Τα τελευταία χρόνια, η ολοένα αυξανόμενη επιρροή των περιβαλλοντικών ζητημάτων εκφράστηκε με μια νέα ανάγνωση, μέσα από το πρίσμα της οικολογίας, του έργου πολλών διανοητών, από τον Πλάτωνα ως τον Μαχάτμα Γκάντι. Ωστόσο, από όλους αυτούς, ο Μαρξ ήταν εκείνος που αναμφίβολα «γέννησε» τη μεγαλύτερη βιβλιογραφία, αλλά και την εντονότερη πολεμική. Έτσι, ο Άντονι Γκίντενς διαβεβαίωσε ότι ο Μαρξ, παρά το γεγονός ότι είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερα έντονη οικολογική ευαισθησία στα πρώιμα έργα του, στη συνέχεια υιοθέτησε μια «προμηθεϊκή στάση» απέναντι στη φύση (1). Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Μάικλ Ρέντκλιφτ παρατηρεί ότι, για τον Μαρξ, το περιβάλλον είχε ως αποστολή «να καταστήσει απλώς τα πράγματα εφικτά, οποιαδήποτε αξία όμως απέρρεε από την εργατική δύναμη» (2). Τέλος, σύμφωνα με τον Άλεκ Νόουβ, ο Μαρξ πίστευε ότι «το πρόβλημα της παραγωγής είχε “λυθεί” από τον καπιταλισμό και άρα η μελλοντική κοινωνία των συνεταιρισμένων παραγωγών δεν θα χρειαζόταν να ανησυχεί σοβαρά για το πρόβλημα της χρήσης σπάνιων φυσικών πόρων», πράγμα που σήμαινε ότι ο σοσιαλισμός ήταν περιττό να διαθέτει την παραμικρή «οικολογική συνείδηση» (3). Είναι άραγε δικαιολογημένες αυτές οι κριτικές;
Την περίοδο 1830-1870, η μείωση της γονιμότητας του εδάφους λόγω της απώλειας των θρεπτικών συστατικών του αποτέλεσε τη μείζονα οικολογική ανησυχία της καπιταλιστικής κοινωνίας, τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Βόρεια Αμερική. Οι ανησυχίες που πυροδοτούσε το πρόβλημα μπορούσαν να συγκριθούν μονάχα με την αυξανόμενη ρύπανση των πόλεων, την αποδάσωση ολόκληρων ηπείρων και τους μαλθουσιανούς φόβους περί υπερπληθυσμού. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1820 και του 1830, στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε όλες σχεδόν τις υπόλοιπες αναπτυσσόμενες καπιταλιστικές οικονομίες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, η γενικευμένη ανησυχία για την εξάντληση των εδαφών οδήγησε σε μια πρωτοφανή αύξηση της ζήτησης για λιπάσματα. Το πρώτο πλοίο φορτωμένο με περουβιανό γκουάνο (4) κατέπλευσε στο Λίβερπουλ το 1835. Το 1841 εισήχθησαν 1.770 τόνοι, που το 1847 έγιναν 220.000. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι αγρότες ανέσκαπταν τα πεδία των ναπολεόντειων μαχών (για παράδειγμα του Βατερλό και του Αούστερλιτς) αναζητώντας ανθρώπινα οστά για να λιπάνουν τα χωράφια τους.
Μελετώντας τις ΗΠΑ, ο Γερμανός χημικός Γιούστους φον Λήμπιχ παρατήρησε ότι εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες χιλιόμετρα χώριζαν τα κέντρα παραγωγής των δημητριακών από τον τόπο της κατανάλωσής τους. Συνεπώς, τα συστατικά στοιχεία του φυτοχώματος μεταφέρονταν μέσω των τροφίμων πολύ μακριά από τον τόπο προέλευσής τους, καθιστώντας ακόμα δυσκολότερη την ανανέωση της γονιμότητας των εδαφών.
