H μεταρρύθμιση της ουκρανικής αστυνομίας, που παρουσιάστηκε σαν ανταπόκριση στις επιθυμίες των διαδηλωτών του 2014, επικεντρώθηκε στη διαφθορά των αστυνομικών του πεδίου, αφήνοντας ανέπαφη τη χειραγώγηση των κρατικών μηχανισμών από πολιτικές φατρίες. Για τη διευθέτηση του ζητήματος αυτού, οι διεθνείς πιστωτές απαιτούν τη δημιουργία νομοθετικών οργάνων ειδικού σκοπού. Μια λύση που ενέχει τον κίνδυνο η χώρα να τεθεί υπό κηδεμονία.
Στις 31 Οκτωβρίου 2017, στο Κίεβο, ο Ολεξάντρ Αβακόφ, 29 ετών, συνελήφθη από τους πράκτορες της Εθνικής Υπηρεσίας Καταπολέμησης Διαφθοράς της Ουκρανίας (NABU). Ήταν ύποπτος για συνέργεια σε υπόθεση απάτης που αφορούσε την παράδοση σακιδίων στις ένοπλες δυνάμεις και σχετιζόταν με ένα ποσό ύψους περίπου 450.000 ευρώ. Η επιχείρηση ήταν πρωτοφανής: ο νεαρός δεν είναι άλλος από τον μοναχογιό του Αρσέν Αβακόφ, του ισχυρού υπουργού Εσωτερικών. Στα λεπτά που ακολούθησαν την επέμβαση, μονάδες της αστυνομίας και της εθνοφυλακής απεστάλησαν επειγόντως προκειμένου να παρεμποδίσουν τις έρευνες και να δυσκολέψουν τη δουλειά των ανακριτών του NABU –ενός οργανισμού, δημιουργημένου τον Απρίλιο του 2015 στο πλαίσιο μιας εκστρατείας πάταξης της διαφθοράς που διεξήγαν διάφορες ΜΚΟ και οι Δυτικοί, ο οποίος θεωρείται ο πιο ανεξάρτητος θεσμός στον τομέα του. Τα εμπόδια σε εκείνη την έρευνα απέδειξαν με ξεκάθαρο τρόπο πως, τέσσερα χρόνια μετά την ανατροπή του προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς, «η πολιτική εξουσία ακόμη χρησιμοποιεί την αστυνομία μας σαν τον ένοπλο βραχίονά της προκειμένου να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της», όπως έλεγε αποδοκιμάζοντας ο βουλευτής Μουσταφά Ναϊγέμ, υποκινητής των πρώτων διαδηλώσεων, τον Νοέμβριο του 2013.
Μερικές ημέρες μετά, το δικαστήριο απελευθέρωνε τον Αβακόφ χωρίς να απαιτήσει την καταβολή εγγύησης. Κατόπιν, στις 7 Νοεμβρίου, ο πατέρας του κατάφερε να παραμείνει αλώβητος μετά από μια πρόταση δυσπιστίας στη Ράντα, το ουκρανικό Κοινοβούλιο. Ενώ δέχθηκε επικρίσεις για την αποτυχία του να μεταρρυθμίσει την αστυνομία –κάτι που εντούτοις ήταν μία από τις προτεραιότητες του μετεπαναστατικού προγράμματος– βεβαίωνε πως δεν είχε «κανέναν λόγο να εγκαταλείψει τη θέση του». Μετά τον διορισμό του, τον Φεβρουάριο του 2014, αυτός ο κακόφημος επιχειρηματίας, ενεργός για μεγάλο χρονικό διάστημα στη πολιτική, επιβλήθηκε ως ο δεύτερος πιο ισχυρός άνδρας του κράτους μετά τον πρόεδρο Πέτρο Ποροσένκο, επίσης εκατομμυριούχο, που ανήλθε στην εξουσία την επόμενη των διαδηλώσεων.
