Μερικές γυναίκες φροντίζουν τις ντοματιές τους, εκατό μέτρα από την μπάρα που σηματοδοτεί την είσοδο στον πυρηνικό σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας του Μετσαμόρ, κοντά στο Αρμαβίρ. Περιτριγυρισμένοι από λαχανόκηπους, οι τέσσερις πύργοι ψύξης του σταθμού ορθώνονται με φόντο τα γιγάντια ηφαίστεια του όρους Αραγκάτς (4.095 μ., το υψηλότερο σημείο της αρμενικής επικράτειας, που βρίσκεται 35 χλμ. βορειότερα), και του όρους Αραράτ (5.165 μ., την υψηλότερη κορυφή της Τουρκίας, που βρίσκεται 50 χλμ. νοτιότερα). Με τα καλάθια τους γεμάτα, οι γυναίκες επιστρέφουν στα σπίτια τους. «Οι άντρες μας δουλεύουν όλοι στον σταθμό. Λένε πως δεν υπάρχει κίνδυνος», εξηγεί η πενηντάχρονη Αϋγκεγκοτσακάν. Παρ’ όλα αυτά, η φίλη της Ντιντόρα προσθέτει: «Φυσικά, φοβόμαστε έναν νέο σεισμό».
Το Μετσαμόρ κατασκευάστηκε τον καιρό της Σοβιετικής Ένωσης, στο σημείο όπου συναντώνται η αραβική και η ευρασιατική τεκτονική πλάκα. Η πρώτη μονάδα, τύπου VVER-440, ισχύος 400 μεγαβάτ, συνδέθηκε με το ηλεκτρικό δίκτυο το 1976. Το 1979 ακολούθησε μια δεύτερη μονάδα, ίδιας ισχύος. Το 1988, ένας σεισμός 6,9 Ρίχτερ κατέστρεψε την πόλη Σπιτάκ, σε απόσταση μόλις 70 χιλιομέτρων βορειότερα, προκαλώντας περισσότερους από 25.000 θανάτους και αφήνοντας άστεγα 500.000 άτομα. Τότε, η κυβέρνηση αποφάσισε το κλείσιμο των δύο αντιδραστήρων για προληπτικούς λόγους.
Μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της το 1991, η Αρμενία αντιμετώπισε σοβαρές ελλείψεις ενέργειας, που επιδεινώθηκαν από την σύγκρουση του Ναγκόρνο Καραμπάχ (1) και το εμπάργκο που της επέβαλαν έκτοτε το Αζερμπαϊτζάν και η Τουρκία. Το 1995, η κυβέρνηση αποφάσισε να ξαναθέσει σε λειτουργία τον δεύτερο αντιδραστήρα, προκαλώντας την ανησυχία των γειτόνων της. «Αυτός ο πυρηνικός σταθμός εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό κίνδυνο για το σύνολο της Ευρώπης λόγω της ηλικίας του και της θέσης του, σε μια περιοχή με υψηλή σεισμική δραστηριότητα», έγραφε αργότερα ένας απεσταλμένος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2). Η Ε.Ε. πρότεινε βοήθεια 100 εκατομμυρίων ευρώ για το κλείσιμο του σταθμού, αλλά το ποσό θεωρήθηκε ανεπαρκές. Όπως εξηγεί η Σάρον Ζαρμπ από την Υπηρεσία Εξωτερικών Δράσεων της Ε.Ε., «η θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι η λειτουργία του σταθμού θα πρέπει να σταματήσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα, γιατί δεν ανταποκρίνεται στις διεθνώς αναγνωρισμένες προδιαγραφές ασφαλείας».
