Από τη στιγμή που προσηλυτίστηκε στην οικονομία της αγοράς, η Κίνα όφειλε να είναι απλώς και μόνο ένας κρίκος στις αλυσίδες παραγωγής μιας παγκόσμιας οικονομίας κατευθυνόμενης από τις ΗΠΑ και τις πολυεθνικές τους. Όμως, η ταχύτητα της ανάπτυξής της ανησυχεί πλέον τους Αμερικανούς ηγέτες. Γι’ αυτό, η Αμερική επιδίδεται σε προσπάθειες να συντρίψει έναν ανταγωνισμό που αναδύθηκε ταχύτερα του αναμενόμενου και απειλεί τη θέση της ως ηγεμονικής υπερδύναμης.
Στις 28 Ιουνίου 2016, ο Ντόναλντ Τραμπ εκφώνησε μια σημαντική ομιλία, στην οποία εξήγγειλε το διεθνές οικονομικό και εμπορικό πρόγραμμα που θα εφάρμοζε εάν εκλεγόταν. Το γενικό περιεχόμενο του λόγου του ήταν μια δριμεία κριτική κατά των Αμερικανών πολιτικών, τους οποίους κατηγορούσε ότι «εφάρμοσαν μια επιθετική πολιτική παγκοσμιοποίησης [που] μετατόπισε τις δουλειές, τον πλούτο και τα εργοστάσιά μας στο εξωτερικό», προκαλώντας την αποβιομηχάνιση και την «καταστροφή» της μεσαίας τάξης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Καταγγέλλοντας «μια άρχουσα τάξη που προσκυνά την παγκοσμιοποίηση αντί του αμερικανισμού», χαρακτήρισε τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής (NAFTA), τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), τις κινεζικές οικονομικές πρακτικές και το Σύμφωνο Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού (TPP) ως τις κύριες αιτίες της παρακμής του βιομηχανικού τομέα της χώρας του. Και στη συνέχεια ανήγγειλε ότι θα απέσυρε τις ΗΠΑ από την TPP και θα αναδιαπραγματευόταν τη NAFTA, θα επέβαλε κυρώσεις στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, την οποία έκρινε ότι «χειραγωγούσε» τις αγορές συναλλάγματος, θα κινούσε δικαστικές ενέργειες ενάντια στις «αθέμιτες» εμπορικές πρακτικές της, θα επέβαλε τελωνειακούς δασμούς στις εισαγωγές κινεζικής προέλευσης και θα έκανε «χρήση όλων των νόμιμων προεδρικών εξουσιών προκειμένου να διευθετηθούν οι [διμερείς] εμπορικές διαφορές» με το Πεκίνο (1).
Τον καιρό εκείνο, λίγοι παρατηρητές έλαβαν σοβαρά υπόψη τη λεκτική αυτή επίθεση ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και στη θεσμική αρχιτεκτονική του διεθνούς εμπορίου. Εξάλλου, η εκλογή του Τραμπ φάνταζε απίθανη. Σε περίπτωση, δε, που θα ανέβαινε στην εξουσία, το πιθανότερο θα ήταν να συνετιστεί από το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών και από την πλειάδα των οικονομικών παραγόντων που έχουν σημαντικά συμφέροντα από την διατήρηση της παγκόσμιας «ελεύθερης αγοράς». Οι οργανισμοί οικονομικής διακυβέρνησης και ασφάλειας που οικοδομήθηκαν μετά τη Διάσκεψη του Bretton Woods, το 1944, από τις ΗΠΑ, με σκοπό να διασφαλιστεί η κεντρική θέση τους, θα επηρέαζαν τη λήψη της απόφασης. Θα υπερίσχυε η φωνή των πιο διεθνοποιημένων τομέων του αμερικανικού καπιταλισμού.
