«Απέναντι στη Ρωσία που βρίσκεται στα σύνορά μας και η οποία απέδειξε ότι μπορεί να γίνει απειλητική (…), οφείλουμε να έχουμε μια Ευρώπη που θα μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της σε μεγαλύτερο βαθμό μόνη της, χωρίς να εξαρτάται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, και μάλιστα κατά τρόπο που να διασφαλίζει τα κυριαρχικά δικαιώματά της.»
Μερικές ημέρες αργότερα, στις 13 Νοεμβρίου, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ ακολούθησε το παράδειγμά του. Σε έναν λόγο της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, απηύθυνε έκκληση για «τη δημιουργία ενός οράματος που θα μας επιτρέψει να κατορθώσουμε μια ημέρα να διαθέτουμε έναν πραγματικό ευρωπαϊκό στρατό». Ανανέωσε δε την πρότασή της για δημιουργία ενός «Συμβουλίου Ευρωπαϊκής Ασφάλειας» με κυκλική προεδρία, το οποίο «θα μπορεί να λαμβάνει σημαντικές αποφάσεις με συντομότερες διαδικασίες».
Δεν απέκλεισε μάλιστα το ενδεχόμενο, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, να εγκαταλειφθεί η ομοφωνία ως απαραίτητος όρος για τη λήψη αποφάσεων. Ωστόσο, από τα λόγια ώς τις πράξεις μεσολαβεί μεγάλη απόσταση. Η «Ευρώπη της Άμυνας» περιορίζεται αυτή τη στιγμή σε έναν απλό συντονισμό των εθνικών προσπαθειών. Δεν οργανώνει την άμυνα της ευρωπαϊκής επικράτειας –η οποία δεν έχει καν καθοριστεί ακόμα καθώς, απ’ ό,τι φαίνεται, η Ένωση έχει την τάση να επεκτείνεται αδιάκοπα– αλλά και δεν διαθέτει ούτε δύναμη άμεσης επέμβασης ούτε και επιχειρησιακή στρατιωτική διοίκηση –απαραίτητα χαρακτηριστικά για ένα αμυντικό σύστημα που σέβεται τον εαυτό του.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, διχασμένη ανάμεσα στις ανησυχίες των χωρών της Βαλτικής, του Βορρά και της Ανατολικής Ευρώπης σε σχέση με τη γειτονική τους Ρωσία και τις έγνοιες που προκαλεί στη Δυτική και τη Νότια Ευρώπη η αποσταθεροποίηση της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, δεν μπορεί να εκπονήσει μια ενιαία στρατηγική. Σύμφωνα με τον Υμπέρ Βεντρίν, πρώην υπουργό Εξωτερικών της Γαλλίας, σε αυτή την Ευρώπη όπου εδώ και δεκαετίες η «ευτυχία ταυτίζεται με την ειρήνη», οι ηγέτες ζουν «σε μια κατάσταση στρατηγικού λήθαργου». Γι’ αυτόν τον λόγο, όπως υπενθύμιζε ο Κριστιάν Μαλί, πρώην διευθυντής στρατηγικών προοπτικών της Thales (1), οι μέχρι σήμερα προσπάθειες για τον καθορισμό των προτεραιοτήτων ή για τον εντοπισμό των κοινών εχθρών μπορούν να συνοψιστούν «σε μια διαδοχή ευχολογίων και αποδεδειγμένων αποτυχιών» (2). Κατά τη γνώμη του, το αποτέλεσμα συνίσταται σε ένα «μικροσκοπικό στρατιωτικό πρόγραμμα που βαπτίστηκε πομπωδώς “Ευρώπη της Άμυνας”» και το οποίο περιορίζεται σε «εξωτικές αποστολές» –αποκαλούμενες και «αποστολές του Πέτερσμπεργκ» (3)– ενώ διέπεται από τις αρχές της «συμπληρωματικότητας» και της «κατανομής των καθηκόντων» με το (υπό αμερικανική διοίκηση) ΝΑΤΟ, το οποίο διατηρεί την αποκλειστικότητα της πραγματικής άμυνας της ευρωπαϊκής ηπείρου (4).
