el | fr | en | +
Accéder au menu

Το Ισραήλ χάνει τη στήριξη των Αμερικανών Εβραίων

«Αλήτες αντιρατσιστές»

Οι σχέσεις της ισραηλινής κυβέρνησης και των Εβραίων των ΗΠΑ βρίσκονται στο χειρότερο δυνατό σημείο. Ενώ η πρώτη εκτρέπεται προς τα ακροδεξιά, οι δεύτεροι προσδένονται όλο και περισσότερο στο προοδευτικό στρατόπεδο. Όπως και οι στρατευμένοι Αφροαμερικανοί, αλληλέγγυοι εδώ και πολύ καιρό προς τους Παλαιστίνιους, οι Αμερικανοεβραίοι καταγγέλλουν πλέον με δριμύτητα την κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών και τον εποικισμό –τα οποία υποστηρίζει έντονα η μεσανατολική πολιτική του προέδρου Τραμπ. Ο κατάλογος των προσκεκλημένων στα εγκαίνια της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ τη 14η Μαΐου του 2018 κάθε άλλο παρά συνηθισμένος ήταν: δίπλα στον Ισραηλινό πρωθυπουργό Βενιαμίν Νετανιάχου στέκονταν οι ευαγγελικοί πάστορες Τζον Χάτζι και Ρόμπερτ Τζέφρες. Ο πρώτος θεωρεί ότι ο Αδόλφος Χίτλερ ήταν ο «ένοπλος βραχίονας του Θεού» (1), ενώ ο δεύτερος πιστεύει ότι όλοι οι Εβραίοι προορίζονται για την Κόλαση. Και οι δύο αποτελούν ηγετικές μορφές του πλέον φίλα προσκείμενου προς το Ισραήλ ρεύματος της αμερικανικής κοινωνίας: των σιωνιστών χριστιανών συντηρητικών (2). Παρόντες επίσης ήταν ο Σέλντον και η Μίριαμ Άντελσον, το ζευγάρι κροίσων από τον κλάδο των καζίνων. Αποτελούν τους κυριότερους δωρητές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος: το 2016 διέθεσαν πάνω από 82 εκατομμύρια δολάρια, ενώ για τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου 2018 οι δωρεές τους ανήλθαν στα 113 εκατομμύρια δολάρια (3). Και οι δύο εκφράζουν την ακλόνητη υποστήριξή τους στη συντηρητική κυβέρνηση του Νετανιάχου. Έτσι, η Μίριαμ Άντελσον ανέλαβε πρόσφατα την έκδοση της «Israel Hayom», μιας προπαγανδιστικής εφημερίδας υπέρ του «Μπίμπι» (υποκοριστικό του Νετανιάχου) που χρηματοδοτείται από τον σύζυγό της.

Αντίθετα, δεν παρευρίσκονταν προοδευτικοί Εβραίοι. Δεν είχαν προσκληθεί στην τελετή. Κι όμως, αποτελούν πλειοψηφικό ρεύμα στις Ηνωμένες Πολιτείες: από τα exit-polls προκύπτει ότι στις εκλογές του Νοεμβρίου 2018 τα τρία τέταρτα των Εβραίων ψηφοφόρων ψήφισαν κάποιον Δημοκρατικό υποψήφιο.