Οι δομικοί αυτοί όροι άφηναν να εννοηθεί ότι κανένας πρόεδρος, ακόμη και τόσο ιδιόρρυθμος όσο ο Τραμπ, δεν θα απομακρυνόταν υπερβολικά από τις πολιτικές και από τα πλαίσια που διασφάλισαν επί μακρόν την ηγεμονία των ΗΠΑ. Μολαταύτα, τέτοιες υποθέσεις υπερεκτιμούσαν την επιρροή του κεφαλαίου στον καθορισμό της πορείας του κόσμου και υποτιμούσαν τις πολιτικές δυναμικές που γεννούσε η άνοδος της ισχύος της Κίνας, την οποία οι ΗΠΑ σήμερα προσπαθούν ενεργά να ανακόψουν. Με προέλευση την αντίληψη ότι η Κίνα «αντιπροσωπεύει μια θεμελιώδη, μακροπρόθεσμη απειλή» (2), κατά την Κάιρον Σκίνερ, την τότε διευθύντρια πολιτικού σχεδιασμού στο υπουργείο Εξωτερικών, η συγκεκριμένη προσπάθεια μεταβάλλει σταδιακά τη φύση των διεθνών σχέσεων και την πορεία της παγκοσμιοποίησης.
Μετά το 1991, ο κεντρικός άξονας της διεθνούς πολιτικής των ΗΠΑ ήταν η διάδοση ανά τον κόσμο του αμερικανικού μοντέλου του καπιταλισμού της αγοράς. Χρησιμοποιώντας τη γενική ονομασία «συναίνεση της Ουάσινγκτον», το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έθεσαν σε εφαρμογή, σε παγκόσμιο επίπεδο, ένα πρόγραμμα φιλελευθεροποίησης, απορρύθμισης και ιδιωτικοποίησης, το οποίο επιβλήθηκε στις χρεωμένες–και συνεπώς ευάλωτες– αναπτυσσόμενες χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. Μετά την ασιατική χρηματοοικονομική κρίση του 1997-1998, τα οικονομικά συστήματα των νέων εκβιομηχανισμένων χωρών (NIC) της Ανατολικής Ασίας και των αναπτυσσόμενων χωρών της περιοχής τέθηκαν και εκείνα υπό αμφισβήτηση. Δεχόμενες ισχυρότατη εξωτερική πίεση, οι κρατικές βιομηχανικές πολιτικές και η προστασία των εσωτερικών αγορών παραχώρησαν τη θέση τους, σε ποικίλο βαθμό, στον περιορισμό του κράτους και στο άνοιγμα σε διεθνείς επενδύσεις. Η επίσημη εκστρατεία, βασισμένη περισσότερο στην επιβολή παρά στην πειθώ, προωθήθηκε από τις πολυεθνικές εταιρείες, που επεδίωκαν την πρόσβαση σε προηγουμένως κλειστές αγορές.
Για αυτές τις εταιρείες, η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης είχε δημιουργήσει τις συνθήκες ενός δεύτερου Χρυσού Αιώνα του διεθνούς καπιταλισμού, μετά από εκείνον του τέλους του 19ου αιώνα, που διακόπηκε από τη μαζική βιαιότητα του 20ού. Οι ΗΠΑ είχαν καταστεί η μοναδική μεγάλη δύναμη, και, τη δεκαετία του 1990, οι στόχοι του κράτους και οι στόχοι του κεφαλαίου συνέπιπταν σε αξιοσημείωτο βαθμό. Το σχήμα αυτό ήταν συγκρίσιμο με τη συμβίωση κράτους και κεφαλαίου στο απόγειο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, τότε που οι αντίστοιχοι στόχοι μεγιστοποίησης της παγκόσμιας ισχύος και του πλούτου συνδέονταν λειτουργικά. Μια τέτοιου είδους σύγκλιση συμφερόντων οδήγησε τη βρετανική κυβέρνηση να εργαστεί για το κεφάλαιο (είτε διά της βίας είτε με την απειλή χρήσης της, αν χρειαζόταν, όπως στη Λατινική Αμερική, στην Κίνα και στην Αίγυπτο). Υποχρέωσε τους ιδιώτες επενδυτές να συμμορφωθούν χωρίς να προβάλουν καμία αντίσταση σε όλες τις στρατηγικές επιταγές του αυτοκρατορικού κράτους όταν το απαιτούσαν οι παγκόσμιες συνθήκες –για παράδειγμα στην περίπτωση της Ρωσίας, όπου κατέστη σαφές στους επενδυτές ότι η ισορροπία των δυνάμεων στην Ευρώπη ήταν πιο σημαντική από το κέρδος.
