Υιοθετώντας την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στις 10 Δεκεμβρίου 1948, τα μέλη του ΟΗΕ συμφωνούσαν για πρώτη φορά σχετικά με τις αρχές που επιτρέπουν στα ανθρώπινα όντα να ζουν σε συνθήκες ελευθερίας, ισότητας και αξιοπρέπειας. Αν και έκτοτε σημειώθηκε μεγάλη πρόοδος, η έκρηξη των ανισοτήτων και η ανεξέλεγκτη κατασταλτική διάθεση των κρατών απειλούν τόσο τα πολιτικά όσο και τα οικονομικά ή τα κοινωνικά δικαιώματα –τα οποία γίνονται ακόμη πιο ευπαθή όταν αντιμετωπίζονται ξεχωριστά, επισημαίνει στο άρθρο του ο Κούμι Ναϊντού, Γενικός Γραμματέας της Διεθνούς Αμνηστίας.
Στις 10 Δεκεμβρίου είχαμε την επέτειο ενός ιστορικού ορόσημου: συμπληρώθηκαν 70 χρόνια από τότε που 48 χώρες συνήλθαν στη διάσκεψη του ΟΗΕ στο Παρίσι προκειμένου να υπογράψουν την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η οποία αναγνωρίζεται ευρέως ως η παγκόσμια χάρτα δικαιωμάτων.
Η υιοθέτηση της Διακήρυξης σηματοδότησε την πρώτη φορά που διάφορες χώρες συμφώνησαν σχετικά με τις ελευθερίες και τα δικαιώματα οι οποίες αξίζουν οικουμενική προστασία, ούτως ώστε κάθε άνθρωπος να διαβιεί σε συνθήκες ελευθερίας, ισότητας και αξιοπρέπειας.
Έχουμε διανύσει πολύ δρόμο από τότε που έγιναν αποδεκτά αυτά τα 30 πανίσχυρα δικαιώματα και ελευθερίες της Διακήρυξης. Σας παροτρύνω να αφιερώσετε λίγο χρόνο να την διαβάσετε, εάν δεν το έχετε κάνει ως τώρα καθώς, ακόμη και σήμερα, αυτές οι αρχές ορίζουν το πιο προοδευτικό όραμα του πώς θα μπορούσε να είναι ο κόσμος μας (1).
Σήμερα, για την εβδομηκοστή επέτειο αυτής της σπουδαίας διακήρυξης, θα έπρεπε να γράφω ένα γιορταστικό άρθρο για το πόσα πολλά καταφέραμε μαζί αυτές τις δεκαετίες –που αναμφίβολα έχουμε καταφέρει– με σκοπό να κάνουμε πραγματικότητα τούτο το όραμα. Ωστόσο, η αλήθεια είναι πως το 2018 διαπιστώνουμε αυξανόμενη μισαλλοδοξία, ακραία ανισότητα και αποτυχία των κυβερνήσεων να αναλάβουν επειγόντως συλλογικές δράσεις ώστε να αντιμετωπίσουν παγκόσμιες απειλές. Βρισκόμαστε σ’ αυτήν ακριβώς την κατάσταση την οποία οι κυβερνήσεις που υιοθέτησαν τη Διακήρυξη είχαν υποσχεθεί ότι θα απέτρεπαν.
Αντί να είναι μια αφορμή για στιγμιαίους εορτασμούς, πιστεύω πως οφείλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το ιστορικό ορόσημο για να κάνουμε έναν απολογισμό και να επανεστιάσουμε τον αγώνα, ώστε να κάνουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα μια πραγματικότητα για τον καθένα. Το δεύτερο άρθρο της Οικουμενικής Διακήρυξης διευκρινίζει ότι αυτά τα δικαιώματα ανήκουν σε όλους μας –είτε είμαστε φτωχοί είτε πλούσιοι, σε οποιαδήποτε χώρα κι αν κατοικούμε, όποιο κι αν είναι το φύλο ή το χρώμα μας, όποια γλώσσα κι αν μιλάμε, ό,τι κι αν σκεφτόμαστε ή πιστεύουμε. Τούτη η οικουμενικότητα δεν μετατράπηκε σε πραγματικότητα και βλέπουμε πως αυτή η θεμελιώδης αρχή, η οποία διέπει όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα, δέχεται ισχυρή επίθεση. Μαζί με άλλες ανθρωπιστικές οργανώσεις, επισημάναμε επανειλημμένα πώς οι επικριτικές αφηγήσεις και οι ρητορικές μίσους και φόβου κυριαρχούν πλέον σε παγκόσμιο επίπεδο, σε τέτοιο βαθμό που είχε να παρατηρηθεί από τη δεκαετία του 1930.
