el | fr | en | +
Accéder au menu

Μοζαμβίκη: Ποιος σκότωσε τον Σαμόρα Μασέλ;

Η πρωτοβουλία που ξεχείλισε το ποτήρι για την Πρετόρια

Στις 19 Οκτωβρίου του 1986, ο πρώτος πρόεδρος της ανεξάρτητης Μοζαμβίκης, Σαμόρα Μασέλ, 53 ετών, πεθαίνει σε ένα αεροπορικό δυστύχημα στην πλαγιά του λόφου του Μπουζίνι, στα βορειοανατολικά της Νότιας Αφρικής. Επέστρεφε, επιβαίνοντας σε ένα Τουπόλεφ Tu-134, από την ’Mμπάλα της βόρειας Ζάμπια, όπου είχε συμμετάσχει σε μια περιφερειακή σύνοδο κορυφής. Από τους τριάντα τρεις επιβαίνοντες –τον πρόεδρο, τη συνοδεία του και το σοβιετικό πλήρωμα– επέζησαν μόλις εννέα.

Τριανταένα χρόνια μετά, τα αίτια του δυστυχήματος παραμένουν μυστηριώδη. Η εκδοχή της Νότιας Αφρικής, που στέκεται στα λάθη που έκαναν οι πιλότοι, κυριαρχεί στα πολιτικά γραφεία της Δύσης. Αλλά για τη Μόσχα και το Μαπούτο, τους τότε συμμάχους, το αεροπλάνο είχε παρεκκλίνει από την πορεία του εξαιτίας του σήματος ενός ραδιοφάρου VOR (από τα αρχικά του very high frequency omnidirectional range). Αυτός εξέπεμπε στις ίδιες συχνότητες με το αεροδρόμιο του Μαπούτο που, πολύ βολικά, είχε βυθιστεί στο σκοτάδι εκείνο το βράδυ.

Αμέσως, η Σοβιετική Ένωση και η Μοζαμβίκη απαιτούν επιτόπια έρευνα. Μαζί τους, μέλος στην τριμερή επιτροπή που συγκροτήθηκε μετά την καταστροφή είναι και η Νότια Αφρική –και χρονοτριβεί. Κωφεύοντας στα αιτήματά τους και σε εκείνα των εμπειρογνωμόνων του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας, δεν αποστέλλει τα μαύρα κουτιά παρά έναν μήνα μετά το δυστύχημα.

Τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα των γαλλικών αρχών το 2016, λόγω της παρόδου τριακονταετίας από τη συντριβή του αεροσκάφους, δικαιώνουν τη χώρα του απαρτχάιντ. Αποκαλύπτουν κυρίως τον ψηλομύτικο ερασιτεχνισμό της γαλλικής διπλωματίας σε αυτή την υπόθεση. Ένα τηλεγράφημα της 13ης Ιουλίου του 1987, υπογεγραμμένη από τον Ζεράρ Κρος, τον Γάλλο πρέσβη στο Μαπούτο, υπαινίσσεται, ενάντια σε κάθε στοιχείο, αμέλεια από την πλευρά του Προέδρου: «Ο Μασέλ είχε προειδοποιηθεί για τα απαξιωμένα αεροσκάφη και τα ελαττώματα της εναέριας διακυβέρνησης των Σοβιετικών».

Οι δύο αυτές κατηγορίες δεν εμφανίζονται στη νοτιοαφρικανική έκθεση που δημοσιεύτηκε στις 9 Ιουλίου το 1987 υπό τη διεύθυνση του δικαστή Σέσιλ Μάργκο. Ο πρώην αξιωματικός της νοτιοαφρικανικής πολεμικής αεροπορίας γνώριζε ότι το Τουπόλεφ 134Α είχε κατασκευαστεί το 1980 και διέθετε τον πιο σύγχρονο εξοπλισμό. Όσον αφορά την υποτιθέμενη μέθη των πιλότων, πρόκειται για μια επινόηση του υπουργού Εξωτερικών της Νότιας Αφρικής Ρούλοφ Φρέντερικ «Πικ» Μπότα, εικοσιτέσσερις ώρες μετά το δυστύχημα και πριν από οποιαδήποτε αυτοψία. Η νοτιοαφρικανική έκθεση καταλήγει ότι το δυστύχημα οφείλεται σε ανθρώπινο λάθος εκ μέρους των πιλότων. Πέφτει όμως σε αντιφάσεις, υπονοώντας ότι η συντριβή «ήταν το αποτέλεσμα προσχεδιασμένης ενέργειας μέσω ενός VOR στην ίδια τη Μοζαμβίκη», προσθέτοντας ταυτόχρονα ότι… «η ύπαρξη ενός παραπλανητικού ραδιοφάρου δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για το δυστύχημα»!