Κατά παρόμοιο τρόπο, το αμερικανικό κράτος έπαιξε αποφασιστικό ρόλο, από κοινού με τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και τις τράπεζες, στην εδραίωση και στη διάδοση της παγκόσμιας οικονομικής φιλελευθεροποίησης στα τέλη του 20ού αιώνα. Όπως γράφει ο Στίβεν Γουόλτ, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Χάρβαρντ, οι Αμερικανοί ηγέτες «διέκριναν στην αδιαμφισβήτητη δύναμη που διέθεταν την ευκαιρία να διαμορφώσουν το διεθνές περιβάλλον προκειμένου να βελτιώσουν περαιτέρω τη θέση των ΗΠΑ και να αποκομίσουν μεγαλύτερα οφέλη στο μέλλον», αναγκάζοντας «όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες να υιοθετήσουν το συγκεκριμένο όραμά τους για μια φιλελεύθερη καπιταλιστική παγκόσμια τάξη» (3).
Εκείνη την περίοδο, οι αμερικανικές πολιτικές και οικονομικές ελίτ θεωρούσαν την Κίνα περισσότερο σύμμαχο παρά αντίπαλο, και σίγουρα όχι απειλή. Η Λαϊκή Δημοκρατία είχε συμπράξει με τις ΗΠΑ, στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και κατά τη δεκαετία του 1970, στο πλαίσιο του σχεδίου περιορισμού της Σοβιετικής Ένωσης. Οι διπλωματικές σχέσεις εγκαινιάστηκαν την 1η Ιανουαρίου 1979 και, σε λιγότερο από έναν μήνα αργότερα, ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ ξεκίνησε μια περιοδεία εννέα ημερών στις ΗΠΑ προκειμένου να γιορτάσει το γεγονός. Με την ευκαιρία, σύμφωνα με τον δημοσιογράφο του «Guardian» Τζόναθαν Στιλ, ο Ντενγκ δήλωσε ότι η Κίνα και οι ΗΠΑ είχαν «χρέος να εργαστούν μαζί [και να] ενωθούν προκειμένου να αντισταθούν στην πολική αρκούδα». Κατά τη διάρκεια της τελετής στον Λευκό Οίκο, η κόκκινη κινεζική σημαία κυμάτιζε υπερήφανα και, τη στιγμή που αντηχούσε η παραδοσιακή ομοβροντία των δεκαεννέα κανονιοβολισμών, «ένα ημιφορτηγό διανομής της Coca–Cola σε έντονο κόκκινο χρώμα πέρασε σε μικρή απόσταση (…), ταιριαστό σύμβολο των εκατομμυρίων δολαρίων (…) που οι ανυπόμονοι Αμερικανοί επιχειρηματίες [ήλπιζαν] να εισπράξουν χάρη στη νέα όρεξη της Κίνας για εμπόριο, την τεχνολογία και τις αμερικανικές πιστώσεις» (4).
