Δώδεκα χρόνια πριν, ο Φρανσουά Ολάντ, τότε γενικός γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS), είχε πάρει ένα μάθημα από τον αποκλεισμό του Λιονέλ Ζοσπέν στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2002. Και εκλιπαρούσε όλες τις πολιτικές δυνάμεις στα αριστερά του PS να «μην αφήσουν τη σοσιαλδημοκρατία μόνη με τον εαυτό της». Ειδάλλως, φοβόταν πως τα «δύο ποτάμια» της Αριστεράς, το δικό του και το πιο ριζοσπαστικό, «δεν θα ξανασμίξουν ποτέ, ακόμη και στην περίπτωση εκλογικής σύμπλευσης» (1). Ο κόσμος δεν είδε την πρότασή του με κακό μάτι… Επί πέντε χρόνια ο Ολάντ, που εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας το 2012 χάρη στην ώθηση που του έδωσε η απόρριψη του προκατόχου του από τους εκλογείς, κυβέρνησε μόνος και είχε στη διάθεσή του όλους τα εργαλεία της πολιτικής. Φτάνοντας στο τέλος αυτής της διαδρομής, «απογοήτευσε» σε τέτοιον βαθμό που τον Απρίλιο του 2017 ο Μπενουά Αμόν, o επίσημος υποψήφιος του κόμματός του, συγκέντρωσε –με τη συνδρομή των οικολόγων– μόλις το 6,3% των ψήφων. Η πλειονότητα των ψηφοφόρων του Ολάντ του 2012 προτίμησε, αντ’ αυτού, είτε τον Εμμανουέλ Μακρόν είτε τον Ζαν-Λικ Μελανσόν (2). Ποτέ άλλοτε, μέσα στα τελευταία πενήντα χρόνια, η απόσταση ανάμεσα στα «δύο ποτάμια» δεν ήταν τόσο μεγάλη.
Από τη στιγμή που κάποιες από τις σημαντικότερες μορφές της προηγούμενης προεδρικής πενταετίας πήραν στα χέρια τους την πένα προκειμένου να σπεύσουν να γράψουν το χρονικό της –ο πρώην πρωθυπουργός Μπερνάρ Καζνέβ (3)– ή για να εξαγάγουν «διδάγματα» –ο πρώην πρόεδρος Ολάντ (4)– θα περιμέναμε στα έργα τους κάποια ουσιαστική αυτοκριτική. Μάταια την αναζητούμε.
Στις αναμνήσεις του, ο Καζνέβ δεν παρέχει καμία πληροφορία σχετικά με τις «εκατόν πενήντα ημέρες έντασης στο μέγαρο Ματινιόν» (5), πέρα από την παρατήρησή του για τα «θεαματικά αποτελέσματα της δίαιτας» του Μάρτιν Σουλτς, τότε Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ή τη λεπτομερή περιγραφή των οσφρητικών εμπειριών του όταν, μέσα σε ένα δάσος, εισπνέει βαθιά «τα αρώματα της υγρής και πλούσιας γης, που είναι σαν υποσχέσεις για τα νεαρά βλαστάρια της ερχόμενης άνοιξης». Στη μαρτυρία του δεν υπάρχει κανένα ίχνος κάποιας προσδοκίας (πέραν της βοτανικής), κάποιας μεγάλης φιλοδοξίας. Ούτε, για να πούμε την αλήθεια, και οποιασδήποτε πρότασης. Ο Καζνέβ κυβερνά, αυτό είναι όλο. Προΐσταται στις συνεδριάσεις, εγκαινιάζει χώρους, παραδίδει διαλέξεις. Κι όταν τίποτα δεν πάει καλά, πράγμα που συνέβη επανειλημμένα, αποδίδει την αντιδημοτικότητά του στη διάσπαση των «φίλων» του, στις «μικρές ξαναζεσταμένες έχθρες» τους, στον «αριστερισμό» των επικριτών του PS.
