Είναι ένα μικρό εστιατόριο σε ένα δρομάκι νότια της Πνομ Πενχ, με έναν πάγκο, μερικά τραπέζια και μυρωδιά από φαλάφελ. Το «Mideast Feast» προτείνει συριακές και λιβανέζικες σπεσιαλιτέ. Ένα σπάνιο φαινόμενο σε μια πρωτεύουσα ομολογουμένως κοσμοπολίτικη, όπου όμως οι Μεσανατολίτες υπήκοοι δεν είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Ο Αμπντουλάχ Ζαλγκανά, ιδιοκτήτης του «Mideast Feast», δεν γνώριζε τίποτα για την Καμπότζη, μέχρι την απότομη προσγείωσή του εκεί.
Ο Ζαλγκανά είναι Σύριος. Μέχρι πριν από οκτώ χρόνια εργαζόταν ως αρτοποιός και εστιάτορας στη Νταραά, όπου ζούσε με τη σύζυγο και τα τέσσερα παιδιά του. Στη συνέχεια, όπως και άλλοι, όταν η πόλη του μετατράπηκε σε πεδίο μάχης, την εγκατέλειψε για τον Λίβανο. Εκεί, άφησε την οικογένειά του προς αναζήτηση μιας νέας χώρας υποδοχής. «Δεν έβλεπα μέλλον για τα παιδιά μου στον Λίβανο, με τις πολιτοφυλακές του Μπασάρ αλ Άσαντ να καταδιώκουν πρόσφυγες, την οικονομική κατάσταση και τις επιπτώσεις του πολέμου», διηγείται. Το 2012 θα ξεκινήσει ένα μακρύ ταξίδι που θα τον οδηγήσει στην άλλη άκρη του κόσμου, οδηγούμενος από την ελπίδα να φτάσει στην Αυστραλία, μια «φιλήσυχη χώρα» που, όπως του έλεγαν, «μπορείς να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου μέσα σε έξι μήνες». «Στη συριακή κοινότητα φημολογούνταν ότι η Αυστραλία ήταν καλύτερη επιλογή από την Ευρώπη. Είχα και έναν αδελφό εκεί, που είχε εγκαταλείψει τη Συρία πριν από τον πόλεμο», εξηγεί. Ήρθε λοιπόν σε επαφή με διακινητές, οι οποίοι τον έστειλαν στην Ινδονησία. Από εκεί επιβιβάστηκε σε μια βάρκα με εβδομήντα ένα άλλα άτομα. Σε μια απλή μηχανοκίνητη λέμβο, για μια διαδρομή άνω των τετρακοσίων χιλιομέτρων μέχρι το νησί των Χριστουγέννων, έδαφος της Αυστραλίας, χαμένο κάπου στο μέσο του Ινδικού ωκεανού. «Το ταξίδι ήταν απαίσιο. Έπειτα από μία ημέρα, ο ένας από τους δύο κινητήρες της βάρκας σταμάτησε να λειτουργεί. Περισσότερες από μία φορές πίστεψα πως θα πεθαίναμε». Τέσσερις ολόκληρες ημέρες και μία νύχτα γεμάτες αγωνία πέρασαν μέχρι οι Ινδονήσιοι διακινητές να τους εγκαταλείψουν σε μια παραλία. Εκεί περισυλλέχθηκαν από Αυστραλούς συνοριοφύλακες και οδηγήθηκαν σε ένα κέντρο κράτησης. Το καλοκαίρι εκείνο του 2013, πάνω από δύο χιλιάδες άτομα στοιβάζονταν εκεί: αιτούντες άσυλο εν αναμονή της μεταφοράς τους σε ένα από τα κέντρα κράτησης του νησιωτικού κράτος Ναούρου ή στην Παπούα Νέα Γουινέα. Στην πραγματικότητα, κανείς τους δεν θα μπορούσε να προσεγγίσει ποτέ την Αυστραλία, διότι μόλις λίγους μήνες νωρίτερα η Καμπέρα είχε επανενεργοποιήσει και σκληρύνει την αδιάλλακτη πολιτική της σχετικά με την επαναπροώθηση των boat people (πρόσφυγες που εγκαταλείπουν τη χώρα, επιβιβαζόμενοι σε βάρκες) –την αποκαλούμενη «Λύση του Ειρηνικού».
