el | fr | en | +
Accéder au menu

Μη βία και πάλη των τάξεων: Η τελευταία μάχη του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ

Μια πορεία για το μοίρασμα του πλούτου

JPEG - 59.4 kio
Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ χαιρετά το πλήθος στην Ουάσιγκτον την ημέρα που εκφώνησε τον διάσημο λόγο του “Έχω ένα όνειρο” (28 Αυγούστου 1963) (φωτ.: US Marine Corps).

Εντελώς απρόσμενα, στις αρχές Φεβρουαρίου του 2018, τα αμερικανικά νοικοκυριά άκουσαν να αντηχεί η φωνή του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και ανακάλυψαν έναν ελάχιστα γνωστό λόγο του: «Το ένστικτο του μαέστρου της φιλαρμονικής» (1), τον οποίο είχε εκφωνήσει ακριβώς πριν από πενήντα χρόνια. Αυτή η απρόσμενη συνάντηση του επαναστάτη ηγέτη με τον τηλεθεατή πραγματοποιήθηκε μέσα από το διαφημιστικό μήνυμα των αγροτικών ημιφορτηγών RAM που μεταδόθηκε στο ημίχρονο του Super Bowl: πρόκειται για ζώνη υψηλής τηλεθέασης που συγκεντρώνει τις προτιμήσεις των διαφημιζομένων και γίνεται αντικείμενο σχολιασμού σχεδόν όσο και το αποτέλεσμα του αγώνα. Η διαφήμιση, που εξυμνούσε την αρρενωπή δύναμη ενός οχήματος παντός εδάφους προβάλλοντας τη σημαία, τον στρατό και τον ηρωισμό των ανώνυμων οικογενειών με υπόκρουση το κήρυγμα του Κινγκ, έκανε ορισμένους να ριγήσουν. Ωστόσο, και αυτό είναι το σοβαρότερο, άφησε παγερά αδιάφορη τη συντριπτική πλειονότητα των τηλεθεατών.

https://youtu.be/SlbY1tGARUA

Το διαφημιστικό μήνυμα των ημιφορτηγών RAM με τη φωνή του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.

Το γεγονός ότι το μεγάλο τηλεοπτικό παζάρι της μαζικής κατανάλωσης εξασφάλισε τα δικαιώματα μετάδοσης του λόγου του πάστορα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανεξέλεγκτης εμπορευματοποίησης των πάντων, ακόμα και των εξεγέρσεων, των ξεσηκωμών και των θυσιών για έναν δικαιότερο κόσμο. Η ειρωνεία όμως που εμπεριέχει αυτός ο σφετερισμός συνίσταται στο γεγονός ότι ο Κινγκ, λίγες παραγράφους παρακάτω σε αυτόν ακριβώς τον λόγο, εξαπέλυε σφοδρή επίθεση ενάντια στον υλισμό της χώρας του. Ειρωνευόταν τους συμπολίτες του που γοητεύονται από το παραμύθιασμα των διαφημιστών και οδηγούνται στην αγορά προϊόντων που θα τους κάνουν να ξεχωρίσουν, «εκείνο ή το άλλο αυτοκίνητο», για να δείξουν άντρες. «Κυκλοφορούν με Κάντιλακ για να κάνουν φιγούρα» και να δείξουν ότι είναι κάποιοι, βροντοφώναζε. Κατά τη γνώμη του, αυτή η βιομηχανία της επιθυμίας σκότωνε σιγά-σιγά την Αμερική.

