el | fr | en | +
Accéder au menu

Ιταλία: Ο θάνατος του εμποράκου

Μείωση του εισοδήματος των νοικοκυριών

JPEG - 6.1 kio
Οι διαδοχικές εδαφικές επεκτάσεις του κράτους του Ισραήλ – με την αγνόηση των συνθηκών για την Ιερουσαλήμ να αποτελεί ένα από τα μόνιμα σημεία τριβής.

Στο κατεβασμένο ρολό του περιπτέρου στο Τσεζάνο Μποσκόνε, τρεις επιγραφές με κόκκινο μελάνι κάνουν έκκληση στους περαστικούς: «Ενοικιάστε με». Η προτροπή μοιάζει με απελπισμένη προσπάθεια για έξοδο από το θλιβερό αστικό τοπίο του λαϊκού προαστίου, που από το 2015 έχει ενταχθεί στη μητροπολιτική περιφέρεια του Μιλάνου, ενός πολεοδομικού συγκροτήματος που συγκεντρώνει 134 κοινότητες με τρία εκατομμύρια κατοίκους και παρουσιάζεται ως η οικονομική πρωτεύουσα της Ιταλίας. Ωστόσο, μόλις κάποιος διαβεί τον περιφερειακό δακτύλιο, λίγο έξω από τα όρια του ιστορικού κέντρου, το πολεοδομικό συγκρότημα μετατρέπεται σε μια πόλη-υπνωτήριο, όπου στοιβάζονται μετανάστες και ηλικιωμένοι, ενώ τα μικρά καταστήματα εξαφανίζονται το ένα μετά το άλλο.

Στο Τσεζάνο Μποσκόνε –όπως και σε πολλά άλλα μέρη της Ιταλίας– το κλείσιμο των οικογενειακών εμπορικών επιχειρήσεων άρχισε τη δεκαετία του 1980, σχετικά καθυστερημένα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες δυτικές χώρες, και προχώρησε με λιγότερο έντονους ρυθμούς. Ωστόσο, η κατάσταση άλλαξε μετά την κρίση του 2008, σε σημείο ώστε ορισμένοι ειδικοί δεν διστάζουν να μιλήσουν για «ερημοποίηση».

Μεταξύ του 2008 και του 2016, στην Ιταλία έκλεισε το 13,2% των καταστημάτων. Το φαινόμενο έφτασε στο αποκορύφωμά του το 2013, με 134 «λουκέτα» την ημέρα (1). Πλέον, στη χώρα υπάρχουν περισσότερα από 600.000 ξενοίκιαστα μαγαζιά, ήτοι το ένα τέταρτο των διαθέσιμων καταστημάτων. Σύμφωνα με τον Λούκα Ζαντερίγκι, καθηγητή Οικονομικών στο πανεπιστήμιο του Μιλάνου, «ορισμένες ζώνες δεν έχουν πληγεί. Όμως, στις ορεινές και στις αραιοκατοικημένες περιοχές, η εμπορική προσφορά μειώνεται με τόσο ταχείς ρυθμούς ώστε σύντομα ενδέχεται να μην προσφέρονται πλέον ορισμένες βασικές υπηρεσίες». Ο Μαριάνο Μπέλα, υπεύθυνος του γραφείου μελετών της Συνομοσπονδίας Εμπόρων (Confcommercio) εκφράζει επίσης την ανησυχία του για το μέλλον των ιστορικών κέντρων ορισμένων μεσαίων πόλεων όπως η Περούτζια, η Πάρμα ή η Τεργέστη. Φοβάται ότι μπορεί να μετατραπούν «σε μουσεία για τουρίστες, σε μια αλληλοδιαδοχή καταστημάτων πασίγνωστων πολυεθνικών και υποκαταστημάτων τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών».

