Το χάσμα μεταξύ των ανατολικών και των δυτικών χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν προκύπτει από την αντίθεση μεταξύ φιλελεύθερων δημοκρατιών και αυταρχικών κυβερνήσεων. Αντικατοπτρίζει την οικονομική κυριαρχία των μεγάλων δυνάμεων έναντι των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως δεξαμενές φτηνού εργατικού δυναμικού. Από τη δεκαετία του 1990 και μετά, οι γερμανικές βιομηχανίες προτίμησαν τη μετεγκατάσταση στην Πολωνία, την Τσεχία, τη Σλοβακία και την Ουγγαρία.
Πρόκειται για το τυπικό παραμύθι με καλό τέλος: χαρακτηρισμένη το 1999 ως «ο μεγάλος ασθενής της Ευρωζώνης» («The Economist», 3 Ιουνίου 1999), η Γερμανία θεραπεύτηκε ως εκ θαύματος χάρη στους νόμους που ρύθμιζαν προς το επισφαλέστερο τις εργασιακές σχέσεις των μισθωτών («νόμοι Xαρτζ»), οι οποίοι τέθηκαν σε ισχύ μεταξύ 2003 και 2005. Οι εν λόγω μεταρρυθμίσεις θεωρείται ότι από μόνες τους αποκατέστησαν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, τόνωσαν τις πωλήσεις Mercedes στο εξωτερικό –και γι’ αυτό έπεισαν τον Εμμανουέλ Μακρόν να επιχειρήσει να εφαρμόσει την ίδια συνταγή στη Γαλλία. Μοιραίο λάθος. «Προκειμένου να κατανοήσουμε την ανάδειξη της Γερμανίας σε παγκόσμια υπερδύναμη του εξαγωγικού εμπορίου», εξηγεί ο ιστορικός της οικονομίας Στίβεν Γκρος, «θα πρέπει να κοιτάξουμε πέρα από τα σύνορά της. Το βασικότερο ίσως θεμέλιο της οικονομικής πολιτικής της Γερμανίας στον τομέα των εξαγωγών είναι τα εμπορικά δίκτυα που έχει αναπτύξει με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης» (1). Και πιο συγκεκριμένα, οι –μονομερώς– προνομιακές εμπορικές συναλλαγές που η χώρα έχει αναπτύξει με την Πολωνία, την Τσεχία, την Ουγγαρία και τη Σλοβακία, τις «χώρες του Βίζεγκραντ». Εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα, η πλούσια Γερμανία επί της ουσίας εφαρμόζει εκείνο που κάνουν οι ΗΠΑ με την κατασκευή εργοστασίων παραγωγής στο έδαφος του Μεξικού: την πρακτική της ωφελιμιστικής βιομηχανικής επέκτασης σε προσκείμενα εδάφη.
Οι προνομιακές εμπορικές σχέσεις της Γερμανίας με την Κεντρική Ευρώπη δεν είναι χθεσινό φαινόμενο: εδραιώθηκαν για τα καλά στα τέλη του 19ου αιώνα, μεταξύ του Δεύτερου Ράιχ του Όττο φον Βίσμαρκ και της αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Περιορίστηκαν εν μέρει κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αλλά επανήλθαν κατά τη δεκαετία του 1970, με τη μορφή βιομηχανικών, τεχνολογικών και τραπεζικών συνεργασιών, χάρη στην Οστπολιτίκ (2), την ανατολική πολιτική (1969-1974) του σοσιαλδημοκράτη καγκελαρίου Βίλλυ Μπραντ. Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα για την άπληστη επέκταση. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι γερμανικές πολυεθνικές στρέφουν την προσοχή τους στις πρόσφατα ιδιωτικοποιημένες κρατικές επιχειρήσεις, μέσα σε μια ατμόσφαιρα βιομηχανικής Αποκάλυψης. Η απόκτηση της τσεχικής αυτοκινητοβιομηχανίας Škoda από τη γερμανική Volkswagen το 1991 έκανε μεγάλη εντύπωση, ωστόσο ο πλούσιος γείτονας χρησιμοποίησε τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις κυρίως ως βάσεις υπεργολαβίας.
