Μετά από κοινωνικές ήττες πολλών ετών, να που ένα πρωτόφαντο κίνημα ανάγκασε τη γαλλική κυβέρνηση να απαρνηθεί τη δημοσιονομική ορθοδοξία της. Η χρονική στιγμή του ξεσπάσματος έχει εξήγηση: η δυσαρέσκεια των αγνοημένων πολιτών συσσωρευόταν για πολύ καιρό –ώσπου η αλαζονεία του προέδρου Μακρόν πυροδότησε την έκρηξή της. Πάει πολύς καιρός από την εποχή που ένα πολιτικό κίνημα είχε ανησυχήσει σε τόσο μεγάλο βαθμό τους κυβερνώντες. Η έκταση, η διάρκεια και η αποφασιστικότητα των «κίτρινων γιλέκων» τούς εξέπληξε δυσάρεστα. Τους αποσταθεροποίησε επίσης η ετερογένεια των μελών του όσον αφορά το ενδιαφέρον για την πολιτική, την επαγγελματική δραστηριότητα, τον τόπο κατοικίας και τον κομματικό προσανατολισμό τους. Το κίνημα δεν μπορεί να χρεωθεί σε παραδοσιακές πολιτικές ή συνδικαλιστικές οργανώσεις: συσπειρώνει διάφορες συνιστώσες εκείνου που η εξουσία αποκαλεί «σιωπηλή πλειοψηφία», την οποία ισχυρίζεται ότι εκφράζει και που εκ μέρους της δεν αναμένει άλλη κινητοποίηση πέρα από τη συμμετοχή της στις εκλογές.
Το κλασικό έργο του Αμερικανού πολιτικού επιστήμονα Μπάρινγκτον Μουρ προσφέρει στοιχεία που μας επιτρέπουν να εξηγήσουμε την εμφάνιση αυτού του κινήματος, σε μεγάλο βαθμό αυθόρμητου και ελάχιστα συντονισμένου (1). Γραμμένο σε μια συγκυρία όπου οι πανεπιστημιακοί προσπαθούσαν να κατανοήσουν τα μεγάλα κύματα αμφισβήτησης των δεκαετιών 1960 και 1970 στις ΗΠΑ, επιχειρεί μια αλλαγή προοπτικής. Στην ερώτηση «Γιατί εξεγείρονται οι άνθρωποι;», αντιπροτείνει τούτη: «Γιατί δεν εξεγείρονται συχνότερα;». Όταν οι συνάδελφοί του επικαλούνται το βάρος των οικονομικών ανισοτήτων ή της φυλετικής κυριαρχίας, ο Μουρ αντιτείνει ότι αυτοί οι παράγοντες παραμένουν δραματικά σταθεροί καθ’ όλη τη διάρκεια της Ιστορίας, χωρίς μολαταύτα να προκαλούν ξεσηκωμούς. Αν και αποτελούν αναγκαία συστατικά της εξέγερσης, συμπεραίνει ωστόσο ότι δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν αίτιά της. Εκκινώντας από μια πλουσιότατα τεκμηριωμένη έρευνα για τους Γερμανούς εργάτες μεταξύ του 1848 και του τέλους της δεκαετίας του 1930, ο συγγραφέας αναζητά τους λόγους για τους οποίους συμβιβάζονταν συνήθως με μια κοινωνική και πολιτική τάξη πραγμάτων που ήταν δυσμενής γι’ αυτούς, καθώς και τις προϋποθέσεις που τους οδηγούσαν –κατ’ εξαίρεση– να την απορρίψουν. Το κυριότερο συμπέρασμά του είναι ότι η σταθερότητα εξαρτάται κυρίως από τα ανταλλάγματα που παραχωρούν οι κυρίαρχοι στους κυριαρχούμενους: «Χωρίς την έννοια της αμοιβαιότητας –ή, καλύτερα, της ηθικής υποχρέωσης, ενός όρου που δεν προϋποθέτει την ισότητα των επιβαρύνσεων ή των υποχρεώσεων– γίνεται αδύνατο να ερμηνευθεί η ανθρώπινη κοινωνία ως κάτι διαφορετικό από το αποτέλεσμα της διαρκούς δύναμης εξαναγκασμού και της εξαπάτησης». Για τον Μουρ, η ρήξη αυτού του «σιωπηρού κοινωνικού συμβολαίου» εξηγεί τις στιγμές