Πολλοί έμποροι αποδίδουν επίσης τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην «υπερφορολόγηση» και δυσπιστούν απέναντι σε ένα κράτος που το ταυτίζουν με την αυστηρή δημοσιονομική πολιτική και την κυριαρχία των τεχνοκρατών. Ωστόσο, οι λόγοι της αφαίμαξης θα έπρεπε μάλλον να αναζητηθούν στην οικονομική κατάσταση της χώρας. Η μείωση του εισοδήματος των νοικοκυριών μετά από την πολυετή ύφεση προκάλεσε μείωση των καταναλωτικών δαπανών, εξαιρετικά επιζήμια για τις μικρές ανεξάρτητες εμπορικές επιχειρήσεις, που είναι λιγότερο ανταγωνιστικές από τις μεγάλες αλυσίδες και τις εξειδικευμένες εκπτωτικές επιχειρήσεις. Βέβαια, παρά το γεγονός ότι από το 2014 η χώρα καταγράφει θετικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης και παρά τις αισιόδοξες εξαγγελίες του Ματέο Ρέντσι και του διαδόχου του στην πρωθυπουργία Πάολο Τζεντιλόνι, η κατάσταση παραμένει εύθραυστη. Το 2014 και 2015, οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν χαμηλότεροι του 1% και στην Ιταλία υπάρχουν σήμερα περισσότερα από 4,7 εκατομμύρια άτομα που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας (σε σύνολο 60 εκατομμυρίων κατοίκων). Μάλιστα, οι νέοι πλήττονται ιδιαίτερα από αυτό το φαινόμενο: 10,4% για την κατηγορία των 18-34 ετών έναντι 4% για τα άτομα άνω των 65 ετών.

Επίσης, σημαντικό ρόλο έπαιξε και η ισχυροποίηση του ηλεκτρονικού εμπορίου. Ο κλάδος κατέγραψε αύξηση 18% το 2016, επιτυγχάνοντας κύκλο εργασιών 20 δισ. ευρώ (σχετικά χαμηλός ωστόσο συγκριτικά με τη Γαλλία, τη Γερμανία ή το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου οι αγορές μέσω Διαδικτύου είναι 2-5 φορές υψηλότερες). Επιπλέον, οι αλλαγές του τρόπου ζωής και των καταναλωτικών συνηθειών έπληξαν ιδιαίτερα ορισμένους τομείς. Για παράδειγμα αφού ο γραπτός Τύπος έχει βυθιστεί σε μια άνευ προηγουμένου κρίση, δεν είναι διόλου περίεργο το γεγονός ότι κλείνουν το ένα μετά το άλλο τα περίπτερα που πουλάνε εφημερίδες και περιοδικά. Παράλληλα, ο περιορισμός του αναγνωστικού κοινού εξηγεί τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα βιβλιοπωλεία (2). Σε όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε το κλείσιμο της στρόφιγγας του τραπεζικού δανεισμού σε μια περίοδο τραπεζικής κρίσης, καθώς και το κόστος των ενοικίων που απογειώνονται στις πόλεις του Βορρά.

Στον πεζόδρομο του Τσεζάνο Μποσκόνε, τα ετοιμόρροπα μαγαζιά διαδέχονται τα κλειστά καταστήματα. Ο Αντρέα Γκαμπριέλε, ένας τριαντάρης της «γενιάς της επισφάλειας» που δούλευε στη διαφήμιση, προσπάθησε να βγάλει τον πεζόδρομο από το τέλμα του ανοίγοντας ένα μπαρ. «Όπως και στα υπόλοιπα λαϊκά προάστια, έλειπε ένα μέρος που να προσελκύει τους νέους. Ανακαίνισα λοιπόν ένα παλιό καφενείο και το μετέτρεψα σε ένα σύγχρονο και ζωντανό μαγαζί που έμενε ανοιχτό τα βράδια. Το στοίχημα ήταν υπερβολικά τολμηρό… Δύο χρόνια αργότερα, ξαναγύρισα στο μάρκετινγκ». Σε αυτή τη γειτονιά, η κοινωνική ζωή έχει μετατοπιστεί από τους μικρούς δρόμους στις κεντρικές λεωφόρους.

Το δημαρχείο εγκαθίσταται στο υπερμάρκετ

Την περίοδο που ακολούθησε τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το Μιλάνο εξακολουθούσε να περιστοιχίζεται από αγροκτήματα και χωράφια. Τα προάστιά του έμοιαζαν με χωριουδάκια χτισμένα γύρω από πλατείες γεμάτες ζωή και μαγαζιά. Στη συνέχεια, οι δεκαετίες της εκβιομηχάνισης πυροδότησαν τη δημογραφική έκρηξη. Έτσι, την περίοδο 1961-1991, στο Τσεζάνο Μποσκόνε, ο πληθυσμός πενταπλασιάστηκε, περνώντας από τις 5.000 στις 26.000, πριν γνωρίσει μια ελαφρά κάμψη. Ελλείψει μιας αρχής αρμόδιας για χωροταξικά ζητήματα, η επέκταση των προαστίων του Μιλάνου πραγματοποιήθηκε εντελώς άναρχα: ένα συνονθύλευμα μεγάλων οικιστικών συγκροτημάτων δίπλα σε λαϊκές κατοικίες, που στερούνταν των στοιχειωδών ανέσεων.