Ωστόσο, πολλοί παράγοντες συνηγορούν υπέρ της αύξησης της ισχύος της Ένωσης. Καταρχάς, το τέλος της «ιδεολογικής και στρατηγικής κεντρικής θέσης» της Ευρώπης, σύμφωνα με τον Ζαν Μαρί Γκεενό, πρώην αναπληρωτή γενικό γραμματέα του ΟΗΕ. Στη συνέχεια, η σταδιακή αμερικανική γεωπολιτική μετατόπιση προς την Ασία, που έχει ως συνέπεια ότι «ο στρατιώτης Ράιαν δεν θα ξαναέρθει» (5), όπως προειδοποιεί ο στρατηγός Βανσάν Ντεπόρτ. Επίσης, η διεύρυνση του πεδίου του πολέμου «από το ουκρανικό Ντονμπάς ώς την υποσαχάρια ζώνη, μέχρι και το Μπατακλάν» (6) (πάλι κατά τον Ντεπόρτ), που συνοδεύεται από το θόλωμα των συνόρων μεταξύ άμυνας και ασφάλειας. Τέλος, η εκρηκτική αύξηση του κόστους των εξοπλισμών (μεταφορά στρατευμάτων και υλικού σε μεγάλες αποστάσεις, συστήματα αερομαχίας και ναυμαχίας, πύραυλοι, ρομπότ, μη επανδρωμένα αεροσκάφη, πόλεμος ναρκοπεδίων, αμφίβιες επιχειρήσεις ή ρίψη αλεξιπτωτιστών, ηλεκτρονική ή διαστημική κατασκοπία κ.λπ.). Σύντομα, κανένας στρατός στην Ευρώπη δεν θα έχει πλέον από μόνος του τη δυνατότητα να παρέμβει πρώτος σε ένα θέατρο επιχειρήσεων ούτε και να επιχειρήσει μια επέμβαση μεγάλης διάρκειας.
Ένας άλλος παράγοντας που θα όφειλε να παρακινήσει τους ηγέτες και τις κυβερνήσεις της Ένωσης να αναλάβουν δράση είναι ότι η ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας παρουσιάζει παντού ρωγμές. Οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν από τη Συνθήκη για τους Αντιβαλλιστικούς Πυραύλους (ΑΒΜ), καθώς και από τη Συνθήκη για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μέσου Βεληνεκούς (INF). Από την πλευρά τους, οι Ρώσοι έχουν αποκηρύξει τη Συνθήκη για τις Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη (CFE), ενώ εξετάζουν το ενδεχόμενο να μην ανανεώσουν το 2021 τη Συνθήκη New Start για τη μείωση των στρατηγικών όπλων. Ταυτόχρονα όμως, το Brexit δημιουργεί νέες δυνατότητες για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πράγματι, το Λονδίνο μπλοκάριζε συστηματικά επί δεκαετίες όλα τα σχέδια που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ανταγωνιστικά του ΝΑΤΟ ή να δυσαρεστήσουν την Ουάσιγκτον, όπως τη δημιουργία ενός μόνιμου Γενικού Επιτελείου της Ένωσης ή τη διεύρυνση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (EDA).
Έτσι, την τελευταία διετία παρατηρείται μια κάποια κινητικότητα στον τομέα: α) δημιουργία Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας, με προβλεφθέντα κονδύλια 13 δισ. ευρώ σε βάθος επταετίας, β) ενίσχυση του μικρού στρατιωτικού επιτελείου, το οποίο είναι επιφορτισμένο με τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων που του ανατίθενται με ευρωπαϊκή ή διεθνή εντολή (2.500 άτομα), γ) εντοπισμός τριάντα περίπου «κενών στρατιωτικής ικανότητας», που θα πρέπει να καλυφθούν με τη δρομολόγηση ισάριθμων προγραμμάτων (μεταξύ των οποίων το μη επανδρωμένο αεροσκάφος MALE – medium altitude long endurance), τα οποία θα αναλαμβάνει εθελοντικά μια ομάδα κρατών-μελών, στο πλαίσιο μιας μόνιμης, διαρθρωμένης συνεργασίας, δ) δρομολόγηση ενός ταμείου για τη στρατιωτική κινητικότητα (6,5 δισ. ευρώ) και ε) ανανέωση των ευρωπαϊκών διευκολύνσεων για την ειρήνη (10,5 δισ. ευρώ), προοριζόμενων για την υποστήριξη πρωτοβουλιών εκ μέρους χωρών-εταίρων, κυρίως αφρικανικών. Τα κονδύλια θα είναι διαθέσιμα από το 2021.