Προκειμένου να γίνει αυτό, επωφελήθηκαν από έναν παλιό, αλλά διακριτικό και ελάχιστα γνωστό μηχανισμό: το καθεστώς «τελειοποίησης προς επανεισαγωγή» (outward processing). Αυτή η διαδικασία, κωδικοποιημένη στο ευρωπαϊκό δίκαιο το 1986, επιτρέπει την προσωρινή εξαγωγή ενδιάμεσων αγαθών (ή εξαρτημάτων) σε χώρα μη-μέλος της Ε.Ε., όπου θα μεταποιηθούν, θα επεξεργαστούν –θα «τελειοποιηθούν»– και στη συνέχεια θα επανεισαχθούν στη χώρα προέλευσής τους, με μερική ή και πλήρη απαλλαγή από τους τελωνειακούς δασμούς (3). Μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, η επέκταση των ποσοστώσεων εισαγωγής από τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης δημιούργησε τεράστιες προοπτικές για τους Γερμανούς εργοδότες. Ήθελε μια επιχείρηση να αναθέσει υπεργολαβικά την επιχρωμίωση στις βρύσες της ή την επισμάλτωση στις μπανιέρες της σε Τσεχοσλοβάκους τεχνίτες, με υψηλά προσόντα αλλά πολύ λίγο διεκδικητικούς στα οικονομικά; Ήθελε να εμπιστευθεί τα υφάσματά της στα έμπειρα χέρια Πολωνίδων μοδιστρών, που πληρώνονταν σε ζλότυ, ώστε να τα μεταποιήσουν σε σακάκια, που στη συνέχεια θα πωλούνταν με τα διακριτικά κάποιας μεγάλης βερολινέζικης φίρμας; Κάτι τέτοιο ήταν ήδη δυνατό από τη δεκαετία του 1990, σαν να είχαν κιόλας απαλειφθεί τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Το καθεστώς τελειοποίησης προς επανεισαγωγή αποτελεί το ευρωπαϊκό ανάλογο της αμερικανικής πολιτικής που οδήγησε στην ανάπτυξη των “μακιλαδόρας” (4) στη μεθοριακή περιοχή μεταξύ του Μεξικού και των ΗΠΑ» (5), εξηγεί η οικονομολόγος Ζυλί Πελεγκρέν. Η Γερμανία επωφελείται περισσότερο από κάθε άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε. από αυτή την υπεργολαβία των μεταποιήσεων, κυρίως σε τομείς όπως η κλωστοϋφαντουργία, τα ηλεκτρονικά και τα αυτοκίνητα: το 1996, οι γερμανικές επιχειρήσεις επανεισήγαγαν, σε σχέση με τις γαλλικές, 27 φορές περισσότερα αγαθά (σε αξία) μεταποιημένα στην Πολωνία, την Τσεχία, την Ουγγαρία και τη Σλοβακία. Την ίδια χρονιά, τα «τελειοποιημένα» επανεισαγμένα προϊόντα αποτελούσαν το 13% των εξαγωγών των χωρών του Βίζεγκραντ προς την Ε.Ε. και το 16% των γερμανικών εισαγωγών από αυτές τις χώρες. Ορισμένοι τομείς παραδίνονται ολοκληρωτικά στην υπεργολαβία: το 86,1% των υφασμάτων και ενδυμάτων που εισήχθηκαν στη Γερμανία από την Πολωνία είχαν υπαχθεί στο εν λόγω καθεστώς. Σε λιγότερο από μία δεκαετία, παρατηρεί η Πελεγκρέν, «οι επιχειρήσεις των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ενσωματώθηκαν σε αλυσίδες παραγωγής που ελέγχονταν κατά κύριο λόγο από γερμανικές εταιρείες».
Η ενσωμάτωση των χωρών που μέχρι την προηγούμενη μέρα ήταν συνδεδεμένες με την ελεγχόμενη από τη Μόσχα «ανατολική» Κομεκόν (Συμβούλιο Αμοιβαίας Οικονομικής Βοήθειας, 1949-1991) ήταν ακόμη πιο γοργή, καθώς ο ενθουσιασμός των «απελευθερωμένων καταναλωτών» εξαιτίας της πρόσβασης στα δυτικά αγαθά αντιστάθμιζε για κάποιο διάστημα την απογοήτευση των εργαζομένων που ήταν υποδουλωμένοι στην υπεργολαβική κατασκευή αυτών των ίδιων προϊόντων.
