Ανάμεσα στις πόλεις Ταράζ και Τσιμκέντ στο νότιο Καζακστάν, δεν είναι σπάνια η εικόνα: χωρικοί να οδηγούν τα κοπάδια τους κατά μήκος τμημάτων ενός ολοκαίνουργιου αυτοκινητοδρόμου. Βρισκόμαστε στην αρχή του δυτικού σκέλους των νέων «δρόμων του μεταξιού», αυτών της κινεζικής πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος»: ένα πρόγραμμα κατασκευής αυτοκινητοδρόμων, σιδηροδρομικών γραμμών, λιμενικών υποδομών και πετρελαιαγωγών σε περισσότερες από εξήντα χώρες. Οι στόχοι της Κίνας μέσω αυτού του προγράμματος, το οποίο αρκετοί συγκρίνουν με το αμερικανικό σχέδιο Μάρσαλ για την Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1), είναι να διασφαλίσει τη μεταφορά των προϊόντων της προς τα κύρια κέντρα κατανάλωσης της Ευρώπης, της Αφρικής και της Ασίας και να δημιουργήσει δυναμικούς οικονομικούς διαδρόμους, ικανούς να τονώσουν την ανάπτυξη, δημιουργώντας παράλληλα διπλωματικές συμμαχίες μακράς διάρκειας με τις επωφελούμενες χώρες.
Όσον αφορά τους χερσαίους δρόμους, το Καζακστάν αποτελεί υποχρεωτικό πέρασμα. Ο Κινέζος πρόεδρος Σι Ζινπίνγκ επέλεξε την πρωτεύουσα της χώρας Αστάνα για να ανακοινώσει το 2013 τη δρομολόγηση της πρωτοβουλίας του, που απέκτησε στέρεες βάσεις στις 14 Μαΐου του 2017 σε μια διεθνή συνάντηση στο Πεκίνο. Ξεκινώντας από τις ανατολικές εσχατιές της Κίνας, περνώντας από τον μεθοριακό κέντρο μεταφόρτωσης (2) του Χόργκος, ένας αυτοκινητόδρομος θα διασχίσει τη χώρα με κατεύθυνση από τον νότο προς τα βορειοδυτικά, για να φθάσει, το 2020, στη Δυτική Ευρώπη μέσω Μόσχας. Ένας δεύτερος άξονας, σε σύνδεση με τον προηγούμενο, θα ενώσει τον Καύκασο με την Τουρκία, μέσω του λιμανιού του Ακτάου, στην ανατολική ακτή της Κασπίας Θάλασσας, ενώ ένας τρίτος θα φθάσει στο Ιράν μέσω του Ουζμπεκιστάν και του Τουρκμενιστάν. Προς το παρόν, τραίνα προερχόμενα από την Κίνα ήδη διασχίζουν τις βόρειες επαρχίες του Καζακστάν. Μια σιδηροδρομική γραμμή μεταφοράς εμπορευμάτων, που θα ενώνει το Γίβου, παράκτια πόλη της ανατολικής Κίνας, με το Λονδίνο, εγκαινιάστηκε τον Ιανουάριο του 2017, τρία χρόνια μετά τα εγκαίνια της γραμμής Γίβου-Μαδρίτης, που δρομολόγησε συμβολικά το πρόγραμμα.