Περισσότερο από ποτέ άλλοτε, κατά τη διάρκεια του μήνα όπου εορτάστηκαν τα πενήντα χρόνια από τον θάνατό του, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ αποθεώθηκε μέσα σε ένα συναινετικό κλίμα. Εάν θυμηθούμε ότι η ημέρα αργίας για να τιμηθεί ο σοσιαλιστής επαναστάτης καθιερώθηκε το 1983, επί προεδρίας του συντηρητικού Ρόναλντ Ρήγκαν, κατανοούμε πλήρως την έκταση της εξαπάτησης η οποία έκτοτε γενικεύθηκε, καθώς και την στρατηγική της αποστείρωσης και της καπήλευσης του μηνύματός του. Η πολιτική χρήση της μνήμης του υπήρξε επικίνδυνα αποτελεσματική: προκειμένου να υποστηριχθεί το αφήγημα περί ενός συμφιλιωμένου έθνους, έπρεπε να ξεχαστεί ο πολιτικά διαφωνών. Και να δημιουργηθεί ο πατριώτης, ο πατέρας του αμερικανικού έθνους, ο εξαιρετικός Αμερικανός που μονάχα μια εξαιρετική χώρα μπορεί να γεννήσει. Ορίστε ένας μαύρος που ονειρευόταν τη φυλετική ισότητα και την είδε να γίνεται πράξη χάρη στην εμπιστοσύνη που έδειξε στους συμπατριώτες του: προσέφερε μεγάλη υπηρεσία στη χώρα του, κάνοντας πράξη τις μοναδικές δημοκρατικές δυνατότητες που έφερε ως Αμερικανός. Στο μνημείο που εγκαινίασε το 2011 ο Μπάρακ Ομπάμα στην Ουάσιγκτον δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στον «ρατσισμό» και στον «φυλετικό διαχωρισμό». Ο επισκέπτης του χώρου με τις προτομές των μεγάλων ανδρών μάλλον θυμάται το «όνειρο», για το οποίο μίλησε στην μεγάλη πορεία του 1963, και την υλοποίησή του.

Από την εποχή του Ρολάν Μπαρτ γνωρίζουμε ότι η αποστολή της μυθολογίας είναι να μας προφυλάσσει από την Ιστορία. Συναντάμε πλέον τη μορφή του Κινγκ σε γραμματόσημα, στις προσόψεις σχολείων, στο πάρκο των εθνικών ηρώων της Ουάσινγκτον, στα εικονογραφημένα παιδικά βιβλία, στο παιδαγωγικό υλικό που πωλείται στο εξωτερικό, στο προεδρικό Οβάλ Γραφείο, σε μια διαφήμιση ημιφορτηγών. Έτσι, η κριτική σκέψη του θάβεται προσεκτικά κάτω από ολόκληρους τόνους δημόσιων επαίνων και διαφημιστικής εκμετάλλευσης.

Το ξαναγράψιμο του νοήματος του αγώνα του –καθώς και των χιλιάδων ανωνύμων που στρατεύτηκαν στη μαύρη επανάσταση των δεκαετιών του 1950 και 1960– συνίστατο καταρχάς στον περιορισμό του σε μια διεκδίκηση της τυπικής ισότητας: του δικαιώματος ψήφου στις Πολιτείες του Νότου, που εμποδιζόταν με τρομοκρατικά ή με δόλια μέσα, καθώς και στον τερματισμό των νομικών διακρίσεων. Έτσι, το ροκάνισμα και το στρογγύλεμα του λόγου του Κινγκ είναι ανάλογο με τη συμφωνία, στα όρια της κοροϊδίας, που είχε προταθεί στους μαύρους το 1965: το τέλος των νομικών διακρίσεων συνιστά την ισότητα. Ο Κινγκ θλιβόταν τρομερά με αυτά τα ταχυδακτυλουργικά τεχνάσματα: όπως έγραφε το 1967 στο τελευταίο βιβλίο του, «το πρόβλημα είναι ότι εμείς δεν εννοούμε το ίδιο πράγμα όταν μιλάμε για ισότητα. Οι λευκοί και οι μαύροι δίνουν έναν εντελώς διαφορετικό ορισμό της. Οι μαύροι την εκλαμβάνουν με την κυριολεκτική έννοιά της και πίστευαν ότι οι λευκοί συμφωνούσαν σε αυτό και, υποσχόμενοι την ισότητα, θα τηρούσαν τον λόγο τους… Ωστόσο, η πλειονότητα των λευκών, ακόμα και των καλόπιστων, θεωρούν ότι ο όρος “ισότητα” αποτελεί ένα ασαφές συνώνυμο της “βελτίωσης”. Η λευκή Αμερική δεν είναι ψυχολογικά έτοιμη να μειώσει τις ανισότητες: επιδιώκει να τακτοποιήσει κάπως τα πράγματα και, κατά βάθος, να μην αλλάξει τίποτα» (2).