Δεδομένου ότι οι συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών σχεδόν κατάργησαν τους δασμούς κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990, το καθεστώς «τελειοποιημένης επανεισαγωγής» έγινε λιγότερο ελκυστικό από τις άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό. Οι πολυεθνικές δεν αρκούνταν πλέον στην υπεργολαβική ανάθεση ενός μικρού τμήματος της παραγωγής στο εξωτερικό και χρηματοδότησαν την κατασκευή θυγατρικών εργοστασίων σε χώρες όπου η εργασία ήταν φθηνότερη.
Μεταξύ του 1991 και του 1999, η ροή των γερμανικών άμεσων επενδύσεων προς την Ανατολική Ευρώπη αυξήθηκε κατά 23 φορές (6). Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Γερμανία πραγματοποιούσε περισσότερο από το ένα τρίτο του συνόλου των άμεσων ξένων επενδύσεων στις χώρες του Βίζεγκραντ και επέκτεινε την κεφαλαιοκρατική κυριαρχία της στη Σλοβενία, την Κροατία και τη Ρουμανία. Οι κατασκευαστές εξαρτημάτων αυτοκινήτου (Bosch, Dräxlmaier, Continental, Benteler) και οι εταιρείες πλαστικών και ηλεκτρονικών φύτρωναν σαν τα μανιτάρια. Διότι, από τη Βαρσοβία ώς τη Βουδαπέστη, το 1990 ο μέσος μισθός αντιπροσώπευε το ένα δέκατο του μέσου βερολινέζικου μισθού –και το 2010, το ένα τέταρτο.
Πάντως, οι εργαζόμενοι επωφελήθηκαν από το καλά εδραιωμένο σύστημα επαγγελματικής και τεχνικής κατάρτισης της Ανατολικής Ευρώπης. Πολύ πιο εξειδικευμένοι από τους Ασιάτες ομολόγους τους, επιπλέον βρίσκονταν κοντύτερα: αν απαιτούνται τέσσερις εβδομάδες για να φτάσει ένα εμπορευματοκιβώτιο από τη Σαγκάη στο Ρότερνταμ, αρκούν μόλις πέντε ώρες σε ένα φορτηγό γεμάτο ανταλλακτικά από τα εργαστήρια της Μλάντα Μπόλεσλαβ, βορειοανατολικά της Πράγας, για να φτάσει στην έδρα της Volkswagen στο Βόλφσμπουργκ.
Έτσι η Γερμανία έγινε στο γύρισμα της χιλιετίας ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Πολωνίας, της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Σλοβακίας και της Ουγγαρίας. Οι χώρες αυτές αποτελούν για το Βερολίνο μια ενδοχώρα 64 εκατομμυρίων ανθρώπων, μετασχηματισμένη σε βάση μετεγκατεστημένης παραγωγής. Βεβαίως, και οι Ιταλοί, οι Γάλλοι και οι Βρετανοί επωφελούνται από αυτή την ασύμμετρη εμπορική σχέση, αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Ίσως να μην κυκλοφορούσαν τόσα Audi και τόσες Mercedes-Benz στους δρόμους της Νέας Υόρκης και του Πεκίνου αν στην τιμή τους δεν ήταν ενσωματωμένοι οι χαμηλοί μισθοί της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.
Όταν το 2004 η Ευρωπαϊκή Ένωση διευρύνεται συμπεριλαμβάνοντας την Κεντρική Ευρώπη, κάτι για το οποίο η Γερμανία έδινε άοκνο αγώνα, η προσάρτηση της περιοχής στον βιομηχανικό χώρο της Ρηνανίας είχε ήδη προχωρήσει αρκετά. Ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο μετά το 2009, καθώς οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες επέτειναν τις εργολαβίες στις χώρες του Βίσεγκραντ, προκειμένου να αποκαταστήσουν τα κέρδη που κινδύνευσαν από τη χρηματοπιστωτική κρίση. Ο ερευνητής Βλαντιμίρ Χαντ παρατηρεί: «Αποτελεί ιστορικό παράδοξο ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση –ένα σχέδιο που σκοπό είχε να τιθασεύσει τον γερμανικό οικονομικό γίγαντα μετά τον Ψυχρό Πόλεμο– ήταν εκείνη που ώθησε τη Γερμανία να αναλάβει ηγεμονικό ρόλο» (7).
