Το όνομά του έγινε διάσημο –η πραγματικότητα της δράσης του, λιγότερο. Το Bauhaus (1919-1933) ήταν στην ουσία μια σχολή της οποίας το αρχικό πρόγραμμα, με φόντο επαναστατικές συγκρούσεις, είχε στόχο να εκπαιδεύσει αρχιτέκτονες-κατασκευαστές διαποτισμένους με τη γνώση των τεχνιτών. Ωστόσο, η επιθυμία του να κάνει τις αναζητήσεις του αποδεκτές από την κοινωνία συντρίφθηκε από τους κλυδωνισμούς της Ιστορίας. Γερμανία, Ιανουάριος, 1919. Μετά την παραίτηση από τον θρόνο του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄, σχεδόν παντού παρατηρείται επαναστατικός –αλλά και αντεπαναστατικός– αναβρασμός. Είναι δύσκολο για τους βουλευτές, στο Βερολίνο, να συζητήσουν για το μέλλον. Καθώς η ατμόσφαιρα είναι πιο ήρεμη στη Βαϊμάρη, η κωμόπολη της Θουριγγίας, την οποία στέφει η αίγλη του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε, επιλέγεται προκειμένου να στεγάσει την Εθνοσυνέλευση μέχρι το φθινόπωρο. Στις 6 Φεβρουαρίου 1919, συγκεντρωμένοι στην αίθουσα του θεάτρου, οι βουλευτές ξεκινούν τις συνομιλίες τους επί των άρθρων του Συντάγματος που θα διέπει την επερχόμενη Γερμανική Δημοκρατία. Στρατιώτες είναι σε επιφυλακή σε ολόκληρη την πόλη.
Ο Βάλτερ Γκρόπιους, ένας τριανταπεντάχρονος Βερολινέζος αρχιτέκτονας, βρίσκεται κι εκείνος στη Βαϊμάρη. Αφού αποστρατεύτηκε στο τέλος Νοεμβρίου 1918, έχοντας πολεμήσει στο Δυτικό Μέτωπο καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου και έχοντας τραυματιστεί τρεις φορές, έλαβε την έγκριση από την τοπική κυβέρνηση για ένα παλιό πρόγραμμα: να ξαναδώσει ζωή στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών. Η σχολή είχε δημιουργηθεί και διευθυνόταν από έναν λάτρη της Art Nouveau, τον Βέλγο Ανρί Βαν ντε Βέλντε. Από το 1916 χρησιμοποιούνταν ως στρατιωτικό νοσοκομείο.
Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, οι καθηγητές της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών δεν έχουν πια διευθυντή. Προτείνουν τη συγχώνευση των δύο ιδρυμάτων. Από την ένωσή τους γεννιέται το Μπαουχάους («οίκος κατασκευών»), ένα όνομα που επινόησε ο Γκρόπιους. Θυμίζει τον όρο «Bauhütte» που, κατά την ανέγερση των καθεδρικών ναών του Μεσαίωνα, ήταν η ονομασία του καταλύματος των οικοδόμων. Με αυτόν τον νεολογισμό, που χρησιμοποιεί για πρώτη φορά στις 20 Μαρτίου 1919 κατά τη διάρκεια μιας παρουσίασης της νέας σχολής, ο Γκρόπιους θέλει να υπονοήσει τον ριζικά νεωτερικό χαρακτήρα του εγχειρήματός του.
