Ένα φάντασμα πλανάται πάνω από την Αριστερά: η Ευρώπη. Θα στοιχειώσει και τα Κίτρινα Γιλέκα από τη στιγμή που θα θέσουν το ζήτημα των χειροπιαστών εναλλακτικών πολιτικών –κάτι που έχει πλέον αρχίσει να συμβαίνει. Διότι κάθε ιδέα που επιδιώκει «κάτι διαφορετικό» είναι καταδικασμένη να προσκρούσει πάνω στον τοίχο των ευρωπαϊκών συνθηκών. Χαλάρωση των πολιτικών λιτότητας που καταστρέφουν τις δημόσιες υπηρεσίες, τερματισμός της δημοκρατικής ανωμαλίας εξαιτίας της ύπαρξης μιας ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας χωρίς την παραμικρή πολιτική νομιμοποίηση, ξήλωμα των δομών που εξασφαλίζουν την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα τόσο πάνω στις επιχειρήσεις όσο και πάνω στις κυβερνήσεις, τερματισμός του εντελώς νοθευμένου ανταγωνισμού (μέσω του κοινωνικού και του περιβαλλοντικού ντάμπινγκ) και της μεταφοράς της παραγωγικής δραστηριότητας σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος, επανακατάκτηση της δυνατότητας χορήγησης κρατικών ενισχύσεων: όλα αυτά, αναγκαία για μια πολιτική κοινωνικής δικαιοσύνης, απαγορεύονται ρητά από τις Συνθήκες.
«Ας ξαναφτιάξουμε λοιπόν τις Συνθήκες!» Μετά την «κοινωνική Ευρώπη», το «δημοκρατικό ευρώ» αποτελεί την εναλλακτική ψευδαίσθηση που επιτρέπει στην «ασυνεπή Αριστερά» να αναβάλει τη στιγμή που θα κληθεί να αναμετρηθεί με το ευρωπαϊκό ζήτημα. Όλος ο αριστερός κόσμος θέλει να «ξαναφτιάξει τις Συνθήκες». Ας τους το πούμε καθαρά: δεν θα ξαναφτιάξουν τίποτα.
Οι Συνθήκες έχουν λάθη μονάχα για όσους θεωρούν ότι μια πολιτική κοινότητα δεν μπορεί να είναι τόσο τρελή ώστε να απαγορεύει στον εαυτό της τη δυνατότητα να επανεξετάζει τα ζητήματα του νομίσματος, του προϋπολογισμού, του χρέους ή της κυκλοφορίας των κεφαλαίων –δηλαδή να ακρωτηριάζεται εκούσια, στερώντας από τον εαυτό της τη δυνατότητα να επανεξετάζει τις πολιτικές με τις σοβαρότερες επιπτώσεις για την ευμάρεια του πληθυσμού της. Όμως, οι Συνθήκες είναι απόλυτα λειτουργικές για τον μικρό αριθμό εκείνων που, αντιθέτως, προωθούν το –ελάχιστα κρυφό– σχέδιο της μετατροπής σε απαράβατο δόγμα ενός συγκεκριμένου τύπου οικονομικής πολιτικής, η οποία ευνοεί έναν συγκεκριμένο τύπο συμφερόντων. Και μάλιστα, σε όλο αυτό να επενδύει με ιδιαίτερα νευρωτικό τρόπο μια χώρα που –εδώ και περισσότερο από μισόν αιώνα– προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της ότι η νομισματική και η δημοσιονομική ορθοδοξία αποτελούν το μοναδικό ανάχωμά της απέναντι στον ναζισμό…
Ας δούμε λοιπόν πώς προκύπτει το ευρωπαϊκό αδιέξοδο.
Ιδού το δίλημμα με το οποίο θα κληθεί να αναμετρηθεί η «δημοκρατική ευρωπαϊκή Αριστερά»: ο (πραγματικός) εκδημοκρατισμός του ευρώ προϋποθέτει την αναθεώρηση των Συνθηκών, αλλά η αναθεώρηση των Συνθηκών θα οδηγήσει αναπόφευκτα τη Γερμανία στην έξοδο –και το ευρώ στη διάλυση! Βεβαίως, όταν αποδεικνύεται υπερβολικά δύσκολο σε κάποιον να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, μπορεί πάντα να καταφύγει στη φαντασίωση –στην προκειμένη περίπτωση, στο νανούρισμα του «δημοκρατικού ευρώ».