Ακολουθώντας το αμερικανικό μοντέλο, οι εμπορικές δραστηριότητες συγκεντρώθηκαν στους μεγάλους οδικούς άξονες, καθιστώντας το αυτοκίνητο αναγκαίο. Τα γιγάντια υπερμάρκετ δεν άργησαν να πολλαπλασιαστούν, δημιουργώντας κορεσμό στην αγορά πολλών πόλεων του Βορρά ήδη από τη δεκαετία του 1990 (3). Το 2005 άνοιξε στο Τσεζάνο Μποσκόνε ένα υπερμάρκετ της γαλλικής αλυσίδας Auchan. Το εμπορικό συγκρότημα με τις τεράστιες καμάρες, που το κάνουν να μοιάζει με μεταμοντέρνο καθεδρικό ναό, μπορούσε να καλύψει μια περιφέρεια 200.000 δυνητικών πελατών. Μετά από αρκετές ζημιογόνες χρονιές (την περίοδο 2011-2014 συσσώρευσε ζημίες 16 εκατομμυρίων ευρώ), έκλεισε τον Ιούλιο του 2015. «Το αμερικανικό φαινόμενο των “dead malls”, των χρεωκοπημένων εμπορικών κέντρων, έφτασε και στα μέρη μας», παρατηρεί ο Βάνι Κοντελούπι, κοινωνιολόγος της κατανάλωσης, ο οποίος θεωρεί ότι οι χρεωκοπίες οφείλονται στον επιθετικό ανταγωνισμό ανάμεσα στα υπερμάρκετ, στην πλεονάζουσα προσφορά, στα υπερβολικά υψηλά ενοίκια αλλά και στη μη λειτουργική αρχιτεκτονική αυτών των καταστημάτων.

Τελικά, το 2016 ξανάνοιξε μετά από μια ριζική αλλαγή της διαρρύθμισής του, η οποία αποσκοπούσε στην ενίσχυση του κοινωνικού έργου του. Στο εξής πρόκειται για το «Auchan City, υπερμάρκετ πόλης, συνοικιακό υπερμάρκετ». Για τον Βάνι Κοντελούπι, δεν πρόκειται πλέον για έναν «μη τόπο» (όπως αυτός ορίζεται από τον ανθρωπολόγο Μαρκ Οζέ) αλλά για έναν «υπερτόπο», ένα βολικό, εξευγενισμένο και ψυχρό υποκατάστατο της κεντρικής πλατείας της πόλης: καθώς καλύπτει την απουσία υπηρεσιών σε τοπικό επίπεδο, επιβλήθηκε ως μοναδικός πόλος έλξης μιας αποδιαρθρωμένης, διαλυμένης πόλης. Στους διαδρόμους του, εκτός από τις επιχειρήσεις που κάποιος συνήθως συναντάει σε παρόμοια εμπορικά κέντρα, βρίσκει επίσης και ένα παράρτημα του δημαρχείου, λογιστικό γραφείο, οδοντιατρείο και παιδότοπο…

Από τον Μεσαίωνα…

Για να πάει κανείς από το Τσεζάνο Μποσκόνε στη «Συνοικία του Ντιζάιν», θα πρέπει να ακολουθήσει μια μεγάλη λεωφόρο, μήκους τεσσάρων χιλιομέτρων. Ο Γκαμπριέλε Ραμπαϊότι, πολεοδόμος στον Δήμο Μιλάνου, προτείνει τον διαμερισμό της σε τρία τμήματα, που αντιστοιχούν στις πραγματικότητες της σημερινής πόλης. Στο άκρο της λεωφόρου Τζιαμπελίνο, στο τέρμα του τραμ 14, μισή ώρα απόσταση από τη διάσημη πλατεία του Ντουόμο, του καθεδρικού ναού, οι σκουπιδοσακούλες στοιβάζονται στο ρείθρο του δρόμου και το γκαζόν ανάμεσα στις σιδηροτροχιές είναι απεριποίητο. Σε αυτή τη λαϊκή συνοικία συνυπάρχουν –χωρίς ωστόσο και να υπάρχει επαφή αναμεταξύ τους– ηλικιωμένοι ντόπιοι, οι περισσότεροι από τους οποίους έφτασαν στην περιοχή από την νότια και ανατολική Ιταλία πριν από αρκετές δεκαετίες, και μετανάστες που προέρχονται από χώρες εκτός Ε.Ε. (6.000 οικογένειες από 18 εθνικότητες), οι οποίοι άρχισαν να καταφθάνουν από τις δεκαετίες του 1990 και του 2000. Οι πρόσφατοι μετανάστες συνέβαλαν στον περιορισμό της εμπορικής αιμορραγίας όταν έστησαν τις επιχειρήσεις τους στα εγκαταλελειμμένα καταστήματα. Ο Ραμπαϊότι εξηγεί ότι «πρόκειται για μαγαζιά για φτωχούς, προσαρμοσμένα στην επιβίωση με όσο το δυνατόν μικρότερο κόστος. Το κρεοπωλείο χαλάλ, το ψητοπωλείο των Βερβέρων, το αιγυπτιακό παζάρι, είναι διαρκώς ανοιχτά και λειτουργούν ως τόπος συνάντησης. Οι πελάτες αγοράζουν με δόσεις ή με βερεσέ. Βοηθάει ο ένας τον άλλον, όπως συνέβαινε στην μεταπολεμική Ιταλία».

