Θερμή χειραψία με τον πρόεδρο του Τογκό Φορ Νιασινγκμπέ, χαλαρά χαμόγελα με τον ηγέτη της Ρουάντα Πολ Καγκαμέ: ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου ξεδιπλώνει την επιχείρηση γοητείας της Μαύρης Ηπείρου. Το σύνθημα της περιοδείας που πραγματοποίησε στα τέλη του 2016 σε χώρες της υποσαχάριας Αφρικής δηλώνει τη φιλοδοξία του: «Το Ισραήλ επιστρέφει στην Αφρική, η Αφρική ξανάρχεται στο Ισραήλ». Αποκορύφωμα της στρατηγικής του Τελ-Αβίβ θα αποτελούσε η οργάνωση Συνόδου Κορυφής Ισραήλ-Αφρικής τον Οκτώβριο του 2017 στο Λομέ, την πρωτεύουσα του Τογκό. Μια πρόσκληση σε όλους τους ηγέτες της Αφρικής (εκτός από τους ηγέτες της αραβικής Αφρικής), που θα προωθούσε τη συνεργασία στους τομείς των κατασκευών, της γεωπονίας, της άρδευσης, της ασφάλειας.
Ωστόσο, καθ’ όλη τη διάρκεια του 2017, τα σημεία έντασης συσσωρεύονται. Στις αρχές Ιουνίου, η παρουσία του Νετανιάχου στην 51η Σύνοδο Κορυφής της Οικονομικής Κοινότητας των Κρατών της Δυτικής Αφρικής (CEDEAO) προκαλεί τις επικρίσεις της Σενεγάλης, της Νιγηρίας και του Νίγηρα. Το Μαρόκο, που επρόκειτο να κάνει τη μεγάλη επιστροφή του, μπροστά στην κατάσταση που διαμορφωνόταν, ακυρώνει τη συμμετοχή του, από φόβο μήπως θεωρηθεί ως εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ, τη στιγμή που οι δύο χώρες διέκοψαν τις διπλωματικές σχέσεις τους το 2000. Οι επιφυλάξεις αυτές δεν αποτελούν καλούς οιωνούς για την πραγματοποίηση της συνόδου κορυφής του Οκτωβρίου. Όπως ήταν αναμενόμενο, μέσα στο καλοκαίρι, οι χώρες της δυτικής Αφρικής ανακοινώνουν, η μία μετά την άλλη, ότι δεν θα συμμετάσχουν στη σύνοδο του Λομέ. Στις αρχές Σεπτεμβρίου, η Νότια Αφρική δίνει τη χαριστική βολή στην πρωτοβουλία του Νετανιάχου. Και η ακύρωση της συνόδου επιβάλλεται από τις εξελίξεις, όταν οι διαδηλώσεις εναντίον του προέδρου του Τογκό παραλύουν τη χώρα που θα την φιλοξενούσε.
Από την απαρχή τους, οι σχέσεις μεταξύ Ισραήλ και Αφρικής κινούνταν μεταξύ της επιφυλακτικότητας και της λογικής της προσέγγισης. Όταν, στις 29 Νοεμβρίου 1947, ο ΟΗΕ χωρίζει την Παλαιστίνη στα δύο, η Μαύρη Ήπειρος βρίσκεται ακόμα κάτω από τον ζυγό της αποικιοκρατίας. Η Λιβερία και η Αιθιοπία, οι μόνες ανεξάρτητες χώρες της εποχής –μαζί με τη Νοτιοαφρικανική Ένωση– παίρνουν διαφορετική θέση η καθεμία: η Λιβερία ψηφίζει «υπέρ», η Αιθιοπία απέχει. Μετά τους πρώτους πολέμους του 1948-1949 και την παραβίαση των συμφωνιών εκεχειρίας, οι οποίες είχαν υπογραφεί μεταξύ Φεβρουαρίου-Ιουλίου 1949 από το Ισραήλ και τις γειτονικές αραβικές χώρες (Αίγυπτος, Λίβανος, Ιορδανία και Συρία), οι αψιμαχίες στις γραμμές κατάπαυσης του πυρός πολλαπλασιάζονται, ιδιαίτερα στην αιγυπτιακή μεθόριο. Το Ισραήλ αποκλείεται από τη Διάσκεψη των Αδεσμεύτων του Μπαντούνγκ (1955), στην οποία συμμετέχει ο Αιγύπτιος πρόεδρος Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, με το φωτοστέφανο της αποχώρησης των βρετανικών στρατευμάτων από την Αίγυπτο. Η κρίση του Σουέζ, το 1956, κλιμακώνει την ένταση ανάμεσα στο Κάιρο και το Τελ-Αβίβ, το οποίο, σε κάποια φάση, καταλαμβάνει τη χερσόνησο του Σινά, αξιοποιώντας τη γαλλο-βρετανική επέμβαση και, έπειτα, στρέφεται προς την υποσαχάρια Αφρική, προβάλλοντας τα «κοινά βάσανα». Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, αρκετοί Αφρικανοί ηγέτες πραγματοποιούν εκπαιδευτικά ταξίδια στα κιμπουτζίμ (1).