Στον ευρωπαϊκό χάρτη, η σκιά της γερμανικής ισχύος αφήνει να διαγραφεί μια Αγία Βιομηχανική Αυτοκρατορία, της οποίας το κέντρο αγοράζει τη λιγότερο ή περισσότερο εξειδικευμένη εργασία που προσφέρουν οι επαρχίες. Στα βορειοδυτικά, η Ολλανδία (κύρια εφοδιαστική βάση της βιομηχανίας του Ρήνου), το Βέλγιο και η Δανία έχουν ως κύριο εμπορικό εταίρο τον μεγάλο γείτονά τους –όμως, οι βιομηχανίες τους, με υψηλή προστιθέμενη αξία, και τα αναπτυγμένα κράτη τους εγγυώνται μια σχετική αυτονομία. Όπως και η Αυστρία, στα νότια: είναι ενσωματωμένη στις αλυσίδες παραγωγής και στα συμφέροντα της Γερμανίας, ενώ ταυτόχρονα διαθέτει και τις δικές της εμβληματικές επιχειρήσεις, κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών και της ασφάλισης. Στα ανατολικά όμως, σε μια θέση υποδεέστερη, αν όχι αποικιακή, οι βιομηχανίες της Πολωνίας, της Τσεχίας, της Σλοβακίας, της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας, ακόμη και της Βουλγαρίας, εξαρτώνται από τον πρώτο και κυριότερο πελάτη τους, τη Γερμανία.
Χωρίς τη σημερινή Κίνα στο κατώφλι τους, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο για τους Γερμανούς πολιτικούς και βιομηχάνους να περάσουν τους μισθωτούς από τον μύλο των νόμων Χαρτζ. Ακριβώς επειδή ένας Γερμανός εργάτης πιο εύκολα έρχεται αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο αντικατάστασής του από έναν κοντινό του Τσέχο παρά από έναν μακρινό Βιετναμέζο, η μετεγκατάσταση μονάδων σε γειτονικά εδάφη χρησιμεύει ως μέσο πίεσης που εξασφαλίζει εργασιακή πειθαρχία και αποδοτικότητα. Το φαινόμενο περιγράφεται από μια ομάδα οικονομολόγων που δεν θα τους έλεγες και αριστερούς: «Οι καινούργιες δυνατότητες μεταφοράς της παραγωγής στο εξωτερικό, ενόσω παραμένει σε κοντινή απόσταση, μετέβαλε τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ μισθωτών και εργοδοσίας στη Γερμανία. Συνδικάτα ή/και εργοστασιακές επιτροπές αναγκάστηκαν να αποδεχθούν παραβιάσεις των κλαδικών συμβάσεων, κάτι που συχνά συνεπαγόταν τη μείωση των εργατικών μισθών». Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων «συνειδητοποίησαν ότι έπρεπε να κάνουν υποχωρήσεις» (8). Αποτέλεσμα; Η εναντίωση στους νόμους για την εργασιακή ευελιξία ήταν ασυνάρτητη –και οι μισθοί υπέστησαν καθίζηση. Ο Μαρσέλ Φράτσερ, διευθυντής του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών, το 2017 επισήμαινε ότι «από το τέλος της δεκαετίας του 1990, το ωρομίσθιο των εργατών χαμηλής ειδίκευσης έχει πέσει από τα 12 ευρώ στα 9 ευρώ» («Financial Times», 12 Ιουνίου 2017).