Επί του παρόντος, τα περισσότερα από αυτά τα προγράμματα υπάρχουν μονάχα στα χαρτιά. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε τον προϋπολογισμό τους στις 18 Απριλίου 2019, αλλά η λειτουργία του κάθε εργαλείου πρέπει να οριστεί μέσα από διαπραγματεύσεις μεταξύ των κρατών-μελών. Για παράδειγμα, η πρόσβαση στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας θα είναι δυνατή μονάχα στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, όπως θα το επιθυμούσε η γαλλικού τύπου λογική της εθνικής/ενωσιακής κυριαρχίας; Ή θα είναι ανοιχτή στους πάντες, όπως επιθυμούν οι Ολλανδοί φιλελεύθεροι, οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, οι Πολωνοί ηγέτες και, φυσικά, οι Αμερικανοί επίσημοι, που έχουν ήδη απειλήσει την Ευρώπη με αντίποινα εάν αποκλειστούν οι επιχειρήσεις τους από τις αγορές; Η σοσιαλίστρια Ελέν Κονβέ-Μουρέ, αντιπρόεδρος της γαλλικής Γερουσίας, καταγγέλλει ένα «επικίνδυνο παιχνίδι που παίζεται σε βάρος των παλαιότερων και πλέον αποφασισμένων συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών», με τους Αμερικανούς να προσπαθούν να «υπονομεύσουν τις προσπάθειες των Ευρωπαίων να αποκτήσουν μια πιο αυτόνομη άμυνα» (7).
Η επιθυμία για άνοιγμα, βασισμένη μεταξύ άλλων στην επιθυμία να μην απομονωθεί το Ηνωμένο Βασίλειο, εγκυμονεί τον κίνδυνο να ευνοηθεί μια πολιτική η οποία θα αποτελεί τον Δούρειο Ίππο που θα επιτρέψει στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ –ενδεχομένως και στην Κίνα– να αποσπάσουν κονδύλια για έρευνα και ανάπτυξη οπλικών συστημάτων προορισμένων για την ευρωπαϊκή ήπειρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν ισχύει καμία ευρωπαϊκή προτίμηση όσον αφορά τις αγορές αμυντικού εξοπλισμού, τις οποίες κάθε χώρα-μέλος πραγματοποιεί μέσα σε ένα καθεστώς αταξίας. Στο εσωτερικό της Ένωσης υπάρχουν 178 οπλικά συστήματα (έναντι 30 στις ΗΠΑ), είκοσι περίπου μοντέλα τεθωρακισμένων, τρεις τύποι καταδιωκτικών αεροσκαφών κλπ. Έτσι, από τα 227 δισ. ευρώ που δαπανήθηκαν το 2017 από το σύνολο των ευρωπαϊκών στρατών, το κόστος των «μη-ευρωπαϊκών» οπλικών συστημάτων εκτιμάται στα 25 δισ. ευρώ (8).
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Βελγίου, που επέλεξε να αγοράσει τα αμερικανικά καταδιωκτικά F-35 αντί για αεροσκάφη που κατασκευάζονται στην Ευρώπη (Rafale, Eurofighter, Gripen). Τo F-35, ήδη επιλεγμένο από μια δεκάδα ευρωπαϊκών χωρών, μόλις τώρα αρχίζει να χρησιμοποιείται επιχειρησιακά. Θεωρείται πραγματική πληγή για τους αμυντικούς προϋπολογισμούς, λόγω των όρων που επιβάλλονται στους αγοραστές: κλειστό σύστημα, υποχρέωση εμπιστευτικότητας, λογισμικό συνδεδεμένο με εκείνο του κατασκευαστή (Lockheed-Martin) και υπέρογκο κόστος. Μάλιστα, στις 18 Μαρτίου 2019, σε ένα πέρασμά της από την Ουάσιγκτον, η Γαλλίδα υπουργός Άμυνας Φλοράνς Παρλύ έφθασε στο σημείο να δηλώσει ενώπιον του Ατλαντικού Συμβουλίου ότι «η ρήτρα αλληλεγγύης του ΝΑΤΟ είναι το άρθρο 5, όχι το άρθρο F-35».