H εκλογική νίκη του Ζαΐρ Μπολσονάρο στη Βραζιλία στα τέλη Οκτωβρίου –παρά την προεκλογική ατζέντα του, ολοφάνερα αντιτιθέμενη στα ανθρώπινα δικαιώματα– καταδεικνύει ξεκάθαρα τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε. Η εκλογή του ως προέδρου της Βραζιλίας συνιστά μεγάλη απειλή για τους Αυτόχθονες Λαούς, τις παραδοσιακές αγροτικές κοινότητες (quilombos), τα άτομα ΛΟΑΤΚΙ, τη μαύρη νεολαία, τις γυναίκες, τους ακτιβιστές και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, εάν του επιτραπεί να μετατρέψει σε δημόσια πολιτική την απαξιωτική για τον άνθρωπο ρητορική της προεκλογικής εκστρατείας του.
Πρέπει να θέσουμε το ερώτημα: γιατί βρισκόμαστε τώρα στην κατάσταση ακριβώς που προσπάθησε να αποτρέψει η Διακήρυξη, μια κατάσταση όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα δέχονται επίθεση και απορρίπτονται, με τον ισχυρισμό ότι προστατεύουν τον «άλλον» και όχι όλους μας; Οι λόγοι γι’ αυτό είναι περίπλοκοι, εντούτοις ένα πράγμα είναι σαφές: τουλάχιστον ένα μέρος της ευθύνης έγκειται στην αποτυχία μας να αντιμετωπίσουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα σαν ένα εγγενώς συνδεδεμένο και αδιαίρετο σύνολο, που αφορά τον καθένα μας.
Η Διακήρυξη δεν έκανε διάκριση μεταξύ των αστικών, των πολιτιστικών, των οικονομικών, των πολιτικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Δεν διαφοροποιούνταν ανάμεσα στην ανάγκη υλοποίησης του δικαιώματος στην τροφή και στη διασφάλιση του δικαιώματος στην ελευθερία έκφρασης. Αναγνώριζε ότι στην πραγματικότητα –το γνωρίζουμε πλέον καλά– αυτά τα δύο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι κυβερνήσεις δημιούργησαν έναν διαχωρισμό ανάμεσα σε αυτές τις δύο δέσμες δικαιωμάτων και ανισορροπία στον τρόπο αντίληψης και προστασίας τους (2).
Οι διεθνείς ανθρωπιστικοί οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένης της Διεθνούς Αμνηστίας, οφείλουν και αυτοί να αναλάβουν ένα ποσοστό ευθύνης για τούτη την ανισορροπία. Είμαστε ευρύτερα γνωστοί ως μια οργάνωση που αγωνίζεται για τους κρατούμενους συνείδησης –ανθρώπους που είναι φυλακισμένοι λόγω του ποιοι είναι ή λόγω του τι πιστεύουν– και για το έργο μας σχετικά με τα βασανιστήρια, την κατάργηση της θανατικής ποινής και την ελευθερία της έκφρασης. Μόλις τη δεκαετία του 2000 αρχίσαμε να παρακολουθούμε και να αγωνιζόμαστε ενεργά για τα οικονομικά, τα κοινωνικά και τα πολιτιστικά δικαιώματα. Έκτοτε έχουμε αναπτύξει έργο σε παγκόσμιο επίπεδο, αντιτασσόμενοι σε παραβιάσεις των δικαιωμάτων σε επαρκή στέγαση, σε υγειονομική περίθαλψη και σε εκπαίδευση. Γνωρίζουμε πως χρειάζεται να γίνουν πολλά περισσότερα.