Τα πολιτικά δικαιώματα δεν υπήρξαν ποτέ το τέλος του ορίζοντα για τους μαύρους Αμερικανούς, ούτε και για τον Κινγκ. Ο πάστορας ζητούσε παράλληλα και την κοινωνική ισότητα, την αναδιανομή του πλούτου, να μην είναι πλέον οι μαύροι πολίτες β΄ κατηγορίας, καταδικασμένοι στην ανεργία, στη ζωή σε φτωχογειτονιές, στην παρενόχληση των αστυνομικών, σε αναξιοπρεπείς μισθούς, σε ξεχαρβαλωμένα σχολεία και –αυτές οι λέξεις δεν τον φόβιζαν– στην εκμετάλλευση και στον ιμπεριαλισμό. Έτσι, η ηθική της χειραφέτησης που επεδίωκε δεν περιορίστηκε ποτέ στη φυλετική ισότητα. Όσο κι αν οι μαύροι ήταν οι απόλυτα απόκληροι, οι κατ’ εξοχήν καταπιεσμένοι και η πρωτοπορία της εν εξελίξει επανάστασης, έπρεπε να απελευθερωθούν και όλες οι υπόλοιπες ευάλωτες ομάδες: οι φτωχοί λευκοί, οι γυναίκες που επιβίωναν χάρη στα επιδόματα, οι Ινδιάνοι που τους έκλεψαν τη γη, οι ταπεινωμένοι Ισπανόφωνοι. Κριτήριο για την αξία της χώρας θα αποτελούσε η δυνατότητά τους να συμμετέχουν στη δημοκρατική διαβούλευση, να κερδίσουν περισσότερη εξουσία.

Έτσι, η τελευταία μάχη του επικεντρώθηκε σε μια «εκστρατεία των φτωχών», κατά τη διάρκεια της οποίας, την άνοιξη του 1968, φτωχοί κάθε χρώματος από κάθε γωνιά της χώρας συγκεντρώθηκαν στην πρωτεύουσα για να επιχειρήσουν να φέρουν μια συνταγματική επανάσταση: την υιοθέτηση μιας Χάρτας Οικονομικών Δικαιωμάτων για τους «μη προνομιούχους», τη νομοθετική κατοχύρωση ενός εγγυημένου κατώτατου μισθού, τη συμμετοχή επιτροπών φτωχών στη νομοθετική διαδικασία, τη σημαντική αναδιανομή του πλούτου και ένα άνευ προηγουμένου πρόγραμμα δημιουργίας θέσεων στον δημόσιο τομέα και ανέγερσης κοινωνικών κατοικιών. Τον Φεβρουάριο του 1968, ο Κινγκ ειρωνευόταν όσους μιλούσαν για «τεμπέληδες που ζουν με επιδόματα» όταν οι δικαιούχοι της κρατικής βοήθειας είναι φτωχοί μαύροι και για «επιδοτήσεις» όταν τα χρήματα πηγαίνουν σε προνομιούχους λευκούς. Με λίγα λόγια, «έχουμε ένα σοσιαλιστικό σύστημα για τους πλούσιους και άγριο καπιταλισμό για τους φτωχούς!» (3).

Με μια έξυπνη διαλεκτική, πρότεινε την υπέρβαση της αντίθεσης μεταξύ της αυστηρά «ταξικής» ανάγνωσης της καταπίεσης (του αξιώματος ότι όλες της οι μορφές θα εξαφανίζονταν αυτόματα με την κατάρρευση του καπιταλισμού) και της προσέγγισης που στηρίζεται μονάχα στην ταυτότητα (όπου οι ομάδες που έχουν πέσει θύματα διακρίσεων οφείλουν να αγωνιστούν κάθε μία ξεχωριστά), καθώς η εκμετάλλευση και οι διακρίσεις δεν πηγάζουν από την ίδια λογική. Για τους συμμετέχοντες στην «εκστρατεία των φτωχών», η υπεραντιπροσώπευση των μαύρων και των ισπανόφωνων μέσα στα δίχτυα της εκμετάλλευσης ήταν μεν αναμφίβολη, αλλά αποτελούσε την απόδειξη ότι υπάρχει ένα σύστημα κυριαρχίας που είχε πολύ περισσότερα θύματα.