Κατά τη δεκαετία του 1980, η Κίνα άρχισε να απελευθερώνει με μικρά βήματα την εσωτερική αγορά και να πραγματοποιεί ένα βαθμιαίο άνοιγμα στις διεθνείς επενδύσεις. Το 1986, αιτήθηκε να προσχωρήσει στη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT), πρόδρομο του ΠΟΕ. Κατόπιν, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και ύστερα από μια τριετή παύση που ακολούθησε την καταστολή της εξέγερσης στην Τιεν Αν Μεν (1989), ο Ντενγκ «ανέβασε ταχύτητα». Ενίσχυσε την εσωτερική αναδιάρθρωση και επιτάχυνε τη διεθνοποίηση και την ενσωμάτωση της χώρας στην παγκόσμια οικονομία. Η συσχέτιση της οικονομικής ολοκλήρωσης με τη γεωπολιτική ήταν ένας συμβιβασμός με τις ΗΠΑ, προκειμένου να αποφευχθούν προστριβές που ενδεχομένως θα έθεταν σε κίνδυνο τη μετάβαση. Η επιλογή του συμβιβασμού επιβεβαιώθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, όταν η Κίνα απέφυγε να θέσει προσκόμματα στη διπλωματική δράση των ΗΠΑ (5). Από την πλευρά τους, οι ΗΠΑ επεδίωξαν να εντάξουν το Πεκίνο στα θεσμικά και οικονομικά συστήματα της παγκόσμιας δυτικής οικονομίας, οι κανόνες και οι περιορισμοί της οποίας είχαν οριστεί από την Ουάσινγκτον (οι ΗΠΑ επέβαλαν αυστηρούς όρους για την εισδοχή της Κίνας στον ΠΟΕ, που άρχισε να ισχύει μόνο από τις 11 Δεκεμβρίου 2001). Έχοντας ως γνώμονα το αξίωμα ότι οι οικονομικές και οι πολιτικές ελευθερίες είναι αναμφίβολα αλληλένδετες και δρώντας από θέση ισχύος, οι αμερικανικές ελίτ εκτίμησαν ότι θα μπορούσαν με αυτόν τον τρόπο να διαμορφώσουν την πορεία της Κίνας και στα δύο επίπεδα.
Απελευθέρωση από όλους τους κανόνες
Με το άνοιγμά της προς το εξωτερικό, η Κίνα έγινε ένας αυξανόμενα ελκυστικός προορισμός των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ). Οι καθαρές εισροές ήταν κατά μέσο όρο 2,2 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως (σε τρέχοντα διεθνή δολάρια) μεταξύ 1984 και 1989, 30,8 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως μεταξύ 1992 και 2000, και 170 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως μεταξύ 2000 και 2013. Ενώ η Κίνα προσπαθούσε να τις χρησιμοποιήσει για την απόκτηση τεχνολογιών και τεχνογνωσίας, το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων αρχικά διοχετευόταν σε τομείς χαμηλής προστιθέμενης αξίας, όπως η κλωστοϋφαντουργία, ή οι βιομηχανίες μεταποίησης, όπως εκείνη της συναρμολόγησης ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών εξοπλισμών με κατασκευαστικά στοιχεία μη κινεζικής προέλευσης, για λογαριασμό παγκόσμιων επιχειρήσεων που κατείχαν δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας επί των προϊόντων. Επικριτικοί παρατηρητές, όπως ο Γιασένγκ Χουάνγκ, καθηγητής Διεθνούς Διαχείρισης στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων Σλόουν του ΜΙΤ, επεσήμαιναν τότε ότι υπήρχαν «λίγες αποδείξεις πως οι ΑΞΕ στην Κίνα ενσωματώνουν πολλές τεχνολογίες (…), καθώς η τεχνολογική υστέρηση της Κίνας συγκριτικά με τις επενδύτριες χώρες εκτιμάται γενικά πως είναι της τάξης των είκοσι ετών» (6). Τα κέρδη της Κίνας στις αλυσίδες αξιών ήταν χαμηλά, ενώ τα κέρδη των πολυεθνικών εταιρειών τεράστια. Η Κίνα φαινόταν να έχει εγκλωβιστεί σε δομές εξάρτησης.
Η κατάσταση άλλαξε από τα τέλη της δεκαετίας του 2000, και σήμερα είναι αισθητά διαφορετική (7). Η ιδιοποίηση ξένης τεχνολογίας, μέσω των υποχρεωτικών μεταφορών για τους ξένους επενδυτές, και ο διακλαδικός εκσυγχρονισμός της βιομηχανίας από το κράτος επέτρεψαν στην Κίνα να σημειώσει σταθερή πρόοδο σε πολλούς βιομηχανικούς τομείς και να αδράξει ένα αυξανόμενο μερίδιο από την προστιθέμενη αξία. Αυτές οι θετικές εξελίξεις, όπως και το οικονομικό και πολιτικό κύρος της χώρας στην Ανατολική Ασία, άρχισαν να προκαλούν σοβαρές ανησυχίες στην Ουάσινγκτον και άλλες δυτικές πρωτεύουσες. Το 2011, ο Μπάρακ Ομπάμα ανήγγειλε την «αναστροφή» της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στην Ασία. Εν συνεχεία, στην ομιλία του περί της κατάστασης της Ένωσης το 2015, διακήρυξε: «Η Κίνα θέλει να γράψει τους κανόνες για την ταχύτερα αναπτυσσόμενη περιοχή του κόσμου. Υπάρχει λόγος να της το επιτρέψουμε; Εμείς θα έπρεπε να γράψουμε αυτούς τους κανόνες».