Η υποστήριξη των Χριστιανών σιωνιστών και του ζεύγους Άντελσον δεν αποτελεί το μόνο κοινό στοιχείο του Νετανιάχου και του Τραμπ. Και οι δύο αρέσκονται να δικαιολογούν τις αποτυχίες τους καταφεύγοντας σε θεωρίες συνωμοσίας. Υιοθετούν επίσης μια εντυπωσιακά χαλαρή στάση απέναντι στην άνοδο του αντισημιτισμού στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Τον Αύγουστο του 2017, μαχητικοί νεοναζί διαδήλωναν στην Σάρλοτσβιλ φωνάζοντας το σύνθημα: «Δεν θα αφήσουμε τους Εβραίους να μας αντικαταστήσουν» (4). Ένας από τους διαδηλωτές όρμησε με το αυτοκίνητό του πάνω στο πλήθος των διαμαρτυρόμενων αντιρατσιστών και σκότωσε μια γυναίκα. Εν είδει αντίδρασης, ο Τραμπ έβαλε και τα δύο στρατόπεδα στο ίδιο τσουβάλι, εξηγώντας ότι στις συγκεντρώσεις της ακροδεξιάς συμμετείχαν και μερικοί «πολύ εντάξει άνθρωποι». Από την πλευρά του, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός περίμενε τρεις ημέρες προτού αντιδράσει και αρκέστηκε σε ένα λακωνικό τουίτ, όπου δεν αναφερόταν καν το όνομα του Αμερικανού προέδρου. Προτίμησε να αφήσει στον γιο του το καθήκον να απευθυνθεί στην κομματική βάση του, ακριβώς όπως κάνει μερικές φορές ο Τραμπ με την κόρη ή τον γαμπρό του. Οι νεοναζί «ανήκουν στο παρελθόν. Η φυλή τους είναι υπό εξαφάνιση», υποστήριξε λοιπόν ο Γιάιρ Νετανιάχου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Αντίθετα, οι αλήτες αντιρατσιστές κι εκείνοι από το αφροαμερικανικό κίνημα Black Live Matters που σιχαίνονται τη χώρα μου (και τις ΗΠΑ επίσης, κατά τη γνώμη μου) γίνονται ολοένα ισχυρότεροι και αρχίζουν να κυριαρχούν στα αμερικανικά πανεπιστήμια και στην αμερικανική δημόσια ζωή».

Πιο πρόσφατα, ενώ ένας φανατικός οπαδός του Τραμπ είχε μόλις δολοφονήσει έντεκα Εβραίους σε μια συναγωγή του Πίτσμπουργκ (στις 27 Οκτωβρίου 2018), οι εκπρόσωποι της ισραηλινής κυβέρνησης έσπευσαν στον τόπο του εγκλήματος χωρίς να προσκληθούν. Αρνήθηκαν να αποδώσουν την παραμικρή ευθύνη στη ρητορική μίσους του Αμερικανού προέδρου και κατηγόρησαν για ακόμη μία φορά την Αριστερά. Ο Ναφταλί Μπένετ, υπουργός Διασποράς και Εκπαίδευσης του Ισραήλ και επικεφαλής της Εβραϊκής Εστίας, ενός υπερθρησκευόμενου εθνικιστικού κόμματος, αμφισβήτησε –δίχως ωστόσο να παράσχει την παραμικρή απόδειξη– τις στατιστικές της Anti-Defamation League που αποδεικνύουν την άνοδο του ακροδεξιού αντισημιτισμού μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Τραμπ. Ο Ντάνι Νταγιάν, γενικός πρόξενος του Ισραήλ στη Νέα Υόρκη, επωφελήθηκε από την περίσταση για να επιτεθεί στον Βρετανό ηγέτη των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν. Τέτοιες δηλώσεις βρίσκονταν στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από τη σιωπηλή πορεία που οργάνωσε η εβραϊκή κοινότητα του Πίτσμπουργκ ως ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια στον Τραμπ. Βρίσκονταν σε πλήρη διάσταση και με τα λόγια του Τζέφρι Μάγιερς, του ραβίνου της συναγωγής που δέχθηκε την επίθεση, ο οποίος σε ένα σύντομο κήρυγμά του στις 3 Νοεμβρίου είπε: «Κύριε πρόεδρε, οι ρητορικές μίσους οδηγούν σε πράξεις μίσους. Οι ρητορικές μίσους οδηγούν σε αυτό που συνέβη στο ιερό μου».

Όλες οι πρόσφατες έρευνες (5) το καταδεικνύουν: βαθαίνει το χάσμα ανάμεσα στους Ισραηλινούς Εβραίους, που ανέδειξαν στην εξουσία μια σχεδόν ακροδεξιά κυβέρνηση, και στους Αμερικανούς ομόθρησκούς τους, ολοένα και περισσότερο προσκείμενους στο προοδευτικό στρατόπεδο. Η πλειονότητα των Ισραηλινών απεχθανόταν τον Μπάρακ Ομπάμα: σήμερα, λατρεύουν τον Τραμπ και ψηφίζουν κόμματα που υποστηρίζουν τον εποικισμό και τη διαιώνιση της κατοχής της Δυτικής Όχθης. Αντίθετα, μεγάλο ποσοστό των Αμερικανοεβραίων υποστήριζαν Ομπάμα και καταγγέλλουν τον εποικισμό.