Ο Μάργκο ήταν πιλότος βομβαρδιστικών αεροπλάνων κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και έπειτα στο Ισραήλ το 1948, όπου πήγε μετά από αίτημα του φίλου του, του Ισραηλινού πρωθυπουργού Νταβίντ Μπεν Γκουριόν. Η καριέρα του ως ειδικού ερευνητή για αεροπορικά δυστυχήματα ξεκίνησε το 1961, με τη συντριβή του DC-6 που είχε κοστίσει τη ζωή στον Γενικό Γραμματέα του Ο.Η.Ε. Νταγκ Χάμαρσολντ, κοντά στη Ντόλα της Βόρειας Ροδεσίας (σημερινή Ζάμπια). Και εκείνη η έρευνά του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πτώση οφειλόταν σε λάθος των πιλότων. Εδώ και μερικά χρόνια αυτή η εκδοχή αμφισβητείται από τον ΟΗΕ, ο οποίος το 2016 ζήτησε να ανοίξει εκ νέου η υπόθεση (1).

Στην περίπτωση της συντριβής στο Μπουζίνι, οι μαρτυρίες ήρθαν να ενισχύσουν τη θέση της Μοζαμβίκης και της Ρωσίας, οι οποίες το 1996 απαίτησαν ξανά το άνοιγμα της έρευνας και μια εις βάθος ανάλυση των συντριμμιών του αεροσκάφους –μέρος των οποίων είχαν πάρει οι Νοτιοαφρικανοί, «λες κι ήταν κυνηγετικά τρόπαια», σύμφωνα με τη διατύπωση της χήρας του προέδρου της Μοζαμβίκης Γκράσα Μασέλ (η οποία το 1998 παντρεύτηκε, σε δεύτερο γάμο, τον Νέλσον Μαντέλα).

Έχοντας φύγει προς αναζήτηση βοήθειας, ένας από τους επιζώντες, ο Φερνάντο Μάνουελ Ζοάο, σωματοφύλακας του Μασέλ, διηγείται ότι, επιστρέφοντας στο σημείο του δυστυχήματος, βρήκε επίλεκτες ομάδες του νοτιοαφρικανικού στρατού, πολλούς υψηλόβαθμους αξιωματικούς και μέλη της εκτελεστικής εξουσίας, εκ των οποίων και ο πανίσχυρος υπουργός άμυνας Μάγκνους Μάλαν. Οι στρατιώτες έψαχναν εντατικά το αεροπλάνο αναζητώντας διπλωματικούς σάκους, μην διστάζοντας να ρωτήσουν τους τραυματίες σε ποιες θέσεις κάθονταν ο πρόεδρος Μασέλ και οι συνεργάτες του. Οι πρώτες βοήθειες δεν έφτασαν παρά μετά από οκτώ ώρες. Ήταν πολύ αργά για ορισμένους τραυματίες…