Για τη χρηματοδότηση της πρωτοβουλίας της, η Κίνα χρησιμοποιεί τα σημαντικά συναλλαγματικά αποθέματά της. Βασίζεται σε έναν ειδικό πόρο 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων (34 δισ. ευρώ) καθώς και στην Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων σε Υποδομές (ΑΤΕΥ / αγγλ.: AIIB), την οποία ίδρυσαν πενήντα έξι χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Μέσης Ανατολής και διαθέτει 100 δισεκατομμύρια δολάρια –εκ των οποίων το ένα τρίτο είναι κινεζική συνεισφορά. Προσφέρει όμως τις ευεργεσίες της υπό την προϋπόθεση ότι οι επωφελούμενες χώρες θα εμπλακούν οικονομικά. «Η Κίνα είναι πρόθυμη να εργαστεί από κοινού με το Καζακστάν σύμφωνα με τις αρχές της ανοικτής αγοράς, του συντονισμού, της συνεργασίας και του αμοιβαίου οφέλους στη βάση των αντίστοιχων προγραμμάτων μας», επισήμαινε ο Κινέζος πρωθυπουργός Λι Κετσιάνγκ κατά την επίσκεψή του στην Αστάνα στις 3 Νοεμβρίου 2016, προβάλλοντας αυτή τη μέθοδο, η οποία συνίσταται στη σύνδεση της κινεζικής πρωτοβουλίας σε τοπικά αναπτυξιακά προγράμματα –και αντιστρόφως…
Συρρίκνωση των θυλάκων φτώχειας
Με το όνομα «φωτεινός δρόμος» («Nourly Jol»), το σκέλος «μεταφορές» του προγράμματος οικονομικής ανάκαμψης του Καζακστάν, ύψους 9 δισ. δολαρίων, υιοθετεί τη χάραξη των νέων «δρόμων του μεταξιού». Η βοήθεια της Κίνας, ανταποκρινόμενη στις δικές της προτεραιότητες, προσφέρει ταυτόχρονα στον πρόεδρο Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ το χρηματοδοτικό περιθώριο για άλλα σχέδια του πενταετούς πλάνου του. Ανάμεσα σε αυτά, η αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης, η κατασκευή νέων κατοικιών ή ακόμη και η διανομή φυσικού αερίου στις φτωχές νότιες επαρχίες παραμένουν βασικοί άξονες της στρατηγικής για το «Καζακστάν 2050». Το πρόγραμμα αποσκοπεί στη συρρίκνωση των θυλάκων φτώχειας σε μια χώρα όπου ο μέσος μηνιαίος μισθός έχει οροφή τα 360 ευρώ (3), ακόμα και στην ένταξή της στο κλαμπ των 30 μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη. Ένα κοινό ταμείο Κίνας και Καζακστάν ύψους 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που δημιουργήθηκε το 2015, προβλέπει επενδύσεις στη χαλυβουργία, σε υδροηλεκτρικά έργα, ακόμη και στην κατασκευή αυτοκινήτων (4). Μια ευκαιρία για τη διαφοροποίηση της οικονομίας της χώρας, που είναι έντονα εξαρτημένη από την εξορυκτική βιομηχανία και έχει υποστεί ισχυρό πλήγμα από την πτώση των τιμών του πετρελαίου, οι οποίες βρίσκονται στο ήμισυ των αντίστοιχων του 2014.
Οι στέπες του Καζακστάν δεν χρησιμεύουν απλώς για τη διέλευση των κινεζικών προϊόντων: είναι ένα στρατηγικό αντιστήριγμα της Κίνας. Πλούσιο σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, μεγαλύτερος παραγωγός στον κόσμο σε ουράνιο, το Καζακστάν τής επιτρέπει να διαφοροποιήσει τις προμήθειές της, μειώνοντας την εξάρτησή της από τις εισαγωγές από τον Περσικό Κόλπο, προσφέροντας επίσης και μια εναλλακτική οδό τροφοδοσίας αν μπλοκαριστούν τα τάνκερ που διασχίζουν το στενό της Μαλάκκας (5). Εκτός από τις υποδομές των μεταφορών, η πρωτοβουλία του «δρόμου του μεταξιού» ανοίγει τον δρόμο για κινεζικές συμμετοχές στους ενεργειακούς πόρους και στη βιομηχανία παραγωγής ενέργειας του Καζακστάν. Προσφέρει επίσης μια βάση για τον έλεγχο των Ουιγούρων (τουρκόφωνοι), οι οποίοι κατοικούν στην αυτόνομη και έντονα αναπτυσσόμενη επαρχία Σιντζιάνγκ της δυτικής Κίνας, αλλά ζουν επίσης και από την άλλη πλευρά των συνόρων (230.000 από αυτούς στο Καζακστάν).