Συναντήσαμε τον Αρέγκ Γκαλστιάν, πρώην υπουργό αρμόδιο για ζητήματα ενέργειας, υποδομών και φυσικών πόρων, και νυν σύμβουλο, στο γραφείο του στο Ερεβάν, την πρωτεύουσα της χώρας, που απέχει 30 χιλιόμετρα από τον σταθμό. Συνοψίζει ως εξής την κατάσταση: «Για μας, αυτός ο σταθμός αποτελεί ζήτημα ζωής και θανάτου. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αντιμετωπίσαμε σοβαρή ενεργειακή κρίση. Αρχίσαμε να υπερεκμεταλλευόμαστε τα νερά της λίμνης Σεβάν και να προβαίνουμε σε μαζική υλοτομία. Η επανεκκίνηση του σταθμού αποτελούσε ζήτημα ζωτικής σημασίας για την οικονομία μας και το περιβάλλον μας». Σήμερα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ο σταθμός καλύπτει το 40% των ενεργειακών αναγκών των Αρμενίων.
Αν και οι τοπικές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις καταγγέλλουν τακτικά την έλλειψη ενημέρωσης του πληθυσμού, εξασφαλίσαμε την άδεια εισόδου στις εγκαταστάσεις. Οι κάτοικοι του Μετσαμόρ βλέπουν συχνά αυτοκινητοπομπές επισήμων να κατευθύνονται στον σταθμό. Στην είσοδο, οι εργαζόμενοι υποβάλλονται σε σωματικό έλεγχο και περνούν από ανιχνευτή μετάλλων. Ανάμεσα στα κτίρια κυκλοφορούν μικρές ομάδες στρατιωτικών. Μας κυριεύει η περίεργη αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε ένα υπαίθριο σοβιετικό μουσείο πυρηνικής ενέργειας. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Μοβσές Βαρντανιάν, τον διευθυντή του σταθμού που μας υποδέχεται περιστοιχισμένος από τους συνεργάτες του, «στον σεισμό του 1988, στον σταθμό δεν έσπασε ούτε ένα τζάμι». Μας καθησυχάζει επίσης ότι, «από το 1995, έχουν πραγματοποιηθεί 1.400 τεχνικές βελτιώσεις». Όσον αφορά τα έργα που πραγματοποιήθηκαν και φαίνονται με μια πρώτη ματιά, οι εξωτερικοί τοίχοι των μονάδων έχουν ενισχυθεί με μεταλλικές πλάκες για να αυξηθεί η αντοχή τους σε περίπτωση σεισμού. Επίσης, επιβλητικά σταυροειδή υποστυλώματα αυξάνουν τη στατικότητα των ορόφων, κυρίως στο κτίριο που στεγάζει τους πυρηνικούς αντιδραστήρες και τους αεριοστρόβιλους.
Η διεύθυνση του σταθμού απαγόρευσε κάθε φωτογράφηση του «κάτω τμήματος» αυτής της τεράστιας αίθουσας. Πολύ γρήγορα καταλαβαίνουμε τον λόγο, όταν ανακαλύπτουμε το σκονισμένο συνονθύλευμα από σωλήνες και μηχανήματα, καθώς η μονάδα τέθηκε εκτός λειτουργίας το 1989 και ο αντιδραστήρας δεν έχει ακόμα αποσυναρμολογηθεί. Βαδίζουμε κατά μήκος του δεύτερου αντιδραστήρα, ο οποίος λειτουργεί πάνω σε μια γέφυρα που αποτελείται από σκαλωσιές: είναι πανομοιότυπος με τον πρώτο, αλλά καλύτερα συντηρημένος. Σε ορισμένα σημεία σύνδεσης των ατμοσωλήνων, παρατηρούμε μερικά μεταλλικά μπαλώματα, που δίνουν την εντύπωση ότι επιχειρήθηκαν πρόχειρες επισκευές. Για να προστατευθούν τα ευαίσθητα σημεία του σταθμού, κάτω από τα σημαντικότερα κτιριακά συγκροτήματα έχουν τοποθετηθεί 64 υδραυλικοί αποσβεστήρες ταλαντώσεων ιαπωνικής τεχνολογίας. «Σε περίπτωση σεισμού, θα απορροφήσουν το ωστικό κύμα», μας διαβεβαιώνει ο Βαχράμ Πετροσιάν, διευθυντής του Armatom (Αρμενικό Ινστιτούτο Πυρηνικής Έρευνας), μιμούμενος τη θέση ενός σέρφερ πάνω στη σανίδα. «Ο σταθμός μπορεί να λειτουργήσει κανονικά με μια ώθηση 0,35 g, με μέγιστο όριο τα 0,47 g», προσθέτει ο Βαρντανιάν. Χρησιμοποιεί τη μονάδα μέτρησης που χρησιμεύει για τον καθορισμό του σεισμικού κινδύνου για τα κτίρια (τη μέγιστη επιτάχυνση του εδάφους). Σύμφωνα με μια έρευνα του Electric Power Research Institute που αναφέρεται από τον Διεθνή Οργανισμό Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ), στον σεισμό του 1988 «η μέγιστη επιτάχυνση του εδάφους ξεπέρασε τα 0,50 g και ενδέχεται να πλησίασε το 1 g».
