Η εκπαίδευση κοστίζει ακριβά. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να μην προκύψει ο πειρασμός να μειωθεί ο λογαριασμός; Το νεοφιλελεύθερο κράτος δεν είναι το μόνο που διακατέχεται από αυτή τη διαχειριστική έγνοια, η οποία γίνεται αντιληπτή ως απαίτηση για εξορθολογισμό. Η βασικότερη απάντηση που δίνεται –περιορισμός του πανεπιστημιακού πληθυσμού– λίγο-πολύ συγχέεται με ένα είδος κοινωνικής επιλογής. Αρχίσαμε να ξεχνάμε ότι ο Μάης του ’68 εν μέρει προέκυψε από την αντίδραση στα σχέδια περικοπών που κατάστρωνε μια εξουσία τρομοκρατημένη από την εκρηκτική αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού ή ότι ο Νόμος Ντεβακέ (1) πυροδότησε τις μεγάλες κινητοποιήσεις του 1986.
Η απόρριψη αυτών των σχεδίων δεν άλλαξε σε τίποτε την κατάσταση: το πανεπιστήμιο παραμένει στην πρώτη γραμμή, καθώς οι κυβερνώντες θεωρούν ότι βρήκαν το ενδεδειγμένο «κοίτασμα» εξοικονόμησης θέσεων δημοσίων υπαλλήλων, λόγω του χαμηλού δυναμικού κινητοποίησης του κλάδου, αλλά και της μικρής αποτελεσματικότητας του πρώτου κύκλου των πανεπιστημιακών σπουδών, στον οποίο παρατηρούνται υψηλά ποσοστά εγκατάλειψης της φοίτησης (2). Βέβαια, αυτό δεν οφείλεται στο ίδιο το πανεπιστήμιο αλλά στο μπακαλορεά (το γαλλικό απολυτήριο λυκείου), το οποίο δεν εκπληρώνει πλέον τον ρόλο του όσον αφορά τον επαγγελματικό προσανατολισμό. Ιδίως από τη στιγμή που το πανεπιστήμιο αναλαμβάνει την –ανομολόγητη– αποστολή της κοινωνικής αντιμετώπισης της ανεργίας.
Απέναντι σε όλα αυτά τα προβλήματα, η γαλλική δημόσια διοίκηση, προσηλυτισμένη στο μάνατζμεντ και στους αλγόριθμους, θεώρησε ότι βρήκε την μαγική λύση που θα της επιτρέψει να παρακάμψει τη λήψη πολιτικών αποφάσεων και τους κινδύνους που αυτές συνεπάγονται: το σύστημα ΑΡΒ (3). Τι κρύβεται πίσω από αυτό το ακρωνύμιο της οργουελιανής γραφειοκρατικής γλώσσας; Θεωρητικά, το κράτος εγγυάται σε κάθε απόφοιτο λυκείου την πρόσβαση στο πανεπιστήμιο… όχι όμως αναγκαστικά στην επιθυμητή κατεύθυνση. Το περασμένο καλοκαίρι, τα παραδείγματα των ευκαιριών που προσφέρονταν στους υποψήφιους φοιτητές έδιναν μια καφκική εικόνα της κατάστασης. Ο Τύπος ασχολήθηκε ακόμα μία φορά με το ζήτημα, αναδεικνύοντας τις δυσλειτουργίες που μπλοκάρουν το σύστημα: για πολλούς υποψήφιους, δεν υπήρχε η παραμικρή θέση σε σχολή υψηλής ζήτησης ή σε σχολή κοντά στον τόπο κατοικίας τους. Θέλετε να γίνετε τοπογράφος; Σας προτείνουμε εμπορικές σπουδές σε ΤΕΙ.