Για την ώρα, το επιτελείο της Ε.Ε. αρκείται στη διεξαγωγή εκπαιδευτικών αποστολών. Δεν διαθέτει στρατιωτικές μονάδες διαθέσιμες ανά πάσα στιγμή. Στα δεκατρία χρόνια ύπαρξής του, οι τακτικές στρατιωτικές δυνάμεις του (battlegroups), κάθε μία αποτελούμενη από 1.500 στρατιώτες και με εξαμηνιαία εναλλαγή προσωπικού, δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ούτε μία φορά σε πραγματικές επιχειρήσεις. Αντίθετα, σήμερα, ελλείψει μέσων, ορισμένες απαιτητικές και πολύπλοκες επιχειρήσεις όπως η «Άρτεμις» (Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, 2003) και η «Αταλάντη» (Ινδικός Ωκεανός, από το 2008) θα ήταν χωρίς αμφιβολία αδύνατον να πραγματοποιηθούν.
Ο διάλογος πλέον επικεντρώνεται στην αμοιβαιοποίηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων. Η σύγκλιση όμως των αμυντικών δογμάτων, των χρονοδιαγραμμάτων και των στρατηγικών προτεραιοτήτων των χωρών που παράγουν και αγοράζουν οπλικά συστήματα εξακολουθεί να παραμένει μια δύσκολη υπόθεση, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν και ορισμένες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις: το ευρωπαϊκό σύστημα δορυφορικής πλοήγησης Galileo που δρομολογήθηκε το 2001, τώρα μόλις αρχίζει να γίνεται επιχειρησιακό, καθώς προηγήθηκαν καθυστερήσεις στην υλοποίησή του και εκτίναξη του κόστους του (9). Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση του μεταγωγικού αεροσκάφους Α 400Μ ή του ελικόπτερου Eurocopter EC665 Tiger.
Το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές χώρες αισθάνονται σχεδόν υποχρεωμένες να αγοράζουν αμερικανικά όπλα έχει δύο συνέπειες: αφενός οι σχετικές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις χάνουν αγορές και, αφετέρου, εξανεμίζονται οι αμυντικοί προϋπολογισμοί τους, γεγονός που εγκυμονεί τον κίνδυνο να βρεθούν με «στρατούς μπονσάι» (10). Ακόμα και ο γαλλικός στρατός, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για έναν από τους καλύτερα στελεχωμένους και ενεργούς στρατούς της Ευρώπης, αλλά και για έναν από τους στρατούς που εξαρτάται λιγότερο από αγορές συστημάτων από το εξωτερικό, δεν θα μπορέσει να διεξάγει ταυτόχρονα τον εκσυγχρονισμό της πυρηνικής δύναμης αποτροπής του, την απόκτηση ενός δεύτερου αεροπλανοφόρου, την εφαρμογή μιας διαστημικής πολιτικής, τον σχεδιασμό ενός αυτόνομου συστήματος εναέριας σύγκρουσης κ.λπ. Για να τα κατορθώσει όλα αυτά, θα έπρεπε να διατεθεί για την άμυνα το 3% του γαλλικού ΑΕΠ και όχι το 2% όπως ζητάει ο Τραμπ και το ΝΑΤΟ ή το 1,82% που αφιερώνεται σήμερα.
Δεδομένων των πολιτικών αποκλίσεων στο εσωτερικό της Ένωσης, δεν αναμένεται καμία μείζων θεσμική εξέλιξη. Στην καλύτερη περίπτωση, θα μπορούσε να δημιουργηθεί, στο περιθώριο των συνθηκών, ένα είδος Eurogroup της άμυνας, κατ’ εικόνα εκείνου που δημιουργήθηκε γύρω από το κοινό νόμισμα. Η Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Επέμβασης, η οποία συγκροτήθηκε στις 25 Ιουνίου 2018 από εννέα χώρες (11) που επιθυμούσαν να δημιουργήσουν μια «κοινή στρατηγική κουλτούρα», θα μπορούσε να αποτελέσει το θεμέλιό του. Θα μπορούσε να λειτουργήσει σε εθελοντική βάση, με ενισχυμένη πλειοψηφία, στηριζόμενο σε χώρες που θα χρησίμευαν ως πλαίσιο, καθώς και στην εξειδίκευση κάθε χώρας. Σε αυτήν την περίπτωση θα ετίθετο το ζήτημα του συντονισμού με τους θεσμούς της Ένωσης.