Στην αίθουσα ελέγχου, γεμάτη αναλογικά καντράν με δείκτη-βελόνα και λυχνίες, χαρακτηριστικά της τεχνολογίας της δεκαετίας του 1970, μαθαίνουμε την παραγόμενη ισχύ παρατηρώντας τη βελόνα του μετρητή να παίζει πάνω στους κόκκινους αριθμούς: κυμαίνεται μεταξύ 258 και 362 μεγαβάτ. Στο βάθος, σε έναν τοίχο, σε μια οθόνη υπολογιστή αναγράφονται τα ίδια μεγέθη που εμφανίζονται και στους διάσπαρτους στην αίθουσα μετρητές. «Το εφεδρικό σύστημα πληροφορικής μας επιτρέπει να σταματήσουμε τον αντιδραστήρα εξωτερικά», υποστηρίζει ο διευθυντής. Όταν ο Βαρντανιάν ερωτάται για την απουσία εξωτερικού κελύφους για την απομόνωση του χώρου γύρω από την αίθουσα των αντιδραστήρων, απαντά ότι είναι «αδύνατη» η κατασκευή παρόμοιου θόλου γιατί «τα θεμέλια δεν θα άντεχαν αυτό το βάρος».
Ένα άλλο λεπτό ζήτημα αποτελεί η διαχείριση των ραδιενεργών αποβλήτων, που διατηρούνται στο εσωτερικό του σταθμού από το 1976. «Η εμπειρία δείχνει ότι μπορούμε να τα κρατήσουμε πενήντα χρόνια, άρα θα έχουμε προβλήματα σε μερικά χρόνια», μας εξηγεί ο διευθυντής. Αρνείται ωστόσο να μας δείξει σε τι κατάσταση βρίσκεται ο χώρος αποθήκευσής τους. Ο Ζεράλ Ουζουνιάν, διευθυντής του διεθνούς τμήματος του γαλλικού Εθνικού Οργανισμού για τη Διαχείριση των Ραδιενεργών Αποβλήτων (ANDRA), έχει επισκεφθεί αρκετές φορές το Μετσαμόρ: «Τα βαρέλια είναι αποθηκευμένα μέσα στον σταθμό. Ιδανικά όμως, θα έπρεπε να είναι αποθηκευμένα κατά τρόπο ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε μελλοντική διαρροή ραδιενέργειας στο περιβάλλον. Αυτή η κατάσταση ανταποκρίνεται στην πρακτική της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, να αφήνονται τα απόβλητα αποθηκευμένα μέσα στον σταθμό μέχρι το τέλος της ζωής του και στη συνέχεια να υπάρχει κοινή διαχείριση, τόσο των αποβλήτων όσο και της διάλυσης των εγκαταστάσεων. Δυστυχώς, η φθορά των βαρελιών καθιστά αυτήν την επιχείρηση λιγότερο βολική απ’ όσο είχαν σχεδιάσει οι εμπνευστές της». Από τη μεριά της, η αρμενική κυβέρνηση διαβεβαιώνει ότι μελετάται ένα σχέδιο για την ασφαλή διατήρηση των ραδιενεργών αποβλήτων επί τριακόσια χρόνια.
