώρες, από τη Μαλαισία ώς την Κένυα. Το 2008 ανέθεσε στον Σάιμον Ντέιβις, ιδρυτή της οργάνωσης Privacy International και ειδικό στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, να αξιολογήσει το νέο σύστημα σε αρκετούς καταυλισμούς: «Αυτό που ανακαλύψαμε ήταν εξαιρετικά ανησυχητικό. Σε αυτό το περιβάλλον, όλοι είναι απελπισμένοι κι έτσι οι πρόσφυγες είναι έτοιμοι να δεχθούν οτιδήποτε. Στην Αιθιοπία για παράδειγμα, ανησυχούσαν σοβαρά για τα δακτυλικά αποτυπώματα: έλεγαν ότι τους έπαιρναν την ταυτότητα, κάτι δικό τους. (…) Ανακαλύψαμε υπολογιστές που περιείχαν εμπιστευτικές πληροφορίες δίχως κρυπτογράφηση, κρυφές συμφωνίες με τις χώρες υποδοχής όσον αφορά την πρόσβασή τους στα δεδομένα, κυρίως στη Μαλαισία. Και ήταν αδύνατον να έχουμε πρόσβαση στις συμφωνίες που έχουν συναφθεί με αυτές τις επιχειρήσεις. Στην Ευρώπη, η συγκέντρωση και διακράτηση παρόμοιων δεδομένων θα ήταν εντελώς παράνομη». Η αναφορά διαβιβάστηκε στη διεύθυνση της UNHCR, η οποία την «έθαψε» και δεν την δημοσίευσε ποτέ. Ο οργανισμός παρέκαμψε το ζήτημα της συγκατάθεσης των προσφύγων.
Εννέα χρόνια μετά από αυτές τις προειδοποιήσεις, ο οργανισμός δεν έχει τροποποιήσει τις μεθόδους συλλογής δεδομένων. Η Κάτζα Λίντσκοβ Γιάκομπσεν, καθηγήτρια στο κέντρο στρατιωτικών ερευνών του πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, καταγγέλλει την περιττή και επικίνδυνη δημιουργία του «ψηφιακού πρόσφυγα» από την UNHCR: «Παραδόξως, η μεγάλης κλίμακας εισαγωγή της βιομετρίας την τελευταία δεκαετία έκανε τους πρόσφυγες ακόμα πιο ευάλωτους. Οι πολιτικές προστασίας των προσωπικών δεδομένων είναι εξαιρετικά ασαφείς. Μπορούν να ανταλλάσσονται μεταξύ κρατών, όπως συνέβη στην Κένυα, που διασταύρωσε τη βάση των προσφύγων με εκείνη των πολιτών της. Στους διαγωνισμούς για την προμήθεια των συστημάτων αναφέρεται μάλιστα ρητά ότι ο διαμοιρασμός αυτών των πληροφοριών ανήκει στη “διακριτική ευχέρεια της UNHCR”.» Πολύτιμες πληροφορίες, που η εμπορική και πολιτική εκμετάλλευσή τους μοιάζει με υπόσχεση για ένα «φωτεινό» μέλλον…