Ελλείψει διαθέσιμων θέσεων και δεδομένου ότι εξακολουθεί να κυριαρχεί το ποσοτικό κριτήριο, σε ορισμένες σχολές υψηλής ζήτησης πραγματοποιείται κλήρωση των υποψήφιων φοιτητών, με κίνδυνο να αποκλειστούν ορισμένοι που έχουν πραγματοποιήσει λαμπρές σπουδές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αυτή η κατάσταση συνεπάγεται την κοινωνική επιλογή με κριτήριο το χρήμα (ποιος μπορεί να πάει στην άλλη άκρη της Γαλλίας για τις σπουδές του;), το ενδεχόμενο να μην ακολουθήσει ένας μαθητής την κλίση του και τον πολλαπλασιασμό των περιπτώσεων εγκατάλειψης των σπουδών όταν οι φοιτητές σπουδάζουν κάτι που δεν τους ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Όλα αυτά δικαιολογούν με τη σειρά τους έναν νέο φαύλο κύκλο εξοικονόμησης δαπανών…
Ο υπουργός Ανωτάτης Εκπαίδευσης Φρεντερίκ Βιντάλ υπογραμμίζει την «τεράστια σπατάλη» (ραδιοσταθμός France Inter, 17 Ιουλίου 2017). Ο πρωθυπουργός Εντουάρ Φιλίπ εκφράζει την αγανάκτησή του για τον «απόλυτο παραλογισμό της κλήρωσης» (γενική πολιτική δήλωση της 4ης Ιουλίου 2017). Τέτοιες παραδοχές το μόνο που μπορεί να δηλώνουν είναι το φιάσκο σε έναν τομέα όπου η λιτότητα συνδυάζεται με τον σκοταδισμό. Όμως, μάλλον χρησιμεύουν ως πρελούδιο για μια αναδιοργάνωση σύμφωνη με τους στόχους του νεοφιλελεύθερου κράτους. Δεδομένου ότι τα κράτη εξαρτώνται από τις χρηματαγορές ή από διεθνείς οργανισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είναι καταδικασμένα να προσπαθούν να κάνουν οικονομίες χωρίς να προκαλούν εξεγέρσεις. Συνεπώς, εφαρμόζουν μια πολιτική δημοσιονομικού ροκανίσματος, περικόπτοντας κάθε δυνατή δαπάνη: θίγονται πρώτα οι δαπανηρές δραστηριότητες, όπως η παιδεία και οι ένοπλες δυνάμεις, αλλά και οι δημόσιες επενδύσεις και οι κοινωνικές παροχές. Η ιδεολογία του μάνατζμεντ επιτρέπει να δίνεται σε αυτά τα μέτρα μια επίφαση ορθολογισμού. Αν και το κράτος δεν έχει περιοριστεί στον περιθωριακό ρόλο που θα ήθελαν να επιτύχουν οι πλέον δογματικοί νεοφιλελεύθεροι, καλείται να εφαρμόσει μια «κούρα αδυνατίσματος» στους τομείς που δεν μπορούν (για την ώρα) να ιδιωτικοποιηθούν. Η γαλλική πανεπιστημιακή πολιτική δεν αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση, καθώς όλες οι χώρες επιδιώκουν τους ίδιους σκοπούς. Ωστόσο, τα πρώτα αποτελέσματά της γίνονται ήδη αισθητά.
Η Γαλλία συνδυάζει την αρχή των δημοσιονομικών περικοπών με την αποκεντρωμένη οργάνωση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Χάρη στον Νόμο για τις Ελευθερίες και τις Ευθύνες των Πανεπιστημίων (2007) (4), τα ΑΕΙ απολαμβάνουν διοικητική αυτονομία, ασκούμενη από υψηλόβαθμα στελέχη που πλαισιώνουν τον πρόεδρό τους. Καθορίζουν τον αριθμό των εισακτέων ανάλογα με τα μέσα που διαθέτουν (εγκαταστάσεις, προσωπικό κ.λπ.) και τα κονδύλια που τους έχουν διατεθεί (5). Είναι προφανές ότι μπορεί να υπάρξει εξοικονόμηση χρημάτων. Ωστόσο, δύσκολα κατανοεί κάποιος πώς είναι δυνατόν να εντοπίσει αυτές τις δυνατότητες ένας τυφλός εντολέας –το κράτος– τη στιγμή που έχει αναθέσει αυτό το καθήκον σε αυτόνομες και ανταγωνιστικές γραφειοκρατίες. Τα πανεπιστήμια συμπεριφέρονται συχνά σαν συνηθισμένοι θεσμοί που επιδιώκουν να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους. Όταν τίθενται υπό δημοσιονομική κηδεμονία, αποδεικνύονται συνήθως διστακτικά απέναντι στις αλλαγές, σχεδόν μαλθουσιανά. Εάν υπάρχουν τμήματα με μεγαλύτερη και μικρότερη ζήτηση, δεδομένων των εσωτερικών ισορροπιών που προκύπτουν από τις ενδοπανεπιστημιακές εκλογές, είναι ιδιαίτερα πιθανό ότι θα υπερισχύσει η άρνηση της ανακατανομής των διαθέσιμων πόρων. Είναι σίγουρο ότι το διδακτικό προσωπικό ενός τμήματος του οποίου οι φοιτητές μειώνονται θα κάνει το παν προκειμένου να διαφυλάξει τις θέσεις εργασίας του και τους διοικητικούς πόρους που διαθέτει, καθώς και να εμποδίσει την ανακατανομή τους προς όφελος των τμημάτων των οποίων αυξάνονται οι φοιτητές.
