Το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» αρνείται κάθε μορφή οργάνωσης, λένε. Στην πραγματικότητα, υπήρξαν πολλές απόπειρες οργάνωσης. Όμως, η δημιουργία οργανωτικών δομών απαιτεί μια τεχνογνωσία που έχει σε μεγάλο βαθμό χαθεί, ελλείψει έμπειρων πολιτικών στελεχών στο πεδίο, που θα μπορούσαν να την διαδώσουν. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Αρντές (1). Η εβδομαδιαία συνάντηση των «Κίτρινων Γιλέκων» αρχίζει. Κατά τη διάρκεια της βραδιάς, περίπου 150 άτομα παίρνουν το μικρόφωνο: εκείνοι που κατεβαίνουν στον δρόμο επειδή δεν μπορούν πλέον να πληρώσουν το νοίκι τους, εκείνοι που αναγκάζονται να καταφύγουν στα δωρεάν γεύματα ή στα δέματα τροφίμων της οργάνωσης Restos du coeur… Οι πληγές και η οργή τους, για πολύ καιρό περιορισμένες πίσω από τους τοίχους των σπιτιών τους –«περνούσαμε τα βράδια μας βρίζοντας μπροστά στην τηλεόραση»– διάβηκαν μεμιάς το κατώφλι του δημόσιου χώρου. Στόχος τους ο Εμμανουέλ Μακρόν, υπουργοί που δεν τους καλοξέρουν, άγνωστοι βουλευτές και οι υπόλοιποι αιρετοί άρχοντες όλων των αποχρώσεων –«οι πολιτικοί», μισητοί όλοι, έτσι, ανάκατα. Η μάλλον χαοτική συζήτηση πάντοτε καταλήγει σε αυτούς: τα χρήματα «που τελειώνουν στις 10 του μηνός», η πιασμένη μέση από τη σκληρή δουλειά, οι συντάξεις πείνας, τα πανάκριβα ενοίκια, τα νοσοκομεία δίχως προσωπικό… Ένα σύνθημα γίνεται ομόφωνα δεκτό με ζητωκραυγές: «Μακρόν παραιτήσου!». Γελώντας, ένας από τους οργανωτές της συνάντησης ρωτάει: «Ποιος διαφωνεί;» Μια πενηντάρα σηκώνει δειλά το χέρι.
–Εμπρός κυρία, πείτε μας γιατί.
-Μην ανησυχείτε, τον σιχαίνομαι, ειδάλλως δεν θα είχα περάσει τρεις βδομάδες στα μπλόκα των κόμβων. Αναρωτιέμαι όμως: αν ξεκουμπιστεί, ποιον θα βάλουμε στη θέση του;
Ακολουθεί οχλοβοή. Η συζήτηση σχεδόν ποτέ δεν καταλήγει στις ευθύνες του ιδιωτικού τομέα, του οποίου ο πολιτικός κόσμος αποτελεί το ιδανικό παραπέτασμα. Εδώ, κανένας δεν μιλάει για ατομική ιδιοκτησία και για μέσα παραγωγής, κι ακόμα λιγότερο για καπιταλισμό: το οικονομικό πλαίσιο γίνεται αποδεκτό ως έχει, αρκεί να διορθωθούν οι υπερβολές του. Να κερδίζουν τα αφεντικά λιγότερα, να ζουν οι εργαζόμενοί τους αξιοπρεπώς: κατά κάποιο τρόπο, να υπάρξει μια «ηθική οικονομία» (2).
Οι δημοσιογράφοι του BFM TV (3) προσπαθούν στα κρυφά να απομονώσουν έναν από τους οργανωτές για να του πάρουν συνέντευξη. Μερικοί από τους συμμετέχοντες το αντιλαμβάνονται και, αντί για το BFM TV, εκείνος που εκδιώκεται βιαίως είναι ο οργανωτής: «Δεν θέλουμε εκπρόσωπο!». Η συνάντηση τελειώνει απότομα. «Το πιο δύσκολο είναι να καταφέρουμε να οργανωθούμε!», φωνάζει ο Ρεμί (4) κατεβαίνοντας από το βήμα. «Κοροϊδευόμαστε εδώ πέρα: όλο συζητάμε, δεν αποφασίζουμε τίποτα, κι έρχεται ολοένα λιγότερος κόσμος…». «Θα τα συζητήσουμε όλα αυτά αύριο μεταξύ μας, στη μικρή επιτροπή», τον καθησυχάζει ο Ζαν Κλοντ.