Υπεκφεύγοντας σχετικά με τους αστυνομικούς που έσπευσαν προς βοήθεια του γιου του, ο Αβακόφ αρέσκεται να παρουσιάζει τον εαυτό του σαν πεφωτισμένο μεταρρυθμιστή. «Σήμερα έχουμε πραγματοποιήσει το 25 με 30% της μεταρρύθμισης της αστυνομίας», επιβεβαίωνε στις 11 Νοεμβρίου, επαναλαμβάνοντας την απόφασή του να την ολοκληρώσει (1). Για τους επικριτές του, όπως ο Ντένις Κομπζίν, διευθυντής του Ιδρύματος Κοινωνικής Έρευνας στο Χάρκοβο, ισχύει το αντίθετο: «Η μεταρρύθμιση, όπως είχαμε ελπίσει ότι θα διεξαγόταν το 2014, δεν έχει ακόμη ξεκινήσει». Καταγγέλλει μια αποτυχία κρυμμένη πίσω από σειρά «διακοσμητικών στοιχείων», όπως η νέα αστυνομία περιπολιών, μονάδες που είναι επιφορτισμένες με την τήρηση της τάξης στους δημόσιους δρόμους, πεζή ή με μηχανοκίνητα οχήματα.
Μια ηλιόλουστη ημέρα, στις 4 Ιουλίου 2015, στην πλατεία της Αγίας Σοφίας του Κιέβου, οι αρχές αποκάλυψαν το «νέο πρόσωπο της αστυνομίας», κατά την έκφραση που χρησιμοποίησαν στην ανακοίνωσή τους. Εκατοντάδες αστυνομικοί, από τους οποίους το 30% ήταν γυναίκες, ορκίστηκαν παρατεταγμένοι δίπλα στη σειρά από τα καινούργια, αστραφτερά τους Toyota Prius. Οι επίσημοι προσκεκλημένοι, Ουκρανοί και διεθνείς αξιωματούχοι, επεδείκνυαν τον ενθουσιασμό τους ενώπιον της αναπληρώτριας υπουργού Εσωτερικών Εκατερίνα Ζγκουλάτζε-Γκλυκσμάν, μιας Γεωργιανής μεταρρυθμίστριας, η οποία παρουσιάστηκε ως εκείνη που κατάφερε να προχωρήσει στην κάθαρση και στον εκσυγχρονισμό μιας εμφανώς διεφθαρμένης αστυνομίας στη χώρα της. Όπως και ο πρώην πρόεδρός τους, ο Μιχαΐλ Σαακασβίλι, πολλοί Γεωργιανοί ενεπλάκησαν στην πολιτική σκηνή της Ουκρανίας μετά το 2014.
Εκατοντάδες νεαροί νεοπροσληφθέντες θα αντικαθιστούσαν τους αστυνομικούς της πολύ αμφιλεγόμενης Διεύθυνσης Επιθεώρησης Δρόμου (DAI) και θα σήμαιναν το τέλος του παλιού συστήματος, απαξιωμένου μετά από δεκαετίες κακής διοίκησης, διαφθοράς και βιαιοτήτων. Εκείνη τη μέρα, το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην πλατεία αγκαλιαζόταν και φωτογραφιζόταν με τους νεαρούς ορκισθέντες, κάτι που θα έδινε στο νέο σώμα το μιντιακό προσωνύμιο «αστυνομία σέλφι». «Υπήρχε ένα αίσθημα ευφορίας», θυμάται ο Κομπζίν. «Αλλά δεν χρησιμοποιήθηκε ώστε να αλλάξουν τα πράγματα σε βάθος».