Στρατιώτες και ιδρυτές κιμπούτζ

Για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι Αμερικανοεβραίοι ταλαντεύονταν μεταξύ του πολιτικού προοδευτισμού τους και της επιθυμίας τους να υποστηρίξουν το Ισραήλ. Πριν από το 1948, η ιδέα ότι έπρεπε να δημιουργηθεί ένας εβραϊκός «λαός» μέσα από την ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους κάθε άλλο παρά αυτονόητη ήταν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δυσαρεστούσε κυρίως τους εύπορους Εβραίους που είχαν μεταναστεύσει από τη Γερμανία και διέθεταν μεγάλη επιρροή στους πνευματικούς κύκλους της χώρας: καθώς συχνά ήταν μέλη μεταρρυθμιστικών συναγωγών, ήταν δύσπιστοι απέναντι στον σιωνισμό επειδή θεωρούσαν τον ιουδαϊσμό πρωτίστως ως θρησκεία, ενώ παράλληλα δεν ήθελαν να τεθεί υπό αμφισβήτηση ο πατριωτισμός τους. Ωστόσο, μετά το 1945, οι επιφυλάξεις τους σαρώθηκαν από τη γενοκτονία. Οι ιδιαίτερα θρησκευόμενοι και παραδοσιοκράτες Εβραίοι επίσης απέρριπταν τον σιωνισμό, πεπεισμένοι ότι η δημιουργία ενός εβραϊκού βασιλείου αποτελούσε αρμοδιότητα του Θεού και όχι των ανθρώπων.

Κατά τη διάρκεια των τριών επόμενων δεκαετιών, το Ισραήλ υποστηρίχθηκε ομόφωνα. Καθώς οι Αμερικανοεβραίοι διέθεταν πρόσβαση στον δημόσιο λόγο –δημοσιογράφους, διανοούμενους, πολιτικούς, καλλιτέχνες κ.λπ.– βάλθηκαν να υμνούν αδιάκοπα το νέο κράτος, περιθωριοποιώντας τους ελάχιστους διαφωνούντες, όπως ο γλωσσολόγος Νόαμ Τσόμσκυ ή ο ανεξάρτητος δημοσιογράφος Ίζαντορ Φαϊνστάιν Στόουν (απεβίωσε το 1989). Και οι δύο δεν έπαψαν κατά τη διάρκεια αυτών των δεκαετιών να ασκούν κριτική στη μεταχείριση που επεφύλασσε το Ισραήλ στην αραβική μειονότητά του, καθώς και στην απόλυτη άρνησή του να αναζητήσει λύση για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες (6).