Οι οργανωτές της συνάντησης είχαν φροντίσει ωστόσο να διευκρινίσουν ότι δεν ήταν ούτε εκπρόσωποι ούτε εκλεγμένοι, καθώς και ότι οποιοσδήποτε μπορούσε να πάρει τη θέση τους. «Αλήθεια είναι όλα αυτά», αναγνωρίζει ο Ρεμί, «όμως είμαστε αναγκασμένοι να έχουμε και τη μικρή επιτροπή, ειδάλλως δεν μπορούμε να προχωρήσουμε…».
Στη Λα Ποτερί, σε όλες τις εξόδους του κυκλικού κόμβου έχουν στηθεί μεγάλα μαγκάλια και παράγκες –κίτρινες. «Τι είναι τούτο εδώ το πράγμα;», ρωτάει η Κάτια δείχνοντας τις ολοκαίνουργιες λευκές τουαλέτες που έχουν στηθεί στον δρόμο. «Υπουργικό γραφείο είναι!» (5), της απαντάει η φίλη της η Λιλιάν κι ένα κύμα γέλιου απλώνεται γύρω από την αυτοσχέδια ψησταριά. Όσο κι αν όλοι θα ήθελαν να στείλουν τους πολιτικούς στα αποχωρητήρια, τα πολιτικά χάσματα είναι ξεκάθαρα: ο κόμβος είναι τόσο έντονα ιδεολογικά διαιρεμένος, ώστε μια βρεφονηπιοκόμος κάνει τον γύρο του, παρακινώντας τους καταληψίες «να μιλάνε αναμεταξύ τους». Χαμένος κόπος: η νότια έξοδος, αποκαλούμενη «Ζούγκλα του Καλαί» (6), δέχεται όλον τον κόσμο, ακόμα και ξένους. Η βόρεια, αποκαλούμενη «Νοτρ-Νταμ-ντε-Λαντ» (7), έχει αποκτήσει μια ανησυχητική φήμη: εκεί έχουν εγκατασταθεί μερικοί άστεγοι, σε παράγκες που θυμίζουν κανονικά σπίτια. Η αντίθεση με τη δυτική έξοδο, της «Οικογένειας Όλος ο Κόσμος», είναι μεγάλη: εδώ ανάβουν μονάχα μια μικρή φωτιά μέσα σε ένα μπιτόνι, το οποίο τακτοποιούν το βράδυ αφού προηγουμένως έχουν σκουπίσει τον δρόμο. Αντίθετα, στην ανατολική, στην «Παλιά Γαλλία», μια μικροφωνική εγκατάσταση παίζει Εντύ Μιτσέλ (8) και, για το δείπνο, κάμποσοι συνταξιούχοι μαρινάρουν κάτω από μια μεγάλη τέντα διάφορες τοπικές σπεσιαλιτέ με χοιρινό και κάστανα. «Δεν κάνουμε πολιτική»: αυτή η επωδός επαναλαμβάνεται διαρκώς. Πόσο μάλλον όταν θεωρείται ότι αποτελεί και τον μοναδικό τρόπο για τη διαφύλαξη της ενότητας του κινήματος: σε αντίθετη περίπτωση, η δημόσια Αγορά που αποτελεί κάθε κατειλημμένος κυκλικός κόμβος θα μετατρεπόταν αμέσως σε ρινγκ πυγμαχίας.
Σε αυτό το φόρουμ διαρκούς συζήτησης, η απουσία μελών πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων είναι εντυπωσιακή. Κυκλοφορούν συνομωσιολογικές απόψεις που πυροδοτούν παθιασμένες συζητήσεις: εδώ όλος ο κόσμος μισεί τα παραδοσιακά ΜΜΕ, τα κατηγορούν ότι «ψεύδονται» και «χειραγωγούν». Έτσι, ενημερώνονται συνεχώς από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτόν ακριβώς τον δίαυλο χρησιμοποιεί η ακροδεξιά για να αντισταθμίσει την απουσία της από τις συγκεντρώσεις. Η πολιτική και συνδικαλιστική Αριστερά είναι αόρατη. Ωστόσο, επιχειρεί και αυτή να διαδώσει τις θέσεις της μέσω Facebook και Viber. Το εργατικό κίνημα, ή ό,τι έχει απομείνει από αυτό, καταφέρνει παρ’ όλα αυτά να κινητοποιεί τακτικά σε διάφορες πόλεις της Αρντές αρκετές εκατοντάδες άτομα, τα οποία συμμετέχουν σε διαδηλώσεις οργανωμένες από εργατικές συνομοσπονδίες ή κόμματα. Κανένας τους δεν καταδέχτηκε να περάσει από τα μπλόκα, μια και εκτιμούν ότι τα «κίτρινα γιλέκα» είναι «φασίστες» και «χειραγωγούμενοι», ενώ επιπλέον απορρίπτουν τις οργανωμένες δυνάμεις.