Το Ισραήλ δεν χάνει ποτέ από τα μάτια του τα στρατηγικά συμφέροντά του. Έτσι, το άνοιγμα ενός πρώτου προξενείου στην Αιθιοπία (1956) μαρτυρά τη σπουδαιότητα που αποδίδει η χώρα στο στενό του Μπαμπ Αλ-Μαντέμπ. Με την πρόσβαση στην Ερυθρά Θάλασσα και στον Ινδικό Ωκεανό μέσω του κόλπου της Άκαμπα, το Τελ-Αβίβ υπολογίζει να γίνει γέφυρα με τις αναπτυγμένες χώρες και εμφανίζεται ως πρότυπο σε αρκετούς τομείς: εκπαίδευση, υγεία, ένοπλες δυνάμεις, μυστικές υπηρεσίες. Το νεοπαγές κράτος στηρίζει ιδιαίτερα τη δημιουργία συνεταιρισμών αγροτικών εκμεταλλεύσεων στη Νιγηρία. Βοηθά εξίσου και άλλες χώρες (Σενεγάλη, Μαδαγασκάρη, Κένυα, Άνω Βόλτα [μετέπειτα Μπουρκίνα Φάσο], Μάλι, Δαχομέη [μετέπειτα Μπενίν], Καμερούν, Ακτή Ελεφαντοστού, Γκάνα, Νιγηρία, Τανζανία, Γουινέα) να συγκροτήσουν οργανώσεις νέων με σκοπό την αγροτική εκμετάλλευση, στο πρότυπο των πρωτοπόρων μαχόμενων νέων του Ισραήλ.
Το 1958, η Γκόλντα Μέιρ, τότε υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ, πραγματοποιεί στην περιοχή περιοδεία, η οποία αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την ισραηλινή διπλωματία. «Το ότι πήγαμε στην Αφρική, δεν οφειλόταν και στον στόχο μας να εξασφαλίσουμε ψήφους στα Ηνωμένα Έθνη; Φυσικά, ήταν ένα από τα κίνητρά μας και, μάλιστα, απολύτως θεμιτό» (2), θα εξηγήσει η γυναίκα που έγινε πρωθυπουργός του Ισραήλ το 1969. Οι σχέσεις με την Αφρική αποκτούν επίσης και ισχυρή οικονομική διάσταση. Συμφωνίες συνεργασίας υπογράφονται με την Αιθιοπία, την Ουγκάντα, το Ζαΐρ (μετέπειτα Δημοκρατία του Κονγκό), την Κένυα, τη Ρουάντα, το Τσαντ και τη Δημοκρατία της Κεντρικής Αφρικής.
Ωστόσο, μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών (1967), η Γουινέα-Κόνακρυ, πιστή σύμμαχος της Αιγύπτου, αποφασίζει να διακόψει τις σχέσεις της με το Τελ-Αβίβ. Οι εντάσεις θα κλιμακωθούν ακόμη περισσότερο με τον πόλεμο του Οκτωβρίου 1973, μετά τον οποίο σχεδόν το σύνολο των αφρικανικών κρατών (με εξαίρεση το Μαλάουι, τη Μποτσουάνα, τη Σουαζιλάνδη, το Λεσότο και τη Νότια Αφρική) διακόπτουν τις διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ. Ο Αραβικός Σύνδεσμος οργανώνει την απομόνωση του Ισραήλ, χρησιμοποιώντας τόσο τον ισλαμικό δυναμισμό στις μουσουλμανικές χώρες όσο και το χαρτί του πετρελαίου. Οι δεσμοί του Τελ-Αβίβ με την Πρετόρια, οι οποίοι προσδιορίζονται ως φιλοδυτικοί και στην πρώτη γραμμή της μάχης κατά του κομμουνισμού, τροφοδοτούν την εχθρότητα των κρατών της Μαύρης Ηπείρου. Παρά το διεθνές εμπάργκο κατά του καθεστώτος απαρτχάιντ, το Ισραήλ εισάγει διαμάντια από τη Νότια Αφρική. Μέσω της στενής διμερούς στρατιωτικής συνεργασίας, το Ισραήλ υποστηρίζει τον αγώνα εναντίον του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ANC) και των επαναστατικών κινημάτων σε Αγκόλα, Μοζαμβίκη και Ναμίμπια.