Ο Μασέλ υπήρξε ο πατέρας της ανεξαρτησίας της Μοζαμβίκης, που προηγουμένως ήταν πορτογαλική αποικία. Στρατιωτικός διοικητής του αντάρτικου που ξεκίνησε το 1964 από το Απελευθερωτικό Μέτωπο Μοζαμβίκης (Frelimo), αναλαμβάνει την ηγεσία του το 1970, έναν χρόνο μετά τη δολοφονία του Εντουάρντο Μοντλάνε, πρώτου επικεφαλής του Frelimo, με ένα δέμα παγιδευμένο με εκρηκτικά. Αναγνωρισμένος από τη Λισαβόνα ως ο μοναδικός συνομιλητής στις διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν μετά την πτώση της πορτογαλικής δικτατορίας το 1974, ανέρχεται στην εξουσία στις 25 Ιουνίου 1975. Υποστηριζόμενος από τη μαρξιστική πτέρυγα του Μετώπου, ο νεαρός, 42χρονος πρόεδρος θέτει τα θεμέλια μιας σοσιαλιστικής οικονομίας, κάτι που σύντομα ωθεί δεκάδες χιλιάδες παλιούς αποίκους σε έξοδο από τη χώρα. Αρχίζει να εφαρμόζει μια βολονταριστική –και μάλιστα αυταρχική– πολιτική «εξορθολογισμού» του αγροτικού κόσμου, με πηγή έμπνευσης την εμπειρία της Τανζανίας από τα χωριά ουτζαμά (ujamaa) (2). Αυτό του κοστίζει την εναντίωση των παραδοσιακών φυλάρχων της κεντρικής και της βόρειας περιοχής της χώρας.

Εντούτοις, δεν ξεκίνησε από την ύπαιθρο το κυριότερο κίνημα κατά του Frelimo. Η Εθνική Αντίσταση Μοζαμβίκης (Renamo), δημιούργημα της αστικής τάξης και λευκών αποίκων από τη γειτονική Ροδεσία (σημερινή Ζιμπάμπουε), που προσάπτουν στο Μέτωπο τη υποστήριξή του στο αντάρτικο του Ρόμπερτ Μουγκάμπε (3), συγκεντρώνει μισθοφόρους και εκμεταλλεύεται τη δυσαρέσκεια των αγροτικών περιοχών. Διεξάγει τις πρώτες της εντυπωσιακές ενέργειες το 1977.

Μετά την ανεξαρτησία της Ζιμπάμπουε, το 1980, και την άνοδο του Μουγκάμπε στο αξίωμα του πρωθυπουργού (παραμένει έως σήμερα στην εξουσία), η Νότια Αφρική παίρνει τη σκυτάλη της αντιπολίτευσης από τον Μασέλ, ο οποίος είχε αποφασίσει να δώσει στέγη στο εξόριστο Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (ANC, κίνημα εναντίον του απαρτχάιντ). Η Πρετόρια υποστηρίζει το Renamo με όλα τα μέσα, στρατιωτικά και οικονομικά. Με ένα ακαθάριστο εγχώριο προϊόν τότε 25 φορές υψηλότερο από εκείνο της Μοζαμβίκης, η Νότια Αφρική αποτελεί ήδη την πρώτη δύναμη στην υποσαχάρια Αφρική. Εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από τη γείτονά της, ιδίως σε σχέση με την κίνηση του λιμανιού του Μαπούτο, η Μοζαμβίκη καταλήγει εξασθενημένη μέσα σε μερικά χρόνια. Οι επιθέσεις του Renamo εμποδίζουν κάθε αγροτική προσπάθεια και οι δολιοφθορές των γραμμών υψηλής τάσης του φράγματος Καούρα Μπάσα στερούν από τη χώρα το ηλεκτρικό ρεύμα.

Έτσι, ο Μασέλ ψάχνει μια συμβιβαστική λύση με την Πρετόρια. Το Μάρτιο του 1984 υπογράφει με τον πρωθυπουργό της Νότιας Αφρικής Πίτερ Βίλεμ Μπότα τη συνθήκη του Νκομάτι (πόλη της Νότιας Αφρικής, κοντά στα σύνορα με τη Μοζαμβίκη). Με αυτό το σύμφωνο καλής γειτονίας, οι δύο χώρες δεσμεύονται να διακόψουν την υποστήριξη αντάρτικων κινημάτων που ενοχλούν τον άλλο εταίρο και να επαναλάβουν την οικονομική συνεργασία (4).