Ο Γκρόπιους έχει ήδη στη Γερμανία τη φήμη του πρωτοποριακού πνεύματος. Από το 1910 είναι ενεργό μέλος της «Deutscher Werkbund» (Ένωση για τα Γερμανικά Έργα), μιας οργάνωσης που αγωνίζεται για τη «συνδυασμένη δράση» των καλλιτεχνών, των τεχνιτών και των βιομηχάνων, με σκοπό τον «εξευγενισμό» των βιομηχανικών προϊόντων. Μεταξύ 1911 και 1913, στο Άλφελντ της Κάτω Σαξονίας, έχει χτίσει για λογαριασμό της εταιρείας Fagus, η οποία κατασκευάζει καλαπόδια, ένα τολμηρά μοντέρνο κτήριο, που συνδυάζει το γυαλί με το σκυρόδεμα. Θεωρώντας πως ρόλος του είναι να συλλαμβάνει και να σχεδιάζει φόρμες, ήδη πριν από το 1914 έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κάτι τέτοιο δεν είναι διόλου εφικτό χωρίς τον μετασχηματισμό της κοινωνίας. «Το κοινωνικό ζήτημα έχει καταστεί το πραγματικό επίκεντρο της ηθικής του καιρού μας», αποφάνθηκε το 1911 (1). Χρειάζεται «πίστη σε μεγάλες κοινές ιδέες». Το 1919 θεωρεί πως, όσο η επαναστατική πάλη είναι σε εξέλιξη, αυτό το είδος πίστης δεν αποτελεί πλέον χίμαιρα. Στο Βερολίνο έχει συσταθεί Εργατικό Συμβούλιο για την Τέχνη. Δέχθηκε να προεδρεύσει: «Η δουλειά μας δεν μπορεί παρά να συνίσταται στην προετοιμασία της μελλοντικής ενότητας μιας εποχής αρμονίας», γράφει (2).
Ιδρύοντας το Μπαουχάους, ο Γκρόπιους θέλει να υλοποιήσει την ουτοπία του. Το πρόγραμμα της σχολής έχει στόχο να εκπαιδεύσει αρχιτέκτονες-κατασκευαστές που θα έχουν μαθητεύσει στο επάγγελμα με τον τρόπο των τεχνιτών. Συγκεντρωμένοι σε μια κοινότητα εργασίας θα συμμετέχουν, με ομαδική ορμή, στο μεγάλο έργο που απαιτεί τη συνεργασία κάθε ειδικότητας στη ζωγραφική, τη γλυπτική, την αρχιτεκτονική. Επιθυμητή κατάληξη: «η ενότητα όσων περιλαμβάνονται σε ένα κτήριο». Το πρόγραμμα είναι εικονογραφημένο με μια ξυλογραφία του ζωγράφου Λάιονελ Φάινινγκερ, που αναπαριστά έναν καθεδρικό ναό, σύμβολο της κοινής προσπάθειας, εμπνευσμένης από ένα κοινό ιδανικό.
Οι παιδαγωγικές αρχές έχουν θεσπιστεί από τον Γκρόπιους σε συνάρτηση με το συγκεκριμένο πρόγραμμα. Η σχολή είναι μεικτή. Οι σπουδαστές έχουν τη δυνατότητα να εγγραφούν σ’ αυτήν παρουσιάζοντας απλώς έναν φάκελο με εργασίες. Εκλέγουν τους εκπροσώπους τους, που καλούνται να συμμετέχουν στο συμβούλιο των εκπαιδευτικών. Οι εν λόγω εκπαιδευτικοί δεν είναι πλέον καθηγητές: είναι «δάσκαλοι της φόρμας», καλλιτέχνες με αποδεδειγμένη αξία, όπως ο Φάινινγκερ, και αρχιτεχνίτες. Οι τελευταίοι πρέπει να διδάξουν στους φοιτητές πώς να «παλεύουν» με τα υλικά στα διάφορα εργαστήρια. Την πρώτη χρονιά, μια προπαρασκευαστική εκπαίδευση ενθαρρύνει τον καθένα να «ξεπλυθεί» από όλους τους ακαδημαϊκούς αναχρονισμούς και στη συνέχεια να επιλέξει την ειδικότητα που του ταιριάζει περισσότερο. Ο Γκρόπιους αναθέτει το καθήκον αυτού του προκαταρκτικού κύκλου σε έναν εξπρεσιονιστή ζωγράφο, τον Γιοχάνες Ίτεν.
Άραγε η ύπαρξη μιας τόσο καινοτόμου σχολής είναι δυνατή στη Γερμανία του 1919; Της λείπουν ακόμη και τα στοιχειώδη, ώστε να ξεκινήσει σωστά τη λειτουργία της. Έμπειρο και πρόθυμο προσωπικό. Υλικά. Χρήματα. Λιγότερο απαρχαιωμένα εργαστήρια… Οι δυσκολίες συσσωρεύονται. Εντούτοις, ο Γκρόπιους τα καταφέρνει. Ήδη, από τα τέλη του 1919, το Μπαουχάους, το οποίο φιλοξενεί από τον Οκτώβριο περίπου διακόσιους φοιτητές, γίνεται ο στόχος της «συμμαχίας των ανόητων αγροίκων» και της «κλίκας των γηραιών εθνικιστών», όπως οικτίρει ο διευθυντής της (3).