Παρά τις ειρηνευτικές συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ που υπέγραψε με την Αίγυπτο το 1978, το Ισραήλ δεν καταφέρνει να χρυσώσει το χάπι στους Αφρικανούς. Μολονότι η αποχώρηση από τη χερσόνησο του Σινά, τον Απρίλιο του 1982, αφαιρεί ένα επιχείρημα από τους αντιπάλους του, το παλαιστινιακό ζήτημα, που θεωρείται ζήτημα εθνικής απελευθέρωσης, παραμένει προτεραιότητα για τις αφρικανικές κυβερνήσεις. Στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, όπου η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) γίνεται δεκτή ως παρατηρητής το 1974, οι χώρες της Αφρικής στηρίζουν σχεδόν συστηματικά τους Παλαιστίνιους: αναγνώριση του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού, υπερψήφιση, στις 10 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς, του ψηφίσματος 3379, το οποίο παρομοιάζει τον σιωνισμό με τον ρατσισμό (ανακλήθηκε το 1991).
Στη συνέχεια, δύο γεγονότα αντίθετης φοράς θα σημαδέψουν τις σχέσεις Ισραήλ-Αφρικής: αφενός, η υπογραφή των συμφωνιών του Όσλο, το 1993, γεγονός που οδηγεί σταδιακά περίπου 40 κράτη της υποσαχάριας Αφρικής να αναγνωρίσουν το Ισραήλ, το οποίο διαθέτει σήμερα έντεκα διπλωματικές αποστολές στην Αφρική (3) και αφετέρου, μετά το τέλος του απαρτχάιντ, η εκλογική νίκη του ANC, το 1994, που φέρνει τη Νότια Αφρική στην πρώτη γραμμή των υποστηρικτών της παλαιστινιακής υπόθεσης.
Έτσι, το 2001, στο Ντέρμπαν (Νότια Αφρική), στη Διάσκεψη του ΟΗΕ κατά του Ρατσισμού, οι αφρικανικές και οι αραβικές χώρες καταδικάζουν την πολιτική που ακολουθείται στα κατεχόμενα. Το 2009, οι Αφρικανοί υποστηρίζουν την επιτροπή έρευνας του ΟΗΕ, με πρόεδρο τον Νοτιοαφρικανό δικαστή Ρίτσαρντ Γκολντστόουν, κατηγορώντας το Ισραήλ ότι διέπραξε εγκλήματα κατά τη διάρκεια της επιχείρησης «Συμπαγές Μολύβι» στη Γάζα. Το 2011, σχεδόν όλα τα αφρικανικά κράτη (απείχαν: Μπουρούντι, Καμερούν, Πράσινο Ακρωτήριο, Ακτή Ελεφαντοστού, Ρουάντα, Τογκό, Ουγκάντα και Ζάμπια) ψηφίζουν την ένταξη της Παλαιστίνης στην UNESCO.
Τεράστιες συγκεντρώσεις στο Ντακάρ (Σενεγάλη), στη Ζαρία (Νιγηρία), στο Ραμπάτ (Μαρόκο) και στο Κέιπ Τάουν (Νότια Αφρική) επιβεβαιώνουν την αλληλεγγύη των αφρικανικών λαών προς τους Παλαιστίνιους, μετά την επέμβαση του ισραηλινού στρατού στη Γάζα, τον Ιούλιο-Αύγουστο του 2014. Το 2016, όταν η Σενεγάλη (μαζί με τη Μαλαισία, τη Νέα Ζηλανδία και τη Βενεζουέλα) υποβάλλουν σε ψηφοφορία στον ΟΗΕ το ψήφισμα 2334, με το οποίο καταδικάζεται ο εποικισμός των παλαιστινιακών εδαφών, το Τελ-Αβίβ ανακαλεί τον πρέσβη του στο Ντακάρ (πριν αποκαταστήσει τις διπλωματικές σχέσεις τον Ιούνιο του 2017, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής της CEDEAO).