Η Μοζαμβίκη συμμορφώνεται πολύ γρήγορα, θέτοντας τέλος στην ελευθερία δράσης του στρατιωτικού τμήματος του ANC στο έδαφός της, απελαύνοντας τους βασικούς επικεφαλής του –μόνο τα πολιτικά στελέχη, κυρίως ερευνητές και πανεπιστημιακοί, θα παραμείνουν στη χώρα μέχρι το τέλος του απαρτχάιντ. Αντίθετα, η Νότια Αφρική δεν τηρεί το δικό της μέρος της συνθήκης, περιοριζόμενη να μεταφέρει στο συμμαχικό της Μαλάουι τον κυριότερο όγκο του επιχειρησιακού εξοπλισμού του Renamo. Στο εξής, οι μοζαμβικανοί στασιαστές θα πραγματοποιούν τις επιχειρήσεις τους και θα ανεφοδιάζουν τις βάσεις τους από αυτή την περιοχή-θύλακα.

Χωρίς να εγκαταλείπει τα μαρξιστικά ιδανικά του, και μάλλον αγνοώντας τη διάδοση των φιλελεύθερων ιδεών στις ίδιες του τις τάξεις, ο Μασέλ αρχίζει να υπολογίζει στη φιλία που του επέδειξε η Βρετανίδα πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ. Η Σιδηρά Κυρία τού είναι ευγνώμων για τη συμβολή του στην επιτυχία των συμφωνιών του Λάνκαστερ Χάουζ το 1979, που επισφράγισαν την ανεξαρτησία της Ζιμπάμπουε, με τον αξιοσημείωτο όρο ότι ορισμένα δικαιώματα θα είναι εγγυημένα για τη λευκή μειονότητα (5). Τον Σεπτέμβριο του 1985, έναν χρόνο μετά τη συνθήκη του Νκομάτι, ο Μασέλ έγινε δεκτός από τον Αμερικανό πρόεδρο Ρόναλντ Ρήγκαν, ο οποίος τον συγχαίρει με τη σειρά του για την «εποικοδομητική σχέση» που ξεκίνησε με τη Νότια Αφρική και τις οικονομικές προοπτικές που αυτή ανοίγει. Όμως, ούτε το Λονδίνο ούτε η Ουάσινγκτον, τότε ανεκτικές στο καθεστώς του απαρτχάιντ, ασκούν πίεση στην Πρετόρια προκειμένου να τηρήσει το σύμφωνο μη επίθεσης.

Μερικές μέρες πριν από τον θάνατό του, ο Μασέλ συγκαλεί μια περιφερειακή σύνοδο κορυφής με τις χώρες «της γραμμής του μετώπου». Απαιτεί από τον πρόεδρο του Μαλάουι, Χέιστινγκς Καμούζου Μπάντα, να διακόψει την υποστήριξή του στο Renamo, απειλώντας τον ότι θα κλείσει τα σύνορα, κάτι που θα στερούσε από τη χώρα του την πρόσβαση στον Ινδικό Ωκεανό. Τα κράτη «της γραμμής του μετώπου» (6) ήταν ένας ανεπίσημος περιφερειακός συνασπισμός που γεννήθηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1960, με σκοπό να αντισταθούν στις πολλαπλές πιέσεις, οικονομικές και κατόπιν στρατιωτικές, της χώρας του απαρτχάιντ. Όμως, πέραν των διαβεβαιώσεων περί αλληλεγγύης, η πλειονότητα των μελών της εξαρτιόταν υπερβολικά από τη Νότια Αφρική ώστε να πάρει αυστηρά μέτρα, όπως ο εμπορικός αποκλεισμός, εναντίον του ισχυρού γείτονά τους.

Την ημέρα της συντριβής του αεροσκάφους, οι αρχηγοί των κρατών της «γραμμής του μετώπου» συνήλθαν στη Ζάμπια, με επικεφαλής τον Μασέλ, με σκοπό ο Μομπούτου Σέσε Σέκο, πρόεδρος του Ζαΐρ (που το 1997 θα γίνει η Λαοκρατική Δημοκρατία του Κονγκό), να πειστεί να σταματήσει την υποστήριξή του στο αντάρτικο της Ένωσης για την Πλήρη Ανεξαρτησία της Ανγκόλας (Unita), η οποία επίσης χρηματοδοτείται από τη Νότια Αφρική. «Για την Πρετόρια, αυτή είναι η πρωτοβουλία που ξεχειλίζει το ποτήρι. Τότε ίσως είναι που αποφασίστηκε η εξόντωση του Σαμόρα Μασέλ ή, τουλάχιστον, ο εκφοβισμός του», μας εξηγεί ο Κόλιν Νταρτς, Νοτιοαφρικανός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν και συγγραφέας πλήθους μελετών για τη Μοζαμβίκη (7).