Η ισραηλινή στρατιωτική νίκη του 1967 αποτέλεσε πηγή μεγάλης χαράς, έως και αγαλλίασης, για τους Αμερικανούς Εβραίους. Πανικοβλημένοι από τη ρητορική του Αιγύπτιου προέδρου Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ ενάντια στο Ισραήλ, φοβούνταν τη διάπραξη ενός «δεύτερου Ολοκαυτώματος». Έτσι, αντιμετώπισαν ως θετικό γεγονός τη συντριβή των αραβικών στρατευμάτων. «[Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών] ένωσε τους Αμερικανούς Εβραίους όσο ποτέ άλλοτε στο παρελθόν και συσπείρωσε στην κοινότητα πολλούς Εβραίους που προηγουμένως θεωρούσαν ότι το ζήτημα δεν τους αφορούσε», έγραφε ο ραβίνος Άρθουρ Χέρτζμπεργκ δύο μήνες μετά το τέλος της σύρραξης. «Κανένας όρος της δυτικής θεολογίας δεν επιτρέπει την εξήγηση αυτού του φαινομένου. Οι περισσότεροι Εβραίοι νιώθουν αυτή τη συναισθηματική φόρτιση χωρίς να είναι σε θέση να την προσδιορίσουν. (…) Μπορεί το Ισραήλ να χρησιμεύει ως καταλύτης της ψυχολογικής αφοσίωσής τους απέναντι στην ιουδαϊκότητα και έτσι να επιτρέπει τη διατήρηση της αίσθησης της εβραϊκής ταυτότητας» (7). Ωστόσο, μια μειοψηφία Εβραίων, κυρίως νεαροί αριστερών πεποιθήσεων, δεν ακολούθησαν αυτήν την τάση: προφανώς επειδή υιοθετούσαν την επαναστατική αντίληψη σύμφωνα με την οποία η Παλαιστίνη, το Βιετνάμ, η Αλγερία, η Κούβα, ακόμα και η Μαύρη Αμερική, εντάσσονταν στην ίδια αντιιμπεριαλιστική μάχη (8). Όμως, αυτή η στάση δεν είχε σχεδόν καμία πολιτική απήχηση. Δεν διέθετε κανέναν εκπρόσωπο στις εβραϊκές οργανώσεις ή στις συναγωγές και, φυσικά, απουσίαζε εντελώς από το Κογκρέσο και τον Λευκό Οίκο.

Το κλίμα άρχισε να αλλάζει το 1977 όταν το Λικούντ, τότε υπό την ηγεσία του Μεναχέμ Μπέγκιν, έθεσε τέλος στη μακρόχρονη κυριαρχία των Εργατικών στο Ισραήλ. Τα μεγάλα ονόματα του Εργατικού Κόμματος θεωρούνταν ήρωες από την εβραϊκή κοινότητα της Αμερικής. Ήταν στρατιώτες, πανεπιστημιακοί, ιδρυτές κιμπούτζ, που φάνταζαν ικανοί με το ένα χέρι να κάνουν την έρημο να ανθίζει (9) και με το άλλο να κρατούν το οπλοπολυβόλο για να υπερασπιστούν τη χώρα τους. Όμως, ο Μπέγκιν δεν είχε καμία σχέση με αυτό το ιδανικό. Η αρχαϊκή τυπολατρεία του, η ανικανότητά του να δει τους Άραβες με συμπάθεια –θεωρούσε ότι αποτελούν έναν καθυστερημένο λαό– και η συστηματική υποστήριξή του στους εποίκους οδήγησαν στο τέλος του μακροχρόνιου μήνα του μέλιτος ανάμεσα στη χώρα του και στους Εβραίους της Αμερικής.

Η εισβολή του Ισραήλ στο Λίβανο το 1982 και οι σφαγές στα στρατόπεδα προσφύγων της Σάμπρα και της Σατίλα βάθυναν ακόμα περισσότερο το ρήγμα. Για πρώτη φορά, τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης στις ΗΠΑ κάλυπταν τα γεγονότα με τρόπο αρνητικό για τους Ισραηλινούς. Στο ίδιο μήκος κύματος με πολλούς φημισμένους ραβίνους, οι «New York Times» καταδίκασαν την πολιορκία της Βηρυτού το καλοκαίρι του 1982. Διάφοροι δημοσιογράφοι, όπως ο Άντονυ Λιούις, επηρεασμένοι από το βιβλίο του Έντουαρντ Σαΐντ «Το Παλαιστινιακό Ζήτημα» (1979), πολλαπλασίασαν τα άρθρα που υπερασπίζονταν την παλαιστινιακή υπόθεση. Προοδευτικά περιοδικά (όπως λ.χ. το «Nation» και η «New York Review of Books») άρχισαν να διασταυρώνουν την πένα τους με συντηρητικά έντυπα ευθυγραμμισμένα με την ισραηλινή Δεξιά, όπως το «New Republic», τότε υπό τη διεύθυνση του Μάρτυ Πέρετζ, ενός αδιαπραγμάτευτου υποστηρικτή του Ισραήλ, και το «Commentary», μια επιθεώρηση που ανήκε στην American Jewish Committee, με αρχισυντάκτη εκείνη την εποχή τον νεοσυντηρητικό Νόρμαν Πόντχορετζ. Η στενή συνεργασία του Τελ Αβίβ με τη Νότια Αφρική και με αρκετές δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής –κυρίως στον στρατιωτικό τομέα και στις μυστικές υπηρεσίες– ενέτεινε ακόμα περισσότερο την απογοήτευση πολλών προοδευτικών Εβραίων της Αμερικής.