Το 2015 σημαδεύτηκε από μια συναλλαγή ρεκόρ 930 εκ. ευρώ, που επέτρεψε στη Sinopec, μια κινεζική κρατική πετρελαϊκή εταιρεία, να εξαγοράσει την καζαχική θυγατρική της ρωσικής Lukoil. Η επέκταση αυτή στον τομέα του πετρελαίου και του αερίου εκδηλώθηκε το 2005 με την εξαγορά από την China National Petroleum Corporation (CNPC) της καναδικής PetroKazakhstan, γεγονός που της επέτρεψε την πρόσβαση στα κοιτάσματα του Τουργκάυ, στο νότιο τμήμα της χώρας. Η Κίνα, που συμμετέχει ήδη στο μετοχικό κεφάλαιο της εθνικής εταιρείας πετρελαίου και φυσικού αερίου KazMunayGas (KMG), μέσω του κρατικού επενδυτικού κεφαλαίου China Investment Corporation (CIC), είναι επίσης παρούσα στις επαρχίες Ακτιουμπέ (στα βορειοδυτικά) και Μανγκιστάου (στην ανατολική ακτή της Κασπίας θάλασσας). Ελέγχει πλέον περισσότερο από το ένα τέταρτο της τοπικής παραγωγής· διαθέτει έναν πετρελαιαγωγό και έναν αγωγό αερίου (με προέλευση αντιστοίχως την Κασπία θάλασσα και το Τουρκμενιστάν), και έχει έτσι μετατραπεί σε ανταγωνιστή της Ρωσίας στη μεταφορά υδρογονανθράκων (6).
Η CNPC είναι επίσης κάτοχος του 50% του μετοχικού κεφαλαίου του διυλιστηρίου του Τσιμκέντ, ενός από τα τρία της χώρας, τα οποία μόλις εκσυγχρονίστηκαν. Οι επενδύσεις αυτές θα επιτρέψουν στην Αστάνα να μειώσει την εξάρτησή της από τη Μόσχα όσον αφορά την προμήθεια βενζίνης που πληροί τις ευρωπαϊκές περιβαλλοντικές προδιαγραφές. Προς το παρόν, το Καζακστάν υποχρεούται να εισάγει από τη δυτική Σιβηρία το 40% των αναγκών του σε διυλισμένο πετρέλαιο, ελλείψει σύγχρονων υποδομών.
Επιτρέποντας σε κινεζικά κεφάλαια να επενδύσουν στη χώρα του, ο Ναζαρμπάγιεφ συνεχίζει την «πολυδιάστατη» –όπως είναι η επίσημη έκφραση– εξωτερική πολιτική του, η οποία έχει τρεις στόχους: την προσέλκυση των απαραίτητων για τον εκσυγχρονισμό της χώρας του κεφαλαίων, την ικανοποίηση –και την εξουδετέρωση– των ορέξεων που προκαλεί στις μεγάλες δυνάμεις η γεωστρατηγική θέση της χώρας του (στο σταυροδρόμι της Ευρώπης και του Καυκάσου, της Ασίας και της Μέσης Ανατολής), και, τέλος, την απόκτηση αυτονομίας έναντι του παλιού μεγάλου αδελφού, της Ρωσίας. Έτσι, δέκα χρόνια πριν από την κινεζική διείσδυση, η χώρα προχωρούσε σε στρατηγικές συνεργασίες με δυτικές πετρελαϊκές εταιρείες. Συνεργαζόμενη ήδη με τη ρωσική Lukoil, η KMG το 1992 συνεταιρίστηκε με το αμερικανικό δίδυμο Chevron-Exxon Mobil για την εκμετάλλευση του κοιτάσματος πετρελαίου του Τενζίζ και με την ολλανδική Royal Dutch Shell και την ιταλική Ente Nazionale Idrocarburi (ENI) για τη συνδιαχείριση του κοιτάσματος του Καρατσαγανάκ. Ο τρίτος «ελέφαντας» αυτού του τριπτύχου, πυλώνας της εθνικής οικονομίας, το κοίτασμα του Κατσαγάν στην Κασπία θάλασσα, σε λειτουργία μόλις από τον Οκτώβριο του 2016, έχει δοθεί προς εκμετάλλευση σε μια ευρεία κοινοπραξία ευρωπαϊκών και αμερικανικών εταιρειών. Οι Κινέζοι, μέσω της CNPC, προσκλήθηκαν σε αυτό το 2013. Απέκτησαν το 8% του κοιτάσματος, ενός από τα σημαντικότερα που ανακαλύφθηκαν στον κόσμο κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Αφύπνιση της σινοφοβίας