Η μόνη παρέμβαση ενός τοπικού συνδικαλιστικού υπεύθυνου ήταν να τους φέρει μια στοίβα προκηρύξεις και αιτήσεις εγγραφής στην οργάνωσή του, της οποίας προηγουμένως είχε πλέξει το εγκώμιο. Έγινε δεκτός με πολύ άσχημο τρόπο. Κι όταν ένα μέλος της οργάνωσής του πρότεινε «αντί να πάμε να προσηλυτίσουμε τις μάζες, μήπως θα έπρεπε να αρχίσουμε την επαφή προσφέροντάς τους μια μικροφωνική εγκατάσταση;», η πρότασή του απορρίφθηκε με εξίσου άσχημο τρόπο. Μετά από τέσσερις εβδομάδες σύγκρουσης και αρκετών συνελεύσεων, «καμία επίσημη θέση» δεν έχει υιοθετηθεί από τα τοπικά συνδικαλιστικά όργανα σχετικά με το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων». Έτσι, συγκλήθηκε άλλη μία συνέλευση για να αποφασιστεί εάν θα τους διατεθεί η μικροφωνική… Είναι επίσης αλήθεια ότι, στην Υβών, μερικοί ακτιβιστές ασχολήθηκαν με το κίνημα, δημιουργώντας «τρεις επιτροπές: δράσης, διεκδίκησης, οργάνωσης». Κληθήκαμε να συμμετάσχουμε σε μία από αυτές. Ωστόσο, στο μπλόκο του κόμβου, όλος σχεδόν ο κόσμος αγνοούσε την ύπαρξή της…
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η απόφαση των συνδικάτων των οδικών μεταφορών να ακυρώσουν μια απεργία που είχε προγραμματιστεί για την Κυριακή 9 Δεκεμβρίου, την επομένη της διαδήλωσης των «κίτρινων γιλέκων», δημιούργησε την εντύπωση ότι η καχυποψία των τελευταίων ήταν δικαιολογημένη. «Μπορούσαν να μας δώσουν ένα χέρι βοήθειας», φωνάζει η Συλβέτ, «κέρδισαν χάρη σε εμάς και τώρα, εμάς τελικά ρίχνουν! Είναι όλοι τους κρετίνοι!». Καταιγισμός χειροκροτημάτων. Είναι όμως στ’ αλήθεια εχθρικοί; Τα «κίτρινα γιλέκα» θα ήταν ευτυχή αν έσπαγε η απομόνωσή τους, καθώς συνειδητοποιούν ότι ο ερχομός των συνδικάτων θα ενίσχυε όλες τις μάχες που έχουν δρομολογηθεί… Καθώς περνάει ο καιρός και εντείνεται η καταστολή, το ζήτημα της οργάνωσης γίνεται κομβικό, μετατρέπεται σχεδόν σε έμμονή: Πώς συντονιζόμαστε; Εναντίον των χαφιέδων; Σχετικά με τις δράσεις; Πώς αποφασίζουμε; Στα μπλόκα; Μεταξύ μπλόκων; Από πόλη σε πόλη; Αντί να αρνείται την οργάνωση, όλος ο κόσμος αναζητεί τρόπους, ψάχνεται. «Είναι περίεργο», παρατηρεί η Ντομινίκ, με εμπειρία στον κοινοτικό ακτιβισμό, που συμμετέχει σε ένα μπλόκο: «Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν έχουν την παραμικρή ιδέα τι σημαίνει γενική συνέλευση, ημερήσια διάταξη, να μιλάει ο καθένας με τη σειρά του, να καταγράφονται οι αποφάσεις, ούτε καν το εντελώς αυτονόητο: η ανακλητή εντολή να εκπροσωπήσεις το κίνημα προβάλλοντας τις αποφάσεις του…».
Περίεργο, πράγματι. Όμως, ούτε στιγμή η Ντομινίκ δεν σκέφτηκε να μοιραστεί τις γνώσεις της με τους κιτρινοντυμένους. Αυτή η πολιτική κουλτούρα είναι προϊόν της μακρόχρονης ιστορίας του εργατικού κινήματος και χρειάστηκε πολύ χρόνο για να επινοηθεί. Εγκαταλελειμμένοι από εκείνους που θα μπορούσαν να τους είχαν προσφέρει όλα αυτά τα εργαλεία, τα «κίτρινα γιλέκα» υποχρεώθηκαν να ξαναρχίσουν από το μηδέν. Διότι σε έναν αγώνα τέτοιου είδους, κάθε ημέρα μετράει… Στην κινητοποίηση είναι πανταχού παρούσες οι αναφορές στη Γαλλική Επανάσταση: στα μπλόκα στήνονται γκιλοτίνες με κούκλες με κομμένο κεφάλι, η Μπριζίτ Μακρόν αποκαλείται «Μαρία Αντουανέτα», ενώ υπάρχουν μέχρι και «τετράδια παραπόνων» (9) που συμπληρώνουν επιμελώς οι διαδηλωτές: τους τα παρέχουν οι Δήμοι, που υπόσχονται να τα «διαβιβάσουν στα υψηλότερα κλιμάκια». Ωστόσο, εκείνη την εποχή, οι χωρικοί αγωνίζονταν μαζί με τους επαναστάτες αστούς των πόλεων.
