Όπως απέδειξε ο ιστορικός Ράινχαρτ Κόζελεκ, το αίσθημα της κρίσης είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένο με την κατάσταση του σύγχρονου ανθρώπου (1). Οι τεχνολογικές αλλαγές, οι κύκλοι της οικονομίας και οι πολιτισμικές εξελίξεις τροφοδοτούν μια αίσθηση διαρκούς καινοτομίας και, αντιστικτικά, μια αίσθηση τέλους εποχής. Ωστόσο, η κρίση συχνά είναι πραγματική, και μάλιστα πολλές κρίσεις εμφανίζονται παράλληλα. Αυτό συμβαίνει σήμερα, με τον αλληλοδιαπλεκόμενο κλονισμό των πολιτικών, οικονομικών και οικολογικών ισορροπιών. Πώς συναρθρώνονται αυτές οι τρεις διαστάσεις; Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, ο συγκεκριμένος προβληματισμός απασχόλησε τα κινήματα της κριτικής σκέψης.
Η σημερινή κρίση είναι καταρχάς πολιτική. Ο διάλογος επικεντρώνεται σε τρία ζητήματα. Το πρώτο εξετάζει εάν πρόκειται για εντάσεις απέναντι στις ελίτ που κατηγορούνται ότι είναι απίστευτα αρπακτικές και διεφθαρμένες ή για μια γενικευμένη δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, για μια «κρίση εκπροσώπησης», που μεταφράζεται σε υψηλά ποσοστά αποχής στις εκλογές, σε ακροδεξιά ψήφο ή ακόμα και στην άνοδο εξωθεσμικών πολιτικών κινημάτων τύπου «Ζώνες προς Υπεράσπιση» (2), όπως εκείνη της Νοτρ-Νταμ-ντε-Λαντ όπου επιχειρείται να κατασκευαστεί ένα αεροδρόμιο που προκαλεί σημαντικές αντιδράσεις.
Η πρώτη θέση υποστηρίζεται από τον Ίνιγο Ερεχόν, ιδρυτικό μέλος των Podemos: θεωρεί ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού εξακολουθεί να πιστεύει στη δικαιοσύνη, στα Κοινοβούλια, στη δημόσια διοίκηση, με λίγα λόγια στο δημοκρατικό κράτος (3). Αντίθετα, δεν πιστεύει στην ικανότητα των ελίτ –του περιβόητου 1%– να εργαστούν για το γενικό συμφέρον και τη δημιουργία πλούτου, αλλά και να σεβαστούν τους νόμους. Συνεπώς, κατ’ αυτόν, τα κριτικά κινήματα όπως οι Podemos οφείλουν να αγωνιστούν όχι για την υπέρβαση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αλλά για την επανεκκίνησή της σε υγιείς βάσεις. Αναμφίβολα, πρόκειται για μια μορφή νοσταλγίας για την πολιτική τάξη της μεταπολεμικής «λαμπρής αναπτυξιακής τριακονταετίας». Ο Ερεχόν επιμένει στην αναγκαιότητα να συνδυαστούν οι παρεμβάσεις στους θεσμούς εκπροσώπησης και τα κοινωνικά κινήματα «από κάτω», με στόχο την αναγέννηση της δημοκρατίας.
Το δεξιό ισοδύναμο αυτής της άποψης ενσαρκώνεται, για παράδειγμα, από τον Τραμπ. Και ο Αμερικανός πρόεδρος υπόσχεται να ξαναδώσει την εξουσία στον λαό, συνδυάζοντας την κριτική τόσο εναντίον των ελίτ της Ουάσιγκτον όσο και των κυρίαρχων ΜΜΕ. Αναφέρεται συχνά στο «κίνημα» που τον έφερε στην εξουσία: κατ’ αυτόν, υπερβαίνει την παλιά αντιπαράθεση μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών. Στις 24 Φεβρουαρίου 2017, σε μια συγκέντρωση συντηρητικών, δεν δίστασε να πλέξει το εγκώμιο του Μπέρνι Σάντερς, του υποψήφιου στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών, υποστηρίζοντας ότι πολλοί οπαδοί του τον ψήφισαν στις προεδρικές εκλογές.