Ωστόσο, οι εντάσεις γύρω από τα κατεχόμενα δεν εμποδίζουν το Ισραήλ να εξομαλύνει σταδιακά τις σχέσεις του με τις αφρικανικές χώρες. Ειδικά από τη στιγμή που η Παλαιστινιακή Αρχή αντιμετωπίζεται όλο και περισσότερο ως μια κυβέρνηση σαν όλες τις άλλες και η τύχη των παλαιστινιακών εδαφών δεν εξετάζεται πλέον υπό το πρίσμα της εθνικής απελευθέρωσης. Η πτώση του Μουαμάρ Καντάφι το 2011, ο οποίος ήταν θιασώτης της σκληρής γραμμής, αλλά και η όξυνση του οικονομικού ανταγωνισμού, κατέληξαν να προκαλέσουν ρωγμές στο αφρικανικό μέτωπο. «Για ορισμένες χώρες της ηπείρου», εξηγεί ο Ναΐμ Ζεενά, εκτελεστικός διευθυντής του Afro-Middle East Centre (AMEC), «η έννοια της αλληλεγγύης ετοιμάζεται να αντικατασταθεί από την έννοια των ιδιαίτερων συμφερόντων» (4).
Με το πέρασμα του χρόνου, το Ισραήλ έγινε επίσης σημείο αναφοράς στον τομέα της ασφάλειας. Την ώρα που η τρομοκρατία αποκτά ισχυρότερα ερείσματα ακριβώς νότια της Σαχάρας και στο Κέρας της Αφρικής, το Ισραήλ παίρνει πλεονεκτική θέση στη σκακιέρα των πωλήσεων όπλων και των υπηρεσιών πληροφοριών. Μετά από διαδοχικές και πολύνεκρες τρομοκρατικές επιθέσεις τα τελευταία χρόνια, η Κένυα ενίσχυσε τη συνεργασία της με το Ισραήλ, η οποία είχε ξεκινήσει το 1976, κατά τη διάρκεια μιας θεαματικής επιχείρησης απελευθέρωσης ομήρων στο αεροδρόμιο του Έντεμπε (Ουγκάντα). Μετά το αιματοκύλισμα στο εμπορικό κέντρο Westgate, το 2013, το Ναϊρόμπι έλαβε σημαντική υποστήριξη από τις ισραηλινές υπηρεσίες ασφαλείας. Στην ανατολική Αφρική, η Κένυα και η Ουγκάντα αποτελούν τους βασικούς συμμάχους του Ισραήλ στη μάχη κατά της εξάπλωσης του τζιχαντισμού. Το Τελ-Αβίβ τους προτείνει ειδικούς συμβούλους, μικρές μονάδες μάχης, μη επανδρωμένα αεροσκάφη, εξοπλισμό επιτήρησης και ειδικά σκάφη ναυτικών περιπολιών. Όσο για το Νότιο Σουδάν, που έγινε ανεξάρτητο το 2011, συγκαταλέγεται στους νέους συμμάχους του Ισραήλ στην περιοχή, καθώς οι δύο χώρες μοιράζονται την εχθρότητα απέναντι στο μουσουλμανικό καθεστώς του Σουδάν και του Ομάρ Αλ-Μπασίρ, ο οποίος αποτελεί στήριγμα της παλαιστινιακής Χαμάς.
Παρ’ όλο που το Κέρας της Αφρικής έχει στρατηγική σημασία λόγω του θαλάσσιου εμπορίου στον κόλπο του Άντεν, το Στενό του Μπαμπ Αλ-Μαντέμπ και την Ερυθρά Θάλασσα, οι επιθέσεις των τζιχαντιστών στη ζώνη νότια της Σαχάρας και στη δυτική Αφρική (Μπουρκίνα Φάσο, Μάλι, Νίγηρας, Ακτή Ελεφαντοστού) επεκτείνουν το πεδίο δυνητικής δραστηριοποίησης του Τελ-Αβίβ. Στις 14 Απριλίου 2013, για παράδειγμα, ο Ισραηλινός στρατηγός Μάγιερ Χέρες, υπεύθυνος για τη συγκρότηση της Δύναμης Ταχείας Επέμβασης (BIR) του Καμερούν, εγκαθίσταται στη Μάρουα, διοικητικό κέντρο της βορειότερης επαρχίας της χώρας, για να διαχειριστεί την κρίση που συνδέεται με την Μπόκο Χαράμ. Σύμφωνα με τον Ισραηλινό υπουργό Άμυνας, οι συμφωνίες προμήθειας πολεμικού εξοπλισμού από τις χώρες της Αφρικής επεκτείνονται σταθερά από το 2009, υπερβαίνοντας πλέον τα 100 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο (5).