Η αυξανόμενη απογοήτευση του λαού προέρχεται από ένα κλίμα σύγχυσης: οι παλαιοί της DAI παρέμειναν ενεργοί για αρκετό καιρό, για να βοηθήσουν τους δώδεκα χιλιάδες νεοπροσληφθέντες, διαιωνίζοντας έτσι ένα σύστημα που θεωρείτο πως είχε καταργηθεί. Για πολλούς, οι αστυνομικοί των περιπόλων έμοιαζαν να χάνονται στη μάζα των 128.000 υπαλλήλων της εθνικής αστυνομίας. Η μεταρρύθμιση αυτή, επικεντρωμένη στους αστυνομικούς που ήταν σε άμεση επαφή με τους πολίτες, δεν είχε κανέναν αντίκτυπο στη διαφθορά των ελίτ. Αντίθετα, επέτρεψε στην κυβέρνηση να επιδείξει μια κάποια βούληση, χωρίς να αγγίξει πραγματικά το προϋπάρχον σύστημα. Σε μια συγκυρία όπου συνυπήρχαν η οικονομική κρίση και ένας υβριδικού τύπου πόλεμος στα ανατολικά της χώρας, με τη συνεπακόλουθη αύξηση της κυκλοφορίας πυροβόλων όπλων, μεταξύ 2014 και 2017 η εγκληματικότητα αυξανόταν κατά 15% κάθε χρόνο (2). Ωστόσο, οι νέοι αστυνομικοί βρέθηκαν να αφιερώνουν μεγάλο μέρος του χρόνου τους «αντιμετωπίζοντας ελάσσονα παραπτώματα, τα οποία ρυθμίζονται από έναν παλιό σοβιετικό κώδικα του 1984, αντί σοβαρότερα αδικήματα», εξηγεί ο Γιεβχέν Κραπίβιν, εμπειρογνώμονας της οργάνωσης Συνασπισμός για την Αναζωογόνηση των Μεταρρυθμίσεων.
Η δυσαρέσκεια απέναντι στην «αστυνομία σέλφι» εντάθηκε με το πέρασμα του χρόνου, τόσο στους πολίτες όσο και στους ίδιους τους αστυνομικούς, με συνέπεια περίπου 20% των θέσεων στην αστυνομία περιπολιών να παραμένει σήμερα κενό. Πολλοί παραπονούνται για μεγάλο φόρτο εργασίας, αλλά και για έλλειψη συνοχής με τα υπόλοιπα τμήματα των δυνάμεων τήρησης της τάξης. «Δεν μας έδωσαν τα νομοθετικά εργαλεία ώστε να είμαστε αποτελεσματικοί», καταγγέλλει ο Άντρι Κομπιλίνσκι. Όπως και πολλοί συνάδελφοί του, αυτός ο πρώην αστυνομικός από το Κίεβο είχε θελήσει να πιστέψει στην καλή θέληση των πρωτοπόρων της μεταρρύθμισης το 2015. Τον Οκτώβριο του 2016 όμως παραιτήθηκε. Η συνεχής υποτίμηση του μισθού του σε σχέση με τον υψηλό πληθωρισμό τον κάνει επίσης να φοβάται πως οι πρώην συνάδελφοί του «γρήγορα θα επανέλθουν» στις πρακτικές του παρελθόντος.
Η απογοήτευση που προκάλεσε η «αστυνομία σέλφι» εκφράστηκε με ένα γενικότερο πάγωμα της μεταεπαναστατικής μεταρρυθμιστικής ζέσης. Ενόσω το καθεστώς του Ποροσένκο κατηγορείται ότι επιδεικνύει αυξανόμενο αυταρχισμό, οι περισσότεροι ριζοσπάστες μεταρρυθμιστές, Ουκρανοί και ξένοι, εξαφανίστηκαν από το πολιτικό τοπίο, αποθαρρυμένοι από τα προσκόμματα που συναντούσαν. Έτσι, η Ζγκουλάτζε-Γκλυκσμάν παραιτήθηκε τον Μάιο του 2016, ακολουθούμενη τον Νοέμβριο από τη συμπατριώτισσά της Χάτια Ντεκανοΐτζε. Η τελευταία, που διατέλεσε έναν χρόνο επικεφαλής της εθνικής αστυνομίας, εξήγησε πως η απόφασή της οφείλεται «στην ανάμειξη» του υπουργείου, του Κοινοβουλίου και της προεδρίας στην εργασία της.