Η πολιτική αυτή, που εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, βασίζεται σε παλαιότερες συμφωνίες με τους δύο φτωχότερους γείτονες της Αυστραλίας. Με αντάλλαγμα χρηματικές αποζημιώσεις, τα κράτη αυτά συμφώνησαν να δέχονται τους παράνομα εισελθόντες αιτούντες άσυλο. Μέχρι την εξέταση του φακέλου τους, συμφωνήθηκε να κρατούνται σε υπεράκτια κέντρα κράτησης, κατασκευασμένων με έξοδα της Καμπέρα και διαχειριζόμενων από ιδιωτικές εταιρείες, βάσει σύμβασης με την κυβέρνηση. Η επίσημη εκδοχή είναι ότι πρόκειται για τρόπο καταπολέμησης των δικτύων διακινητών, μέσω της αποθάρρυνσης κάθε προσπάθειας προσέγγισης των ακτών με πλωτά μέσα.
Σύμφωνα με τις οργανώσεις προστασίας ανθρώπινων δικαιωμάτων, η Αυστραλία τυπικά ευθυγραμμίζεται με το διεθνές δίκαιο, ιδίως με την αρχή της μη επαναπροώθησης που περιέχεται στη Σύμβαση της Γενεύης για τους Πρόσφυγες, της οποίας είναι υπογράφον μέλος (1). Και η μέθοδος που ακολούθησε ενέπνευσε την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία ανέπτυξε πολιτικές «εξωτερικής ανάθεσης της φύλαξης των συνόρων», όπως για παράδειγμα τη συμφωνία με την Τουρκία.
Στην Αυστραλία, οι Συντηρητικοί που σχεδίασαν αυτή την υπεργολαβική στρατηγική τονίζουν την αισθητή μείωση των παράνομων αφίξεων στη χώρα: λιγότερες από 150 ανά έτος μεταξύ 2002 και 2008, έναντι 3.000 έως 5.500 ανά έτος μεταξύ 1999 και 2001 (2). Εντούτοις, το 2007, μια έκθεση της Oxfam εκτιμά το συνολικό κόστος της –από τις αναχαιτίσεις πλοίων έως τα έξοδα διαχείρισης των κέντρων κράτησης– σε περισσότερα από 1 δισ. δολάρια Αυστραλίας (625 εκατομμύρια ευρώ) μέσα σε έξι έτη (3), για την υποστήριξη λιγότερων από 1.700 άτομα. Υπό το βάρος έντονων επικρίσεων, η «Λύση του Ειρηνικού» ανεστάλη το 2008 από την κυβέρνηση των Εργατικών που ανήλθε στην εξουσία. Τα κέντρα κράτησης του Ναούρου και της νήσου Μανούς (Παπούα Νέα Γουινέα) εκκενώθηκαν…. για να ξανανοίξουν τέσσερα χρόνια αργότερα.