Το δεύτερο ζήτημα του διαλόγου σχετικά με την πολιτική κρίση αφορά την ανάδυση εκείνου που ο κοινωνιολόγος Στιούαρτ Χολ αποκάλεσε τη δεκαετία του 1970 «αυταρχικό λαϊκισμό» και του οποίου ο θατσερισμός υπήρξε μία από τις πρώιμες εκδηλώσεις (4). Η συγκεκριμένη μορφή εμφανίζεται σε συγκυρίες καθοδικής οικονομικής δραστηριότητας και αποδυνάμωσης των σχηματισμών της Αριστεράς: μια διπλή κρίση που θρυμματίζει τη «σοσιαλδημοκρατική» μεταπολεμική συναίνεση.
Σύμφωνα με τον Χολ, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του λαϊκισμού αυτού συχνά συνίσταται στην καπήλευση αξιών της Αριστεράς, διαστρέφοντας την αρχική έννοιά τους προκειμένου να τους προσδώσει αντιδραστικό περιεχόμενο. Για παράδειγμα, ο εκδημοκρατισμός των κοινωνιών εδραίωσε βαθύτατα στον πληθυσμό την επιθυμία για ισότητα. Ο θατσερισμός στηρίχθηκε σε αυτό το αίσθημα για να στιγματίσει τους «τζαμπατζήδες», όλους όσοι επιδιώκουν να προσποριστούν αδικαιολόγητα οφέλη εις βάρος του λαού, που θεωρείται ενάρετος. Φυσικά, οι «τζαμπατζήδες» είναι συχνά (αν και όχι πάντα) οι ξένοι και ο «ενάρετος λαός» οι αυτόχθονες. Το μέλλον του αυταρχικού λαϊκισμού, που σήμερα ενσαρκώνεται από τον Ούγγρο πρωθυπουργό Βικτόρ Ορμπάν, τη Βρετανίδα ομόλογό του Τερέζα Μέι και την πρόεδρο του Εθνικού Μετώπου Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, προδιαγράφεται λαμπρό.
Το τρίτο ζήτημα του διαλόγου επικεντρώνεται στην προέλευση της κρίσης της εκπροσώπησης. Διανοητές όπως ο Τόνι Νέγκρι ή ο Ντέιβιντ Γκρέιμπερ υποστηρίζουν ότι σήμερα αναδύονται μορφές συνεργατικής κοινωνικότητας που καθίστανται δυνατές χάρη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στις εξελίξεις στον χώρο της εργασίας και στην άνθηση της «άυλης» οικονομίας (5). Προκαλείται όμως μια αντίφαση ανάμεσα σε αυτές τις μορφές κοινωνικότητας και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η οποία προέκυψε από τους κοινωνικούς δεσμούς που επικρατούσαν τον 19ο και 20ό αιώνα. Πρόκειται για την αντίθεση μεταξύ εκπροσώπησης και συμμετοχής. Κατ’ αυτούς, η κρίση της εκπροσώπησης οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε η μορφή των κοινωνικών δεσμών.
Αντίθετα, για τον κοινωνιολόγο Βόλφγκανγκ Στρέεκ, η κρίση εκπροσώπησης εξηγείται από τις οικονομικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος. Μετά το τέλος της μεταπολεμικής «λαμπρής τριακονταετίας», διαλύθηκε η συμμαχία μεταξύ του καπιταλισμού και της δημοκρατίας, του καλύτερου «περιβλήματός» του. Ένας οικονομικά εξαντλημένος καπιταλισμός, ανίκανος να εξασφαλίσει ξανά αξιόλογους ρυθμούς ανάπτυξης, αδυνατεί πλέον να ικανοποιήσει το αίτημα των μαζών για υλική ευημερία. Κάτι που συνεπάγεται ότι στο μέλλον ο καπιταλισμός θα συμμαχήσει με πολιτικά μορφώματα όλο και λιγότερο δημοκρατικά.