Στο όνομα της υποστήριξης του Ισραήλ και των δικών τους ιδιαίτερων οικονομικών συμφερόντων, οι νεοσυντηρητικοί Αμερικανοεβραίοι συχνά επιχείρησαν να πείσουν τους ομόθρησκούς τους να σταματήσουν να ψηφίζουν Δημοκρατικούς. Προσπαθώντας να επαναφέρει τους συμπατριώτες του στον ορθό δρόμο, ο Πόντχορετζ αναρωτιόταν το 2009: «Γιατί οι Εβραίοι είναι προοδευτικοί;» (10) –μια ερώτηση παρόμοια με εκείνη που ήδη είχε απευθύνει από το 1967 ο Μίλτον Χίμμελφαρμπ μέσα από τις στήλες του «Commentary». Κατά τη γνώμη του, αυτή η ευαισθησία οφειλόταν σε ένα πρόβλημα κατανόησης: οι Αμερικανοί Εβραίοι δυσκολεύονταν να αντιληφθούν τη θέση τους μέσα στην κοινωνία και ήταν ανίκανοι να αναγνωρίσουν τους πραγματικούς φίλους του Ισραήλ.

Το 2012, η Republican Jewish Coalition, μια συντηρητική εβραϊκή οργάνωση, δρομολόγησε μια επικοινωνιακή εκστρατεία με τίτλο «Οι τύψεις μου»: χρηματοδοτούνταν από τον Άντελσον και επεδίωκε να πείσει τους Αμερικανοεβραίους να στραφούν προς το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Όμως, για ακόμα μία φορά, η απόπειρα δεν σημείωσε καμία επιτυχία.

Μαζική απόρριψη του εποικισμού

Το 2013, το τμήμα θρησκείας και δημόσιας ζωής του ερευνητικού ινστιτούτου Pew Research Center παρουσίασε την μεγαλύτερη έρευνα που πραγματοποιήθηκε ποτέ στους κόλπους της αμερικανοεβραϊκής κοινότητας (3.745 συνεντεύξεις με ελεύθερες-ανοιχτές ερωταπαντήσεις, 70.000 ηλεκτρονικά συμπληρωμένα ερωτηματολόγια…) (11). Για τον προσδιορισμό της συλλογικής ταυτότητάς τους, η συντριπτική πλειονότητα των ερωτηθέντων ανέφερε έναν συνδυασμό παραγόντων: τις θρησκευτικές πρακτικές, το αίσθημα του ανήκειν σε μια κοινότητα, τις ανθρωπιστικές αξίες, την επιθυμία να διατηρηθεί η μνήμη του Ολοκαυτώματος, τη συμπάθεια προς το Ισραήλ ή ακόμα και τις ιδιαίτερες διατροφικές συνήθειες και την αίσθηση του χιούμορ. Ωστόσο, κανείς δεν επικαλέστηκε την προσήλωσή του στις συντηρητικές αξίες ή στον ισραηλινό εποικισμό. Επιπλέον, η υποστήριξη προς το Ισραήλ μειώνεται από χρόνο σε χρόνο, ιδίως στους Εβραίους ηλικίας 18-29 ετών.