Στο Μαπούτο φουντώνουν οι φήμες για επικείμενη επίθεση από τη Νότια Αφρική. Η έκρηξη μιας νάρκης στα σύνορα, που αποδίδεται στο ANC (η ηγεσία του το διαψεύδει), τραυματίζει Νοτιοαφρικανούς στρατιώτες. Σε αντίποινα, η Πρετόρια αναστέλλει την πρόσληψη εργατών από τη Μοζαμβίκη στα χρυσωρυχεία της: μια σχεδόν πολεμική ενέργεια απέναντι σε μια χώρα με απελπιστικά άδεια δημόσια ταμεία, με κάπου 100.000 υπηκόους της να απασχολούνται τακτικά στη γείτονα χώρα, χωρίς σε αυτούς να υπολογίζουμε τους 170.000 παράνομους εργάτες.

«Πριν από το αεροπορικό δυστύχημα, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών είχαν αγγίξει το πιο χαμηλό τους σημείο», θυμάται ο Άντρε Τομασχάουζεν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πρετόρια, που την εποχή εκείνη βρισκόταν κοντά σε πολλούς ηγέτες του πολιτικού σχηματισμού του Renamo στη Νότια Αφρική. «Η Μοζαμβίκη είχε δυσαρεστηθεί από την κλιμάκωση του αντάρτικου του Renamo μετά τη συνθήκη του Νκομάτι, ενώ η Νότια Αφρική είχε συγκεντρώσει αρκετές αποδείξεις για την υποστήριξη του Frelimo στο ANC». Τα γεγονότα όμως είχαν συνέπειες και σε επίπεδο εσωτερικής πολιτικής. «Η αποτυχία της συνθήκης του Νκομάτι και της πολιτικής του Μασέλ», συνεχίζει ο πανεπιστημιακός, «ευνόησε την ήττα της μεταρρυθμιστικής πτέρυγας του Εθνικού Κόμματος, που ενσάρκωνε ο υπουργός Εξωτερικών “Πικ” Μπότα. Οι θεματοφύλακες της ασφάλειας («securocrats», «ασφαλειοκράτες») πήραν στη συνέχεια την εξουσία».

«Η συνθήκη δεν τηρήθηκε ποτέ»

Όπως αποκαλύπτουν οι δίκες που ξεκίνησαν το 1994, μετά την πτώση του απαρτχάιντ, εναντίον των εκτελεστών των ειδικών δυνάμεων, όπως ο Ευγένιος ντε Κοκ, οι εξτρεμιστές διεξήγαν μια εκστρατεία μίσους εναντίον της Μοζαμβίκης, υπερβάλλοντας σχετικά με τις βλάβες που προκαλούνταν εξαιτίας της υποστήριξής της στο ANC. Κατά τη διάρκεια μίας εκ των ακροάσεων, ο «Πικ» Μπότα παραδέχεται ότι σημαντικές αποφάσεις της νοτιοαφρικανικής κυβέρνησης στην πραγματικότητα λήφθηκαν με βάση τα ψεύδη. «Η συνθήκη του Νκομάτι δεν τηρήθηκε ποτέ από τα εξτρεμιστικά στοιχεία των ενόπλων δυνάμεων και της ασφάλειας της Πρετόρια. Ο Μασέλ αποτέλεσε αντικείμενο πολλών αποπειρών δολοφονίας, τις οποίες καταφέραμε να εμποδίσουμε εγκαίρως», μας εξομολογείται ο Σέρζιο Βιέιρα, υπουργός Ασφαλείας της Μοζαμβίκης την εποχή του δυστυχήματος.