Την περίοδο εκείνη ωστόσο, οι Σοσιαλιστές εντόπιζαν τους εχθρούς τους εκτός των γραμμών τους. Στα αριστερά τους, για να είμαστε ακριβείς. Έτσι, ο Καζνέβ μάς εκμυστηρεύεται πως, έντεκα ημέρες πριν από τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2017, «ο Φρανσουά Ολάντ εμφανίζεται ανήσυχος λόγω της ανόδου του Ζαν-Λικ Μελανσόν στις δημοσκοπήσεις». «Δεν έχω καμία δυσκολία να αντιληφθώ ότι πρέπει να τον καταπολεμήσουμε», εικάζει τότε ο πρωθυπουργός του, ο οποίος υποθέταμε ότι θα ήταν περισσότερο ικανοποιημένος από τη συρρίκνωση της ακροδεξιάς. Μολαταύτα, η απέχθεια του κυβερνητικού διδύμου για τη «ριζοσπαστική Αριστερά» υπερισχύει όλων των άλλων. Για τον πρώην πρόεδρο, η τελευταία «δεν διαμορφώνει κανένα εναλλακτικό σύστημα, δεν προτείνει καμία αξιόπιστη πρόταση ούτε έχει συμμάχους. Είναι ο αντίπαλος που ονειρεύεται ο καπιταλισμός».
Διατηρεί όμως κάποιο νόημα η αντίθεση στον καπιταλισμό όταν είσαι σοσιαλδημοκράτης; Διαβάζοντας τα γραπτά των Ολάντ και Καζνέβ ή του Πιερ Μοσκοβισί –ο οποίος, κατά την προεδρική πενταετία που πέρασε, προηγήθηκε του Μακρόν στο Υπουργείο Οικονομικών (6)– διαλύεται και η τελευταία αμφιβολία, τουλάχιστον ως προς αυτό το θέμα. Οι τρεις συγγραφείς δεν βλέπουν ποτέ στις εκλογικές –ή κοινωνικές– συνέπειες την τιμωρία για την προσκόλλησή τους στον νεοφιλελευθερισμό. Απλώς παραδέχονται σφάλματα στη μέθοδο, λάθη στον ρυθμό ή έλλειψη «διαπαιδαγώγησης». Οι πιο ουσιώδεις ενστάσεις στην «πολιτική προσφοράς» τους ή στην υποταγή τους στις προτιμήσεις της Άνγκελα Μέρκελ γίνονται μάλλον αντικείμενο περιφρόνησης («λόγια», «ξόρκια», «λοιδορίες») παρά συζήτησης. O Μοσκοβισί φτάνει στο σημείο να αποκαλύπτει έμμεσα την πνευματική παγίδευση –την αγκύλωση;– των πολιτικών φίλων του: «Κάποιοι θα μας το προσάψουν, όμως δεν κάναμε καν αυτόν τον διάλογο [σχετικά με την προτεραιότητα της μείωσης των ελλειμμάτων] διότι εξ αρχής είχαμε επιλέξει την Ευρώπη». Το ζήτημα τον θλίβει, όχι όμως για τον λόγο που θα περιμέναμε. «Κανένας δεν μας το αναγνωρίζει, και είναι αδικία». Πράγματι, τρομακτική αδικία, να μην έχεις «αναγνωριστεί» για μια στρατηγική επιλογή που υιοθετήθηκε χωρίς διάλογο. Και, επιπλέον, σε αντίθεση με τις προεκλογικές δεσμεύσεις που είχαν αναληφθεί ενώπιον της χώρας.
Γιατί, ο Ολάντ το είχε αναγγείλει στην ομιλία του στο Μπουρζέ (22 Ιανουαρίου 2012): «Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εάν οι Γάλλοι με εξουσιοδοτήσουν γι’ αυτό, το πρώτο μου ταξίδι θα γίνει με σκοπό να συναντήσω την καγκελάριο της Γερμανίας, για να της πω ότι οφείλουμε να αλλάξουμε μαζί τον προσανατολισμό της Ευρώπης, στρέφοντάς την προς την ανάπτυξη και προς το ξεκίνημα μεγάλων έργων». Απολογισμός: μηδενικός. Σε ένα βιβλίο-κατηγορητήριο, ο πρώην σύμβουλός του, Ακιλίνο Μορέλ, αποκαλύπτει σχετικά με αυτό το θέμα πως «ήδη τον Φεβρουάριο του 2012, αμέσως μετά την ομιλία του στο Μπουρζέ, ο Ολάντ έστειλε, υπό άκρα μυστικότητα, τον Εμμανουέλ Μακρόν στο Βερολίνο για να συναντήσει εκεί τον Νίκολαους Μάγιερ-Λάντρουτ, τον σύμβουλο ευρωπαϊκών υποθέσεων της Άνγκελα Μέρκελ, ώστε, με τη μεσολάβησή του, να διαβεβαιώσει την καγκελάριο για τις πραγματικές προθέσεις του» (7). Έκτοτε, η καγκελάριος δεν είχε κανέναν λόγο ανησυχίας.