Απαντώντας σε ένα νέο κύμα παράνομων αφίξεων και φονικών ναυαγίων (4), η κυβέρνηση αναβίωσε τις συμφωνίες συνεργασίας με τα δύο κράτη και σκλήρυνε την πολιτική της. Αν και η Αυστραλία εξακολουθεί να δέχεται αρκετές χιλιάδες αιτούντες άσυλο που φτάνουν νόμιμα στο έδαφός της (5), επιδεικνύει μηδενική ανοχή απέναντι στους παράνομα εισελθόντες. «Σε κανέναν αιτούντα άσυλο που φτάνει στην Αυστραλία διά θαλάσσης δεν θα επιτραπεί ποτέ να εγκατασταθεί στην επικράτειά της ως πρόσφυγας», απειλούσε ο πρώην πρωθυπουργός της Αυστραλίας Κέβιν Ραντ (BBC, 19 Ιουλίου 2013). Λίγη σημασία έχουν η νομιμότητα του αιτήματος ή οι δυσκολίες που αντιμετώπισε για την υποβολή του. Ένας Σύριος που υποβάλλει αίτημα ασύλου για την Ευρώπη ή την Αυστραλία από μια χώρα όπου κατάφερε να διαφύγει (όπως η Τουρκία ή ο Λίβανος) διακινδυνεύει να έρθει αντιμέτωπος με άρνηση, υπό το πρόσχημα ότι η αίτησή του υποβλήθηκε από μια «ασφαλή τρίτη χώρα». Η απόκτηση προσωρινής βίζας δεν είναι λιγότερο κοπιαστική. Όσο για τους παράνομα εισελθόντες που παγιδεύονται στα δίχτυα της πολιτικής αυτής, έχουν δύο επιλογές: την πτήση επιστροφής στη χώρα καταγωγής τους ή τη μεταφορά τους σε υπεράκτια κέντρα κράτησης –για ακαθόριστο χρονικό διάστημα.
Αν και η συμφωνία με την Παπούα Νέα Γουινέα προβλέπει, θεωρητικά, τη μόνιμη εγκατάσταση των προσφύγων στην επικράτειά της, στην πραγματικότητα «οι αρχές δεν τους χορηγούν κανένα νομικό καθεστώς», καταγγέλλει σε έκθεσή της η Διεθνής Αμνηστία (6). Οι δε αρχές του Ναούρου αρνούνται επίσημα οποιαδήποτε μόνιμη εγκατάσταση. Οι πρόσφυγες θα λάβουν στην καλύτερη των περιπτώσεων μια πενταετή βίζα, στη συνέχεια μια δεκαετή, με έξοδα της αυστραλιανής κυβέρνησης. «Τα υπεράκτια κέντρα κράτησης, που αρχικά ήταν χώροι προσωρινής μεταφοράς προσφύγων, μετατράπηκαν σε μόνιμα κέντρα κράτησης, χωρίς άλλη διέξοδο παρά την επιστροφή στη χώρα καταγωγής τους», μας εξηγεί ο Ίαν Ρίντουλ, εκπρόσωπος της αυστραλιανής ΜΚΟ Refugee Action Coalition.
Όταν ο Ζαλγκανά μεταφέρθηκε στο Ναούρου τον Απρίλιο του 2014, περίπου 1.200 άτομα ζούσαν εκεί. «Κοιμόμασταν ανά σαραντάδες σε μεγάλες βρώμικες σκηνές, χωρίς καμία ιδιωτικότητα. Δεν υπήρχαν παρά δέκα τουαλέτες και δέκα ντους χωρίς πόρτα. Δεν ήμασταν εγκληματίες, εκείνο το κέντρο όμως ήταν φυλακή». Πέρα από τις αβάσταχτες συνθήκες ζωής, ήταν η κατάσταση, θολή και αδιέξοδη, που τον διέλυε. «Ήμασταν όλοι υπό την επήρεια αντικαταθλιπτικών και υπνωτικών χαπιών για να καταφέρουμε να κοιμηθούμε. Η ατμόσφαιρα γινόταν ολοένα και χειρότερη, λόγω των καυγάδων που ξεσπούσαν και κυρίως λόγω των αυτοκτονιών. Θυμάμαι κάποιον που είχε καταπιεί ένα μπουκάλι χάπια, έναν άλλο που είχε αυτοπυρποληθεί…». Ο Ζαλγκανά έχει χάσει πλέον τον λογαριασμό, όμως οι αδικοχαμένοι κατοικούν πάντα στους εφιάλτες του. Παρά τους περιορισμούς πρόσβασης στα κέντρα κράτησης που έχουν επιβληθεί από τις αρχές, πολλές διαδοχικές έρευνες καταγγέλλουν τις συνθήκες ζωής των κρατούμενων. Η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR), αντιπροσωπεία της οποίας επισκέφτηκε το Ναούρου στα τέλη του 2013, μαρτυρά «συστηματικές και αυθαίρετες κρατήσεις» που αντίκεινται στο διεθνές δίκαιο και κριτικάρει την απουσία μακροπρόθεσμης λύσης για έναν πληθυσμό που διατηρείται σε κατάσταση αβεβαιότητας (7).