Δύο χιλιόμετρα νοτιότερα, η πόλη του Μετσαμόρ χτίστηκε για να φιλοξενήσει τους 1.700 εργαζόμενους και τις οικογένειές τους και αποτελείται κυρίως από ψηλές, ετοιμόρροπες πια, πολυκατοικίες. Οι περισσότεροι κάτοικοί του επαφίενται στις τακτικές παρεμβάσεις του ΙΑΕΑ, του οποίου το διεθνές κύρος φαίνεται να τους καθησυχάζει. Αν πιστέψουμε την εξηνταδυάχρονη Εμίλια που εργάζεται στο Μετσαμόρ από το 1977 ως τεχνικός απορρύπανσης, «δεν υπήρξε ποτέ το παραμικρό πρόβλημα». Επίσης, ο ΙΑΕΑ στέλνει περίπου κάθε δύο χρόνια μια ομάδα ειδικών. Ο Γκρεγκ Ρζεντκόφσκι, διευθυντής του τμήματος Πυρηνικής Ασφάλειας αυτού του οργανισμού του ΟΗΕ, καταγράφει «την πρόοδο που έχει σημειωθεί στη λήψη μέτρων προστασίας απέναντι στο ενδεχόμενο σεισμών και την εγκατάσταση πολλών συστημάτων ασφαλείας». Όταν τον ρωτάμε όμως για την κατάσταση των αντιδραστήρων, για τις μεθόδους που εφαρμόζουν οι Αρμένιοι και για τον σεισμικό κίνδυνο, «ζητάει συγγνώμη» για την άρνησή του να μας παράσχει «απαντήσεις ιδιαίτερα τεχνικής φύσης» λόγω των «περιορισμών» που επιβάλλει στην επικοινωνία ο ΙΑΕΑ.
Κυκλοφορούν φήμες για διαρροή ραδιενέργειας. Σύμφωνα με την Νάιρα Αρακελιάν, πρόεδρο της τοπικής ΜΚΟ Κέντρο για την Ανάπτυξη του Αρμαβίρ, τριάντα περίπου οικογένειες των περιχώρων προβληματίζονται για τις αναπηρίες από τις οποίες πάσχουν τα παιδιά τους. Οργανώσαμε μια συλλογική συνάντηση για να καταγράψουμε τις μαρτυρίες των γονέων, αλλά σε αυτήν αυτοπροσκλήθηκαν διευθυντικά στελέχη του σταθμού, που δεν τους άφησαν να εκφραστούν. Η Τσοβινάρ Χαρουτιουανιάν, την οποία συναντήσαμε πιο διακριτικά στο διαμέρισμά της, μας εξηγεί: «Πριν από μερικά χρόνια, μαζευόμασταν συχνότερα, τώρα πια όμως όχι. Θυμάμαι ότι υπήρχαν δύο τυφλά παιδιά, καθώς και παιδιά με σωματικά προβλήματα». Μας παρουσιάζει τον εικοσάχρονο γιο της Ροστόμ, που πάσχει από βαριά πνευματική αναπηρία. «Η ασθένειά του δεν μπορεί να είναι κληρονομική, γιατί δεν υπάρχει κανένα παρόμοιο κρούσμα, ούτε στη δική μου οικογένεια ούτε σε εκείνη του άντρα μου, που δουλεύει στο σταθμό ως οδηγός βαρέων μηχανημάτων. Ίσως να υπήρξε κάποιο ατύχημα στην επικίνδυνη ζώνη».