Σε αυτήν την ανοιξιάτικη εκστρατεία του 1968, ο πρωταγωνιστικός ρόλος των –συχνά μαύρων– γυναικών της οργάνωσης για την υπεράσπιση του δικαιώματος στην κοινωνική πρόνοια αποκάλυπτε την αλληλοκάλυψη των διάφορων μορφών καταπίεσης, είτε λόγω τάξης είτε λόγω φυλής είτε λόγω φύλου. Επειδή αυτές οι μορφές καταπίεσης αλληλοδιαπλέκονται και σε μεγάλο βαθμό δεν υπόκεινται σε ιεράρχηση, για τον Κινγκ οδηγούσαν αναγκαστικά στην αλληλεγγύη: μιλούσε για «αδελφοσύνη». Όταν ρωτήθηκε από τους «New York Times» γι’ αυτήν την εκστρατεία των φτωχών, δήλωσε απερίφραστα ότι είχε «στρατευθεί σε ένα είδος ταξικού αγώνα». Δολοφονήθηκε έναν μήνα μετά την έναρξή του.

Βέβαια, η εθνική μνήμη αναγνωρίζει το γεγονός ότι ο Κινγκ μίλησε σε ορισμένες περιπτώσεις με μεγάλη σφοδρότητα, ιδίως στην περίπτωση του Βιετνάμ: ωστόσο, όπως εξηγούν, «ριζοσπαστικοποιήθηκε» προς το τέλος της ζωής του, κυριευμένος από την πικρία και τη μοναξιά. Υποτίθεται ότι ο πάστορας που επαινούνταν ομόφωνα το 1963 όταν εκφώνησε τον λόγο του «I have a dream» («Έχω ένα όνειρο») έστρεψε εναντίον του την κοινή γνώμη όταν εγκατέλειψε τις ήρεμες μεταρρυθμιστικές προσπάθειές του και ενέδωσε στον θυμό. Όμως, και αυτή η άποψη αποτελεί μια τεράστια πλαστογράφηση: ποτέ η αμερικανική κοινή γνώμη δεν επιδοκίμαζε τον Κινγκ, ακόμα και όταν το 1964 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Ειρήνης. Ένα χρόνο πριν, η πορεία της Ουάσιγκτον, η οποία σήμερα λατρεύεται ως σύμβολο της εθνικής συμφιλίωσης, υποστηριζόταν μονάχα από το ένα τρίτο των Αμερικανών. Ακόμα και η πλειονότητα των Νεοϋορκέζων –της ενσάρκωσης του προοδευτισμού– θεωρούσε τον Κινγκ «εξτρεμιστή» και το αίτημα για τα πολιτικά δικαιώματα «υπερβολικό» (4). Ούτε και περίμενε να φτάσει στις τελευταίες ημέρες του για να εκφράσει ενοχλητικές απόψεις.

Μόλις 23 ετών, αφού μελέτησε σε βάθος Μαρξ και Γκάντι, θαύμασε τον ειρηνιστή και σοσιαλιστή πάστορα Νόρμαν Τόμας και ανακάλυψε τον κοινωνικό χριστιανισμό του Ράινχολντ Νίεμπουρ, εξέφρασε την απέχθεια που του προκαλούσε ένα οικονομικό σύστημα που συγκεντρώνει τον πλούτο στα χέρια μιας χούφτας ανθρώπων. Το 1952 έγραφε στη μέλλουσα σύζυγό του Κορέτα: «Ο καπιταλισμός έχει φτάσει στο τέλος της ιστορικής του χρησιμότητας», ενώ παράλληλα δήλωνε «σοσιαλιστής» στην ψυχή, παρά τις διαφωνίες του με τον Μαρξ.