Με ημερομηνία έναρξης το 2013, η εκστρατεία «Κυρίαρχα Σύνορα», στρατιωτική επιχείρηση επαναπροώθησης των παράνομων πλοίων προς τα σημεία αναχώρησής τους, περιόρισε τις αφίξεις. Έγινε όμως επείγουσα η εύρεση λύσης για τους σχεδόν τρεις χιλιάδες πρόσφυγες, στοιβαγμένους στα νησιά Μανούς και Ναούρου. Η Νέα Ζηλανδία πρότεινε την υποδοχή στο έδαφός της εκατόν πενήντα προσφύγων ανά έτος, η Αυστραλία όμως απέρριψε την προσφορά, εκτιμώντας ότι μια τέτοια προοπτική, τόσο δελεαστική, θα ήταν απλά βούτυρο στο ψωμί των διακινητών. Η Καμπέρα θεώρησε πως θα βρει τη σωτηρία στην εξωτερική ανάθεση του έργου.
Στις 26 Σεπτεμβρίου 2014, ο Σκοτ Μόρρισον, τότε υπουργός Μετανάστευσης, ανακοινώνει την υπογραφή μιας πρωτοφανούς συμφωνίας με την Καμπότζη. Προϊόν κρυφών διαπραγματεύσεων, η συμφωνία προέβλεπε την εγκατάσταση στην επικράτεια της Καμπότζης ενός μέρους των προσφύγων που ήταν στοιβαγμένοι στο Ναούρου, με την Πνομ Πενχ να λαμβάνει ως αντάλλαγμα 40 εκατομμύρια δολάρια Αυστραλίας (25 εκατομμύρια ευρώ) υπό τη μορφή αναπτυξιακής βοήθειας. Το ταξίδι, την υποδοχή και την εγκατάσταση των προσφύγων ανέλαβε η Αυστραλία, επίσης με δικά της έξοδα, προβλέποντας ένα συνολικό προϋπολογισμό 15 εκατομμυρίων δολαρίων (9,4 εκατομμύρια ευρώ), χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις για το θέμα.
«Μία από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου έπεισε μία από τις φτωχότερες να δεχτεί τους πρόσφυγες που δεν ήθελε», συνόψιζε το αμερικανικό περιοδικό «Foreign Policy» (8), ενώ ο Αντόνιο Γκουτέρες, σημερινός Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, τότε Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, κατήγγελλε «μια ανησυχητική παρέκκλιση από τους διεθνείς κανόνες (9)». Παρ’ όλο που δεν παραβιάζει ρητά το διεθνές δίκαιο, η συμφωνία συνιστά τουλάχιστον «ένα επικίνδυνο προηγούμενο που υπονομεύει την ακεραιότητα του συστήματος κατανομής ευθυνών έναντι των προσφύγων», αναλύει η Μαντλίν Γκλίσον, δικηγόρος και ερευνήτρια στο πανεπιστήμιο της Νέας Νότιας Ουαλίας (10).