Η πρώην αρχηγός της αστυνομίας παραμένει πεπεισμένη ότι μόνο ριζικές αλλαγές μπορούν να μεταμορφώσουν την Ουκρανία: «Οφείλουμε να απαλλαγούμε από το προσωπικό και τον τρόπο λειτουργίας του παλιού συστήματος, ακολουθώντας το πρότυπο όσων έγιναν για την αστυνομία περιπολίας». Κι αυτό, τόσο στις άλλες αστυνομικές διευθύνσεις όσο και στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα ή στα δικαστήρια. «Οφείλουμε να επιτρέψουμε την ανάδυση μιας νέας γενιάς, με μια νέα νοοτροπία, όπως καταφέραμε να κάνουμε στη Γεωργία».
Από το καλοκαίρι του 2015, μεικτές επιτροπές «επαναπιστοποίησης», που απαρτίζονταν από εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών και από μέλη της ιεραρχίας, αξιολόγησαν τη δυνατότητα των αστυνομικών να παραμείνουν στη νέα αστυνομία. 68.135 παλαιοί υποβλήθηκαν σε αυτή τη διαδικασία, η οποία αποσκοπούσε στην εξέταση της αφοσίωσής τους, των νομικών γνώσεών τους και στην εξακρίβωση προηγούμενου ιστορικού διαφθοράς ή βίας –εξετάζοντας ακόμη και τα ίχνη που ενδεχομένως είχαν αφήσει στα κοινωνικά μέσα. Εν τέλει απολύθηκαν 5.256, δηλαδή το 7%. Ένα μη αμελητέο αποτέλεσμα σε σχέση με παλαιότερες εμπειρίες, αλλά διόλου πειστικό στην Ουκρανία. Για τον Κομπιλίνσκι «ήταν ένα από τα σημάδια που έδειχναν καθαρά ότι ο Αρσέν Αβακόφ είχε επιλέξει να βασιστεί στην παλιά φρουρά αντί να φέρει νέο αίμα», κάτι που «θα μπορούσε να είχε απειλήσει την επιρροή του στο υπουργείο Εσωτερικών».
Ούτε η Ντεκανοΐτζε ούτε η Ζγκουλάτζε-Γκλυκσμάν επιθυμούν να σχολιάσουν κατά πόσο ήταν καλά θεμελιωμένη η μεταρρυθμιστική προσέγγισή τους, ούτε και να διαβεβαιώσουν ότι συνεχίζεται. Εντούτοις, η πολιτική τους στη Γεωργία είχε δεχθεί επικρίσεις: τους καταλογίστηκε ότι ενίσχυσαν τα υπουργεία Εσωτερικών και Δικαιοσύνης, σε σημείο που τα κατέστησαν εργαλεία στα χέρια του Σαακασβίλι, επιτρέποντάς του να καταπολεμά αποτελεσματικά τους αντιπάλους του και τους διαδηλωτές. Ωστόσο, στην Ουκρανία, η «ομάδα των Γεωργιανών», που είχε την ισχυρή υποστήριξη της πρεσβείας των ΗΠΑ, αγωνίστηκε για να επιβάλει το νομοσχέδιό της στην εθνική αστυνομία.
Μολονότι σήμερα η απόπειρα διείσδυσης των Γεωργιανών στην μετεπαναστατική Ουκρανία φαίνεται πως συνοψίζεται στις απίστευτες περιπέτειες του Σαακασβίλι, ο οποίος απελάθηκε στην Πολωνία τον περασμένο Φεβρουάριο και πλέον έχει εγκατασταθεί στην Ολλανδία, οι Δυτικοί από την πλευρά τους εμμένουν στην υποστήριξη της μεταμόρφωσης της χώρας. Το ύψος της οικονομικής ενίσχυσης που κατέβαλαν, σε συνεργασία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), ανέρχεται σε περισσότερα από 35 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ σε αυτά προστίθεται ένα πλήθος σχεδίων οικονομικής συνεργασίας.