Εξάλλου, οι αριθμοί των φοιτητών, που ανακοινώνονται με μεγάλη ακρίβεια από το υπουργείο, υποκρύπτουν μια σημαντική ασάφεια. Αρκεί κάποιος να παρατηρήσει τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα: γεμάτα στην αρχή της χρονιάς, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μια –αρχικά μαζική και στη συνέχεια σταδιακή– εγκατάλειψή τους από τους φοιτητές. Αυτή η μαζική φυγή μπορεί να καταλογιστεί στον υπερβολικό συνωστισμό που παρατηρείται στα αμφιθέατρα του πρώτου έτους. Μπορεί όμως κάποιος να πιστέψει σοβαρά ότι υπερισχύει η «φυσική επιλογή»; Παλιότερα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τους «πραγματικούς» από τους φοιτητές «στα χαρτιά», καθώς οι τελευταίοι δεν παρουσιάζονταν στις εξετάσεις. Μάλιστα, είχε αρχίσει να αμφισβητείται ο λόγος ύπαρξης της δεύτερης εξεταστικής περιόδου, καθώς ελάχιστοι παρουσιάζονταν σε αυτήν. Σήμερα, όλοι οι φοιτητές παρουσιάζονται στις εξετάσεις. Αυτή η αλλαγή δημιούργησε ερωτηματικά στους πανεπιστημιακούς. Ωστόσο, σύντομα αντιλήφθηκαν ότι η συμμετοχή στις εξετάσεις αποτελούσε προϋπόθεση για τη συνέχιση της καταβολής των υποτροφιών (6), όπως εξάλλου και η εγγραφή στο πανεπιστήμιο αποτελεί προαπαιτούμενο για την χορήγηση ασφαλιστικών και επιδοματικών δικαιωμάτων. Στα χέρια των πανεπιστημιακών καταλήγουν σήμερα λιγότερες λευκές κόλλες, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι έχει σημειωθεί σημαντική γνωστική πρόοδος: ασυναρτησίες, απαντήσεις στην τύχη και πότε-πότε και μερικές σωστές απαντήσεις.
Ορισμένες μετρήσεις στα γραπτά του πρώτου έτους αποκαλύπτουν την σταθερή ύπαρξη εξαιρετικά χαμηλών βαθμολογιών: τα μισά κυμαίνονται μεταξύ 0 και 5, με άριστα το 20. Έτσι, η διοίκηση ορισμένων πανεπιστημίων επέβαλε στους καθηγητές να μην βαθμολογούν πλέον με μηδέν τις λευκές κόλλες. Γιατί; Επειδή το κράτος αφαιρούσε από τον υπολογισμό της χρηματοδότησης τους φοιτητές που βαθμολογήθηκαν με μηδέν. Για να εκφράσουν την αποδοκιμασία τους απέναντι σε αυτήν εντολή, ορισμένοι αγανακτισμένοι ή με περιπαικτική διάθεση διορθωτές άρχισαν να βαθμολογούν με 0,1 έως 0,25. Αν νόμιζαν ότι με αυτόν τον τρόπο το σύστημα θα ενοχλούνταν, έκαναν λάθος: πήραν το πράσινο φως από τη διοίκηση των πανεπιστημίων. Έτσι, μπαίνουμε στον πειρασμό να συσχετίσουμε τις γραφειοκρατικές πρακτικές του νεοφιλελεύθερου κράτους με εκείνες της σοβιετικής εποχής, όταν οι στατιστικές προσαρμόζονταν στα συμφέροντα του μηχανισμού που είχε αναλάβει τον σχεδιασμό της οικονομίας και της κοινωνίας. Οποία ειρωνεία για τους οπαδούς της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς… Ποιοι είναι λοιπόν οι πραγματικοί αριθμοί των φοιτητών με βάση τους οποίους καθορίζεται η στελέχωση των πανεπιστημίων με προσωπικό; Ο αρχικός αριθμός τους, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό είναι πλασματικός; Ή μήπως αυτός ο αριθμός διορθωμένος ανάλογα με το ποσοστό των φοιτητών που εκτιμάται ότι κάποια στιγμή θα εγκαταλείψουν τις σπουδές τους;
Με την κλήρωση, η αδικία συνοδεύεται και από έναν παραλογισμό. Μήπως θα μπορούσαμε τουλάχιστον να θεωρήσουμε ότι η χρησιμότητα του συστήματος συνίσταται στο γεγονός ότι η νέοι συνειδητοποιούν τη βιαιότητα της αγοράς όταν, ενώ επιθυμούν να σπουδάσουν νομικά σε ένα πανεπιστήμιο κοντά στον τόπο τους, τους προτείνονται σπουδές… ιαπωνικής γλώσσας σε ένα μακρινό πανεπιστήμιο; Δεν είναι σίγουρο ότι θα συμβιβαστούν με αυτήν την κατάσταση και, ακόμα κι αν αυτό όντως συμβεί, δεν είναι διόλου βέβαιο ότι αυτό θα αποδειχθεί επωφελές, τόσο για τους ίδιους όσο και για τη χώρα.