Έναν μήνα αργότερα, οι καθηγητές της πρώην Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, ανίκανοι να προσαρμοστούν στο πρόγραμμα, αποχωρούν από το σχήμα. Επιστροφή σε δύο ξεχωριστές σχολές. Η πρώτη λύση που διαβλέπει ο Γκρόπιους προκειμένου να αντιμετωπίσει την κατάσταση είναι να παρακινήσει τους φοιτητές να επινοήσουν εμπορεύσιμα αντικείμενα. Δεν αξιολόγησε όμως επαρκώς την οικονομική κατάσταση της περιοχής. Πυροδοτεί την αντίδραση των ντόπιων βιοτεχνών, οι οποίοι εκλαμβάνουν την πρωτοβουλία του ως αθέμιτο ανταγωνισμό. Αυτό οδηγεί το Μπαουχάους σε μεγαλύτερη απομόνωση, αποκομμένο από την κοινωνική ζωή.
Τελικά, η σχολή αρχίζει να λειτουργεί σύμφωνα με το πρόγραμμά της μονάχα κατά το χειμερινό εξάμηνο του 1920-1921. Προκειμένου να ενισχύσει το ομαδικό πνεύμα ανάμεσα στους μαθητές του μέσω της κοινοτικής συμβίωσης, ο Γκρόπιους ενθαρρύνει ψυχαγωγικές δραστηριότητες και γιορτές. Ζητά τη συνεργασία του Λόταρ Σράιερ, σκηνοθέτη και συνεργάτη του εξπρεσιονιστικού περιοδικού «Der Sturm» (Η Καταιγίδα), προκειμένου να μεταφέρει την εμπειρία του στους φοιτητές, ανεβάζοντας μαζί τους θεατρικές παραστάσεις και θεάματα.
Σταδιακά όμως αρχίζουν να εκδηλώνονται οι διχογνωμίες σχετικά με την κατεύθυνση της εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τον Ίτεν και τον Σράιερ, θα πρέπει να αρκεστούν στην ενθάρρυνση της ελεύθερης προσωπικής ανάπτυξης των φοιτητών. Αντίθετα, κατά τον Γκρόπιους, πρέπει να επικεντρωθούν στην τεχνική μαθητεία. Υποστηρίζει ότι η εξοικείωση με τα υλικά και τις πρακτικές του τεχνίτη είναι προαπαιτούμενο για την επινόηση νέων μορφών, συνταιριασμένων με το πνεύμα της εποχής. Ενώ ονειρευόταν μια κοινότητα δημιουργών σε επαφή με την κοινωνία, το Μπαουχάους τού φαίνεται πως αρχίζει να συρρικνώνεται σε ένα «ρομαντικό νησί» (4). Τα εργαστήρια δεν παράγουν σχεδόν τίποτα. Πιστεύει πως ο Ίτεν εμποδίζει τη δουλειά τους.
Για να αντιμετωπίσει την κατάσταση, ο Γκρόπιους προσλαμβάνει αναγνωρισμένες προσωπικότητες: τον Όσκαρ Σλέμμερ το 1920, τον Πάουλ Κλέε την άνοιξη του 1921, τον Βασίλι Καντίνσκι τον Ιούνιο του 1922. Παρά ταύτα, η διαμάχη με τον Ίτεν φτάνει στο απροχώρητο τον Οκτώβριο του 1922 και αποφασίζει να «σπάσει το απόστημα». Η κυβέρνηση της Θουριγγίας, προκειμένου να δικαιολογήσει τις χορηγούμενες επιδοτήσεις, του έχει προτείνει να δείξει τις δημιουργίες του Μπαουχάους στο κοινό, διοργανώνοντας μια έκθεση. Είναι αδύνατο να το αποφύγει, ειδάλλως θα οδηγήσει τη σχολή σε χρεωκοπία. Συνεπώς ζητά από τον Ίτεν να ανταποκριθεί σε αυτή την απαίτηση ή να παραιτηθεί από τη θέση του –κάτι που οδηγεί στην αποχώρησή του. Τον ακολουθεί ο Σράιερ.