Χωρίς τη βιασύνη των Γεωργιανών, η Συμβουλευτική Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη μεταρρύθμιση του τομέα πολιτικής ασφάλειας (EUAM) θέλει να πιστέψει στα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα των αλλαγών. «Η δημιουργία ενός νέου αστυνομικού σώματος περιπολιών δεν ήταν μόνο στρατηγική επικοινωνίας: ήταν απαραίτητη», εξηγεί ο Ούντο Μέλερ, επιχειρησιακός διευθυντής της Αποστολής, για τον οποίο όμως η υιοθετηθείσα μέθοδος «προμήνυε επιπλοκές». Προτιμά να προβάλει άλλα «σημαντικά βήματα» και πραγματικά έργα που μέλλουν να εκτελεστούν, όπως ο εκσυγχρονισμός της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος ή η αναδιάρθρωση της Διεύθυνσης Εγκληματολογικού. Η δομή της τελευταίας, κληροδότημα της σοβιετικής περιόδου, «δημιουργεί προφανή προβλήματα», σύμφωνα με τον ίδιο, «αλλά είναι τόσο βαθιά χαραγμένη στη νοοτροπία των Ουκρανών συναδέλφων [του] ώστε δεν μπορούμε να περιμένουμε άμεσες αλλαγές».
Προκειμένου να υπάρξει εξέλιξη, ο επιχειρησιακός διευθυντής λέει πως συνδιαλέγεται με «εκείνους που βρίσκονται στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού». Δεν πιστεύει στο γεωργιανό σενάριο της ριζικής ανανέωσης του προσωπικού «σε μια χώρα τόσο μεγάλη όπως η Ουκρανία, που βρίσκεται μάλιστα σε εμπόλεμη κατάσταση». Συνεπώς η EUAM ποντάρει περισσότερο στα μαθήματα, τα σεμινάρια, την εκπαίδευση ή ακόμα και στα πιλοτικά προγράμματα που παρέχει στους Ουκρανούς αστυνομικούς, παλιούς και νέους, δηλαδή σε μέσα που θα επιτρέψουν τη σταδιακή ανάδυση μιας νέας αστυνομικής παιδείας.
Για τον ερευνητή Κορνέλιους Φρίζεντορφ, η EUAM αποτελεί έναν μόνο από τους πολυάριθμους διεθνείς φορείς που προωθούν «διαφορετικά πρότυπα και προτεραιότητες». Κατά τη γνώμη του, ο μεταξύ τους ανταγωνισμός είναι μία από τις πηγές του «θεσμικού μπαλώματος» στην Ουκρανία. Τα παραδείγματα της Μολδαβίας, της Αρμενίας, του Κιργιστάν ή του Τατζικιστάν, όπου αποστολές βοήθειας για την αστυνομική μεταρρύθμιση συνεχίζονται επί χρόνια, αποδεικνύουν πως, ελλείψει πραγματικής πολιτικής βούλησης για την επίτευξη του στόχου, αυτή η κατάσταση του «μπαλώματος» μπορεί να επιμηκυνθεί επ’ αόριστον. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση επικαλείται την προτεραιότητα της μάχης ενάντια στον εξωτερικό εχθρό, όπως και την ανάγκη να μην αποσταθεροποιηθεί η κρατική μηχανή από άκαιρες μεταρρυθμίσεις.
Θεωρούμενη ως μία από τις βιτρίνες της μάχης κατά της διαφθοράς, η αστυνομική μεταρρύθμιση δεν καταπιάνεται με τα θεμέλια του ολιγαρχικού συστήματος. Το κράτος παραμένει το πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα σε πολιτικοοικονομικές φατρίες που προσπαθούν να ελέγξουν τους θεσμούς-κλειδιά, με σπουδαιότερη τη Γενική Εισαγγελική Αρχή (Prokuratura). H μεταρρύθμιση, που ξεκίνησε το 2015 και κύριο στόχο είχε να αποκόψει την Prokuratura από την εκτελεστική εξουσία, απέχει πολύ από την ολοκλήρωσή της. Το NABU, ο φορέας που συστήθηκε ειδικά για αυτόν τον σκοπό, δεν κατάργησε την εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα. Ο σημερινός κάτοχος της θέσης, Γιούρι Λουτσένκο, έχει αποδοκιμαστεί για τις πιέσεις που ασκεί σε πολιτικούς αντιπάλους του ή επειδή παρεμποδίζει τις νομικές διαδικασίες εναντίον των συμμάχων του Ποροσένκο, όπως του επιχειρηματία βουλευτή Ιχόρ Κονονένκο ή του πρώην επικεφαλής της Φορολογικής Διοίκησης Ρομάν Νασίροφ, που βρίσκεται σε διαθεσιμότητα λόγω διαφθοράς, αλλά του οποίου η δίκη καθυστερεί.