Πρόκειται για σημαντικότατο ζήτημα ανθρώπινων δικαιωμάτων –και τo χαρακτηριστικότερο παράδειγμα για τους λόγους αυτής της σημαντικότητας είναι τα μακράς διάρκειας επακόλουθα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Η εμπειρία πολλών ευρωπαϊκών χωρών έδειξε ξεκάθαρα πόσο ευάλωτη ή και ουσιαστικά ανύπαρκτη είναι η βασική κοινωνική προστασία μας. Την κατάσταση επιδεινώνει το γεγονός ότι οποιαδήποτε νομική προστασία των οικονομικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων σ’ αυτές τις χώρες συχνά είναι περιορισμένη, πράγμα που σημαίνει ότι κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να προσφύγουν στη δικαιοσύνη, ακόμη κι αν παραβιάζονται τα δικαιώματά τους.
Σε αρκετές χώρες, οι κυβερνήσεις επέλεξαν να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές κρίσεις θεσπίζοντας προγράμματα λιτότητας. Τα προγράμματα αυτά είχαν τεράστιο ανθρώπινο κόστος και δυσχέραναν την κάλυψη βασικών ανθρώπινων αναγκών, συμπεριλαμβανομένης της υγειονομικής περίθαλψης, της στέγης και της τροφής. Εξέχον παράδειγμα αυτού αποτελεί η Ισπανία, δεδομένου ότι η κυβέρνηση, ως επακόλουθο της οικονομικής κρίσης, μείωσε τις δημόσιες δαπάνες, συμπεριλαμβανομένης και της υγειονομικής περίθαλψης. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η ιατρική φροντίδα ποιότητας να γίνει λιγότερο προσβάσιμη και πιο ακριβή. Είχε ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες σε ανθρώπους με χαμηλότερα εισοδήματα, ειδικότερα σε εκείνους με χρόνια προβλήματα υγείας, σε ανθρώπους με αναπηρίες και στην ψυχιατρική περίθαλψη.
Ένας άντρας από τον οποίον πήραμε συνέντευξη για την έκθεσή μας σχετικά με το θέμα μάς είπε ότι αναγκάστηκε να επιλέξει μεταξύ της αγοράς φαγητού ή φαρμάκων, επειδή η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ακρίβυνε τόσο πολύ: «Δεν μπορώ να ζήσω με τον πόνο, πρέπει να παίρνω τα φάρμακά μου. Είτε θα πάρω τα φάρμακά μου είτε θα αυτοκτονήσω [εξαιτίας του πόνου]… οπότε, αν πρέπει να πεινάσω, το κάνω, επειδή πρέπει να αγοράσω φάρμακα» (3).
Ο τρόπος με τον οποίον οι κυβερνήσεις επέλεξαν να απαντήσουν στις λαϊκές κινητοποιήσεις ενάντια στα μέτρα λιτότητας αποδεικνύει επίσης το αδιαίρετο των αστικών, πολιτικών και οικονομικών, αλλά και των κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων –δεν μπορούμε να έχουμε το ένα δίχως το άλλο. Γνωρίζουμε πως στο Τσαντ τα μέτρα λιτότητας που εφαρμόστηκαν από τις αρχές έσπρωξαν τον κόσμο σε βαθύτερη φτώχεια. Εμπόδισαν την πρόσβαση σε βασικές υγειονομικές υπηρεσίες και κατέστησαν την εκπαίδευση απρόσιτη για τους περισσότερους. Υπήρξαν ευρείας κλίμακας διαμαρτυρίες και απεργίες σε ολόκληρο το Τσαντ, σαν απάντηση στις επιπτώσεις των μέτρων λιτότητας που επέβαλε η κυβέρνηση. Αντί όμως να ακούσει τον λαό, η κυβέρνηση επέλεξε να φιμώσει οποιαδήποτε διαφωνία. Χρησιμοποίησε υπερβολική βία ενάντια στους διαδηλωτές και τους συνέλαβε, υπονομεύοντας με αυτόν τον τρόπο το δικαίωμά τους στο ειρηνικό συνέρχεσθαι.