Ένα τρίτο στάδιο εγκαινιάζεται. Ο Γκρόπιους προχωρά σε νέα πρόσληψη προκειμένου να αντικατασταθεί ο Ίτεν: πρόκειται για έναν κονστρουκτιβιστή, τον Ούγγρο Λάσλο Μόχολι-Νάγκι. Την άνοιξη του 1923 αναλαμβάνει το προπαρασκευαστικό μάθημα και τη διεύθυνση του εργαστηρίου μεταλλοτεχνίας. Επιτέλους, η σχολή έχει βρει την κινητήρια δύναμή της. Ο Μόχολι-Νάγκι εμπλέκεται στην προετοιμασία της έκθεσης. Στις 15 Αυγούστου 1923 γίνονται τα εγκαίνια. Η έκθεση είναι απόδειξη ότι το Μπαουχάους δεν αξίζει να πεθάνει.
Το κοινό προσκαλείται να ανακαλύψει τη δουλειά των εργαστηρίων. Για την περίσταση έχουν τυπωθεί διαφημιστικά φυλλάδια, αφίσες, καρτ ποστάλ. Εκδίδεται ένα σημαντικό ντοκουμέντο, ένα βιβλίο με περισσότερες από διακόσιες σελίδες. Ο Μόχολι-Νάγκι υπογράφει αυτή την εντυπωσιακή τυπογραφική σύνθεση.
Σε έναν λόφο χτίζεται μια κατοικία-πρότυπο, σύμφωνα με τα σχέδια του καθηγητή που διευθύνει το εργαστήριο υφαντουργίας, του ζωγράφου Γκέοργκ Μούχε. Η αρχιτεκτονική είναι στοιχειώδης: δύο κύβοι τοποθετημένοι ο ένας επάνω στον άλλον. Η οργάνωση του εσωτερικού είναι ορθολογική, λειτουργική. Υπάρχουν όλες οι σύγχρονες ανέσεις. Σε ένα συνέδριο, ο Γκρόπιους συνοψίζει με ένα απόφθεγμα τη στροφή που μόλις έχει γίνει: «Τέχνη και τεχνική, ένα νέο όλον».
Παρά το γεγονός ότι λειτουργεί εμφανώς προς τη σωστή κατεύθυνση, το Μπαουχάους παραμένει υποταγμένο στους αστάθμητους παράγοντες της Ιστορίας. Τον Φεβρουάριο του 1924, η Δεξιά κατακτά την πλειοψηφία στις περιφερειακές εκλογές και περιορίζει τη χορήγηση πιστώσεων στη σχολή. Στα τέλη του 1924, οι συνθήκες επιβίωσής της μοιάζουν τόσο επισφαλείς στον Γκρόπιους και στο συμβούλιο των καθηγητών, ώστε απλώς συμβιβάζονται με το ενδεχόμενο να αποφασίσουν το κλείσιμό της την 1η Απριλίου 1925. Στο μεταξύ, έρχεται μια πρόταση φιλοξενίας από τον δήμαρχο του Ντέσσαου. Τον Απρίλιο του 1925, το Μπαουχάους μεταφέρεται σε αυτή την πόλη των 70.000 κατοίκων, σε πλήρη βιομηχανική άνθιση, περίπου εκατό χιλιόμετρα από το Βερολίνο. Ο Δήμος επιθυμεί εξάλλου να δρομολογήσει και ένα πρόγραμμα οικοδόμησης λαϊκών κατοικιών.
Περνούν μερικοί μήνες αβεβαιότητας σε προσωρινές εγκαταστάσεις και, τον Οκτώβριο του 1926, το καινούργιο ακαδημαϊκό έτος ξεκινά σε τρία νέα κτήρια που κτίστηκαν γοργά, πάνω σε σχέδια του Γκρόπιους. Μία ολόκληρη πτέρυγα προορίζεται για δωμάτια των σπουδαστών. Η αρχιτεκτονική συνδυάζει το γυαλί, τον χάλυβα, το μπετόν: ένα πρότυπο μοντέρνας κατασκευής.