Απαισιόδοξος που δεν απαρνήθηκε την ελπίδα, σκιαγραφεί ένα τραγικό πορτρέτο της χώρας του. «Όταν οι μηχανές, οι υπολογιστές και το κυνήγι του κέρδους είναι σημαντικότερα από τους ανθρώπους, το μοιραίο τρίπτυχο του υλισμού, του μιλιταρισμού και του ρατσισμού είναι ανίκητο» (5). Καλεί σε μια εκ βάθρων αναδόμηση της κοινωνίας, σε μια «επανάσταση των αξιών», όπου οι λευκοί θα έπρεπε να αναγνωρίσουν ότι η πραγματική ισότητα έχει ένα τίμημα. Τον Αύγουστο του 1967 δήλωνε: «Έφτασε η στιγμή να παραχωρήσουν οι προνομιούχες ομάδες ένα μέρος από τα εκατομμύριά τους. Δεν τους κόστισε τίποτε η κατάργηση του φυλετικού διαχωρισμού στον Νότο και η παραχώρηση του δικαιώματος ψήφου στους μαύρους. Τώρα, είναι διαφορετικά. (…) Όταν αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε γιατί υπάρχουν σαράντα εκατομμύρια φτωχοί στη χώρα, οδηγούμαστε και σε άλλα ερωτήματα ως προς την κατανομή του πλούτου: ποιος κατέχει το πετρέλαιο; Ποιος κατέχει το σιδηρομετάλλευμα;» (6).

Ο Κινγκ υπενθύμιζε ότι η πολιτική οικονομία της φυλετικής κυριαρχίας δεν μεταφραζόταν μονάχα στην άρνηση του δικαιώματος ψήφου και στον φυλετικό διαχωρισμό. Επρόκειτο για την προσχεδιασμένη οργάνωση μιας οικονομικής υποδούλωσης: τη συγκέντρωση των φτωχών στα γκέτο και στα barrios (τις συνοικίες των Ισπανόφωνων), την ανεργία και τους άθλιους μισθούς, τους ισχυρισμούς ότι η φτώχεια αποτελεί πολιτισμικό χαρακτηριστικό ορισμένων ομάδων και την ήσυχη πατερναλιστική συνείδηση των μεταρρυθμιστών. Ανάμεσα σε αυτούς τους τελευταίους, στις πρώτες θέσεις συγκαταλέγονταν οι Δημοκρατικοί και οι προοδευτικοί των αστικών κέντρων, υπερασπιστές της φυλετικής ισότητας μέχρι τη στιγμή όπου οι μαύροι θα ζητήσουν να εγκατασταθούν στα περιποιημένα προάστιά τους.

Οι στρατηγικές που εφαρμόστηκαν για να τιμηθεί ο Κινγκ αποσιώπησαν την κριτική του για την αμερικανική δημοκρατία και τις καταγγελίες του για ένα καθεστώς ανισότητας συνυφασμένο με τη δομή της χώρας. Δήλωνε, ακριβώς όπως και ο ηγέτης του Έθνους του Ισλάμ Μάλκολμ Χ, ότι ο ρατσισμός μια παραμόρφωση εγγεγραμμένη στο DNA της λευκής Αμερικής και ότι η αμερικανική ταυτότητα κουβαλούσε από τη γένεσή της την τριπλή κατάρα του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού και του ρατσισμού. Ωστόσο, κατά τη γνώμη του, οι αντιστάσεις απέναντι στην ισότητα θα παραμείνουν ανίκητες μέχρις ότου οι απόκληροι και οι διαφωνούντες με το σύστημα επανεφεύρουν το δημοκρατικό πνεύμα μέσα από την πολιτική ανυπακοή και την επαναστατική σύγκλιση.

JPEG - 59.4 kio
Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ χαιρετά το πλήθος στην Ουάσιγκτον την ημέρα που εκφώνησε τον διάσημο λόγο του “Έχω ένα όνειρο” (28 Αυγούστου 1963) (φωτ.: US Marine Corps).

Ανατρεπτικός ασκητισμός

Η «πολιτική της αγάπης» που διακήρυσσε ήταν βεβαίως ειρηνική από τη φύση της, επεδίωκε όμως την αντιπαράθεση. Η μη βίαιη άμεση δράση είχε ως αποστολή τη διασάλευση της δημόσιας τάξης και συνεπώς της τάξης των πραγμάτων, προκειμένου να ακούγεται η φωνή των πλέον ευάλωτων ομάδων και έτσι να μετατρέπονται σε πολιτικά υποκείμενα. Η βία που υφίσταντο και δεν ανταπέδιδαν δεν αποτελούσε μια άρνηση του θυμού ή κάποιου τύπου χριστιανική στάση, αλλά έναν ανατρεπτικό ασκητισμό: η οδύνη μετατρεπόταν σε κινητήρια δύναμη της δράσης και προκαλούσε μια δυσάρεστη αίσθηση, όχι μόνο στον εκτελεστή, αλλά και στον θεατή του ξυλοδαρμού.