Κάθε άλλο παρά τυφλός απέναντι στην οικολογία, ο Μαρξ, επηρεασμένος από τις εργασίες του Λήμπιχ στα τέλη της δεκαετίας του 1850 και στις αρχές εκείνης του 1860, όσον αφορά τη γεωργική γη ανέπτυξε μια συστηματική κριτική της καπιταλιστικής «εκμετάλλευσης», με την έννοια της κλοπής των θρεπτικών συστατικών του εδάφους και την ανικανότητα διασφάλισης της αναγέννησής του. Ο Μαρξ ολοκλήρωνε τις δύο σημαντικότερες αναλύσεις του για την καπιταλιστική γεωργία με μια εξήγηση του τρόπου με τον οποίο η βιομηχανία και η γεωργία μεγάλης κλίμακας συνδυάζονταν για να οδηγήσουν στην εκπτώχευση του εδάφους και των εργατών.
Η ουσία της κριτικής του συνοψίζεται σε ένα απόσπασμα που βρίσκεται στο τέλος της «Γένεσης της καπιταλιστικής έγγειας προσόδου», στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου: «Η μεγάλη έγγεια ιδιοκτησία περιορίζει τον γεωργικό πληθυσμό στο ελάχιστο, σε έναν αριθμό που μειώνεται διαρκώς απέναντι σε ένα ολοένα αυξανόμενο βιομηχανικό πληθυσμό, συγκεντρωμένο στις μεγάλες πόλεις. Έτσι, δημιουργεί ένα ανεπανόρθωτο κενό στη σύνθετη ισορροπία του κοινωνικού μεταβολισμού, ο οποίος συναποτελείται από τους φυσικούς νόμους της ζωής. Επακολουθεί κατασπατάληση των δυνάμεων του εδάφους, μια κατασπατάληση που το εμπόριο μεταφέρει πολύ πιο μακριά από τα σύνορα της παραγωγού χώρας. (…) Η μεγάλη βιομηχανία και η μεγάλη, βιομηχανικού τύπου γεωργία ενεργούν με τον ίδιο τρόπο. Αν και αρχικά διαφοροποιούνται, επειδή η πρώτη αφανίζει και καταστρέφει κυρίως την εργατική δύναμη, δηλαδή τη φυσική δύναμη του ανθρώπου, ενώ η δεύτερη πιο άμεσα τη φυσική δύναμη της γης, τελικά συναντώνται: το βιομηχανικό σύστημα στην ύπαιθρο καταλήγει και αυτό να εξουθενώνει τους εργάτες γης ενώ, από την πλευρά τους, η βιομηχανία και το εμπόριο προσφέρουν στη γεωργία τα μέσα για να εκμεταλλευτεί τη γη».
Το κλειδί ολόκληρης της θεωρητικής προσέγγισης του Μαρξ σε αυτόν τον τομέα είναι η έννοια του κοινωνικο-οικολογικού μεταβολισμού (Stoffwechsel), ο οποίος αποτελεί το θεμέλιο της αντίληψής του για τη διαδικασία της εργασίας. Στον γενικό ορισμό του για τη διαδικασία της εργασίας (σε αντίθεση με τις συγκεκριμένες ιστορικές εκδηλώσεις της), ο Μαρξ χρησιμοποίησε την έννοια του μεταβολισμού για να περιγράψει τη σχέση του ανθρώπινου όντος με τη φύση μέσω της εργασίας: «Η εργασία είναι πρώτα απ’ όλα μια διαδικασία που λαμβάνει χώρα ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση, μια διαδικασία στην οποία ο άνθρωπος ρυθμίζει και ελέγχει τον μεταβολισμό του με τη φύση, με τη διαμεσολάβηση της ίδιας του της δράσης. Απέναντι στη φυσική ύλη, παρουσιάζεται αυτός ο ίδιος ως μια φυσική δύναμη. Θέτει σε κίνηση τις φυσικές δυνάμεις του ανθρώπινου όντος, τα χέρια και τα πόδια του, τα μπράτσα και το μυαλό του, προκειμένου να ιδιοποιηθεί τη φυσική ύλη σε μια μορφή χρήσιμη για τη δική του ζωή. Όμως, ενεργώντας πάνω στην εξωτερική φύση και τροποποιώντας την μέσα από αυτήν την πράξη, τροποποιεί και τη δική του φύση. (…) Η διαδικασία της εργασίας (…) αποτελεί την αιώνια φυσική προϋπόθεση της ζωής των ανθρώπων» (5).