Ωστόσο, ενώ η παγκόσμια οικονομική κρίση φαίνεται πως είναι ξεκάθαρα πίσω μας, ακόμη αντιμετωπίζουμε τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της, χρόνια μετά. Οι εμπειρίες των ανθρώπων, γεμάτες ανισότητα, διαφθορά, ανεργία και οικονομικό μαρασμό αποδείχτηκαν ένα ώριμο, γόνιμο έδαφος στο οποίο διχαστικοί ηγέτες μπορούν να διασπείρουν το γεμάτο μίσος και διχόνοια μήνυμά τους. Οι συνέπειες ήταν εκρηκτικές.
Ο Γάλλος Πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν προσπάθησε να τοποθετηθεί απέναντι στην άνοδο αυτού του είδους διχαστικών πολιτικών που αρχίζει να εδραιώνεται. «Σχεδόν παντού, η Ευρώπη κλίνει προς τα άκρα και αφήνει το πεδίο ελεύθερο στον εθνικισμό, χρειαζόμαστε όλη μας την ενέργεια για να τα καταφέρουμε. Έχω εμπιστοσύνη σε εμάς», είπε ο Μακρόν σε ένα διάγγελμα τον Οκτώβριο.
Στη Γαλλία, ωστόσο, οι άνθρωποι εκφράζουν σοβαρές ανησυχίες για τις πολιτικές του Μακρόν σχετικά με τα εργατικά δικαιώματα, τις συντάξεις και την πρόσβαση στο πανεπιστήμιο. Η Διεθνής Αμνηστία έχει προηγουμένως τεκμηριώσει, σε έκθεσή της, τον τρόπο με τον οποίο οι γαλλικές αρχές περιορίζουν το δικαίωμα διαμαρτυρίας, με προκάλυμμα τους νόμους για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Το αποτέλεσμα ήταν να δούμε οικολόγους, αγωνιστές για τα εργατικά δικαιώματα και άλλους να αποκλείονται αναιτιολόγητα από τη συμμετοχή σε διαδηλώσεις. To 2018, οι διαμαρτυρίες με αίτημα τη θέσπιση νόμων που θα προστατεύουν τα οικονομικά, τα κοινωνικά και τα πολιτιστικά δικαιώματα, στην καλύτερη περίπτωση αγνοούνται από τον Γάλλο πρόεδρο, στη χειρότερη καταστέλλονται βίαια από την αστυνομία.
Πρόκειται για ένα μοτίβο που συναντούμε σε όλο τον κόσμο. Οφείλουμε επειγόντως να καταστήσουμε υπόλογες τις κυβερνήσεις για την αποτυχία τους να υλοποιήσουν τις υποχρεώσεις τους σε σχέση με όλα τα δικαιώματα, ανεξάρτητα από τις όποιες κατηγοριοποιήσεις τους. Εάν αυτό σκοπεύουμε να το κάνουμε πραγματικότητα, οφείλουμε όχι μόνο να διοργανώνουμε εκστρατείες για το δικαίωμα των πολιτών να μιλούν και να διαμαρτύρονται, αλλά και να δούμε τους λόγους που καταρχάς τους ωθούν να το κάνουν.