αμφισβήτησης που μελετά. Παρατηρεί ότι συχνά αυτές προκύπτουν από τεχνικούς ή οικονομικούς μετασχηματισμούς, οι οποίοι οδηγούν στο ξαναμοίρασμα της τράπουλας και προσφέρουν ευκαιρίες για επαναξιολόγηση προς τα κάτω των ανταλλαγμάτων που προσφέρονταν στο παρελθόν. Τότε, ορισμένα τμήματα των ελίτ που «δεν παίζουν πλέον το παιχνίδι» εμφανίζονται ως «παράσιτα» και χάνουν τη νομιμοποίησή τους. Για να πειστεί κάποιος για το πόσο επίκαιρη είναι αυτή η ανάλυση, αρκεί να θυμηθεί τους σύγχρονους μετασχηματισμούς του κόσμου της εργασίας, που «αποσταθεροποίησαν τα σταθερά», σύμφωνα με τη διατύπωση του κοινωνιολόγου Ρομπέρ Καστέλ (2). Πολλοί από εκείνους που έχουν εργασία είδαν τις συνθήκες ζωής τους να υποβαθμίζονται, μέχρις σημείου να πρέπει να αγωνίζονται «για να βγάλουν τον μήνα», όπως ακριβώς επαναλαμβάνουν διαρκώς πολλά «κίτρινα γιλέκα». Αυτή η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο από το σταδιακό ξήλωμα της προστασίας που παρείχε το κράτος. Στη Γαλλία, το κράτος πρόνοιας διαδραμάτισε καίριο ρόλο στον μετριασμό των αντιθέσεων ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο. Η ανάπτυξη ποιοτικών δημόσιων υπηρεσιών (εκπαίδευση, υγεία, μεταφορές, επικοινωνίες, ενέργεια κ.λπ.), προσβάσιμων με χαμηλό κόστος στο σύνολο της επικράτειας, επέτρεψε τον περιορισμό των αρνητικότερων συνεπειών της μισθωτής σχέσης, καθώς ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν δομικά δυσμενής για τους εργαζόμενους, τουλάχιστον μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Όμως, οι μεταρρυθμίσεις του κράτους που υλοποιούνται με συνέπεια από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία δημόσιων υπηρεσιών δύο ταχυτήτων (3). Απ’ ό,τι φαίνεται, οι λογικές της οικονομικής αποδοτικότητας και της ανταγωνιστικότητας υπερίσχυσαν του στόχου για μείωση των κοινωνικών και των περιφερειακών ανισοτήτων. Σε αυτό ακριβώς το στοιχείο οφείλεται το αίσθημα της εγκατάλειψης που κατακλύζει τους χρήστες των δημόσιων υπηρεσιών, αλλά και η απόγνωση των δημόσιων υπαλλήλων, που βλέπουν την αποστολή τους να αλλάζει ριζικά. Από αυτό το γεγονός προκύπτει επίσης η εντύπωση ότι, ενώ η προστασία άλλοτε παρεχόταν σε όλους, σήμερα την απολαμβάνουν μονάχα οι πιο «βολεμένοι».
Αυτή η ανατροπή εντείνει το αίσθημα αδικίας που περιγράφει ο Μουρ και εξηγεί εν μέρει την αντιφορολογική διάσταση του κινήματος των «κίτρινων γιλέκων». Με τη διαφορά ότι πλέον οι κρατικοί αξιωματούχοι έχουν χάσει τη θέση του διαιτητή και συγκαταλέγονται μαζί με τις οικονομικές ελίτ στην κατηγορία των «παρασίτων». Οι κριτικές για –τον πραγματικό ή υποτιθέμενο– τρόπο ζωής των βουλευτών και των υπουργών είναι πανταχού παρούσες στα μπλόκα των οδικών αξόνων: τροφοδοτούνται από τα σκάνδαλα καταχρήσεων, φοροδιαφυγής ή διαπλοκής με τον επιχειρηματικό κόσμο που έχουν ξεσπάσει τα τελευταία χρόνια.