Τόσο γι’ αυτόν όσο και για τον Λήμπιχ, η αδυναμία αποκατάστασης των θρεπτικών συστατικών του εδάφους είχε ως αντιστάθμισμα τη ρύπανση των πόλεων και τον ανορθολογισμό των σύγχρονων συστημάτων αποχέτευσης. Στο Κεφάλαιο, υπάρχει η εξής παρατήρηση: «Στο Λονδίνο για παράδειγμα, η μόνη λύση που βρήκαν όσον αφορά το λίπασμα που παράγουν τα 4,5 εκατομμύρια κάτοικοί του ήταν να το χρησιμοποιήσουν, δαπανώντας υπέρογκα ποσά, για να ρυπάνουν τον Τάμεση». Κατά τη γνώμη του, «τα υπολείμματα που προκύπτουν από τις φυσιολογικές λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού», όπως και τα απόβλητα της βιομηχανικής παραγωγής και της κατανάλωσης, οφείλουν να επανεισάγονται στον κύκλο της παραγωγής, στο πλαίσιο ενός πλήρους μεταβολικού κύκλου (6). Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο, και η ρήξη του μεταβολισμού που συνεπαγόταν, ήταν εξίσου προφανείς και σε παγκόσμιο επίπεδο: ολόκληρες αποικίες έβλεπαν το έδαφος, τη γη και τους φυσικούς πόρους τους να κλέβονται προκειμένου να υποστηριχθεί η βιομηχανοποίηση των αποικιοκρατικών χωρών. «Εδώ και ενάμιση αιώνα»,έγραφε ο Μαρξ, «η Αγγλία εξήγαγε εμμέσως το ιρλανδικό έδαφος, χωρίς καν να δώσει σε αυτούς που το καλλιεργούν τα μέσα για να αντικαταστήσουν τα συστατικά του εδάφους» (7).
Οι εκτιμήσεις του Μαρξ για την καπιταλιστική γεωργία και την αναγκαιότητα της επιστροφής στο έδαφος των θρεπτικών συστατικών του (και κυρίως των οργανικών αποβλήτων των πόλεων) τον οδήγησαν έτσι σε μια πιο γενική αντίληψη της οικολογικής βιωσιμότητας –αντίληψη που θεωρούσε ότι μπορεί να έχει μόνο μια πολύ περιορισμένη πρακτική εφαρμογή σε μια καπιταλιστική κοινωνία, εξ ορισμού ανίκανη καθώς είναι για μια τέτοια ορθολογική και συγκροτημένη δράση. Αντίθετα, η αντίληψη αυτή θα ήταν απαραίτητη σε μια μελλοντική κοινωνία συνεταιρισμένων παραγωγών. «Το γεγονός ότι η καλλιέργεια των ποικίλων αγροτικών προϊόντων εξαρτάται από τις διακυμάνσεις των τιμών στην αγορά, που συνεπάγονται την αέναη αλλαγή των καλλιεργειών, και το ίδιο το πνεύμα της καπιταλιστικής παραγωγής, επικεντρωμένο στο βραχυπρόθεσμο κέρδος, βρίσκονται σε αντίφαση με τη γεωργία, η οποία οφείλει να πραγματοποιεί την παραγωγή της λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των μόνιμων προϋποθέσεων ύπαρξης των αλληλοδιαδεχόμενων ανθρώπινων γενεών.»
