Ο Ντόναλντ Τραμπ έχτισε την καριέρα του πάνω στην αρχή ότι τα πάντα μπορούν να αναδιαπραγματευθούν. Μόλις ολοκληρωνόταν η ανέγερση ενός κτιρίου, ο μεγαλοεργολάβος επικαλούνταν κακοτεχνίες (ή κατέφευγε σε οποιοδήποτε άλλο πρόσχημα) προκειμένου να αρνηθεί να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις του. Επέβαλε τότε νέους όρους στους εργολάβους και τους άλλους επαγγελματίες, αναγγέλλοντάς τους, λόγου χάρη, «θα σας πληρώσω μονάχα το 75% του συμφωνηθέντος ποσού». Επρόκειτο για μια μη διαπραγματεύσιμη πρόταση, του τύπου «take it or leave it». Το μόνο που απέμενε σε όσους αρνούνταν ήταν να εμπλακούν σε πολυδάπανες δίκες με αβέβαιη έκβαση, καθώς απέναντί τους θα έβρισκαν δεινούς δικηγόρους ασκημένους στην στρεψοδικία. Το 2004, στο βιβλίο του Trump: Think Like a Billionaire («Σκέψου σαν δισεκατομμυριούχος»), συμβούλευε τους αναγνώστες του «πάντα να αμφισβητούν τα τιμολόγια». Ήταν πασίγνωστος κακοπληρωτής και πολλοί προμηθευτές ή τράπεζες αρνούνταν να συνεργαστούν μαζί του (1). Το 2007, στο Think Big and Kick Ass: In Business and Life («Να είσαι φιλόδοξος και να τους τσακίζεις, τόσο στις μπίζνες όσο και στη ζωή»), δήλωνε ότι «του αρέσει να συντρίβει το αντίπαλο στρατόπεδο και να μαζεύει όλα τα κέρδη» και ότι αδιαφορούσε για τους τραπεζίτες που έχασαν τα χρήματα που του είχαν δανείσει. «Δικό τους είναι το πρόβλημα και όχι δικό μου. Τους είπα ότι δεν έπρεπε να μου τα είχαν δανείσει». Η Deutsche Bank, ο μοναδικός θεσμικός παίκτης του χρηματοοικονομικού τομέα που συνεχίζει να συναλλάσσεται με τις επιχειρήσεις Τραμπ, απέκτησε μια εξαιρετικά διδακτική εμπειρία. Το 2008, στο αποκορύφωμα της χρηματοοικονομικής κρίσης, έκανε αγωγή στον μεγαλοεργολάβο επειδή δεν είχε εξοφλήσει οφειλές 40 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο Τραμπ αντεπετέθηκε, ζητώντας από την τράπεζα το εντυπωσιακό ποσό των 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ισχυρίστηκε ότι τα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετώπιζε οφείλονταν στην χρηματοοικονομική κρίση και ότι η Deutsche Bank αποτελούσε έναν από τους υπεύθυνους που προκάλεσαν αυτήν την κρίση… Η τράπεζα του παραχώρησε πενταετή περίοδο χάριτος (2). Ο μελλοντικός πρόεδρος δεν άργησε να κατανοήσει ότι η απειλή της προσφυγής στα δικαστήρια μπορούσε να έχει αποτρεπτικά αποτελέσματα. Εκτιμάται ότι ενεπλάκη, ως μηνυτής ή ως κατηγορούμενος, σε περισσότερες από 3.500 δίκες. Νεοφερμένος στην πολιτική, ο Τραμπ ο Τραμπ είχε υποσχεθεί να θέσει στην υπηρεσία της Αμερικής το ταλέντο του ως του «μεγαλύτερου διαπραγματευτή στην ιστορία». Ανακοίνωνε ότι, αμέσως μετά την εκλογή του, θα φρόντιζε «να σκίσει τη φριχτή συμφωνία της Βιέννης» για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, καθώς επίσης και την συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα. Το γεγονός ότι αυτές οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά περιφρόνηση του διεθνούς δικαίου ή ότι τα υπόλοιπα μέλη που τις έχουν υπογράψει αντιτίθενται σε αυτήν την ενέργεια τον αφήνει αδιάφορο. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσε ως ελέω Θεού αφεντικό και η άγνοιά του ως προς την Ιστορία και τη διπλωματία συνδυάστηκαν με την επιθυμία του να απαλλαγεί από την κληρονομιά του προκατόχου του. Καθώς επιθυμεί να έρθει σε ρήξη με τις συμβατικότητες, συνήθως επαφίεται στο ένστικτό του και αρκείται στη μεταφορά στο επίπεδο των διπλωματικών σχέσεων όλων των πρακτικών που επεξεργάστηκε κατά τη διάρκεια της καριέρας του ως εργολάβος και ως βεντέτα των ριάλιτι σόου. Το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης υπογράφηκε στη Βιέννη στις 14 Ιουλίου 2015 από το Ιράν και τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (Ηνωμένες Πολιτείες, Ρωσία, Κίνα, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο), καθώς και από τη Γερμανία, μετά από αρκετά χρόνια σκληρών διαπραγματεύσεων. Επιπλέον, στις 20 Ιουλίου 2015, η συμφωνία επικυρώθηκε ομόφωνα με το ψήφισμα 2231 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Σε αντάλλαγμα για τον τερματισμό του στρατιωτικού ερευνητικού πυρηνικού προγράμματος της χώρας και την έναρξη διεθνών ελέγχων που θα κλιμακώνονταν μέχρι το 2025, θα αίρονταν σταδιακά οι κυρώσεις που το Συμβούλιο Ασφαλείας είχε επιβάλει το 1995 στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν. Οι αναμενόμενες θετικές οικονομικές επιπτώσεις αποτελούσαν μια ουσιώδη συνιστώσα της συμφωνίας. Όμως, παρά το γεγονός ότι όντως αυξήθηκαν οι συναλλαγές του Ιράν με το εξωτερικό, το συνολικό αποτέλεσμα απέχει πολύ από την αναμενόμενη ραγδαία άνοδο που αναμενόταν πριν από τρία χρόνια, κυρίως λόγω της διατήρησης των παλαιότερων κυρώσεων που είχαν επιβληθεί από το αμερικανικό Κογκρέσο το 1979, την επαύριο της ισλαμικής επανάστασης. Για πολλούς Ιρανούς, η κακοπιστία των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν προφανής: οι αμερικανικές αρχές εξακολουθούσαν να κρατούν μια διφορούμενη στάση στο ζήτημα των συναλλαγών σε δολάρια, ώστε να αποθαρρύνονται οι επίδοξοι επενδυτές ή εξαγωγείς. Ωστόσο, για τις εξαγωγικές χώρες, η πρόοδος που σημειώθηκε δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αμελητέα. Για παράδειγμα, το ύψος των γαλλικών εξαγωγών προς το Ιράν τριπλασιάστηκε, από 500 εκατομμύρια ευρώ την εποχή της υπογραφής της συμφωνίας στο 1,5 δισεκατομμύριο το 2017. Παρά το γεγονός ότι συχνά χαρακτηρίζεται «κράτος παρίας», το Ιράν σεβάστηκε τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει, όπως βεβαιώνουν τόσο ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας όσο και οι περιοδικές πιστοποιήσεις της αμερικανικής κυβέρνησης. Έτσι εξηγείται εξάλλου το γεγονός ότι ο πρόεδρος Τραμπ, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 20 Ιανουαρίου 2017, κατήγγειλε την συμφωνία μονάχα στις 8 Μαΐου 2018. Τόσο ο υπουργός Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον όσο και ο στρατηγός Χέρμπερτ Ρέιμοντ ΜακΜάστερ, σύμβουλος του προέδρου για ζητήματα εθνικής ασφαλείας, αναγνώριζαν τις θετικές πλευρές του κειμένου της συμφωνίας και αντιτίθεντο στην απόσυρση των ΗΠΑ. Ο Τραμπ απέκτησε απόλυτη ελευθερία κινήσεων μονάχα μετά την αποπομπή τους και την αντικατάστασή τους από «γεράκια», τον Μάικλ Πομπέο και τον Τζον Μπόλτον αντίστοιχα. Αν και καμία από τις χώρες που είχαν υπογράψει τη συμφωνία δεν ακολούθησε τις Ηνωμένες Πολιτείες στην απόφασή τους να αποσυρθούν από αυτήν, η απόφαση της Ουάσιγκτον θα έχει βαρύτατες συνέπειες για τις σχέσεις της με την Ευρώπη, λόγω της επαναφοράς των κυρώσεων που προβλέπονται εις βάρος των αμερικανικών ή των ξένων επιχειρήσεων που θα συνεχίσουν να συναλλάσσονται με το Ιράν.