Μόνη διέξοδος το ψηφοδέλτιο στις ευρωεκλογές;
Παρ’ όλες τις αναφορές στο 1789, το εργατικό κίνημα ξεχνιέται: 1830, 1848, η Κομμούνα, 1917, 1944… Μόνο ο Μάης του ’68 αναφέρεται σποραδικά, καθώς μερικοί από τους πρωταγωνιστές του είναι παρόντες στα μπλόκα. Έτσι, πολλοί από τους συμμετέχοντες σε αυτό το κίνημα που δηλώνει «απολιτικό» και «χωρίς εκπρόσωπο» το μόνο που κατανοούν ως προοπτική είναι… η κάθοδος με ψηφοδέλτιο στις ευρωεκλογές. Καθώς τα μαζικά κόμματα έχουν εξαφανιστεί προ πολλού, αντιμετωπίζουν πλέον όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς και τις εκλογικίστικες τακτικές τους με την ίδια αποδοκιμασία, αλλά καταλήγουν να επιθυμούν να τους μιμηθούν, επειδή κανένα άλλο πολιτικό μοντέλο δεν είναι διαθέσιμο. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να αρνηθούν οι μαθητές λυκείου της Βιλεόν τη συμμετοχή των «κίτρινων γιλέκων» στο δικό τους μπλόκο, δηλώνοντας ότι αρνούνταν «οποιοδήποτε πολιτικό καπέλωμα»…
Η Γκαέλ, ο Λυντοβίκ και η Λυσί ξανασυναντήθηκαν μία εβδομάδα αργότερα στην εβδομαδιαία συνάντηση της Μπρανσέιγ. Αυτή τη φορά συμμετέχει λιγότερος κόσμος. Στην εισαγωγή τους, οι οργανωτές ανακοινώνουν τις τέσσερις δράσεις που προβλέπονται για το σαββατοκύριακο. Απαριθμούν μονάχα τα σημεία συνάντησης και τις ώρες των ραντεβού: «Το τι θα κάνουμε είναι έκπληξη!». Ένας οικοδόμος διαμαρτύρεται: «Μα, για σταθείτε, ενημερώστε μας! Τα έχετε αποφασίσει όλα εσείς και εμείς θα τα μάθουμε την τελευταία στιγμή; Όλοι μας “κίτρινα γιλέκα” είμαστε στο κάτω κάτω!». Για να δικαιολογηθεί η μυστικότητα, επικαλούνται τη διείσδυση αστυνομικών με πολιτικά στις τάξεις τους –για τη λειτουργία της «μικρής επιτροπής» ελάχιστος λόγος γίνεται. Ο οικοδόμος εκνευρίζεται: «Την περασμένη βδομάδα συζητούσαμε ώρες ολόκληρες και δεν αποφασίσαμε τίποτα. Και τώρα, συζητάμε πέντε λεπτά και όλα έχουν αποφασιστεί!». Ο Ζαν Κλοντ και ο Ρεμί σκυθρωπιάζουν. Υπόσχονται ότι την επόμενη φορά «η οργάνωση θα βελτιωθεί».
Παρ’ όλα αυτά, η συζήτηση ζεσταίνεται και προκύπτει έντονη δημιουργικότητα: πρακτικές και καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες, άρνηση να παραστούν σε κλήσεις των αρχών εάν η διαδικασία δεν βιντεοσκοπείται… Το σημαντικότερο είναι ότι αναπτύσσεται και πάλι η κοινωνικότητα: «Πριν, είχα την εντύπωση ότι ήμουνα μόνη», θυμάται η Λυσί. «Μόνη μέσα στα σκατά μου. Δεν τολμούσα να μιλήσω με κανέναν. Απομονωνόμασταν, ντρεπόμασταν. Αλλά κοίτα! Βλέπεις πόσους φίλους έχω τώρα;» Ο Λυντοβίκ παίρνει την κόρη του αγκαλιά. «Είμαι 46 χρόνων και δεν είχα διαβάσει ούτε ένα βιβλίο στη ζωή μου. Ξέρεις τι κάνω εδώ και δύο μέρες; Το βράδυ δηλαδή, όταν γυρίζω από τα μπλόκα». Η Λυσί χαμογελάει: «Διαβάζει το Σύνταγμα».