Ωστόσο, ακόμα και για όσους δέχονται να δουν την αντίφαση και επιλέγουν τις προοδευτικές πολιτικές απέναντι στον φετιχισμό του ευρώ, το πρόβλημα δεν είναι λιγότερο οξύ. Έτσι, για τον Στέφανο Παλομπαρινί (1) η προοπτική της εξόδου από το ευρώ δεν θα μπορούσε να τεθεί μέσα στο σημερινό εκλογικό μπλοκ της Αριστεράς καθώς, ακόμα και μόνο στο άκουσμα αυτής της ιδέας, ορισμένα τμήματά της αρχίζουν να ωρύονται και να καταγγέλλουν την «αναδίπλωση στο επίπεδο του έθνους». Από μια άποψη, έχει δίκιο. Μετά το 2010, ο αριστερός διάλογος για το ευρώ απέδειξε πόσο μεγάλες ήταν οι διαιρέσεις που πυροδοτούσε το ζήτημα. Μάλιστα, αυτό ακριβώς το επιδερμικό αντανακλαστικό φανερώνεται από την επιμονή στη χίμαιρα του «άλλου ευρώ».Μια χίμαιρα που ούτε η καταστροφή της Ελλάδας δεν ήταν αρκετή για να την εξαφανίσει –και φτάνει στην πλέον θλιβερή εκδοχή της όταν επιδιώκει πεισματικά τη δημιουργία ενός «Κοινοβουλίου του ευρώ».
Όμως, υπάρχει όντως ένα διόλου ευκαταφρόνητο τμήμα της αριστερής κοινής γνώμης το οποίο, όσο και αν αποδοκιμάζει –συχνά με σφοδρότητα– το ειδικότερο περιεχόμενο των ευρωπαϊκών πολιτικών και τους καταναγκασμούς που αυτές συνεπάγονται για τις εθνικές πολιτικές, δεν παύει να αντιδρά έντονα στο άκουσμα της γενικότερης, κι ωστόσο συνεπακόλουθης, ιδέας για ρήξη με το ευρώ. Τούτοι οι αριστεροί ξιφουλκούν αδιάκοπα ενάντια στην «Ευρώπη της λιτότητας», μόλις όμως τους προταθεί η έξοδος από αυτή, αναφωνούν «Αποκλείεται!». Όσο δεν θα βρίσκει μια λύση σε αυτό το αδιέξοδο, η Αριστερά δεν πρόκειται να ανέλθει στην εξουσία.
Διότι πάντοτε θα έχει να αντιμετωπίσει την τάξη των μορφωμένων, που αποτελεί το νευραλγικό σημείο αυτής της κατάστασης. Παρ’ όλο που θεωρεί τον εαυτό της το προκεχωρημένο φυλάκιο του ορθολογισμού μέσα στην κοινωνία, στην πραγματικότητα η τάξη αυτή αποτελεί το κατεξοχήν κέντρο της ασυναρτησίας: εκείνη είναι που κυριεύεται, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη τάξη, από τον φόβο. Και μάλιστα τον μετουσιώνει σε ευρωπαϊκό ανθρωπισμό και σε πόζες αφηρημένου διεθνισμού, που της επιτρέπουν, όπως νομίζει, να διατηρεί την ηθική ανωτερότητά της –όποιο κι αν είναι το οικονομικό και το κοινωνικό τίμημα (για τους άλλους). Αυτή ακριβώς η τάξη, επομένως, δεν παύει να αναζητεί μέσω του «δημοκρατικού ευρώ» και του «Κοινοβουλίου του ευρώ» μια φαντασιακή λύση για τις εσωτερικές αντιφάσεις της. Και άρα, όπως σημειώνει ο Παλομπαρινί, μια αριστερή στρατηγική οφείλει δυστυχώς να την υπολογίζει.