«Με τη συμφωνία αυτή, η Αυστραλία ήλπιζε επιτέλους να βρει το κομμάτι του παζλ που έλειπε από την υπεράκτια πολιτική ασύλου της: μια μακροπρόθεσμη λύση», υπογραμμίζει η ερευνήτρια. Η συμφωνία είναι τουλάχιστον σαφής σε ένα σημείο: οι πρόσφυγες πρέπει να προσφερθούν εθελοντικά. Όμως, οι δέσμιοι του Ναούρου δεν έδειξαν ιδιαίτερο ενθουσιασμό στο άκουσμα των νέων. Ενώ οι υπουργοί Εσωτερικών της Αυστραλίας και της Καμπότζης άνοιγαν σαμπάνιες, ένα νέο κύμα διαμαρτυριών προκαλούσε αναταραχή στα κέντρα κράτησης, από τα τέλη Σεπτεμβρίου μέχρι και τις αρχές Οκτωβρίου του 2014. Όταν οι πρώτες καμποτζιανές αντιπροσωπείες έφτασαν εκεί, στις αρχές του 2015, κανένας εθελοντής δεν παρουσιάστηκε. «Τους μήνες που ακολούθησαν, μας ανέφεραν πιέσεις που ασκήθηκαν σε πρόσφυγες, εκβιασμούς και ψεύτικες υποσχέσεις», λέει ο Ρίντουλ. Ματαίως: μόλις επτά ανάμεσά τους δέχτηκαν να σταλούν στην Καμπότζη.
Ο Ζαλγκανά είναι ένας από αυτούς. Το 2016, συναινεί στη μετεγκατάστασή του στην Πνομ Πενχ, υπό την προϋπόθεση ότι η Αυστραλία θα επαναπατρίσει εκεί την οικογένειά του, που ζούσε ακόμη στον Λίβανο. «Στην αρχή, έλεγαν ότι η οικογενειακή επανένωση ήταν αδύνατη. Όμως, μετά από έναν χρόνο, μου ανακοίνωσαν πως η οικογένειά μου θα με συναντούσε μετά την πάροδο τριών ή τεσσάρων μηνών», μας διηγείται. Με το που αποβιβάστηκε στην πρωτεύουσα της Καμπότζης τον Νοέμβριο του 2016, το τοπικό παράρτημα του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης ανέλαβε να τον καθοδηγήσει και να του παρέχει στέγη για μια περίοδο τριών μηνών, μετά το πέρας της οποίας, και χάρη σε ένα βοήθημα του αυστραλιανού κράτους, μπόρεσε να ξεκινήσει το εστιατόριό του. Όμως, περισσότερο από έναν χρόνο μετά την άφιξή του, η οικογενειακή επανένωση είναι στο σημείο μηδέν. Ο Ζαλγκανά φοβάται ότι το αίτημά του έχει ξεχαστεί, παρατημένο μέσα στη χαρτούρα μιας αποτυχημένης συμφωνίας, καθώς η συμφωνία μεταξύ Καμπότζης και Αυστραλίας έλαβε οριστικά τέλος το φθινόπωρο του 2018. Η αποτυχία της συμφωνίας είναι τόσο εμφανής που δεν υπάρχει πιθανότητα ανανέωσής της. Από τους επτά πρόσφυγες που μετεγκαταστάθηκαν, οι τέσσερις έχουν ήδη εγκαταλείψει τη χώρα.
«Από την αρχή, η συμφωνία αυτή δεν ήταν παρά μια τεράστια φάρσα», καταγγέλλει ο Ρίντουλ. «Η κυβέρνηση αναζητούσε απεγνωσμένα μια διέξοδο για την υπεράκτια πολιτική ασύλου της. Τελικώς, σπατάλησε περισσότερα από 40 εκατομμύρια δολάρια για τη μετεγκατάσταση επτά ατόμων. Αγγίξαμε τα όρια του παραλογισμού». Οι απόπειρες αντίστοιχων διαπραγματεύσεων με άλλες χώρες, όπως το Κιργιστάν, δεν ευοδώθηκαν ποτέ.