Το 1996, η Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης, που συγκροτήθηκε επί προεδρίας Νέλσον Μαντέλα για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του απαρτχάιντ, συλλέγει πολλές μαρτυρίες σχετικά με το δυστύχημα του Τουπόλεφ. «Η πλειάδα των υποψιών της επιτροπής, οι οποίες εμπλέκουν τον νοτιοαφρικανικό στρατό, τις στρατιωτικές υπηρεσίες πληροφοριών και τις ειδικές δυνάμεις, δικαιολογούν το άνοιγμα μιας νέας δικαστικής έρευνας», δηλώνει το 1998 ο επικεφαλής των ερευνών της επιτροπής Ντουμίσα Ντσεμπέζα. Μια νέα δικαστική έρευνα που δεν θα πραγματοποιηθεί, παρά την επίσημη δέσμευση του Μαντέλα κατά τη δέκατη επέτειο της συντριβής του αεροσκάφους. «Παραμένουν αναπάντητα ερωτήματα σε σχέση με αυτό το ταξίδι, που έληξε με τον θάνατο ενός από τους μεγαλύτερους ηγέτες της Αφρικής», διακήρυξε στον τόπο του δυστυχήματος, πριν προσθέσει: «Δεν θα φεισθούμε προσπαθειών προκειμένου να αποκαλύψουμε και να κάνουμε γνωστή την αλήθεια».

Ο νοτιοαφρικανικός Τύπος ανακίνησε κατά καιρούς την υπόθεση της ύπαρξης συνεργών στη Μοζαμβίκη, ιδίως στην ανώτατη στρατιωτική ιεραρχία (8). «Το θέμα είναι να προστατέψουμε κάποιον στη Νότια Αφρική ή κάποιον στη Μοζαμβίκη;», αναρωτιέται ο Κόλιν Ντάρτς. «Εάν υπήρξε συνομωσία, γεγονός που θεωρώ αληθοφανές, αυτή ενέπλεξε πολύ κόσμο». Θεωρείται βέβαιο ότι τουλάχιστον δύο τεχνικοί του πύργου ελέγχου του αεροδρομίου του Μαπούτο, ο Κορνέλιο Βάσκο Κούμπε και ο Αντόνιο Καρντόσο ντε Χεσούς, στρατολογήθηκαν και πληρώθηκαν από τον Νοτιοαφρικανό πράκτορα Κρεγκ Ουίλιαμσον. Ο οποίος βρίσκεται επίσης πίσω από τη δολοφονία πολλών ακτιβιστών εναντίον του απαρτχάιντ που είχαν καταφύγει στο εξωτερικό, ανάμεσά τους η Ρουθ Φερστ, στο Μαπούτο το 1982, και η Ντούλσι Σεπτέμπερ, εκπρόσωπος του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, στο Παρίσι το 1988. Αυτό που μένει είναι να ξανανοίξει η έρευνα, ώστε να αποδειχθεί οριστικά η ενοχή της Πρετόρια σε αυτό το δυστύχημα.

Augusta Conchiglia

Δημοσιογράφος.
Θανάσης Κούτσης

(1Susan Williams, Who killed Hammarskjöld? The UN, the Cold War and White Supremacy in Africa, Hurst, Λονδίνο, 2011.

(2Βλ. Bernard Joinet, «Le socialisme tanzanien et les contraintes du système financier international», «Le Monde diplomatique», Οκτώβριος 1981.

(3Πβ. Christian Geffray, La Cause des armes au Mozambique. Anthropologie d’une guerre civile, Credu-Karthala, Παρίσι, 1990.

(4Βλ. Victoria Brittain και Kevin Watkins, «Impossible réconciliation en Angola et au Mozambique», «Le Monde diplomatique», Φεβρουάριος 1994.

(5Βλ. «Fin de règne à Harare», «Le Monde diplomatique», Σεπτέμβριος 2005.

(6Ανγκόλα, Μποτσουάνα, Λεσότο, Μαλάουι, Μοζαμβίκη, Σουαζιλάνδη, Τανζανία, Ζάμπια και Ζιμπάμπουε.

(7Colin Darch, «A guerra e as mudanças sociais recentes em Moçambique (1986-1992). Cenários para o futuro», «Estudos Afro-Asiáticos», Νo 23, Σάο Πάολο, Δεκέμβριος 1992.

(8Πβ. Debora Patta, «How Samora Machel signed his own death warrant: South Africa, Malawi fingered», 16 Οκτωβρίου 2016, www.malawiana.net

Μοιραστείτε το άρθρο