Μια αμφισβητούμενη ηγεμονία
Σε κάθε περίπτωση, η δημιουργία μιας οικονομικής «πίσω αυλής» αποδείχθηκε πολλαπλά προσοδοφόρα για τους Γερμανούς βιομηχάνους, καθώς ένα σημαντικό μέρος από τα ευρωπαϊκά κονδύλια που προορίζονταν για τα νέα κράτη-μέλη επέστρεψε ως διά μαγείας στο Βερολίνο. «Η Γερμανία υπήρξε, με διαφορά, η μεγαλύτερη ωφελημένη από τις επενδύσεις στις χώρες του Βίζεγκραντ που έγιναν στο πλαίσιο της πολιτικής συνοχής της Ένωσης», εξηγεί ο Πολωνός οικονομολόγος Κόνραντ Ποπλάβσκι. «Τα ποσά αυτά κινητοποίησαν επιπλέον γερμανικές εξαγωγές σε αυτές τις χώρες, συνολικής αξίας 30 δισ. ευρώ κατά την περίοδο 2004-2015. Το όφελος δεν ήταν μόνο άμεσο –από τις εμπορικές συμφωνίες που υπογράφηκαν– αλλά και έμμεσο: ένα σημαντικό μέρος των κονδυλίων κατευθύνθηκε στη δημιουργία υποδομών, κάτι που διευκόλυνε τη μεταφορά εμπορευμάτων μεταξύ της Γερμανίας και των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Ένα αποφασιστικό σημείο για τις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες, που χρειάζονταν καλής ποιότητας δίκτυο μεταφορών προκειμένου να κατασκευάσουν νέες εγκαταστάσεις στα γειτονικά τους κράτη της Ανατολικής Ευρώπης» (9).
Ο απολογισμός για τις χώρες του Βίζεγκραντ δεν ήταν αμιγώς θετικός. Από τη μια, οι γερμανικές επενδύσεις ανανέωσαν τις βιομηχανικές υποδομές, οδήγησαν σε μια μαζική μεταφορά τεχνολογίας, αύξησαν την παραγωγικότητα και τις αμοιβές, δημιούργησαν πολλές θέσεις εργασίας, ενίοτε υψηλής ειδίκευσης, σε σημείο ώστε οι εργοδότες άρχισαν να ανησυχούν για ενδεχόμενη έλλειψη δυναμικού. Από την άλλη όμως, αυτή η σχέση οδήγησε σε μια οικονομία υπεργολαβική και εξαρτημένη: η βιομηχανική υποδομή τους ανήκει στο δυτικοευρωπαϊκό κεφάλαιο, και κυρίως στο γερμανικό.
Τα αποτελέσματα της στέρησης της βιομηχανικής ιδιοκτησίας διαφάνηκαν στα τέλη Ιουνίου του 2017, όταν για πρώτη φορά από το 1992 ξέσπασε απεργία στο γιγαντιαίο εργοστάσιο της Volkswagen στη Μπρατισλάβα (10). Η κυβέρνηση της Σλοβακίας υποστήριξε το αίτημα για αύξηση των μισθών κατά 16%. «Γιατί μια εταιρεία που κατασκευάζει ένα από τα πολυτελέστερα και πιο ποιοτικά αυτοκίνητα, με υψηλή παραγωγικότητα εργασίας, να δίνει στους εργάτες της στη Σλοβακία τα μισά ή το ένα τρίτο από όσα δίνει στους ίδιους εργάτες στα εργοστάσιά της της Δυτικής Ευρώπης;», αναρωτιόταν ο πρωθυπουργός Ρόμπερτ Φίκο, ένας σοσιαλδημοκράτης που συγκυβερνά με εθνικιστές (11). Μόλις τον προηγούμενο μήνα, ο τότε πρωθυπουργός της Τσεχίας, Μπόχουσλαβ Σόμποτκα, προειδοποιούσε τους ξένους επενδυτές με παρόμοιο τρόπο (12).
Ο μόνος τρόπος να καταφέρουν οι χώρες αυτές να υπονομεύσουν το αυταρχικό και συντηρητικό καθεστώς που τους έχει επιβληθεί από τους επικεφαλής της Ομάδας του Βίζεγκραντ είναι να πάψουν να λειτουργούν ως εργαστήρια συναρμολόγησης και να αναπτύξουν δικά τους προϊόντα με προορισμό την ευρύτερη ευρωπαϊκή αγορά (13). Διαφορετικά, ακόμα και αν αυξάνονταν κατακόρυφα οι τοπικοί μισθοί, το αποτέλεσμα αυτής της σχετικής ευημερίας θα ήταν… να αγοραστούν ακόμη περισσότερα γερμανικά αυτοκίνητα.