Οι αντιτιθέμενες γνώμες για τους σπασμούς που συνταράζουν την εποχή μας επικεντρώνονται επίσης και στην οικονομική διάστασή της. Πρόκειται άραγε για μια χρηματοοικονομική κρίση που μόλυνε και τη λεγόμενη «πραγματική» οικονομία; Ή μήπως βρισκόμαστε άμεσα αντιμέτωποι με μια κρίση συσσώρευσης, με επίκεντρο την πραγματική οικονομία; Στην δεύτερη περίπτωση, ο χρηματοοικονομικός τομέας δεν θα αποτελούσε την πηγή του προβλήματος αλλά, απλούστατα, την έκφραση ή την αντανάκλαση αντικειμενικών αντιφάσεων που υποβόσκουν και προέρχονται από το πεδίο της παραγωγής. Ο διάλογος για το επίκεντρο του κραχ συνδέεται στενά με το ερώτημα εάν ο καπιταλισμός συνήλθε πραγματικά από την κρίση της δεκαετίας του 1970 που σήμανε το τέλος της «λαμπρής τριακονταετίας» ή εάν εξακολουθούμε να είμαστε βυθισμένοι σε μακροχρόνια κρίση.
Ο πολιτικός επιστήμονας Λίο Πάνιτς και ο συνδικαλιστής Σαμ Γκίντιν θεωρούν πως η αποκατάσταση του ποσοστού κέρδους κατά τη διάρκεια του δεύτερου ημίσεως της δεκαετίας του 1980 και του 1990 (6) καταδεικνύει ότι ο καπιταλισμός ξεπέρασε την κρίση της δεκαετίας του 1970. Συνεπώς, τα γεγονότα της περιόδου 2007-2008 σηματοδοτούν μια νέα μείζονα κρίση, την τέταρτη της ιστορίας του καπιταλισμού μετά από εκείνες της περιόδου 1873-1896, της δεκαετίας του 1930 (Μεγάλη Ύφεση) και της δεκαετίας του 1970. Αντίθετα, ο ιστορικός Ρόμπερτ Μπρένερ υποστηρίζει ότι ποτέ δεν βγήκαμε από το μακροχρόνιο υφεσιακό κύμα της δεκαετίας του 1970 (7) και ότι τα σημερινά προβλήματα αποτελούν μια νέα εκδήλωσή του. Κατ’ αυτόν, το ποσοστό κέρδους αποκαταστάθηκε μονάχα φαινομενικά, χάρη στην κινητοποίηση των χρηματοοικονομικών κερδών και του «εικονικού» κεφαλαίου. Εύκολα διαπιστώνουμε ότι η χρήση του όρου «κρίση» εξακολουθεί να παραπέμπει σε διακυβεύματα ιστορικής περιοδολόγησης.
Μία ακόμη διαμάχη ως προς την οικονομία επικεντρώνεται στην ανύπαρκτη ή χαμηλή οικονομική ανάπτυξη που παρατηρείται τις τελευταίες τρεις δεκαετίες στην Ιαπωνία και στην Ευρώπη. Οφείλουμε άραγε να την εκλάβουμε ως μια μακροπρόθεσμη –ή και οριστική– κατάσταση ή αντίθετα ως μια ύφεση, βαθιά μεν και μακροχρόνια, η οποία όμως εντάσσεται στους φυσιολογικούς κύκλους των καπιταλιστικών οικονομιών; Με άλλα λόγια, μήπως ζούμε μια «διαρκή διαρθρωτική στασιμότητα», ένα είδος μη-μεγεθυνόμενης οικονομίας (8); Αυτή η έννοια αναπτύχθηκε κυρίως από τον Τζον Στιούαρτ Μιλ ώστε να προσδιορίσει τις ιστορικές καταστάσεις όπου ο κυκλικός χαρακτήρας της καπιταλιστικής οικονομίας αναιρείται και στις οικονομίες εγκαθίσταται μια διαρκής στασιμότητα. Στον Μιλ, η στασιμότητα σηματοδοτείται θετικά: η ανθρωπότητα μπορεί επιτέλους να πάψει να σκέπτεται πώς θα παράγει ολοένα περισσότερο πλούτο και να στραφεί σε πιο ενδιαφέρουσες δραστηριότητες, όπως η τέχνη. Ωστόσο, η ιδέα του «στάσιμου καπιταλισμού» εγκυμονεί μια αντίφαση εν τοις όροις, δεδομένου ότι ο καπιταλισμός είναι εκ φύσεως δυναμικός, γι’ αυτό και ο όρος πυροδότησε πολλές διαμάχες μετά τον 19ο αιώνα.