Μία μόνο πιθανή διέξοδος παραμένει: η συμφωνία που συνήφθη με τις ΗΠΑ κατά τους τελευταίους μήνες της προεδρίας του Μπαράκ Ομπάμα, σύμφωνα με την οποία η Ουάσιγκτον θα δεχόταν έως 1.200 πρόσφυγες που κρατούνταν στα υπεράκτια κέντρα κράτησης. Οι ρήτρες της συμφωνίας του Σεπτεμβρίου 2016 δεν δημοσιοποιήθηκαν στο ευρύ κοινό. Όμως, τον ίδιο μήνα, η Καμπέρα ανακοίνωσε την πρόθεσή της να δεχθεί έναν αόριστο αριθμό αιτούντων άσυλο προερχόμενων από τη Νότια Αμερική, που σήμερα κρατούνται σε κέντρα διαχειριζόμενα από τις ΗΠΑ. Όλα αυτά ήταν αρκετά για να τροφοδοτήσουν τις φήμες περί «ανταλλαγής προσφύγων», παρά τις διαψεύσεις της αυστραλιανής κυβέρνησης (11). Παραδόξως, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έθεσε τέλος στη συμφωνία. Αν και ο Αμερικανός πρόεδρος την χαρακτήρισε «ηλίθια», δεσμεύτηκε να την τηρήσει. Από το φθινόπωρο του 2016, 445 πρόσφυγες, εκτοπισμένοι στο Ναούρου και στο Μανούς, έλαβαν άσυλο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ουάσιγκτον απέρριψε περίπου 200 άλλους, μεταξύ των οποίων και αρκετούς Ιρανούς. Καμία νέα διαδικασία μεταφοράς δεν ανακοινώθηκε έκτοτε.
Άνθρωποι πέρα από τα όρια της απόγνωσης
Σύμφωνα με έκθεση του αυστραλιανού Κοινοβουλίου, μεταξύ των ετών 2012 και 2017, η πολιτική της υπεράκτιας κράτησης των αιτούντων άσυλο κόστισε σχεδόν 5 δισεκατομμύρια δολάρια (πάνω από 3 δισεκατομμύρια ευρώ) στο κράτος, χωρίς να υπολογίσουμε τα κονδύλια «αναπτυξιακής βοήθειας» που προβλέπονταν από περιφερειακές συμφωνίες. Πολύ σεβαστό ποσό για την κράτηση μόλις 3.127 προσφύγων και αιτούντων άσυλο από το 2012. Χίλιοι τετρακόσιοι από αυτούς παραμένουν πάντα μπλοκαρισμένοι στα νησιά Μανούς και Ναούρου. Παρ’ όλο που τα κέντρα κράτησης είναι πλέον ανοιχτά, τα νησιά εξακολουθούν να αποτελούν φυλακή για τους άνδρες, τις γυναίκες και τα παιδιά, που στην πραγματικότητα διαθέτουν μόνο μια σχετική ελευθερία κυκλοφορίας. Εκδιωγμένη τον περασμένο Οκτώβριο από τις αρχές του Ναούρου, έχοντας συμβιώσει με τους πρόσφυγες για διάστημα έντεκα μηνών, η ΜΚΟ Γιατροί Χωρίς Σύνορα περιγράφει έναν πληθυσμό «που έχει ξεπεράσει τα όρια της απόγνωσης» και καταγράφει «έναν ανησυχητικό αριθμό αποπειρών αυτοκτονίας και αυτοτραυματισμών» (12). Τον Δεκέμβριο του 2018, 1.200 πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο, με την υποστήριξη της νομικής οργάνωσης National Justice Project, κίνησαν τις απαραίτητες νομικές διαδικασίες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυστραλίας, κατηγορώντας το αυστραλιανό κράτος για την παράνομη και αυθαίρετη κράτησή τους, τις διώξεις που υπέστησαν, όπως επίσης και για την τέλεση βασανιστηρίων και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.
Όσο για τον Αμπντουλάχ Ζαλγκανά, θεωρεί τον εαυτό του επιζώντα. Τον περασμένο Ιανουάριο, έπειτα από δύο χρόνια αναμονής, η οικογένειά του κατέφτασε επιτέλους στην Καμπότζη.