Πώς λοιπόν να συγκροτηθεί σε πολιτικό μέτωπο ένα φάσμα δυνάμεων που θα περιλαμβάνει τις λαϊκές τάξεις, τις πρώτες που υπέστησαν τις ζημιές από τις ευρωπαϊκές πολιτικές (και άρα λιγότερο ευαίσθητες στους επιτηδευμένους ενδοιασμούς του ευρωπαϊσμού), έως και τη μορφωμένη μπουρζουαζία της Αριστεράς, η οποία, με τη χαρακτηριστική υπερευαισθησία της, καταλαμβάνεται από υστερική κρίση όποτε ακούγεται μια πρόταση για ρήξη με την Ευρώπη; Είναι απολύτως προφανές ότι στις πρώτες θα πρέπει να προταθεί η έξοδος από το ευρώ, γιατί αυτές ζουν μέσα στη χειροπιαστή πραγματικότητα. Η δεύτερη κατηγορία είναι εκείνη που θα απαιτήσει ειδική μεταχείριση: θα πρέπει δηλαδή να βρούμε να της προσφέρουμε κάτι.
Σε τι θα μπορούσε λοιπόν να συνίσταται η συμβολή του πραγματικού διεθνισμού στην επίλυση του ευρωπαϊκού διλήμματος της Αριστεράς; Στο να μην αφήσουμε την τάξη των μορφωμένων να νοιώσει ορφανή από ευρωπαϊκό όραμα και να της προσφέρουμε ως αντάλλαγμα μια ευρωπαϊκή ιστορική προοπτική. Δηλαδή, να την πείσουμε ότι το να εγκαταλείψει ένα μεταβατικό αντικείμενο –το ευρώ– δεν της στερεί τίποτα. Της επιτρέπει να πιστεύει αυτό που της αρέσει να πιστεύει –και από μια άποψη έχει δίκιο να το πιστεύει: η κοσμοθεωρία της σε γενικές γραμμές μπορεί να συνοψιστεί ως η προσπάθεια για μετατόπιση του κέντρου βάρους των λαών από το εθνικό επίπεδο και για προσέγγιση αναμεταξύ τους όσο το δυνατόν περισσότερο, ξεκινώντας λογικά από την ευρωπαϊκή κλίμακα. Όχι όμως με οποιονδήποτε τρόπο και με οποιοδήποτε τίμημα: θα πρέπει να πάψουμε να φυλακίζουμε αψήφιστα αυτήν τη γερά θεμελιωμένη διεθνιστική επιθυμία μέσα στο καλούπι των χειρότερων προτάσεων του νεοφιλελεύθερου οικονομισμού –τον διεθνισμό του νομίσματος, του εμπορίου και του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Συνεπώς, χωρίς να πάψουμε να εντείνουμε τις προσπάθειες να την πείσουμε ότι δεν θα υπάρξει κάποιο «άλλο ευρώ», ένα «δημοκρατικό ευρώ», οφείλουμε να εξηγήσουμε στην τάξη των μορφωμένων, η οποία σε μεγάλο βαθμό κρατά στα χέρια της τη μοίρα της αριστερής ηγεμονίας, ότι δεν θα χρειαστεί, μαζί με το ευρώ, να αποποιηθεί και τον τόσο προσφιλή σε αυτήν διάχυτο ευρωπαϊσμό. Άρα, οφείλουμε να της κάνουμε μια νέα πρόταση επί του θέματος. Μια πρόταση αρκετά ισχυρή ώστε να κατορθώσει να υποκαταστήσει την έκπτωτη υπόσχεση του ευρώ –στην οποία ωστόσο η αριστερή μπουρζουαζία γαντζώνεται επειδή φοβάται υπερβολικά το κενό. Να κάνουμε την πρόταση για ένα «νέο ευρωπαϊκό σχέδιο», στο οποίο οφείλει να αποδοθεί το κύρος μιας ιστορικής προοπτικής.
Διότι είναι όντως εφικτή η προσέγγιση των ευρωπαϊκών λαών μέσα από άλλους δρόμους, πέραν εκείνου της οικονομίας: πανεπιστημιακές σπουδές (γιατί όχι και λυκειακές;), έρευνα, τέχνες, συστηματικά εργαστήρια μετάφρασης μεταξύ ευρωπαϊκών γλωσσών, «απεθνικοποιημένη» ιστοριογραφία, τα πάντα μπορούν να «εξευρωπαϊστούν» σε μεγάλο βαθμό –και, στη συνέχεια, να «εξευρωπαΐσουν».