Με εξασφαλισμένες τις δημοτικές επιχορηγήσεις, το Μπαουχάους είναι τώρα μια «Ανώτατη Σχολή Σχεδιασμού Μορφών». Γίνεται όργανο παραγωγής πρωτοτύπων για τη βιομηχανία. Οι αναφορές στη χειροτεχνία έχουν εξαφανιστεί. Οι διδάσκοντες που έρχονται από τη Βαϊμάρη λαμβάνουν τον τίτλο του καθηγητή –έτσι συμβαίνει με τον Κλέε, τον Καντίνσκυ, τον Μούχε, τον Μόχολι-Νάγκι, τον Σλέμμερ. Πολλοί απόφοιτοι έχουν διευθυντικές θέσεις: ο Γιόζεφ Άλμπερς στο προπαρασκευαστικό μάθημα, ο Χέρμπερτ Μπάγιερ στην τυπογραφία και στη διαφήμιση, ο Μαρσέλ Μπρόιερ στην ξυλουργική, στην επινόηση λειτουργικής επίπλωσης.
Παράλληλα, ο Γκρόπιους ολοκληρώνει το πρόγραμμα προσθέτοντας τη διδασκαλία της αρχιτεκτονικής. Ως καθηγητή επιλέγει έναν Ελβετό αρχιτέκτονα, τον Χάνες Μέγιερ. Ο τελευταίος δέχεται, αλλά υπό έναν όρο: τα θεωρητικά μαθήματα θα πρέπει να συνδυάζονται με πρακτική εξάσκηση στην οικοδομή, ενώ θα πρέπει να υπάρχει σαφής διαφοροποίηση από τις ανώτατες τεχνικές σχολές.
Ένα ακόμη βήμα έχει γίνει για την ενσωμάτωση του ιδρύματος στην κοινωνία. Καθιερώνονται επίσης μαθήματα αντοχής υλικών και μαθηματικών με εφαρμογή στην αρχιτεκτονική. Το Μπαουχάους αλλάζει προσανατολισμό προκειμένου να καθιερωθεί ως εργαστήριο ερευνών. Οι εμπορικές συμβάσεις υλοποιούνται, με πωλήσεις πρωτοτύπων σε επιχειρήσεις.
Και ξαφνικά, προς έκπληξη όλων, ο Γκρόπιους δηλώνει πως εγκαταλείπει το παιχνίδι. Έχοντας βαρεθεί να χάνει τον χρόνο του διευθετώντας πρακτικά ζητήματα, κρίνει ότι έχει παραμελήσει σε υπερβολικό βαθμό τη δική του καριέρα. Τον Οκτώβριο του 1928 παραδίδει τα ηνία στον Μέγερ. Ο Μπάγιερ, ο Μπρόιερ, ο Μόχολι-Νάγκι τον ακολουθούν στην έξοδο.
Μάταιες διαπραγματεύσεις με τον Γκαίμπελς ώστε να σωθεί η σχολή
Είναι το πέμπτο στάδιο του Μπαουχάους. Η γνώμη του Μέγιερ είναι πως, αν θέλουμε να κτίσουμε, πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψη όλα τα ανθρώπινα φαινόμενα. Το μοντέρνο δεν περιορίζεται σε μια επίπεδη σκεπή ή σε μια κάθετη πρόσοψη: βρίσκεται στην άμεση σχέση των αρχιτεκτονικών μορφών με την ανθρώπινη ύπαρξη (5). Αυτή η αντίληψη φέρνει μια τεράστια πνοή φρέσκου αέρα. Το Μπαουχάους επεκτείνει το πεδίο του σε τεχνικές αιχμής, σε μαθήματα φωτογραφίας, σε συνέδρια σχετικά με την ψυχολογία, την κοινωνιολογία, τον κινηματογράφο, και σε συνεδρίες γυμναστικής. Επίσης, ο Μέγερ επιδεικνύει ανοχή στις δραστηριότητες μιας ομάδας κομμουνιστών σπουδαστών. Μέχρι τη στιγμή που, εν μέσω διακοπών, τον Αύγουστο του 1930, παίρνει μια επιστολή από το δημαρχείο του Ντέσσαου, η οποία τον πληροφορεί ότι απολύεται.