Προκειμένου να ανακόψει την άνοδο της Κίνας, η τωρινή κυβέρνηση των ΗΠΑ επέλεξε να προχωρήσει ακόμη περισσότερο, απαλλασσόμενη από όλους τους κανόνες. Με την υποστήριξη του Κογκρέσου και του εθνικού μηχανισμού ασφαλείας, παρουσιάζει την Κίνα ως μείζονα απειλή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες την βλέπουν ως μια τεράστια χώρα που έγινε πολύ πλούσια, πολύ γρήγορα –το ακαθάριστο κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε από 194 δολάρια το 1980 στα 9.174 δολάρια το 2015 (σε δολάρια του 2010). Βλέπουν ένα ισχυρό κράτος που ενθάρρυνε και καθοδήγησε την ανάπτυξη εθνικών βιομηχανικών κοινοπραξιών, ιδιαίτερα στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, των θαλάσσιων μεταφορών και των τρένων μεγάλης ταχύτητας, και διαθέτει ένα αυξανόμενο μέρος του ΑΕΠ στην επιστημονική και στην τεχνική έρευνα: πάνω από 2% το 2016, έναντι 0,6% το 1996, ενώ η αναλογία για την Αμερική είναι 2,74% και εκείνη για τη Γαλλία 2,25%. Βλέπουν μια χώρα που εκσυγχρονίζει τη ναυτιλία της και βρίσκεται σε στάδιο διεθνούς οικονομικής επέκτασης μέσω των δικών της «νέων δρόμων του μεταξιού» (Belt and Road Initiative, BRI), το θαλάσσιο σκέλος των οποίων έχει μέχρι σήμερα επιτρέψει την αγορά, την κατασκευή ή την εκμετάλλευση σαράντα δύο λιμανιών σε τριάντα τέσσερις χώρες. Γνωρίζουν ότι η Κίνα υστερεί σημαντικά σε θέματα ποιότητας σε σχέση με τις ΗΠΑ στους περισσότερους στρατηγικούς τεχνικούς τομείς, ωστόσο τις ανησυχεί βαθιά το γεγονός ότι, όπως και η Ιαπωνία της δεκαετίας του 1970 και των αρχών της δεκαετίας του 1980, γρήγορα φτάνει στο επίπεδό τους.
Όπως γράφουν οι «Financial Times», η Ουάσινγκτον «τώρα προσπαθεί ενεργά να περιορίσει την αύξηση της ισχύος της Κίνας» (8), προτού φέρουν καρπούς οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού της. Ο Τζον Μιρσχάιμερ, ερευνητής της ρεαλιστικής σχολής διεθνών σχέσεων και ένθερμος υποστηρικτής της συγκράτησης, υποστηρίζει πως οι ΗΠΑ οφείλουν να κάνουν τα πάντα προκειμένου να εμποδίσουν την επάνοδο της Κίνας και με σκοπό «να καταρρεύσει η κινεζική οικονομία» προτού η χώρα γίνει ένα «γιγάντιο Χονγκ Κονγκ» (9). Γι’ αυτό και οι ΗΠΑ ελαττώνουν την πρόσβαση των προϊόντων εισαγωγής κινεζικής προέλευσης στην αμερικανική αγορά (εμπορικός πόλεμος), προβαίνουν σε αποκλεισμό των κινεζικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε τομείς υψηλής τεχνολογίας όπου εκείνες έχουν ποιοτικό προβάδισμα, αμφισβητούν τις εδαφικές διεκδικήσεις του Πεκίνου στη Νότια Σινική Θάλασσα με την αιτιολογία ότι η πρόσβαση της χώρας στα νησιά θα αποτελούσε «απειλή για την παγκόσμια οικονομία» (κατά τον Ρεξ Τίλερσον, Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών από τον Φεβρουάριο του 2017 έως τον Μάρτιο του 2018 (10)), επιβάλλουν αυστηρούς ελέγχους στις βίζες των αλλοδαπών φοιτητών, καθώς και ελέγχους ασφαλείας σε όλους τους Κινέζους πτυχιούχους φοιτητές.