Υπογραμμίζοντας την αναγκαιότητα της διατήρησης της γης για «τις επόμενες γενεές», ο Μαρξ είχε συλλάβει την ουσία της σύγχρονης αντίληψης για την αειφόρο ανάπτυξη, της οποίας ο πλέον διάσημος ορισμός δόθηκε από την έκθεση Μπρούντλαντ: «Μια ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να υπονομεύει την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες» (8). Για τον Μαρξ, η γη είναι απαραίτητο να αντιμετωπίζεται «συνειδητά και ορθολογικά ως η αέναη περιουσία της συλλογικότητας, ως η αναπαλλοτρίωτη προϋπόθεση της ύπαρξης και της αναπαραγωγής των διαδοχικών γενεών». Έτσι, σε ένα διάσημο απόσπασμα του Κεφαλαίου έγραφε ότι «από την οπτική γωνία μιας ανώτερης οικονομικής οργάνωσης της κοινωνίας, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας ορισμένων ατόμων πάνω σε τμήματα του πλανήτη θα φαντάζει εξίσου παράλογο με το δικαίωμα της ιδιοκτησίας ενός ατόμου επί του πλησίον του».
Προσάπτουν επίσης συχνά στον Μαρξ πως ήταν εντελώς αδιάφορος για τον ρόλο της φύσης στη δημιουργία της αξίας: υποστηρίζουν ότι ανέπτυξε μια θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε αξία απορρέει από την εργασία, με τη φύση να θεωρείται ως «δωρεά» προς το κεφάλαιο. Ωστόσο, αυτή η κριτική στηρίζεται σε μια παρερμηνεία. Δεν επινόησε ο Μαρξ την αντίληψη ότι η γη είναι «δώρο» της φύσης προς το κεφάλαιο. Ο Τόμας Μάλθους και ο Ντέιβιντ Ρικάρντο ήταν εκείνοι που πρόβαλαν τη συγκεκριμένη αντίληψη, όντας μία από τις κεντρικές θέσεις του οικονομικού έργου τους. Ο Μαρξ είχε συνειδητοποιήσει τις εγγενείς κοινωνικο-οικολογικές αντιφάσεις παρόμοιων αντιλήψεων και, στο Οικονομικό Χειρόγραφο του 1861-1863, καταλογίζει στον Μάλθους ότι ενδίδει συνεχώς στη «φυσιοκρατική» ιδέα σύμφωνα με την οποία το περιβάλλον αποτελεί «μια δωρεά της φύσης προς τον άνθρωπο», χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος με τον οποίο όλο αυτό συνδέεται με το συγκεκριμένο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που εγκαθιδρύονται από το κεφάλαιο.
Βέβαια, ο Μαρξ συμφωνούσε με τους φιλελεύθερους οικονομολόγους όταν έλεγε ότι, σύμφωνα με τον νόμο της αξίας του καπιταλισμού, καμία αξία δεν αναγνωρίζεται στη φύση. Όπως με κάθε εμπόρευμα στον καπιταλισμό, η αξία του σίτου απορρέει από την εργασία που είναι αναγκαία για την παραγωγή του. Όμως, για εκείνον, αυτό δεν ήταν παρά η αντανάκλαση της στενής και περιορισμένης αντίληψης για τον πλούτο, σύμφυτης με τις εμπορευματικές καπιταλιστικές σχέσεις, μέσα σε ένα σύστημα δομημένο πάνω στην ανταλλακτική αξία. Ο πραγματικός πλούτος συνίσταται στις αξίες χρήσης –που χαρακτηρίζουν γενικά την παραγωγή, πέρα από την καπιταλιστική μορφή της. Συνεπώς, η φύση, που συμβάλλει στην παραγωγή αξιών χρήσης, αποτελεί πηγή πλούτου εξίσου με την εργασία. Στην Κριτική του προγράμματος της Γκότα, ο Μαρξ επέπληττε όσους σοσιαλιστές απέδιδαν εκείνο που αποκαλεί «υπερφυσική δυνατότητα δημιουργίας» στην εργασία, θεωρώντας την ως τη μοναδική πηγή πλούτου, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τον ρόλο της φύσης.