Ο εκβιασμός του Μπερνάρ Αρνό
Και σε αυτό το θέμα επίσης ο Ολάντ δεν μετανιώνει καθόλου: «Έως τώρα καταφεύγαμε στην ιδέα μίας “άλλης Ευρώπης”, που θα ικανοποιούσε τα κριτήρια του σοσιαλισμού. Μαζί με ποιους όμως θα οικοδομηθεί; (…) Η εμπειρία μου επιβεβαίωσε αυτή την πεποίθηση: το θέμα δεν είναι το όνειρο μιας νέας Ευρώπης (…). Το θέμα είναι να γνωρίζουμε αν πρέπει να φύγουμε ή να παραμείνουμε. Δεν υπάρχουν πλέον ημίμετρα». O Μοσκοβισί, πλέον Ευρωπαίος Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων, σιγοντάρει αυτή τη θεωρητικοποίηση της αδυναμίας: «Ακόμη κι αν απογοητεύσω, δεν θέλω να παραπλανήσω κανέναν με αυταπάτες (…). Η κοινωνική Ευρώπη –άλλη μία «καραμέλα»– θα παραμείνει μια όμορφη πρόθεση όσο δεν εγκαταλείπουμε (…) τη λογική της ομοφωνίας». Για κάτι τέτοιο όμως θα έπρεπε να επαναδιαπραγματευθούμε τις συνθήκες, μια επιλογή που αποκλείει με κάθε τρόπο…
Και δεν είναι το μόνο εμπόδιο, ή το μόνο πρόσχημα, που τον εξουσιοδοτεί να μην κάνει τίποτα. «Η κυριαρχία των αγορών με την οποία χρειάστηκε να συμβιβαστούμε», για να χρησιμοποιήσουμε τη διατύπωση του πρώην προέδρου, βρήκε επίμονους υποστηρικτές και στην καρδιά του κρατικού μηχανισμού. Η ανατριχιαστική περιγραφή που μας παραδίδει ο Μοσκοβισί σχετικά με το υπουργείο του οποίου ηγείτο μας επιτρέπει να το καταλάβουμε. Αναλύοντας την παντοδυναμία του Μπερσί (του υπουργείου Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας), τους «160.000 υπαλλήλους του (…), αριθμός που είναι πάνω από τον πενταπλάσιο εκείνου των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή ο αντίστοιχος του πληθυσμού μιας πόλης όπως η Νιμ», ο πρώην υπουργός αποκαλύπτει ευθέως (υιοθετώντας ένα ύφος το οποίο σίγουρα χρήζει βελτίωσης): αυτή η δημόσια υπηρεσία είναι «η πλέον πεπεισμένη πως η Γαλλία έχει περισσότερα να κερδίσει από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση».
Μια τέτοια πεποίθηση συνοδεύεται κι από άλλες, τουλάχιστον εξίσου προβληματικές για μια ενδεχόμενη, πραγματικά αριστερή, κυβέρνηση: «Η δημόσια διαχείριση των οικονομικών ίσως να φαίνεται αλαζονική, σκληρή, άκαμπτη, ακόμη και εχθρική απέναντι στα προοδευτικά πολιτικά προτάγματα. Η αυθόρμητη τάση της την ωθεί περισσότερο προς τον συντηρητισμό. Το ίδιο ισχύει και για τα δημοσιονομικά αντισταθμίσματα, τα οποία έχουν την τάση να στοχοποιούν κατά προτεραιότητα κάθε δημόσια πολιτική με κοινωνικό, περιβαλλοντικό ή εκπαιδευτικό χαρακτήρα –όπως ισχύει και για πολλά από τα υπομνήματα του των ταμειακών υπηρεσιών του υπουργείου Οικονομικών, τα οποία πάντα, στο όνομα της ανάγκης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, συνηγορούν υπέρ του οικονομικού φιλελευθερισμού και της απορρύθμισης».