Τα λόγια ορισμένων κυβερνώντων φαίνεται ότι επιβεβαιώνουν αυτό το αίσθημα κοινωνικής απόστασης από τους «καθημερινούς ανθρώπους». Όταν ο Εμμανουέλ Μακρόν δηλώνει «σιδηροδρομικός σταθμός είναι ένα μέρος όπου συναντάς ανθρώπους που έχουν πετύχει στη ζωή τους και ανθρώπους που δεν είναι τίποτα» (3 Ιουλίου 2017) ή όταν ο προκάτοχός του Φρανσουά Ολάντ ειρωνευόταν –σε ιδιωτική συζήτηση– τους «ξεδοντιάρηδες» (4), αναμφίβολα φανερώνουν τη βαθύτερη εικόνα που έχουν για την κοινωνία. Ταυτόχρονα όμως τροφοδοτούν το αίσθημα περιφρόνησης που βιώνουν πολλοί συμπολίτες τους, σε σημείο μάλιστα όλη η οργή να επικεντρώνεται στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας και να συμπυκνώνεται στο σύνθημα «Μακρόν ξεκουμπίσου!».
Την αξιοπιστία του φαίνεται να έχει χάσει το σύνολο των πολιτικών σχηματισμών: όλοι «τσουβαλιάζονται» στην κατηγορία των «συστημικών», ακόμα και όταν προβάλλουν εναλλακτικές θέσεις. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι, για την ώρα, κανένα κόμμα δεν έχει κατορθώσει να πλαισιώσει το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» ή να του προσφέρει μια εναλλακτική λύση πέρα από το αίτημα για νέες εκλογές.
Αυτή η αδυναμία των κομμάτων επιτρέπει επίσης να κατανοήσουμε την προσφυγή στην αυτοοργάνωση και στην άμεση δράση. Οι διαδηλωτές δεν επιδιώκουν οργανωτική, πολιτική ή συνδικαλιστική διαμεσολάβηση και δεν έχουν πρόσβαση στους συνήθεις διαύλους της πολιτικής διαμαρτυρίας. Επιθυμούν να απευθυνθούν άμεσα στους εκπροσώπους της εξουσίας. Στο προεδρικό μέγαρο και στις νομαρχίες κατ’ αρχάς, τα οποία μάλιστα ορισμένοι κάλεσαν τον λαό να καταλάβει. Στη συνέχεια, μπλοκάροντας σημεία νευραλγικής σημασίας: συγκοινωνιακούς κόμβους, διόδια αυτοκινητοδρόμων, συνοριακούς σταθμούς ή αποθήκες καυσίμων.
Ο συνδυασμός της αγανάκτησης που βρίσκει την ευκαιρία να εκφραστεί συλλογικά, της έλλειψης διαμεσολάβησης, των μεθόδων άμεσης δράσης και της ανάπτυξης αστυνομικών δυνάμεων για την καταστολή τους εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τις εκρήξεις βίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, στο Παρίσι κυρίως, στις συγκρούσεις με την αστυνομία και στις καταστροφές συμμετείχαν εμπειροπόλεμοι ακτιβιστές. Ο Τύπος και η κυβέρνηση το επεσήμαιναν με επιμονή, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα ως ενόχους «αναρχοαυτόνομους» και ομάδες της άκρας Δεξιάς. Ωστόσο, η έκταση των επεισοδίων, καθώς και όλα όσα γνωρίζουμε γύρω από τα άτομα που προσήχθησαν στη δικαιοσύνη, αποδεικνύουν ότι δύσκολα μπορούν να χρεωθούν μονάχα σε τούτες τις ομάδες τα επεισόδια και οι καταστροφές. Ομοίως, είναι δύσκολο να καταλογιστεί σε αυτές ο εμπρησμός της νομαρχίας του Πυύ-αν-Βελαί ή των σταθμών διοδίων της Λα Σιοτά ή της Ναρμπόν, ή ακόμα και οι μικροσυμπλοκές που έλαβαν χώρα παντού στη Γαλλία, ακόμα και σε μικρές πόλεις.