Οι υποκινητές της σκευωρίας εναντίον του καλούν έναν επιφανή αρχιτέκτονα για να πάρει τη σκυτάλη: τον Λούντβιχ Μις φαν ντερ Ρόε. Αποδέχεται την πρόσκληση και επαναφέρει την τάξη. Απομακρύνονται οι ανεπιθύμητοι. Επιβάλλονται αυστηροί κανόνες συμπεριφοράς στους σπουδαστές. Η εκπαίδευση περιορίζεται σε σχεδόν καθαρά τεχνικά πεδία. Αυτή η εξαιρετική προθυμία αποδεικνύεται, δυστυχώς, μάταια. Το 1930, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα κερδίζει τις εκλογές στη Θουριγγία. Στα μάτια των ηγετών του, πρέπει να εξαφανιστεί το «ιουδαιο-μπολσεβίκικο» όργανο «πολιτιστικής αποσύνθεσης» που είναι το Μπαουχάους. Η πρόφαση που χρησιμοποιήθηκε: η στέγη των κτηρίων δεν είναι στεγανή. Ούτε η πόλη του Ντέσσαου ούτε η νέα κυβέρνηση της Θουριγγίας είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν τις επισκευές. H απαγόρευση εισόδου στη σχολή τίθεται σε ισχύ στις 22 Αυγούστου 1932.
Απελπισμένος, ο Μις φαν ντερ Ρόε επιχειρεί να συνεχίσει τη δραστηριότητα του Μπαουχάους μετατρέποντάς το σε ιδιωτικό ίδρυμα, σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο του Βερολίνου. Υπολογίζει να το χρηματοδοτήσει από τα ποσά τα οποία αποφέρουν τα πρωτότυπα που έχουν προηγουμένως πουληθεί σε βιομηχανικές εταιρείες. Όμως, ο Αδόλφος Χίτλερ αναλαμβάνει την εξουσία στις 30 Ιανουαρίου 1933. Παρά τις προσπάθειες πολλών ναζί, μεταξύ των σπουδαστών, να διαπραγματευτούν με τον Γιόζεφ Γκαίμπελς, η περιπέτεια παίρνει τέλος με τραγελαφικό τρόπο. Κατά τη διάρκεια μιας επιχείρησης μέσα στη σχολή, η αστυνομία ισχυρίζεται ότι ανακάλυψε κομμουνιστική προπαγάνδα. Το Μπαουχάους, ήδη αρκετά αποδυναμωμένο, κλείνει στις 11 Απριλίου 1933. Η διάλυσή του ψηφίζεται από το συμβούλιο των διδασκόντων στις 20 Ιουλίου 1933.
Σήμερα, το Μπαουχάους είναι τυλιγμένο στον μύθο. Σε τέτοιο σημείο ώστε καταλήγουμε να ξεχνάμε ότι ήταν πρώτα απ’ όλα μια σχολή και ότι η εξέλιξή του δεν είναι δυνατό να αποσυνδεθεί από τις ιστορικές συνθήκες που καθόρισαν τη λειτουργία του. Κάποιοι εκθειάζουν ένα υποτιθέμενο στυλ, το οποίο δεν ήταν τίποτε άλλο από το στυλ του μεγάλου μοντερνιστικού κινήματος, που κήρυττε ένα λειτουργικό περιβάλλον. Κάποιοι άλλοι του προσάπτουν την ευθύνη των ομοιόμορφων, σε σειρά σπιτιών, των τυποποιημένων κτηρίων, της πολεοδομίας των ουρανοξυστών.
Ένα από τα πιο διαδεδομένα σφάλματα είναι η αναφορά στο Μπαουχάους ως σχολή αρχιτεκτονικής: η διδασκαλία του μαθήματος δεν άρχισε παρά μετά τον όγδοο χρόνο ύπαρξης του ιδρύματος. Μόνο μια μειοψηφία, αν όχι μια ελίτ, επωφελήθηκε: το 1929 υπήρχαν 30 σπουδαστές στο τμήμα κατασκευών από τους 201 εγγεγραμμένους στη σχολή, ενώ το 1930 ήταν 40 από τους 166.