Αντιλαμβανόμαστε πως ένα κράτος που έχει αφεθεί σε τέτοια χέρια δεν είναι διατεθειμένο να επιβάλει τις επιλογές του εκλογικού σώματος στους ξένους μεγαλοβιομήχανους. Εξάλλου, μήπως διατηρεί τα μέσα για κάτι τέτοιο; Το αφήγημα που απαλλάσσει τον Ολάντ από την κατηγορία πως δεν τήρησε την εκλογική υπόσχεσή του για επαναλειτουργία των υψικαμίνων της Λωρραίνης, τις οποίες έκλεισε η ArcelorMittal, επιτρέπει να υπάρχουν αμφιβολίες. «Κρίνω απαραίτητο να υιοθετήσουμε απέναντί του [εννοεί τον ιδιοκτήτη Λακσμί Μιτάλ] μια αυστηρή στάση. Του ζητώ να βρει αγοραστή και, σε περίπτωση αποτυχίας, υπαινίσσομαι ότι το κράτος είναι έτοιμο να εθνικοποιήσει τις εγκαταστάσεις της Φλοράνζ, υποχρεώνοντας έτσι τον Μιτάλ να τις δώσει σε άλλον. Με την ύπουλα γλυκερή φωνή του, ο Λακσμί Μιτάλ απαντά πως, σε μια τέτοια περίπτωση, θα πρέπει να αγοράσουμε και τις υπόλοιπες εγκαταστάσεις του ομίλου στη Γαλλία, στις οποίες εργάζονται περίπου 20.000 υπάλληλοι. Διότι ο ίδιος θα αποσυρθεί από τη χώρα». Η γλυκερή προσέγγιση υπερίσχυσε της «αυστηρής στάσης»: η μονάδα της Φλοράνζ δεν εθνικοποιήθηκε.
Το περιστατικό με τον φόρο 75% επί των πολύ υψηλών εισοδημάτων είναι ακόμη πιο διαφωτιστικό. Στις αρχές του 2012, ενώ η προεκλογική εκστρατεία του δεν εξελίσσεται κατά τα αναμενόμενα και φοβάται πως ο Μελανσόν θα τον προσπεράσει, ο Ολάντ αποφασίζει να υιοθετήσει μια πιο αριστερή γραμμή. Για να δώσει υπόσταση στην καταγγελία του «πραγματικού αντιπάλου του, (…) του χρηματοπιστωτικού τομέα», κατοχυρώνει την πρόταση, προωθημένη από έναν σύμβουλό του (8), μιας έκτακτης φορολόγησης των εισοδημάτων που ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο ευρώ ετησίως. Ο Μοσκοβισί αναλύει τον ελιγμό: «Σαν καλός τακτικιστής, ο Φρανσουά Ολάντ θέλησε να μην συμβεί το 2012 εκείνο που τελικά συνέβη το 2017. Δηλαδή η εκτίναξη μιας εθνικιστικής Αριστεράς με αποχρώσεις λαϊκισμού».