Πριν από μερικά χρόνια, σε μια συνέντευξή του, ένας υψηλόβαθμος αξιωματικός των σωμάτων ασφαλείας επέμενε στην αλληλεξάρτηση των μορφών της βίας. Μας εκμυστηρευόταν ότι «εμείς, ο θεσμός, είμαστε εκείνοι που καθορίζουν το αρχικό επίπεδο βίας. Όσο υψηλότερο είναι το δικό μας επίπεδο βίας, τόσο μεγαλύτερη είναι και η βία των διαδηλωτών». Μαζικές προσαγωγές (1.723 σε μία μόνο ημέρα, την 8η Δεκεμβρίου), προσφυγή σε αντλίες νερού, σε θωρακισμένα οχήματα, σε ελικόπτερα, ακόμα και στην έφιππη αστυνομία, μαζική χρήση δακρυγόνων (ρίχτηκαν περισσότερα από 10.000 στην παρισινή διαδήλωση της 1ης Δεκεμβρίου), διαρκής χρήση καουτσουκένιων σφαιρών κ.ο.κ.: αντιλαμβανόμαστε ότι η στρατηγική που υιοθετήθηκε τις τελευταίες εβδομάδες διόλου δεν συνέβαλε στον κατευνασμό των εντάσεων.
Αυτές οι επιλογές τακτικής οφείλονται κυρίως στη «λαμπρή απομόνωση» της γαλλικής αστυνομίας και χωροφυλακής, η οποία τις κάνει να αγνοούν επιδεικτικά ορισμένες τεχνικές που αναπτύσσουν οι ομόλογοί τους σε άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως την αποκλιμάκωση (5). Μια εικοσαετία πολιτικών μεγιστοποίησης της ασφάλειας έχουν αυξήσει σημαντικά την εξουσία και την αυτονομία τους. Ο τρόπος δράσης τους στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, την πάταξη της μικροπαραβατικότητας και την καταστολή των αστικών αναταραχών σπάνια εγείρει ερωτήματα. Σε τέτοιον βαθμό έχουν πειστεί για την ορθότητα της εμπειρίας τους ώστε μερικές φορές εφαρμόζουν «αυθόρμητα» τις τεχνικές τους σε διαφορετικό πλαίσιο και εναντίον διαφορετικών στόχων. Οι εικόνες δεκάδων συλληφθέντων μαθητών λυκείου, γονατισμένων και με τα χέρια πίσω από το κεφάλι, προκάλεσαν σοκ. Ωστόσο, πρόκειται για μια σχετικά συνηθισμένη πρακτική στις λαϊκές υποβαθμισμένες συνοικίες.
Επίσης, τέτοιου τύπου στρατηγικές και σκληρές πρακτικές ενθαρρύνονται από τους περισσότερους πολιτικούς, που βλέπουν σε αυτές την ευκαιρία να προβάλλουν μια πολιτικώς επωφελή «αποφασιστικότητα». Βέβαια, μετά αποποιούνται την ευθύνη για τη βία, επιρρίπτοντάς την αποκλειστικά στους «μπαχαλάκηδες», με την ιδιοτελή συνενοχή των ΜΜΕ, διαρκώς διψασμένων για εικόνες με συγκρούσεις και καταστροφές.
Αναμφίβολα, οι κυβερνώντες δεν έχουν υπολογίσει σωστά τις καταστροφικές επιπτώσεις αυτών των χειρισμών στην πολιτική νομιμοποίησή τους. Στην πραγματικότητα, δίνουν την εντύπωση ότι δεν μπορούν να διατηρήσουν το αξίωμά τους παρά μόνο όταν προστατεύονται από τις ασπίδες και τα κλομπ των αστυνομικών και από τις προσαγωγές στο αυτόφωρο. Επιβεβαιώνουν την άποψη ότι η εξουσία τους στηρίζεται μονάχα στη «διαρκή δύναμη εξαναγκασμού» και στην «εξαπάτηση», των οποίων ο Μουρ έχει αποδείξει τον εύθραυστο χαρακτήρα. Αντίθετα, η «αμοιβαιότητα» είναι που εξασφαλίζει τη σταθερότητα της κοινωνικής και πολιτικής τάξης μέσα στο χρόνο.