Επιπλέον, το Βερολίνο και το Παρίσι –στα οποία πέφτει πλέον το βάρος της κοινής άμυνας– κάθε άλλο παρά συμμερίζονται την ίδια στρατηγική κουλτούρα: η Γερμανία, λόγου του βεβαρημένου ιστορικού παρελθόντος της, δεν μπορεί να διανοηθεί ότι θα προβεί στην εμπλοκή του στρατού της, της Bundeswehr, χωρίς την έγκριση της γερμανικής Βουλής, γεγονός που δεν ευνοεί τις πολεμικές δραστηριότητες ή την άμεση αντίδραση σε κατάσταση επείγουσας ανάγκης. Στο Αφγανιστάν για παράδειγμα, οι Γερμανοί στρατιώτες ασχολούνταν κυρίως με αναπτυξιακά προγράμματα, ενώ τα γερμανικά καταδιωκτικά Tornado περιορίστηκαν σε δραστηριότητες αναγνώρισης και επιτήρησης (12). Αντίθετα, το γαλλικό μοντέλο αποτελεί εξαίρεση στην Ευρώπη, καθώς η ανάληψη στρατιωτικής δράσης εξαρτάται από την εκτελεστική εξουσία και πραγματοποιείται με απλή απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ναι μεν εξασφαλίζεται η ταχύτητα στη λήψη των αποφάσεων, αλλά αποκλείεται σχεδόν κάθε πολιτικός έλεγχος.
Η κομβική θέση του Λονδίνου
Το ίδιο συμβαίνει και όσον αφορά τις εξαγωγές οπλικών συστημάτων. Επηρεασμένη από τους σοσιαλδημοκράτες, η Γερμανία έχει θεσπίσει πολλούς περιορισμούς στην πώληση όπλων. Έτσι, διέκοψε τις παραδόσεις όπλων στη Σαουδική Αραβία. Από την πλευρά της, η Γαλλία έχει λιγότερους ενδοιασμούς, ακόμα και όταν ο Σαουδάραβας πελάτης της διαπράττει εγκλήματα πολέμου στην Υεμένη. Το Παρίσι προτιμά να διαφυλάσσει τα συμφέροντα της γαλλικής βιομηχανίας όπλων, η οποία αποτελεί την ελάχιστη προϋπόθεση για τη διασφάλιση της εθνικής κυριαρχίας και της αυτονομίας, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η συγκρότηση του Eurogroup της άμυνας θα προσέκρουε επίσης στο ζήτημα της επέκτασης της εγγύησης που προσφέρει το γαλλικό πυρηνικό οπλοστάσιο, καθώς η Γαλλία σύντομα θα γίνει η μοναδική χώρα της Ένωσης που διαθέτει αυτόνομη δύναμη πυρηνικής αποτροπής και μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ –μάλιστα, ορισμένες πολιτικές προσωπικότητες στη Γερμανία ζητούν να μοιράζεται η Γαλλία αυτήν την έδρα με τη Γερμανία.
Είτε υπάρξει Brexit είτε όχι, ο σχεδιασμός για την ευρωπαϊκή ασφάλεια θα περιλαμβάνει και το Ηνωμένο Βασίλειο. Το Παρίσι και το Λονδίνο, τα οποία δεσμεύονται από τις συμφωνίες του Lancaster House (2010), πραγματοποιούν τα τέσσερα πέμπτα της στρατιωτικής έρευνας και ανάπτυξης οπλικών συστημάτων στην Ευρώπη, καθώς επίσης και το ήμισυ των επενδύσεων σε οπλικά συστήματα. Μάλιστα, υπάρχει μια αμοιβαία συμφωνημένη αλληλεξάρτηση σε ορισμένους στρατηγικούς τομείς όπως η συγκρότηση κοινού εκστρατευτικού σώματος, ο σχεδιασμός πυραύλων ή η πυρηνική προσομοίωση.
Ίσως θα έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος για να συνδεθεί το Λονδίνο με την άμυνα και την ασφάλεια που ονειρεύεται ο Μακρόν. Σύμφωνα με τον Γάλλο πρόεδρο, αυτό το πλαίσιο «θα πρέπει να καθορίζει τις αναγκαίες υποχρεώσεις μας, τόσο απέναντι στο ΝΑΤΟ όσο και στους Ευρωπαίους συμμάχους μας: αύξηση των στρατιωτικών δαπανών και ενεργοποίηση της ρήτρας αμοιβαίας άμυνας» (13). Δεδομένου ότι η «Ευρώπη της Άμυνας» περιορίζεται σε ένα παζλ συμμαχιών και συμφωνιών μεταβλητής γεωμετρίας, θα καταστεί άραγε δυνατόν να οριστεί ως κάτι διαφορετικό από έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή που ευνοεί τις απλές δηλώσεις προθέσεων και τα συμφέροντα της βιομηχανίας;