Ωστόσο, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να περιοριστούμε στο επίπεδο των παρεμβάσεων για την προώθηση της «Ευρώπης του πολιτισμού», καθώς γνωρίζουμε μάλλον καλά ποιες κοινωνικές τάξεις επωφελούνται κατά κύριο λόγο από αυτήν. Στην πραγματικότητα, η Ευρώπη έχει ένα τεράστιο χρέος απέναντι στις λαϊκές τάξεις, το οποίο οφείλει να εξοφλήσει. Θα ήταν προς το συμφέρον της να το θυμάται, όχι στο όνομα μιας «οικονομίας της συγγνώμης» ή μιας «εξαγοράς», αλλά ακριβώς επειδή αποτελεί αποφασιστικής σημασίας πολιτικό συμφέρον της να έχει αυτές τις τάξεις στο πλευρό της. Ας το πούμε ανοιχτά: η –απολύτως δικαιολογημένη– εχθρότητα αυτών των τάξεων απέναντι στην Ευρώπη δεν αποτελεί την μεγάλη οδυνηρή πληγή της μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ; Συνεπώς, εάν αυτή η νέα Ευρώπη, απαλλαγμένη από το ευρώ, επιθυμεί να αποκτήσει ξανά έναν κάποιο δεσμό με αυτές τις τάξεις, έχει κάθε συμφέρον να τους απευθυνθεί άμεσα –και καταρχάς στη γλώσσα που γνωρίζει πολύ καλά: τη συμπαγή γλώσσα της οικονομικής παρέμβασης. Το απλούστερο μέσο για να καταστεί η Ευρώπη επιθυμητή είναι να υποκαταστήσει τα αδυνατισμένα κράτη (που εξάλλου βρέθηκαν σε αυτήν τη θέση εξαιτίας της, κατά τη βασιλεία του ενιαίου νομίσματος): εκτεταμένα προγράμματα ανάπλασης των υποβαθμισμένων συνοικιών, προγράμματα για τον τερματισμό της ψηφιακής απομόνωσης της υπαίθρου, κονδύλια για την επαναβιομηχάνιση, χρηματοδότηση δικτύων λαϊκής εκπαίδευσης, στήριξη των συνεργατικών παραγωγικών ιστών. Όταν τίθεται σοβαρά το ερώτημα με ποιον τρόπο η Ευρώπη θα αναμορφώσει το κύρος της «επωνυμίας» της, το μόνο που δεν λείπει είναι οι ιδέες.
Και, δεδομένου ότι δεν λείπουν οι ιδέες, δεν θα έπρεπε να λείπουν και τα μέσα. Στην πραγματικότητα, σε αυτό ακριβώς το σημείο εντοπίζεται η διαφορά ανάμεσα στα λόγια του αέρα και στη συνοχή ενός στέρεου πολιτικού προγράμματος. Η φιλοδοξία του θα μπορούσε να μετρηθεί με απόλυτη ακρίβεια, με βάση τους οικονομικούς πόρους που θα του παρέχονταν. Τούτοι πολύ απλά θα υπολογίζονταν με βάση έναν συνολικό ποσοτικό στόχο, ο οποίος θα τείνει μεσοπρόθεσμα στο 3% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ και στη συνέχεια, γιατί όχι, στο 5% –στη θέση του σημερινού αξιογέλαστου 1%.
Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα θα ξεκινούσαν από το μηδέν και ότι δεν υπάρχουν ήδη κάποιες σχετικές δομές: πρόγραμμα Erasmus, Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) κ.λπ. Θα χρειαστεί όμως να επεκταθεί σημαντικά το πεδίο εφαρμογής τους, όπως και η κατεύθυνσή τους, κυρίως προς τάξεις ωφελουμένων που μέχρι σήμερα παραμελούνταν. Θα χρειαστεί επίσης να δοθεί μια πρωτοφανής διάσταση σε όλες αυτές τις δράσεις ώστε να συναρθρωθούν σε ένα αφήγημα με ιστορική εμβέλεια που, προκειμένου να καταστεί όσο το δυνατό πιο αξιόπιστο, θα προβλέπει νέες, ορατές μορφές θεσμικής έκφρασης. Πρόκειται εξάλλου για μια απαραίτητη θεσμική έκφραση, καθώς πράγματι θα χρειαστεί μια βαθμίδα εξουσίας που θα λαμβάνει τις αποφάσεις για τα πεδία, τον όγκο και την κατανομή αυτών των παρεμβάσεων. Και ποια μπορεί να είναι αυτή η βαθμίδα εξουσίας αν όχι μια κοινοβουλευτική συνέλευση αντιπροσώπων; Επιτέλους δηλαδή κάτι εντελώς διαφορετικό από το πειθήνιο «Κοινοβούλιο του ευρώ», μια πρόφαση δημοκρατίας με αποστολή την απόκρυψη του ανεπανόρθωτα μη δημοκρατικού χαρακτήρα της νομισματικής ένωσης.
Στο σημείο που βρισκόμαστε, μπορούμε να αρχίσουμε να ελπίζουμε ότι ακόμα και η μορφωμένη αστική τάξη, που θεωρεί τον εαυτό της ιδιαίτερα έξυπνο αν και συχνότατα επιδεικνύει μια εντυπωσιακή πολιτική τύφλωση, θα κατορθώσει να καταλάβει ότι είναι επείγον να σώσουμε την Ευρώπη από τον ίδιο της τον εαυτό –και ότι αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί μονάχα χάρη σε μια ριζική μετατόπιση. Όχι όμως μέσω κάποιου «μετασχηματισμού» του ενιαίου νομίσματος –το οποίο είναι εκ γενετής, και θα παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα, ορντοφιλελεύθερο– αλλά, αντίθετα, μέσω της εγκατάλειψής του. Η Ευρώπη θα ξανακερδίσει την εύνοια των λαών μονάχα αποδίδοντάς όσα μέχρι σήμερα τους απαγόρευε. Κυρίως, δίνοντάς τους το θεμελιώδες δημοκρατικό δικαίωμα να πειραματίζονται, να δοκιμάζουν, να αποπειρώνται κάτι διαφορετικό. Μόλις βγει ο ζουρλομανδύας του ευρώ, τα πάντα θα είναι και πάλι δυνατά, σύμφωνα βεβαίως με το κυρίαρχο δικαίωμα αυτοδιάθεσης κάθε πολιτικού σώματος. Και, δεδομένου ότι το ζητούμενο είναι να σκεφθούμε μια στρατηγική για την Αριστερά, ορίστε μερικές ιδέες: έλεγχος των χρηματοπιστωτικών αγορών, κοινωνικοποίηση των τραπεζών, περιορισμός της εξουσίας των μετόχων, κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής…
Είναι πολύ εύκολο να εξηγηθεί σε όσους ανησυχούν περισσότερο ότι, αν συνεχίσουμε να ακολουθούμε τον δρόμο του ευρώ, αυτό θα είναι ο τάφος κάθε αριστερής ελπίδας: κάτι τέτοιο όμως δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να εγκαταλειφθεί η ιδέα μιας ευρωπαϊκής πολιτικής κοινότητας –τουναντίον, με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να διασωθεί. Αρκεί να δεχθούμε να της προσφέρουμε τις προϋποθέσεις που θα την καταστήσουν ιστορικά εφικτή, ως το αποκορύφωμα μιας μακράς προσέγγισης –αυτή τη φορά όμως πραγματικά «ολοένα στενότερης»– μεταξύ των λαών της ηπείρου. Σε αυτή τη διαδικασία, το «νέο ευρωπαϊκό σχέδιο», απαλλαγμένο από το νεοφιλελεύθερο δηλητήριο της σημερινής Ε.Ε., θα δώσει επιτέλους τον χρόνο, τα μέσα και τις ευκαιρίες που απαιτούνται για την επιτυχία του εγχειρήματος.
- «Face à Macron, la gauche ou le populisme?», Stefano Palombarini, https://blogs.mediapart.fr