Τα ισχυρά νομικά και ρυθμιστικά μέτρα της Ουάσινγκτον κατά του ομίλου τηλεπικοινωνιών Huawei, του παγκόσμιου προμηθευτή εξοπλισμού για ασύρματα δίκτυα, αποτελούν το πρώτο καθοριστικό βήμα σε αυτή τη διαδικασία. Η κυβέρνηση προωθεί μια παγκόσμια απαγόρευση της συμμετοχής της Huawei στην κατασκευή υποδομών για το 5G, με αμφίσημα αποτελέσματα. Την 1η Δεκεμβρίου 2018, ο Καναδάς συνέλαβε τη Μενγκ Ουανζού κατ’ απαίτηση των ΗΠΑ. Η οικονομική διευθύντρια της Huawei κατηγορείται για τραπεζική απάτη και για συνωμοσία με σκοπό τη διάπραξη απάτης, φερόμενη να έχει παραβιάσει τις αμερικανικές κυρώσεις σε βάρος του Ιράν και να έχει κλέψει εμπορικά μυστικά, και έτσι έχει εμπλακεί σε νομική μάχη κατά της έκδοσής της. Όπως επισημαίνουν με ανησυχία οι «Financial Times» (20 Μαΐου 2019), «η απόφαση της Αμερικής να εντάξει τη ναυαρχίδα των κινεζικών τηλεπικοινωνιών στη λίστα των εταιρειών με τις οποίες οι αμερικανικές επιχειρήσεις δεν δύνανται να έχουν εμπορικές σχέσεις παρά μόνο εάν λάβουν κυβερνητική άδεια σηματοδοτεί μια κρίσιμη στιγμή για την παγκόσμια βιομηχανία τεχνολογίας. Δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα ενός ψυχρού πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας (…). Τα τελευταία αμερικανικά μέτρα φαίνεται πως έχουν σχεδιαστεί με σκοπό να παραλύσουν ή να συντρίψουν μία από τις πρώτες κινεζικές τεχνολογικές επιχειρήσεις που έγιναν ανταγωνιστικές σε παγκόσμια κλίμακα (…). Πρόκειται για μια προσπάθεια που στόχο έχει να κόψει τη σύνδεση ανάμεσα στους αμερικανικούς και τους κινεζικούς τομείς της τεχνολογίας, οδηγώντας την παγκόσμια αυτή βιομηχανία σε διχοτόμηση».