Λίγο πιο κάτω από τα λαϊκά μαγαζιά, η δημοτική αγορά Λορεντέτζιο αντιμετώπιζε για μεγάλο χρονικό διάστημα σημαντικές δυσκολίες. Όπως και οι περισσότερες αντίστοιχες αγορές του Μιλάνου, το συγκρότημα που κατασκευάστηκε το 1954 δυσκολευόταν να προσελκύσει νέους επιχειρηματίες που θα αντικαθιστούσαν όσους αποχωρούσαν (4). Απειλούνταν με κατεδάφιση ή με μετατροπή σε εκπτωτικό πολυκατάστημα και τη σωτηρία της οφείλει στον Βίτο Λαντίγιο, ιδιοκτήτη ενός κρεοπωλείου ειδικευμένου στο αλογίσιο κρέας. Ο πενηντάρης έμπορος με καταγωγή από τη Σικελία συγκρότησε μαζί με μερικούς συναδέλφους του μια ομάδα εμπόρων που κατόρθωσε να πείσει τον Δήμο να λάβει διάφορα ευνοϊκά μέτρα και εκπόνησε ένα σχέδιο αναζωογόνησης της αγοράς βασισμένο στον υβριδικό της χαρακτήρα. Οι πάγκοι των εμπόρων τροφίμων γειτονεύουν με περίπτερα των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, ενώ στον χώρο οργανώνονται πολιτιστικές εκδηλώσεις και λειτουργεί ένα σχολείο διδασκαλίας της ιταλικής σε ξένους. Όλα αυτά έδωσαν νέα πνοή στην αγορά.

Ο Ραμπαϊότι ανησυχεί περισσότερο για το δεύτερο τμήμα της λεωφόρου Τζιαμπελίνο. Όπως και στο Τσεζάνο Μποσκόνε, τα καταστήματα σπανίζουν, ενώ αυξάνονται ολοένα περισσότερο τα κλειστά μαγαζιά. Στη συνοικία κατοικούν κυρίως συνταξιούχοι με χαμηλά εισοδήματα, οι οποίοι κάνουν συχνά τα ψώνια τους στα υπερμάρκετ που βρίσκονται πέρα από τον περιφερειακό δακτύλιο. Η συνοικία σού δίνει την εντύπωση ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει εδώ και δεκαετίες: τα μπαρ με τους κουλοχέρηδες και τις πλαστικές καρέκλες, τα σκονισμένα ψιλικατζίδικα, τα κέντρα ταϊλανδικού μασάζ με τις αδιαφανείς βιτρίνες… Τα εργαστήρια των τεχνιτών (επιπλοποιών, ξυλουργών, ταπετσιέρηδων…) που αποτελούσαν τους πνεύμονες της λαϊκής ιταλικής πόλης από την εποχή του Μεσαίωνα έως και πριν από μερικές δεκαετίες, εξαφανίζονται το ένα μετά το άλλο. Καθώς η Ιταλία δεν διαθέτει ένα συνεκτικό πρόγραμμα για την αναζωογόνηση τέτοιων των συνοικιών, αναγκάζεται να περιοριστεί σε αποσπασματικές δράσεις, τις οποίες μερικές φορές αναλαμβάνουν φημισμένοι –αλλά ελάχιστα αποτελεσματικοί– αρχιτέκτονες (5). «Κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας, καταγράψαμε περισσότερα από επτακόσια προγράμματα για τις υποβαθμισμένες συνοικίες, συνολικού κόστους 200 εκατομμυρίων ευρώ», επιβεβαιώνει ο Στεφάνο Σαμπαόλο, ερευνητής στο Κέντρο Μελετών στην Κοινωνική Επένδυση (CENSIS) της Ρώμης. «Ωστόσο, καθώς δεν υπάρχει κανένα υπουργείο ή διυπουργική επιτροπή για να τα συντονίσει, αυτή η πολιτική παραμένει εξαιρετικά αποσπασματική».