Ένα τρίτο οικονομικό ζήτημα του διαλόγου σχετικά με την κρίση επικεντρώνεται στην ίδια τη μεταπολεμική «λαμπρή τριακονταετία». Αποτελούσε άραγε εξαίρεση στην ιστορία του καπιταλισμού ή τον κανόνα όσον αφορά τη συσσώρευση; Οι πρωτοφανείς ρυθμοί ανάπτυξης της περιόδου 1945-1973, που οδήγησαν σε γενικευμένη άνοδο του βιοτικού επιπέδου στις δυτικές κοινωνίες και στη μείωση των ανισοτήτων, ενδέχεται να προέκυψαν από μια ιδιαίτερη συγκυρία, η οποία δεν θα εμφανιστεί ξανά. Ωστόσο, ορισμένοι ελπίζουν ότι στο μέλλον, με την ψηφιοποίηση της οικονομίας, την επανάσταση των βιοτεχνολογιών ή των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας, ή κάποιου συνδυασμού των τριών αυτών παραγόντων, ο καπιταλισμός θα μπορούσε να επιτύχει εκ νέου παρόμοιους ρυθμούς ανάπτυξης.
Μετά την πολιτική και την οικονομία, η τρίτη διάσταση της κρίσης είναι οικολογική. Εδώ είναι που ο πρωτοφανής χαρακτήρας της τρέχουσας περιόδου εκδηλώνεται με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο. Θα επιζήσει άραγε ο καπιταλισμός από τους περιβαλλοντικούς κινδύνους; Στοχαστές όπως ο Τζέισον Μουρ και ο Ντάνιελ Τανούρο υποστηρίζουν ότι επί τρεις αιώνες η ευημερία του συστήματος οικοδομήθηκε αποκλειστικά στην εκμετάλλευση της φύσης, που προσφερόταν δωρεάν ή με χαμηλό κόστος (9). Αυτόν τον σπάνιο πόρο, ο καπιταλισμός τον χρησιμοποίησε σαν να ήταν απεριόριστος. Εκμεταλλεύτηκε τη φύση όχι μόνο ως «εισροή» (πρώτες ύλες που μετατρέπονται σε εμπόρευμα) αλλά και ως «εκροή», ως έναν «παγκόσμιο σκουπιδοτενεκέ», όπου απορρίπτονται τα απόβλητα και τα υποπροϊόντα της οικονομικής δραστηριότητας (αρνητικές εξωτερικές επιπτώσεις της συσσώρευσης κεφαλαίου).
Ωστόσο, όπως αποκαλύπτεται από τις κλιματικές διαταραχές, η φύση δεν είναι πλέον σε θέση να εκπληρώσει αυτήν τη διπλή λειτουργία (φθηνές εισροές και εκροές) για λογαριασμό του καπιταλισμού. Αρχίζουν να σπανίζουν ορισμένοι φυσικοί πόροι κρίσιμης σημασίας για τη λειτουργία των σύγχρονων κοινωνιών (νερό, πετρέλαιο, μη ρυπασμένος αέρας), ενώ η προστασία ή ο καθαρισμός της φύσης κοστίζουν ολοένα ακριβότερα. Για παράδειγμα, οι διάφορες μορφές ρύπανσης συνεπάγονται αύξηση των δαπανών για την υγεία, οι οποίες ασκούν πιέσεις στα περιθώρια κέρδους. Ο πολιτικός επιστήμονας Ιμάνουελ Βαλερστάιν καταλήγει σε ένα ανέκκλητο συμπέρασμα: το τέλος του καπιταλισμού δεν θα αργήσει, ακριβώς επειδή χρειάζεται επιτακτικά αυτήν τη φθηνή φύση.
