Οι ικεσίες και οι γλύκες τριών Ευρωπαίων ηγετών, του Εμμανουέλ Μακρόν, της Άνγκελα Μέρκελ και του Μπόρις Τζόνσον, οι οποίοι προσπάθησαν να κολακεύσουν τον Ντόναλντ Τραμπ, δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα: ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ανταπέδωσε ξεφτιλίζοντάς τους. Τους απείλησε με εμπορικά και οικονομικά αντίποινα αν δεν παραβιάσουν την συμφωνία που έκαναν πριν από τρία χρόνια με το Ιράν. Από την στιγμή που οι Ηνωμένες Πολιτείες άλλαξαν ριζικά τη θέση τους στο θέμα, οι σύμμαχοί τους δεν έχουν πια παρά να ευθυγραμμιστούν με αυτή. Στα μάτια του Τραμπ, το Παρίσι, το Βερολίνο και το Λονδίνο δεν έχουν πια βάρος, τουλάχιστον όχι τόσο όσο το Ριάντ και το Τελ Αβίβ.
«Όταν ένας άνθρωπος καταδικάζει τον εαυτό του, επιθυμούμε πάντα να τον χτυπήσουμε (…) για να κάνουμε χίλια κομμάτια ό,τι του απομένει από την αξιοπρέπειά του», έγραφε ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ στους «Δρόμους της ελευθερίας». Η παρατήρησή του ισχύει και όταν έχουμε να κάνουμε με κράτη. Λόγου χάρη, εκείνα που αποτελούν την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Μακρόν δήλωσε την άρνησή του να συζητήσει «μ’ ένα όπλο στον κρόταφο» και η Μέρκελ λυπάται που η Ουάσινγκτον κάνει τα πράγματα «ακόμα πιο δύσκολα» στη Μέση Ανατολή. Όμως, ούτε ο ένας ούτε η άλλη δεν είναι έτοιμοι να απαντήσουν με κάτι διαφορετικό από την γκρίνια. Και οι μεγάλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν καταλάβει σε ποιον πρέπει να υπακούν, από τη στιγμή που ακόμα και η αποστολή ενός μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που διέρχεται από έναν αμερικανικό διακομιστή ή η χρήση δολαρίων στις συναλλαγές με το Ιράν τις εκθέτει σε τεράστια πρόστιμα.
Μόλις ανακοινώθηκε το τελεσίγραφο Τραμπ, η Total, η τέως εθνική γαλλική εταιρεία πετρελαίου, ακύρωσε τα σχέδια επενδύσεων στο Ιράν. Την ίδια στιγμή, ο πρόεδρος Μακρόν προσπαθούσε να διατηρήσει τη συμφωνία με την χώρα. Διευκρίνιζε όμως: «Το λέω ξεκάθαρα, δεν θα επιβάλουμε κυρώσεις ή αντίμετρα στις αμερικανικές εταιρείες. (…) Και δεν θα υποχρεώσουμε τις γαλλικές επιχειρήσεις να παραμείνουν στο Ιράν. Αυτή είναι η πραγματικότητα του κόσμου των επιχειρήσεων. Ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας δεν είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Total» (1). Η οποία συνεπώς υπακούει στις διαταγές του Λευκού Οίκου…
Μετά από όλα αυτά, εκείνοι που αρέσκονται σε ευχολόγια κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μας χρειάζεται περισσότερη Ευρώπη (2). Όμως, όσο περισσότερο η Ευρώπη διευρύνεται και όσο περισσότερο γίνεται θεσμικός ο χαρακτήρας της, τόσο λιγότερο ανθίσταται στις αμερικανικές επιταγές. Το 1980, τα εννέα μέλη της τότε ΕΟΚ έπαιρναν θέση για τη Μέση Ανατολή, αναγνωρίζοντας τις εθνικές φιλοδοξίες του παλαιστινιακού λαού. Αντίθετα, φέτος, στις 14 Μαΐου, τέσσερα μέλη της Ένωσης (η Αυστρία, η Ουγγαρία, η Τσεχία και η Ρουμανία) έστειλαν εκπροσώπους στα εγκαίνια της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, την ίδια στιγμή που ο ισραηλινός στρατός σκότωνε δεκάδες άμαχους στη Γάζα. Ακόμα καλύτερα –αν μπορούμε να θεωρήσουμε «καλύτερο» κάτι τέτοιο: ανάμεσα στα 28 κράτη μέλη της Ε.Ε., τα 15 εισέβαλαν στο Ιράκ στο πλευρό των αμερικανικών στρατευμάτων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση σκληραίνει συνεχώς τα κριτήρια σύγκλισης. Αλλά πάντα ξεχνά ένα, εκείνο που μόλις της θύμισε ο Τραμπ: την ανάγκη των μελών της να είναι ανεξάρτητα και εθνικά κυρίαρχα.