Ακόμα μια συνέπεια αυτής της παράλογης διαχειριστικής τακτικής: η υποβάθμιση της ποιότητας των πανεπιστημίων, ακόμα και των καλύτερων. Η κουλτούρα του μάνατζμεντ προωθεί τις ενοποιήσεις στα χαρτιά, ωθώντας προς έναν ξέφρενο γιγαντισμό. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των Κοινοτήτων Πανεπιστημίων και Ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης (COMUE).
Η «επανάσταση» του μάνατζμεντ αύξησε επίσης την εξουσία των προέδρων των ιδρυμάτων εις βάρος των παραδοσιακών πανεπιστημιακών μηχανισμών εξουσίας. Το επάγγελμα του πανεπιστημιακού άλλαξε σημαντικά μετά τον καθορισμό του το 1984, όπου η έρευνα και η διδασκαλία συνδέονταν ισότιμα. Με τις σημερινές αλλαγές, ορισμένοι φθάνουν στο σημείο να δηλώνουν –έξω από κάθε νομιμότητα– ότι οι πανεπιστημιακοί έχουν και τρίτη αποστολή, προσθέτοντας στις προηγούμενες τα διοικητικά καθήκοντα. Ωστόσο, η προσφυγή στους πανεπιστημιακούς για τη διαχείριση του πανεπιστημίου πηγαίνει χέρι-χέρι με την αφαίρεση ουσιαστικών αρμοδιοτήτων. Πράγματι, δεν τους ανατίθενται διευθυντικά καθήκοντα, αλλά οι πλέον κοινότοπες εργασίες της γραμματείας. Οφείλουν λόγου χάρη να καταχωρίζουν τις δικές τους βαθμολογίες στο σύστημα πληροφορικής, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψη ότι κάτι τέτοιο παραβιάζει τον κανόνα της ανωνυμίας των γραπτών (7). Μπροστά στην άρνηση ορισμένων πανεπιστημιακών και –κυρίως– τις απειλές για προσφυγή στη δικαιοσύνη, το μέτρο τελικά εγκαταλείφθηκε. Βεβαίως, οι πολιτικές λιτότητας έχουν οδηγήσει τα πανεπιστήμια στον περιορισμό του διοικητικού προσωπικού τους στο ελάχιστο δυνατόν. Το σύστημα εγγίζει τα όρια της αντοχής του κατά τη διάρκεια των εξετάσεων, οι οποίες και καταλαμβάνουν πλέον το μεγαλύτερο τμήμα του πανεπιστημιακού έτους, εις βάρος της διδασκαλίας: η αξιολόγηση έχει υπερισχύσει της εκμάθησης.