Ο Βαχάγν Κατσαρτιάν, πρώην δήμαρχος του Ερεβάν (1992-1996) και πρώην σύμβουλος του Αρμένιου προέδρου (1996-1998), δεν κρύβει την ανησυχία του. Διηγείται ότι ένας από τους φίλους του, εργάτης στον σταθμό, πέθανε από καρκίνο μερικές ημέρες πριν από τη συνομιλία μας. «Δεν ξέρω εάν μπορεί να αποδειχθεί κάποιος συσχετισμός με τον πυρηνικό σταθμό. Ωστόσο, κάθε φορά που περνάω δίπλα του με το αυτοκίνητό μου, αισθάνομαι ότι είναι επικίνδυνος, κυρίως λόγω της παλαιότητας των μετάλλων του αντιδραστήρα».
Οι ερευνητές του Ιαπωνικού Οργανισμού Διεθνούς Συνεργασίας (JICA), που κατέφθασαν το 2012 για να βοηθήσουν την αρμενική κυβέρνηση στο ζήτημα του σεισμικού κινδύνου, εξέφρασαν την έκπληξή τους για τις οδηγίες ασφαλείας που προβλέπονται στο σχέδιο προστασίας του πληθυσμού σε περίπτωση πυρηνικού ατυχήματος. «Σύμφωνα με αυτό το σχέδιο (…), για να προστατευθεί ο κόσμος, θα πρέπει να παραμείνει στον πρώτο όροφο ή στα υπόγεια. Όμως, σε περίπτωση ισχυρού σεισμού, είναι εξαιρετικά επικίνδυνο κάποιος να παραμείνει στο εσωτερικό ενός κτιρίου, γιατί ενδέχεται να καταρρεύσει λόγω των μετασεισμικών δονήσεων. Σε περίπτωση καταστροφής από σεισμό, θα πρέπει να προβλεφθεί καταρχάς ένα σχέδιο εκκένωσης της περιοχής».
Απέκρυψαν μια ρωσική έκθεση;
Η εγγύτητα των τεκτονικών ρηγμάτων είναι μία από τις κυριότερες παραμέτρους που λαμβάνουν υπόψη οι ειδικοί προκειμένου να αξιολογήσουν τον σεισμικό κίνδυνο. Επισήμως, δεδομένου ότι το πρώτο ρήγμα βρίσκεται σε απόσταση «μεγαλύτερη των 19 χιλιομέτρων από τον σταθμό», ο κίνδυνος χαρακτηρίζεται «λογικά ανύπαρκτος». Ο Χακόμπ Σανασαριάν, πρώην μέλος του Κοινοβουλίου και πρόεδρος της ΜΚΟ Greens Union of Armenia, δηλώνει ότι η κυβέρνηση κρύβει τα πολύ πιο ανησυχητικά πορίσματα μιας άλλης έκθεσης, η οποία χρονολογείται από το 1992, υπογράφεται από τέσσερις ερευνητές του Ινστιτούτου Φυσικής της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών και συντάχθηκε για λογαριασμό της αρμενικής Εθνικής Υπηρεσίας Αντισεισμικής Προστασίας. Σύμφωνα με την έκθεση, «τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τον σταθμό αποτελεί ένα τεκτονικό ρήγμα που βρίσκεται εγγύτατα σε αυτόν (500 μέτρα), στο σημείο συνάντησης των τεκτονικών πλακών Αραγκάτς-Σπιτάκ και Νοτίου Ερεβάν. Το ρήγμα παρουσιάζει υψηλό σεισμικό δυναμικό», περιγράφει η έκθεση. «Ανατολικά του σταθμού, σε απόσταση μικρότερη των 50 χλμ., την περίοδο 851-893 μ.Χ., σημειώθηκε μια σειρά καταστροφικών σεισμών, έντασης τουλάχιστον ΙΧ βαθμών της κλίμακας Μερκάλι και 6,5 της κλίμακας Ρίχτερ, προκαλώντας σημαντικό αριθμό θυμάτων». Ο Τ’όβμα Αρκρούνι, συγγραφέας του 11ου αιώνα, αναφέρει επίσης έναν σεισμό ο οποίος, το 893, κατέστρεψε την πόλη Ντβιν, την αρχαία πρωτεύουσα της Αρμενίας που βρισκόταν 25 χλμ. νοτιοανατολικά του Μετσαμόρ (3).