Η κινεζική παρουσία στο Καζακστάν έχει λάβει πλέον διαστάσεις στρατηγικής συνεργασίας, ικανής να λειτουργήσει ως αντίβαρο στη Ρωσία, της οποίας η οικονομική, στρατιωτική και πολιτιστική επιρροή συνεχίζει να είναι δεσπόζουσα εικοσιπέντε χρόνια μετά την ανεξαρτησία. Η ρωσική διατηρεί το καθεστώς της επίσημης γλώσσας και η χώρα έχει μια σημαντική σλαβική μειονότητα (4,5 εκατομμύρια άνθρωποι, περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού). Η Μόσχα συνεχίζει να εκτοξεύει τα διαστημόπλοιά της από τον θύλακα του Μπαϊκονούρ, στο πλαίσιο μιας συμφωνίας ενοικίασης που, το 2005, επεκτάθηκε μέχρι το 2050. Εξασφαλίζοντας στη χώρα το ένα τρίτο των εισαγωγών της, η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής της σε αγαθά και υπηρεσίες και καταλαμβάνει την έκτη θέση των άμεσων ξένων επενδύσεων στο Καζακστάν (7). «Οι Ρώσοι συμμετέχουν στο μετοχικό κεφάλαιο έξι χιλιάδων επιχειρήσεων στο Καζακστάν», υπογράμμιζε ο πρόεδρος της χώρας στο περιθώριο του Διεθνούς Οικονομικού Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης τον Ιούνιο του 2016. Επομένως, οι οικονομικές δυσκολίες της Ρωσίας έχουν άμεσες επιπτώσεις και στην οικονομία του Καζακστάν: έτσι η Αστάνα υποχρεώθηκε να υποτιμήσει δύο φορές το τενγκέ (8), το 2014 και το 2015, ακολουθώντας κατά πόδας την καταβύθιση του ρουβλιού.
Προκειμένου να διατηρήσει την επιρροή της στην Κεντρική Ασία, η Ρωσία βασίζεται στην Ευρασιατική Οικονομική Ένωση (ΕΟΕ), η οποία τέθηκε σε ισχύ το 2015, συνδέοντας τη Ρωσία, τη Λευκορωσία, το Καζακστάν, την Κιργιζία και την Αρμενία. Το «ευρασιατικό όνειρο», μια σύλληψη του Ναζαρμπάγιεφ του 1994, αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση των γεωπολιτικών συμφερόντων της Ρωσίας και στην αναπαραγωγή των ασύμμετρων σχέσεων που υπήρχαν στο πλαίσιο της Σοβιετικής Ένωσης μεταξύ της Μόσχας και των περιφερειακών Δημοκρατιών. Η Μόσχα επέβαλε ενιαία εξωτερική δασμολογική πολιτική, στη βάση της δικής της, εξουδετερώνοντας τα πλεονεκτήματα που είχε αντλήσει η Αστάνα από την ένταξή της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2015. Από την κατάργηση των δασμών στο εσωτερικό της ΕΟΕ και μετά, η εισαγωγή πλήθους ρωσικών προϊόντων σε χαμηλές τιμές έχει καταφέρει πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας (9).
Προτείνοντας συμφωνίες αμοιβαίου οφέλους, η Κίνα βρίσκεται ηθελημένα στον αντίποδα του αυταρχικού στυλ της Μόσχας. Όμως ο ανταγωνισμός των δύο γιγάντων δεν αποκλείει τη συνεργασία μεταξύ της ΕΟΕ και της πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος», καθώς η Μόσχα είναι πρόθυμη να κάνει παραχωρήσεις προκειμένου να διατηρήσει τις εμπορικές και αμυντικές σχέσεις της με το Πεκίνο, στο πλαίσιο του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (10). «Σε αυτό το Πολύ Μεγάλο Παιχνίδι (11) έχει επιβληθεί ένα είδος συγκαλυμμένης συγκυριαρχίας [condominium, (12)] που ασκούν η Ρωσία και η Κίνα στο μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής Ασίας, τη στιγμή που οι αμερικανικές φιλοδοξίες στην περιοχή παραμένουν στάσιμες», επισημαίνει ο Ρενέ Κανιά, ερευνητής στο Ινστιτούτο Διεθνών και Στρατηγικών Σχέσεων (IRIS). Αναφέρεται στην επανάσταση του σχιστολιθικού αερίου στις ΗΠΑ και στο κλείσιμο των αμερικανικών αεροπορικών βάσεων στο Καρσί-Χαναμπάντ του Ουζμπεκιστάν (2005) και στο Μανάς της Κιργιζίας (2014).