Γενικότερα, το Pew Research Center πρόσφατα κατέδειξε την ολοκληρωτική μεταστροφή η οποία σημειώθηκε στους κόλπους των Αμερικανών Εβραίων που πρόσκεινται στους Δημοκρατικούς. Το 2001, το 48% ανάμεσά τους υποστήριζε το Ισραήλ, έναντι 18% που διάκεινταν ευνοϊκά προς τους Παλαιστίνιους. Πλέον, το 35% υποστηρίζει τους Παλαιστίνιους έναντι του 19% που υποστηρίζει το Ισραήλ (12). Οι οργανώσεις των νεαρών Αμερικανοεβραίων, όπως η IfNotNow και η J Street U (το φοιτητικό παρακλάδι της δραστήριας σε αυτό το θέμα J Street), συσπειρώνουν άτομα που απεχθάνονται την κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών και τον εποικισμό όσο ακριβώς αγαπούν το Ισραήλ. Διαβάζουν την αριστερή ισραηλινή εφημερίδα «Haaretz» και ελπίζουν ότι θα μπορέσουν να συνεργαστούν με ισραηλινές ομάδες υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων και κριτικής στον εποικισμό όπως οι Breaking the Silence, The New Israel Fund, B’Tselem, Molad, Peace Now και η διαδικτυακή έκδοση +972.

Ωστόσο, η κυβέρνηση Νετανιάχου δίνει την εντύπωση ότι δεν χρειάζεται την υποστήριξη των Εβραίων και των προοδευτικών της Αμερικής, τους οποίους μερικές φορές θεωρεί προδότες. Της αρκεί η υποστήριξη του Τραμπ και της ακροδεξιάς, όπως συμβαίνει στη Βραζιλία και σε ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του κόσμου.

Eric Alterman

Δημοσιογράφος.
Βασίλης Παπακριβόπουλος

(1Αναφέρεται από τον David Usborne, «McCain forced to ditch pastor who claimed God sent Hitler», «The Independent», Λονδίνο, 24 Μαΐου 2008.

(2Βλ. Ibrahim Warde, «“Il ne peut y avoir de paix avant l’avènement du Μessie”», «Le Monde diplomatique», Σεπτέμβριος 2002.

(3Devin O’Connor, «Casino tycoon Sheldon Adelson threatens to cut off Republican Party following midterm losses», Casino.org, 5 Δεκεμβρίου 2018, https://www.casino.org/news/casino-tycoon-sheldon-adelson-threatens-to-cut-off-republican-party

(4(Σ.τ.Μ.) Σύμφωνα με τη συνομωσιολογική θεωρία της «Μεγάλης αντικατάστασης», οι «σκοτεινές δυνάμεις που κυβερνούν τον πλανήτη» επιδιώκουν την αντικατάσταση των λευκών και χριστιανικών πληθυσμών του δυτικού κόσμου με Εβραίους, μαύρους, Άραβες, μουσουλμάνους κ.λπ.

(5Βλ. κυρίως William A. Galston, «The fracturing of the Jewish people», «The Wall Street Journal», Νέα Υόρκη, 12 Ιουνίου 2018.

(6Η δημιουργία του Ισραήλ το 1948 συνοδεύτηκε από την έξοδο 700.000 Παλαιστινίων προσφύγων. Βλ. Micheline Paunet, «La naissance de la question des réfugiés», στο «Palestine. Un peuple, une colonisation», «Manière de voir», Νο 157, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2018.

(7Αναφέρεται στο Edward S. Shapiro, «American Jewery Since World War II», τ. V, «A Time for Healing», Johns Hopkins University Press, συλλ. «The Jewish people in America», Βαλτιμόρη, 1992.

(8Βλ. Sylvie Laurent, «Ce que la Palestine m’a appris du racisme aux Etats-Unis», «Le Monde diplomatique», Φεβρουάριος 2019.

(9(Σ.τ.Μ.) Χάρη στην ανάπτυξη εξελιγμένων αρδευτικών τεχνολογιών όπως η «στάγδην άρδευση», οι Ισραηλινοί κατόρθωσαν να εφαρμόσουν μεθόδους εντατικής γεωργίας σε πολλές άνυδρες περιοχές της Παλαιστίνης.

(10Norman Podhoretz, «Why Are Jewish Liberal?», Random House, Νέα Υόρκη, 2009.

(11«A portrait of Jewish Americans», Pew Research Center, Ουάσιγκτον, 1η Οκτωβρίου 2013.

(12«Republicans and Democrats grow even further apart in views of Israel, Palestinians», Pew Research Center, 23 Ιανουαρίου 2018, https://www.people-press.org/2018/01/23/republicans-and-democrats-grow-even-further-apart-in-views-of-israel-palestinians/

Μοιραστείτε το άρθρο