Παράλληλα δίκτυα
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους, επιδιώκοντας να κατοχυρώσουν τη νομική διασφάλιση των επενδύσεών τους, υποβάλλουν το Κίεβο σε δοκιμασία. «Η μάχη ενάντια στη διαφθορά δεν είναι μικρότερης σημασίας από τη μάχη ενάντια στη ρωσική επιθετικότητα», δήλωσε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Τζον Σάλιβαν κατά την τελευταία του επίσκεψη στην ουκρανική πρωτεύουσα, στις 21 Φεβρουαρίου, προτού προτείνει τη σύσταση ενός ειδικού δικαστηρίου για τη διαφθορά –ένα μέτρο υπέρ του οποίου συνηγορούν και τοπικές ενώσεις. Το σχέδιο νόμου, το οποίο επί του παρόντος συζητείται στο Κοινοβούλιο, δεν εγγυάται την ανεξαρτησία του δικαστηρίου αυτού, σύμφωνα με το ΔΝΤ, που ανέστειλε την καταβολή της επόμενης δόσης βοήθειας. Ο ρόλος των διεθνών εμπειρογνωμόνων, εκτιμά ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός, όφειλε να είναι «καίριος και όχι μόνο συμβουλευτικός». Ο Ποροσένκο ανταπάντησε, σε μια συνέντευξη που παραχώρησε στους «Financial Times» στις αρχές Μαρτίου: «Η ιδέα ότι ξένοι δωρητές συστήνουν ουκρανικά δικαστήρια είναι αντίθετη στο Σύνταγμα, καθώς μόνο ο ουκρανικός λαός δύναται να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο σε αυτό» (3). Σίγουρα η πίεση της Δύσης δεν θα φτάσει στο σημείο να αποσταθεροποιήσει μια κυβέρνηση στην οποία, τον περασμένο Δεκέμβριο, η Ουάσινγκτον είχε υποσχεθεί αποστολή όπλων.
Έχοντας μπροστά μας έναν χρόνο έως τις προεδρικές εκλογές, «ο Αρσέν Αβακόφ σήμερα ελέγχει ένα από τα πιο ισχυρά υπουργεία Εσωτερικών από τότε που κηρύχθηκε η ανεξαρτησία της Ουκρανίας», διαπιστώνει ο βουλευτής Σέρχιι Λεστσένκο, εκλεγμένος με τον συνδυασμό του «Μπλοκ Πέτρο Ποροσένκο», πλέον όμως πολύ επικριτικός απέναντι στον πρόεδρο. «Επιβάλλεται ως ένα ζωτικής σημασίας πρόσωπο στη κάθετη ιεραρχία της εξουσίας, σύμμαχος αλλά και δυνάμει αντίπαλος [του προέδρου]». Αντίπαλος διότι, σύμφωνα με τον Λεστσένκο, ο Αβακόφ, προκειμένου να διαφοροποιηθεί, φαίνεται πως συντηρεί και μία «οριζόντια εξουσία» (4), συντονίζοντας επιδείξεις ισχύος εθνικιστικών ταγμάτων –όπως εκείνες των Εθνικών Ενωμοτιών, προερχόμενων από το Τάγμα Αζόφ, μια ακροδεξιά παραστρατιωτική μονάδα που δρα στο μέτωπο του Ντονμπάς– ή βίαιες προκλήσεις από εξτρεμιστικές ομάδες, όπως η επίθεση στον τηλεοπτικό σταθμό της αντιπολίτευσης Inter, τον Σεπτέμβριο του 2016: με λίγα λόγια, υποστηρίζει δίκτυα που δρουν παράλληλα με την αστυνομία, έχοντας πολιτικές σκοπιμότητες. Πρόκειται για ομάδες που μπορούν να υπολογίζουν στην παθητικότητα, ακόμη και στην καλή προαίρεση, της «αστυνομίας σέλφι».