Σύμφωνα με τον «Εθνικό Άτλαντα της Αρμενίας», υπολογίζεται ότι, από τον 9ο αιώνα, είκοσι περίπου σεισμοί έντασης 5,5-7,5 Ρίχτερ έχουν σημειωθεί σε μια περίμετρο 80 χιλιομέτρων γύρω από τον σταθμό. Στον ίδιο τόμο, αναφέρεται επίσης ένας σεισμός 6 Ρίχτερ που συνέβη το 1830 ακριβώς μέσα στη ζώνη του Μετσαμόρ.
«Όντως, αυτή ήταν η πραγματογνωμοσύνη μας», επιβεβαιώνει ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα ο καθηγητής Βαλεντίν Ιβάνοβιτς Ουλόμοφ, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών του Ουζμπεκιστάν, ένας από τους επιστήμονες που υπέγραψαν την έκθεση. Ωστόσο, δεν επιθυμεί να πει περισσότερα για εκείνη την αποστολή. Ο Εβγένι Αλεξάντροβιτς Ρογκόζιν, ένα άλλο μέλος της ομάδας με το οποίο επικοινωνήσαμε, δηλώνει ότι δεν θυμάται εάν η ομάδα του επαλήθευσε την ύπαρξη του ρήγματος σε αυτή την τοποθεσία. Από την πλευρά του, ο Αρτέμ Πετροσιάν, στέλεχος του Υπουργείου Ενέργειας, απάντησε ότι «αυτά τα έγγραφα δεν είναι προσβάσιμα στο κοινό».
Σε περίπτωση διαρροής ραδιενέργειας, η πολυκλινική του Μετσαμόρ θα ήταν η πρώτη νοσοκομειακή μονάδα που θα καλούνταν να αντιμετωπίσει το συμβάν. Η διεύθυνσή της βεβαιώνει ότι διαθέτει χάπια ιωδίου που θα μοιραστούν στον πληθυσμό. Η κατάσταση του κτιρίου προκαλεί προβληματισμό. Οι όροφοι έχουν υποστεί τεράστια φθορά, οι τοίχοι είναι εντελώς καλυμμένοι από μούχλα, με μεγάλες τρύπες. Ο Σαμουέλ Αλεξανιάν, επικεφαλής του ογκολογικού τμήματος, συνοψίζει ως εξής την κατάσταση: «Όταν έφυγαν οι Ρώσοι, η διεύθυνση του σταθμού είπε ότι δεν είχε πλέον χρήματα για το νοσοκομείο. Η μαιευτική κλινική έκλεισε, όπως και το τμήμα που ήταν αρμόδιο για τις ακτινοβολίες. Όσοι έχουν χρήματα, πηγαίνουν για νοσηλεία στο Ερεβάν, οι υπόλοιποι έρχονται εδώ».
Σε πείσμα του κινδύνου, η Αρμενία δεν είναι έτοιμη να εγκαταλείψει την πυρηνική ενέργεια. Το 2015, η κυβέρνηση αποφάσισε να παρατείνει τη δραστηριότητα του σταθμού μέχρι το 2026. Μέχρι τότε θα έχει κατασκευαστεί ένας νέος πυρηνικός σταθμός, χρηματοδοτημένος με ρωσικά κεφάλαια, εγκατεστημένος στην ίδια τοποθεσία. «Η μονάδα θα είναι ισχύος 600-1.000 μεγαβάτ, σίγουρα 1.000. Έχουμε λοιπόν σχεδόν εννιά χρόνια μπροστά μας για να αποφασίσουμε για την τεχνολογία της, το μέγεθός της και τη δυναμικότητά της», εξηγεί ο πρώην υπουργός Γκαλστιάν.