Η έρευνα στον καιάδα
Δεν θα μπορούσαν λοιπόν οι καθηγητές να αναλάβουν μεγαλύτερο διδακτικό έργο, χωρίς ταυτόχρονα να προκύπτει μεγαλύτερους φόρτος εργασίας; Χωρίς να έχει προηγουμένως ζητηθεί η γνώμη τους και χωρίς να έχουν καν ενημερωθεί, ορισμένοι ανακάλυψαν ότι το μάθημά τους είχε «αμοιβαιοποιηθεί». Διαπίστωσαν την προσέλευση νέων φοιτητών ή τη μεταφορά του μαθήματός τους σε περίεργες ώρες. «Αμοιβαιοποίηση»: ένας πολύ κομψός όρος για τη δημιουργία κοινών μαθημάτων, απευθυνόμενων σε φοιτητές περισσότερων πανεπιστημιακών τμημάτων. Από τη γραφειοκρατική σκοπιά, τι σημασία έχει αν πολλαπλασιάσεις τον αριθμό των φοιτητών που παρακολουθούν μια διάλεξη; Ένας καθηγητής που μιλάει στο μικρόφωνο ενώπιον 100 φοιτητών, μπορεί ωραιότατα να διδάξει και σε 500! Οι καθηγητές δεν συμμερίζονται πάντα αυτήν την άποψη, πόσο μάλλον όταν η αμοιβαιοποίηση αφορά φοιτητές από εξαιρετικά διαφορετικές κατευθύνσεις σπουδών. Βέβαια, όλα αυτά δεν δημιουργούν πρόβλημα, καθώς απλούστατα δεν ζητείται η γνώμη τους. Επιπλέον, προληπτικά, τους αφαιρέθηκε και ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο θα μπορούσαν να διαμαρτυρηθούν: απαλλάχθηκαν από τον υπερβολικό φόρτο εργασίας κατά τις εξετάσεις, ο οποίος θα προέκυπτε από την αύξηση του αριθμού των φοιτητών τους και τον συνακόλουθο αριθμό των γραπτών. Όσο και αν οφείλουν να προσαρμόσουν το μάθημά τους ώστε να ικανοποιεί φοιτητές από διαφορετικά τμήματα, στο εξής τα θέματα των εξετάσεων θα συνίστανται σε ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών, όπως και στα… τηλεπαιχνίδια. Μάλλον δύσκολα θα βελτιωθεί το επίπεδο των σπουδών με αυτές τις πρακτικές.
Στο μέλλον, ενδέχεται επίσης να προκύψουν «κοιτάσματα εξοικονόμησης» μέσω της διαδικτυακής διδασκαλίας –των MOOC (massive open online courses)– η οποία θα μπορούσε να αντικαταστήσει την παραδοσιακή διάλεξη στο αμφιθέατρο. Ορισμένα από αυτά θα είναι διαθέσιμα στο Διαδίκτυο για ολόκληρη τη χώρα, έτσι ώστε να διαφυλαχθεί και ο πλουραλισμός. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα εκπληρωθεί η παλιά διεκδίκηση του Μάη του ’68 για την κατάργηση της από καθέδρας διδασκαλίας… Απορροφημένοι από τα νέα τους καθήκοντα, στα οποία προστίθεται και ο χρόνος εργασίας που απαιτούν ορισμένες επιλεκτικές κατευθύνσεις σπουδών (για παράδειγμα τα μάστερ), οι πανεπιστημιακοί δεν διαθέτουν πλέον πολύ χρόνο να αφιερώσουν στην έρευνα. Βέβαια, ποιον λόγο θα είχαν να εξακολουθήσουν να την διεξάγουν –αν όχι από κοκεταρία, καπρίτσιο ή απλό πάθος– αφού η σταδιοδρομία τους δεν εξαρτάται πλέον, εδώ και πολύ καιρό, από την έρευνα, αλλά από την εκπλήρωση όλο και περισσότερων διοικητικών καθηκόντων, παρά το γεγονός ότι αυτά δεν περιλαμβάνονται στην αποστολή τους; Εξάλλου, ποιος θα λυπηθεί για την εξαφάνιση των άρθρων τους στα επιστημονικά περιοδικά, αφού σχεδόν κανείς δεν τα διάβαζε;
Αν αναλογιστούμε την κατά πολύ μεγαλύτερη πρόκληση που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει το γαλλικό πανεπιστήμιο την εποχή της μεγάλης ανάπτυξής του, στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα, όταν βρέθηκε μπροστά σε πολυπληθείς γενιές φοιτητών και στο άνοιγμα της κοινωνίας, αισθανόμαστε σαστισμένοι και αμήχανοι μπροστά στη σημερινή αδυναμία, η οποία μάλλον αποτελεί ένα περίεργο είδος παραίτησης.