Επιχείρηση γοητείας
Πέρα από τις πωλήσεις όπλων και το εμπόριο πολύτιμων λίθων, οι οικονομικές σχέσεις καλύπτουν ένα τεράστιο πεδίο, από τις εξορυκτικές δραστηριότητες μέχρι τη διατροφική βιομηχανία και τις περιβαλλοντικές τεχνολογίες. Η εταιρεία Beny Steinmetz Group Resources (BSGR) δραστηριοποιείται στην εξόρυξη χαλκού, κοβαλτίου, πετρελαίου και φυσικού αερίου στη Ναμίμπια, την Αγκόλα, τη Νότια Αφρική, τη Σιέρα Λεόνε και τη Μποτσουάνα. Στην Κένυα, οι ισραηλινές επιχειρήσεις επενδύουν στις ξενοδοχειακές υποδομές. Στην Ακτή Ελεφαντοστού, ο όμιλος Telemania κατασκευάζει θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο φυσικού αερίου στο Σονγκόν-Νταγκμπέ (στα περίχωρα της πρωτεύουσας Αμπιτζάν). Η βιομηχανία διαμαντιών προσελκύει ισραηλινές επενδύσεις στη Νότια Αφρική και την Μποτσουάνα. Οι Ισραηλινοί προβάλλουν την πείρα τους στα άγονα εδάφη για να προωθήσουν την τεχνογνωσία τους στην ηλιακή ενέργεια, τον καθαρισμό του νερού, τη γεωργία. Κάθε χρόνο, η ισραηλινή Υπηρεσία Διεθνούς Συνεργασίας Mashav εκπαιδεύει γύρω στους 100 Αφρικανούς ειδικούς, ιδιαίτερα στον αγροτοδιατροφικό κλάδο. Σύμφωνα με το ισραηλινό Ινστιτούτο Εξαγωγών και Διεθνούς Συνεργασίας (IEICI), η Νότια Αφρική, η Αγκόλα, η Μποτσουάνα, η Αίγυπτος, η Κένυα, η Νιγηρία και το Τογκό εμφανίζονται ως σταθεροί εμπορικοί εταίροι. Ακόμη και το Μαρόκο διατηρεί διακριτικές, αλλά στέρεες, διπλωματικές και οικονομικές σχέσεις με το Ισραήλ (6).
Συνολικά, οι ισραηλινές εξαγωγές προς την αφρικανική ήπειρο υπερβαίνουν το 1 δισεκατομμύριο δολάρια από το 2015 και μετά. Μολονότι η Αφρική δεν απορροφά παρά το 2% των συνολικών εξαγωγών του Ισραήλ, οι δυνατότητες αύξησης των εμπορικών συναλλαγών κρίνονται σημαντικές (7).
Η Παλαιστίνη, μέλος-παρατηρητής της Αφρικανικής Ένωσης, ανησυχεί για τη διπλωματική επιχείρηση γοητείας του Τελ-Αβίβ, τη στιγμή που η ειρηνευτική διαδικασία βρίσκεται σε νεκρό σημείο. Τον Οκτώβριο του 2017, αντιπροσωπεία της Φάταχ πραγματοποίησε περιοδεία στις αφρικανικές πρωτεύουσες. Κακός οιωνός για τους Παλαιστίνιους; Τον περασμένο Μάρτιο, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Ουάσινγκτον, ο Πολ Καγκαμέ, ηγέτης της Ρουάντα, η οποία αναλαμβάνει την προεδρία της Αφρικανικής Ένωσης για το 2018, είχε προβεί στην εκτίμηση ότι «η Ρουάντα είναι, αναμφίβολα, φίλη χώρα με το Ισραήλ, [το οποίο] έχει δικαίωμα να υπάρχει και να αναπτύσσεται ως πλήρες μέλος της διεθνούς κοινότητας». Παρά την ακύρωση της συνόδου κορυφής του Λομέ, η μεγάλη διπλωματική επιστροφή του Ισραήλ στην Αφρική ίσως είναι ζήτημα χρόνου.