Αφού κέρδισε τις εκλογές, αναλαμβάνει να υλοποιήσει μια ιδέα για την οποία, εντούτοις, είχε την αίσθηση «ότι θα ήταν λιγάκι ραδιενεργή». Κι αυτή τη φορά δεν είναι ο Μιτάλ, αλλά ο Μπερνάρ Αρνό εκείνος που θα κρατήσει επιθετική στάση. Ο πιο πλούσιος άνθρωπος της Γαλλίας επιπλήττει τον νέο υπουργό Οικονομικών. «Το αφεντικό της LVMH (Moët Hennessy Louis Vuitton)», αφηγείται ο Μοσκοβισί, «επί της ουσίας μου είπε: “Εάν φορολογήσετε με 75% όλα τα εισοδήματα που είναι υψηλότερα του ενός εκατομμυρίου ευρώ, τότε λοιπόν κι εγώ θα μεταθέσω όλα μου τα στελέχη στο εξωτερικό. Επειδή (…) εάν θέλω να προσελκύσω δημιουργούς στη Γαλλία δεν μπορώ να τους μισθοδοτήσω επαρκώς με το 75% σας. (…) Όλος ο κόσμος θα φύγει. Συνεπώς είναι απολύτως απαραίτητο να μην εφαρμοστεί αυτό το μέτρο”». Ο Μοσκοβισί σχολιάζει: «Να παραιτηθούμε από το μέτρο επειδή το προστάζει ο Μπερνάρ Αρνό; Αδιανόητο! Ήταν ένα από τα μέτρα –και υπήρχαν λίγα– που προκάλεσε ηλεκτρικό σοκ στην επαρχία και ήταν αναμφίβολα απαραίτητο για να… κερδηθούν οι εκλογές». Αδιανόητο; Όχι εντελώς, καθώς ο πρώην υπουργός σύντομα προσθέτει: «Βιαζόμασταν να θάψουμε αυτό το ψηφοθηρικό τέχνασμα. (…) Περιττεύει να πούμε ότι δεν θυμώσαμε όταν το Συνταγματικό Συμβούλιο το ακύρωσε». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Γερμανία, το υπουργείο Οικονομικών, το Συνταγματικό Συμβούλιο: φαίνεται ότι στα συμφέροντα του κεφαλαίου ποτέ δεν λείπουν οι ισχυροί συνήγοροι. Που είναι ακόμη πιο σίγουροι για την επικράτησή τους, καθώς απέναντί τους έχουν σοσιαλιστές γεμάτους έγνοια για αυτά τα συμφέροντα…
Απολύθηκαν από εκείνους που υπηρέτησαν
Ο πρώην πρόεδρος έδωσε στα απομνημονεύματά του τον τίτλο «Τα διδάγματα της εξουσίας». Εμείς μπορούμε να αποκομίσουμε διαφορετικά διδάγματα από τα δικά του (9). Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας τους, σπάνια οι Σοσιαλιστές συμμορφώθηκαν σε τέτοιο βαθμό με τις απαιτήσεις των βιομηχάνων και του χρηματοπιστωτικού τομέα όσο κατά την πενταετία Ολάντ. Εισήγαγαν ολέθριες εκπτώσεις φόρου προς όφελος των επιχειρηματιών («σύμφωνο ευθύνης») με έναν εργασιακό νόμο που υπονόμευε τα δικαιώματα των εργαζομένων. Ωστόσο, κανένα από αυτά τα δύο μέτρα δεν περιλαμβανόταν στο πρόγραμμα του εκλεγμένου υποψήφιου. Παρά τις γονυκλισίες, οι ανώτερες τάξεις, που το PS έλπιζε να προσελκύσει με αυτόν τον τρόπο, τον απέλυσαν προς όφελος του Μακρόν, ο οποίος δεν κρύβει ούτε τον ρόλο του ούτε την πελατεία που εξυπηρετεί. Υπάρχει η αίσθηση ότι μια τέτοια αγνωμοσύνη ενίοτε ενοχλεί τους ηγέτες των Σοσιαλιστών. «Δεν θυμάμαι, μετά από αποφάσεις που εντούτοις ήταν ευνοϊκές, να έχει υπάρξει έστω και ένα ανακοινωθέν, έστω και μία θετική διατύπωση χωρίς επιφυλάξεις, είτε εκ μέρους του MEDEF είτε του CGPME (10)», διαπιστώνει με θλίψη ο Μοσκοβισί. «Αυτή η εχθρότητα των οικονομικών κύκλων θα παραμείνει αμετάβλητη και χωρίς αναστολή, καθ’ όλη την προεδρική πενταετία. (…) Οι κύκλοι αυτοί δεν έδωσαν ποτέ καμία ευκαιρία στη νέα κυβέρνηση!»
Μολονότι σίγουρα δεν ήταν πρόθεση των συγγραφέων αυτών των έργων, η ανάγνωσή τους θα πιστοποιήσει σε όσους αναμένουν μια αυθεντική αριστερή πολιτική την ανάγκη να εντοπίζουν εκ των προτέρων τους πραγματικούς αντιπάλους της. Όχι για να τους πείσουν, αλλά για να τους πολεμήσουν.