Αναδιοργάνωση της καθημερινής ζωής
Άλλοι κριτικοί στοχαστές αντιτείνουν ότι παραγνωρίζει την ανθεκτικότητα του καπιταλισμού. Το οικονομικό καθεστώς θα κατορθώσει να βγει από αυτήν την κρίση, όπως ξεπέρασε και όλες τις προηγούμενες που αντιμετώπισε. Ήδη από το 1974, ο φιλόσοφος Αντρέ Γκορζ διαβεβαίωνε σε ένα κείμενό του: «Ο καπιταλισμός, αντί να υποκύψει στην κρίση, θα την διαχειριστεί ως συνήθως: οι ισχυρότεροι χρηματοοικονομικοί όμιλοι θα επωφεληθούν από την αδυναμία των ανταγωνιστών τους προκειμένου να τους απορροφήσουν σε χαμηλή τιμή και να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στην οικονομία. Η κεντρική εξουσία θα ενισχύσει τον έλεγχό της πάνω στην κοινωνία: τεχνοκράτες θα υπολογίζουν τις “βέλτιστες” νόρμες για την απορρύπανση και την παραγωγή» (10).
Ομοίως, ο οικονομολόγος Μισέλ Αλιετά θεωρεί πιθανή την ανάδυση ενός «πράσινου καπιταλισμού», ενός νέου μακροχρόνιου κύκλου οικονομικής μεγέθυνσης, βασισμένου στις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας. Θεωρεί ότι η Κίνα θα μπορούσε να τεθεί επικεφαλής αυτού του κύκλου, όπως οι Ηνωμένες πολιτείες ηγήθηκαν του κύκλου της «φορντικής» ανάπτυξης στο πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα. Η ευρωπαϊκή συνδικαλιστική εκστρατεία «One Million Climate Jobs» που δρομολογήθηκε το 2015 υποστηρίζει την ιδέα ενός νέου κοινωνικού μοντέλου που θα στηρίζεται στις «κλιματικές θέσεις εργασίας» (11). Έτσι, πληρώνοντας το τίμημα της αναδιάρθρωσής του γύρω από τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας, ο καπιταλισμός θα μπορούσε να υπερβεί το στάδιο της δωρεάν φύσης και των ορυκτών καυσίμων. Ωστόσο, θα εξακολουθούσε να παραμένει καπιταλισμός.
Από τις τρεις σημερινές κρίσεις, η περιβαλλοντική είναι ταυτόχρονα εκείνη που γίνεται δυσκολότερα αντιληπτή αλλά, αναμφισβήτητα, και εκείνη που ενδέχεται να επιφέρει τις βαθύτερες αλλαγές στις κοινωνίες μας. Εξάλλου, ουσιαστικά, δεν πρόκειται για μια κρίση όπου υπάρχει ένα «πριν», ένα «κατά τη διάρκεια» και ένα «μετά», μια έξοδος από την κρίση. Διότι, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι οι βιομηχανικές χώρες θα υιοθετήσουν τα δραστικά μέτρα που επιβάλλονται όσον αφορά τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου –και απέχουμε πολύ από παρόμοια εξέλιξη– η κλιματική αλλαγή προκαλεί ήδη μη αναστρέψιμες βλάβες. Το μόνο που μπορεί να κάνει η «διεθνής κοινότητα» είναι να περιορίσει (σημαντικά) τις επιπτώσεις της, αλλά όχι να τις αναστρέψει.
Για να το κατορθώσει, οφείλει να βρει τολμηρές λύσεις για την οικονομική και την πολιτική κρίση. Η κλιματική αλλαγή μάς προσφέρει μια ευκαιρία για να επανιδρύσουμε την δημοκρατία. Η προσαρμογή των κοινωνιών προϋποθέτει την εκ βάθρων αναδιοργάνωση της καθημερινής ζωής των λαών. Ωστόσο, παρόμοια ανατροπή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί δίχως την κινητοποίηση των πληθυσμών και τη χρήση της γνώσης και της τεχνογνωσίας που αυτοί έχουν αποκτήσει. Θα απαιτηθεί η δημιουργία νέων δημοκρατικών θεσμών βάσης.
Στην οικονομία, η μερική ή η πλήρης διαγραφή του δημόσιου χρέους θα αποτελούσε ένα κατ’ εξοχήν οικολογικό μέτρο. Εάν το κράτος δεν μπορεί να επενδύσει μαζικά στη μετάβαση σε ένα νέο οικολογικό μοντέλο, αυτό οφείλεται στην έλλειψη πολιτικής βούλησης, αλλά και επειδή είναι αιχμάλωτο των δανειστών του. Εύκολα διαπιστώνουμε ότι η πολιτική, η οικονομική και η οικολογική κρίση συγκλίνουν προς ένα και το αυτό πρόβλημα.