Η ενίσχυση του Πεκίνου ξυπνάει την παλιά σινοφοβία, πιο έντονη μεταξύ των νέων εθνικιστικών ελίτ. Οι συγκρούσεις μεταξύ ντόπιων εργαζομένων και Κινέζων –αλλά και Ινδών– είναι συχνές από τα τέλη της δεκαετίας του 2000. Το καθεστώς Ναζαρμπάγιεφ, που διοικεί τη χώρα εδώ και είκοσι επτά χρόνια, αντιμετωπίζει την κατάσταση με την πολιτική του καρότου και του μαστιγίου. Από το 2012, ένας νόμος υποχρεώνει τις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν δημόσια έργα να προσλαμβάνουν κατά 90% ντόπιους εργαζομένους (70% για τις ανώτερες διοικητικές θέσεις). Μια διάταξη που παρακάμπτεται ευρύτατα, όπως εξηγεί ο Γάλλος σύμβουλος Κριστιάν Μωβ, πρώην υπεύθυνος ασφαλείας (2012-2014) της κοινοπραξίας North Caspian Operating Company: «Από τον Ιανουάριο του 2017 επιβλήθηκε ένας δασμός επί των αδειών εργασίας στις βιομηχανίες φυσικού αερίου και πετρελαιοειδών, καθώς και στις χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και στις εταιρείες συμβούλων. Σε αυτό δεν μπορείς να μην δεις ένα οικονομικό αντιστάθμισμα για την παράκαμψη της συγκεκριμένης νομοθεσίας». Χάρη στις διαπροσωπικές παρεμβάσεις των στελεχών τους, οι εταιρείες πετρελαιοειδών είχαν πετύχει μια αναστολή στην εν λόγω νομοθεσία μέχρι το 2015, πριν ακόμα η πτώση των τιμών παγώσει το θέμα.
Την άνοιξη του 2016, ένα σχέδιο νόμου που αποσκοπούσε στη διεύρυνση της περιόδου ενοικίασης αγροτικών γαιών σε ξένους επενδυτές από δέκα σε εικοσιπέντε χρόνια προκάλεσε τη δημιουργία ενός κινήματος διαμαρτυρίας. Οι διαδηλωτές έβαλαν στο στόχαστρό τους την Κίνα, η οποία έχει επενδύσει 1,9 δισεκατομμύρια δολάρια στη γεωργία της χώρας (δημητριακά, κρέας, ντομάτες). Επιβεβαίωνε έτσι το ενδιαφέρον της για τη δεύτερη στον κόσμο χώρα σε διαθεσιμότητα καλλιεργήσιμων γαιών ανά κάτοικο, μετά από την Αυστραλία και μπροστά από τον Καναδά (13). Το κίνημα, παρά την επιτυχία του, καθώς ο νόμος αποσύρθηκε, υπέστη σκληρή καταστολή. Οι επικεφαλής των ειρηνικών διαδηλώσεων, Μαξ Μποκάγιεφ και Ταλγκάτ Αγιάν, καταδικάστηκαν σε πέντε χρόνια φυλάκισης. Η ποινή συντάραξε την κοινή γνώμη, που ακόμα δεν είχε συνέλθει από τη μαζική δολοφονία από την καζαχική αστυνομία, τον Δεκέμβριο του2011, απεργών εργατών της πετρελαιοβιομηχανίας στο Ζαναοζέν, ο απολογισμός της οποίας ήταν δεκαεπτά νεκροί, σύμφωνα με τις αρχές, ή πολλές δεκάδες σύμφωνα με τις οργανώσεις προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Έχοντας επωφεληθεί από την απλόχερη χρηματοδότηση της Κίνας, το Καζακστάν είναι εκτεθειμένο στα ανταλλάγματα που ζητάει το Πεκίνο. Όμως ο Ναζαρμπάγιεφ βολεύεται προς το παρόν με αυτή την εξάρτηση: προστατεύει το καθεστώς του από μια πολύ σοβαρότερη κοινωνική αποσταθεροποίηση, που σίγουρα θα προκαλούσε η διακοπή της ροής των επενδύσεων.