Καταδικασμένοι στην κατανάλωση φτηνιάρικων προϊόντων

Το σκηνικό αλλάζει μόλις περάσουμε στο τρίτο τμήμα της διαδρομής, όταν η λεωφόρος Τζιαμπελίνο μετονομάζεται σε Αντρέα Σολάρι και μετατρέπεται σε πύλη εισόδου της Συνοικίας του Ντιζάιν. Ένα καρουζέλ σε στυλ Μπελ Επόκ είναι στημένο σε έναν άψογα περιποιημένο κήπο, ενώ πλήθος καταστημάτων με είδη ευρείας κατανάλωσης (παντοπωλεία με γαστρονομικά προϊόντα, περίπτερα που προσφέρουν μεγάλη ποικιλία Τύπου, κάβες, ανθοπωλεία…) γειτονεύουν με τα κεντρικά γραφεία εταιρειών που ειδικεύονται σε είδη πολυτελείας. Ανάμεσα στα σικάτα μαγαζιά, συναντάμε το κατάστημα με είδη κιγκαλερίας του Τζούλιο Βελάτι, το οποίο ίδρυσε το 1927 ο παππούς του. Αποτελεί τη μνήμη της συνοικίας και νοσταλγεί τη «χρυσή δεκαετία του 1960», όταν η ιταλική μεσαία τάξη είχε τη σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα ότι θα βρει δουλειά. Αναρωτιέται αν ο γιος του, που τον παρατηρεί από το βάθος του μαγαζιού, θα καταφέρει στο μέλλον να συνεχίσει τη λειτουργία της επιχείρησης…

Το 2010, ο κοινωνιολόγος Τζιανπάολο Φάμπρις απηύθυνε έκκληση για αλλαγή των πρακτικών κατανάλωσης, προκειμένου να αναδυθεί μια κοινωνία «κατοπινή της οικονομικής μεγέθυνσης» ώστε να εξευρεθεί ένα σημείο ισορροπίας ανάμεσα στον ξέφρενο καταναλωτισμό και στην παραίτηση από τα αγαθά του σύγχρονου κόσμου (6). Στη συνέχεια εμφανίστηκε η κρίση και στην Ιταλία εντάθηκε η πόλωση ανάμεσα στις καταναλωτικές πρακτικές: ενώ μια χούφτα εύπορων μπορεί να αποκτήσει ποιοτικά αγαθά, οι υπόλοιποι είναι ολοένα συχνότερα καταδικασμένοι να καταναλώνουν φτηνιάρικα προϊόντα, μίας χρήσης, που παράγονται με χαμηλό κόστος και ταχύτατα, με μικρή διάρκεια ζωής, και τα οποία πρέπει διαρκώς να αντικαθίστανται.

Francesca Lancini

Δημοσιογράφος.
Βασίλης Παπακριβόπουλος

(1«Nei centri storici I negozi sono sempre di meno», 27 Φεβρουαρίου 2017, confcommerciovv.it

(2«La lettura in Italia, 2015», Έκθεση του Εθνικού Ινστιτούτου Στατιστικής (ISTAT), Ρώμη, 13 Ιανουαρίου 2016.

(3Το πρώτο ιταλικό υπερμάρκετ άνοιξε το 1971 στην Καστελάντζα, 30 χλμ. από το Μιλάνο.

(4Τον Νοέμβριο του 2017, το 19% των θέσεων στις δημοτικές αγορές του μητροπολιτικού Δήμου του Μιλάνου ήταν κενές, με εντυπωσιακή ανισοκατανομή ανάλογα με τις συνοικίες. Βλέπε Luca de Vito, «Mercati al coperto sempre piu vuoti il piano per il rilancio», 13 Νοεμβρίου 2017, republica.it

(5Έτσι, ο Ρέντζο Πιάνο επιστρατεύτηκε για την αναζωογόνηση του Μιλάνου. Βλ. Renzo Piano, «Diario dalle periferie, I. Giambellino», Skira, Μιλάνο, 2016.

(6Giampaolo Fabris, «La società post-crescita. Consumi et stili di vita», Egea, Μιλάνο, 2010.

Μοιραστείτε το άρθρο