Μετά το 1965, η μη βίαιη στρατηγική του δέχθηκε όσο ποτέ άλλοτε κριτική από τους επαναστατημένους μαύρους, όμως ο Κινγκ παρέμεινε ανένδοτος. Αρνούμενος ωστόσο να συμμορφωθεί με τις προσταγές όσων τον καλούσαν να καταδικάσει τις δεκάδες αστικών εξεγέρσεων που συντάραξαν τα γκέτο την περίοδο 1964-1968, δήλωνε ότι «η βία είναι η φωνή εκείνων που δεν ακούγονται» και ότι, για να σταματήσουν, το μόνο φάρμακο είναι ο αγώνας ενάντια στην ανεργία, στις διακρίσεις και στις αστυνομικές βιαιοπραγίες. Η έκθεση των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων της επιτροπής Κέρνερ (συγκροτήθηκε από τον Λευκό Οίκο το 1967) επιβεβαίωσε τη διάγνωσή του. Ωστόσο, το πόρισμά της θάφτηκε από τον πρόεδρο Λύντον Τζόνσον, παγιδευμένο στον πόλεμο του Βιετνάμ. Ο διάδοχός του, ο Ρεπουμπλικανός Ρίτσαρντ Νίξον, εξελέγη επτά μήνες μετά τον θάνατο του Κινγκ. Η χώρα ζητούσε τότε την επιστροφή της τάξης και την πάταξη των ταραχοποιών, των προδοτών και των αχάριστων που «ισχυρίζονταν» ότι καταπιέζονται. Αρχίζει ο δεύτερος θάνατος του Κινγκ: αντί για την ισότητα, ο Νίξον προτείνει την ανάπτυξη ενός «μαύρου καπιταλισμού».

Για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι Ηνωμένες Πολιτείες φαντάζονταν τον εαυτό τους ως ένα έθνος χωρίς τάξεις, ως μια χώρα με ασύγκριτη κοινωνική κινητικότητα. Μονάχα πολύ πρόσφατα άρχισαν να εγκαταλείπουν αυτήν την αυταπάτη. Εξακολουθούν επίσης να είναι πεπεισμένες ότι ο ρατσισμός είναι ένα κατάλοιπο του παρελθόντος και ότι η περίοδος όπου αναγνωρίστηκαν τα πολιτικά δικαιώματα έθεσε τέλος στις ανισότητες μεταξύ λευκών και μαύρων. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ κατέρριπτε και τους δύο αυτούς μύθους.

Sylvie Laurent

Επιστημονική συνεργάτιδα στα πανεπιστήμια Χάρβαρντ και Στάνφορντ. Διδάσκει στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού. Συγγραφέας του «Martin Luther King. Une biographie intellectuelle et politique», Seuil, Παρίσι, 2015.
Βασίλης Παπακριβόπουλος

(1Martin Luther King, «The drum major instinct», λόγος που εκφωνήθηκε στην Ατλάντα, στις 4 Φεβρουαρίου 1968.

(2Martin Luther King, «Where Do We Go From Here: Chaos or Community?», Beacon Press, Βοστόνη 1967.

(3Martin Luther King, «To minister to the valley», λόγος που εκφωνήθηκε στο Μαϊάμι, στις 23 Φεβρουαρίου 1968.

(4Δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε από τους New York Times στις 21 Σεπτεμβρίου 1964.

(5Martin Luther King, «Beyond Vietnam: a time to break silence», κήρυγμα που εκφώνησε στη Νέα Υόρκη στις 4 Απριλίου του 1967.

(6Martin Luther King, «Where do we go from here?», λόγος που εκφωνήθηκε στην Ατλάντα, στις 16 Αυγούστου 1967.

Μοιραστείτε το άρθρο