Ας συγκρατήσουμε πως το Μπαουχάους αποτέλεσε το πρότυπο μιας αποτελεσματικής παιδαγωγικής μεθόδου –εξάλλου το πρόγραμμα του 1920 των ΒΧΟΥΤΕΜΑΣ, των Ανώτερων Καλλιτεχνικών και Τεχνικών Εργαστηρίων της Μόσχας, παρουσίαζε ομοιότητες με το δικό του. Σπάζοντας την ακαδημαϊκή ρουτίνα, συνέβαλε στη μεταβολή, σε παγκόσμιο επίπεδο, του υλικού περιβάλλοντος που κυριαρχούσε ώς τότε. Πέρα από τις –συχνά αόριστες– αντιπαραθέσεις που το περιστοιχίζουν, τα καθίσματα που επινόησε ο Μπρόιερ συνεχίζουν να είναι σε παραγωγή, όπως και τα πτυσσόμενα τραπέζια και τα φωτιστικά γραφείου που είχε επινοήσει ο Χιν Μπρέντεντικ, ή τα σερβίτσια καφέ της Μαριάννε Μπραντ. Ο μοντέρνος σχεδιασμός, όπως εξελίχθηκε στο Ντέσσαου, αντιγράφηκε από τους βιομηχάνους όλου του κόσμου.
Πέρασαν λοιπόν εκατό χρόνια από τότε που ο Γκρόπιους έδωσε όνομα και υπόσταση στο Μπαουχάους. Το 2015, το γερμανικό Κοινοβούλιο ψήφισε υπέρ της επιχορήγησης του εορτασμού της εκατονταετίας του. Με ένα επιχείρημα μάλιστα που εμπεριέχει και μια δόση καιροσκοπισμού, καθώς περιγράφει το Μπαουχάους ως «ένα από τα εξαγόμενα είδη που σημείωσε τη μεγαλύτερη επιτυχία στην ιστορία του γερμανικού πολιτισμού». Έτσι, φέτος, θα εγκαινιαστούν τρία μουσεία αφιερωμένα σε αυτό. Ορισμένα τουριστικά γραφεία ήδη παρουσιάζουν διαδρομές ανακάλυψης των δημιουργημάτων του.
Πέρα από τις αναφορές στο παιδαγωγικό σύστημα και στις παραγωγές του, δεν μπορούμε να του αποδώσουμε τα εύσημα αν δεν υπενθυμίσουμε ότι όλες οι δημιουργίες του έγιναν κατά τη διάρκεια μιας σύντομης ύπαρξης δεκατεσσάρων χρόνων, σημαδεμένων από πολλές αντιξοότητες, καθώς το Μπαουχάους «έγινε μπαλάκι» μεταξύ τριών πόλεων και γνώρισε τρεις διαδοχικούς διευθυντές, προτού η ύπαρξή του απαγορευτεί για πολιτικούς λόγους.
(1) Walter Gropius, «Architecture et société», Éditions du Linteau, Παρίσι, 1995.
(2) Walter Gropius, στο « Ja! Stimmen des Arbeitsrates für Kunst in Berlin» (συλλογή), «Photographische Gesellschaft in Charlottenburg», Βερολίνο, 1919, αναφέρεται από Karl-Heinz Hüter, «Das Bauhaus in Weimar», Εκδόσεις Akademie, Ανατολικό Βερολίνο, 1976, έντυπο αρ. 7.
(3) Πρβλ. Karl-Heinz Hüter, «Das Bauhaus in Weimar», ό.π., «Lettre à Max Osborn du 16 décembre 1919», έντυπο αρ. 15.
(4) Πρβλ. Karl-Heinz Hüter, «Das Bauhaus in Weimar», ό.π., έντυπο αρ. 43. Επίσης αναφέρεται από Hans M. Wingler, «Das Bauhaus: Weimar», Ντέσσαου, Βερολίνο, 1919-1933, Rasch & Co, Κολωνία, 1975.
(5) Das Werk, αρ. 7, Ζυρίχη, 1926. Aναφέρεται από Jacques Aron, «Anthologie du Bauhaus», εκδότης Didier Devillez, Βρυξέλλες, 1995. Το έργο αυτό είναι θεμελιώδους σημασίας για την κατανόηση του Μπαουχάους.