Πάρτε το παράδειγμα του Τζαμάλ Κασόγκι, του παγκόσμια γνωστού πλέον Σαουδάραβα δημοσιογράφου ο οποίος δολοφονήθηκε βάναυσα τον Οκτώβριο στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Τουρκία. Όπως πολλοί άλλοι υπερασπιστές των ανθρώπινων δικαιωμάτων στη Σαουδική Αραβία, στοχοποιήθηκε από το κράτος επειδή επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης –να λέει δημόσια αυτό που σκέφτεται. Στο τελευταίο του άρθρο, που συνέταξε για την «Washington Post», έγραψε για το πώς οι Άραβες συμπολίτες του αδυνατούν να συζητήσουν ανοιχτά για τα θέματα που επηρεάζουν την καθημερινότητά τους, εξαιτίας της καταστολής της ελευθερίας έκφρασης: «Υποφέρουμε από φτώχεια, κακοδιαχείριση και ελλιπή εκπαίδευση. Μέσα από τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου παγκόσμιου φόρουμ, απομονωμένου από την επιρροή εθνικιστικών κυβερνήσεων που μεταδίδουν το μίσος μέσω της προπαγάνδας τους, οι απλοί άνθρωποι στον Αραβικό κόσμο θα μπορούσαν να ασχοληθούν με τα δομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες τους» (4).
Ο Κασόγκι αντιλήφθηκε πλήρως γιατί τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν ένα συνολικό πακέτο. H ελευθερία λόγου είναι σημαντική επειδή μας επιτρέπει να απαιτούμε τα υπόλοιπα δικαιώματά μας –η ύπαρξη όμως της ελευθερίας λόγου δεν είναι αρκετή από μόνη της. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίον κατά την Αραβική Άνοιξη του 2011 οι άνθρωποι βγήκαν στον δρόμο συσπειρωμένοι υπό το σύνθημα «ψωμί, ελευθερία και δικαιοσύνη». Εκείνο που ακόμη αδυνατούμε να εκτιμήσουμε σήμερα ήταν ήδη οδυνηρά πρόδηλο για τους συγκεντρωμένους στην Πλατεία Ταχρίρ στην Αίγυπτο, πριν από επτά χρόνια: ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα στην πραγματικότητα είναι όλα ή τίποτα. Είτε είσαι σε θέση να ασκήσεις όλα τα δικαιώματά σου είτε δεν έχεις κανένα.
Συνεπώς, τι πρέπει να συμβεί στη συνέχεια, αν θέλουμε να πετύχουμε μια σημαντική εξέλιξη και τα ανθρώπινα δικαιώματα να γίνουν πραγματικότητα για όλους, είναι ολοφάνερο και επιτακτικό. Ως κίνημα ανθρώπινων δικαιωμάτων, όχι μόνο καλούμαστε να συνεχίσουμε να υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα των ανθρώπων να μιλούν ελεύθερα και να διαμαρτύρονται, αλλά οφείλουμε και να βρούμε τη σχέση μεταξύ των οικονομικών και των δημοσιονομικών αποφάσεων των κυβερνήσεών μας και τον αντίκτυπό τους στα ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι απαραίτητο να συνεργαστούμε με οργανώσεις-εταίρους και να απαιτήσουμε λογοδοσία για το πού πηγαίνουν τα χρήματα, να εναντιωθούμε στη διαφθορά, στις παράνομες ροές χρήματος και στις αδύναμες παγκόσμιες φορολογικές δομές. Όπως είπε ο Κασόγκι, οφείλουμε να λάβουμε θέση απέναντι στα διαρθρωτικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες μας.
Αυτό αποτελεί τεράστιο εγχείρημα, και μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο εάν ενώσουμε όλοι τα χέρια και συνασπιστούμε με φίλους και συνεργάτες από άλλα κινήματα –υπερασπιστές των ανθρώπινων δικαιωμάτων, δικηγόρους, συνδικαλιστικές οργανώσεις, κοινωνικά κινήματα, οικονομολόγους και θρησκευτικούς ηγέτες. Και με τους φίλους μας σε άλλες περιοχές οφείλουμε να διασφαλίσουμε πως οι φωνές εκείνων που χρειάζεται να ακουστούν θα είναι οι δυνατότερες και θα ακουστούν πιο μακριά. Μόνο επιδεικνύοντας αλληλεγγύη μπορούμε να κάνουμε πραγματικότητα έναν κόσμο χωρίς ανισότητα και αδικία, που θα τηρεί τις δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν στη Διακήρυξη.