«Αντιπατριωτικές» επιχειρήσεις
Πράγματι, η Ουάσινγκτον επιδιώκει να αποδομήσει τις διεθνικές αλυσίδες παραγωγής και αξιών από τις οποίες επωφελείται ολοένα και περισσότερο η Κίνα και ήταν ένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της παγκοσμιοποίησης του τέλους του 20ού αιώνα. Ο εμπορικός πόλεμος που προωθείται από τις ΗΠΑ έχει στόχο τόσο τις πολυεθνικές εταιρείες, που κατέστησαν την Κίνα πλατφόρμα συναρμολόγησης και παραγωγής, όσο και το Πεκίνο. Οι αμερικανικές αρχές εκτιμούν ότι «ένα υπερβολικά μεγάλο μέρος της αλυσίδας εφοδιασμού έχει μεταφερθεί στην Κίνα» (11) και ότι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις που έχουν επενδύσει στην Κίνα, είτε άμεσα είτε μέσω της δημιουργίας πολυεπίπεδων δικτύων υπεργολαβιών, αποτελούν μέρος του προβλήματος. Θεωρούν τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων αντιπατριωτικές –ένα επιχείρημα που αναπαράγεται επί μακρόν στην εθνικιστική σκέψη. Ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών Σάμιουελ Χάντινγκτον, γνωστός για τη θεωρία του περί του «σοκ των πολιτισμών», έδωσε μια συνοπτική διατύπωση για το συγκεκριμένο επιχείρημα το 1999 όταν επέκρινε «τους φιλελεύθερους και τους πανεπιστημιακούς» καθώς και τις «οικονομικές ελίτ» που τρέφουν «αντεθνικά συναισθήματα» και υποστηρίζουν έναν «κοσμοπολιτισμό [που διαβρώνει] την εθνική ενότητα» από τη βάση και από την κορυφή της. Εξέφρασε την ευχή του για έναν «ρωμαλέο εθνικισμό» βασισμένο σε μια εθνικιστική τριάδα: τον Θεό, το έθνος και τις ένοπλες δυνάμεις (12).
Ελπίδα της κυβέρνησης, αλλά και των ανώτατων στελεχών του Δημοκρατικού Κόμματος καθώς και του μηχανισμού ασφαλείας, είναι πως μια μακροχρόνια εμπορική διένεξη, συνδυασμένη με περιοριστικές συνθήκες ασφαλείας, θα οδηγήσει σε απαγορευτικά κόστη για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, ωθώντας τις τελευταίες να πάψουν να επενδύουν στην Κίνα και να θέσουν τέλος στις μεταφορές τεχνολογίας και σε άλλες μορφές εμπορικής συνεργασίας –όπως την πώληση μικροτσίπ στη Huawei από τις αμερικανικές εταιρείες Intel και Micron. Αυτό επηρεάζει και τις μη αμερικανικές επιχειρήσεις, καθώς οι αμερικανικοί νόμοι και κανονισμοί έχουν παγκόσμια εμβέλεια: εφαρμόζονται σε όλα τα προϊόντα ή τις διαδικασίες παραγωγής που περιλαμβάνουν κατασκευαστικά στοιχεία παραγόμενα στις ΗΠΑ ή που ενσωματώνουν δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Στο μέλλον θα μπορούσαν να εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις που συναλλάσσονται σε δολάρια, όπως φαίνεται στην περίπτωση του τωρινού παγκόσμιου αποκλεισμού του Ιράν που αποφάσισε η Ουάσινγκτον.
Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν: η Foxconn (Hon Hai Precision Industry), μια γιγάντια ταϊβανέζικη επιχείρηση που έχει αναλάβει τη συναρμολόγηση στην Κίνα των προϊόντων της Apple, όπως και άλλων μεγάλων ονομάτων στις ηλεκτρονικές συσκευές, ανακοίνωσε τον Απρίλιο του 2019 σχέδια επέκτασης της αλυσίδας κατασκευής της προς την Ινδία και το Βιετνάμ (δύο χώρες που βρίσκονται σε ανταγωνισμό με την Κίνα), προκειμένου να προστατευθεί από τις μελλοντικές αναταραχές στις ασιατικές αλυσίδες εφοδιασμού. Από τον Φεβρουάριο, εξήντα έξι ταϊβανέζικες εταιρείες άρχισαν να επαναπατρίζουν την παραγωγή τους από την ηπειρωτική Κίνα στην Ταϊβάν, με τη βοήθεια ενός προγράμματος παροχής κινήτρων από την κυβέρνηση της Ταϊπέι (13). Δεκάδες αμερικανικές και ιαπωνικές επιχειρήσεις σταματούν να επενδύουν στην Κίνα, στρεφόμενες προς το Μεξικό, την Ινδία και το Βιετνάμ. Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη, από τις διακόσιες σημαντικότερες αμερικανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Κίνα, εκατόν είκοσι αναθεωρούν ή σκοπεύουν να αναθεωρήσουν το θέμα των αλυσίδων εφοδιασμού τους κατά τη διάρκεια των προσεχών μηνών (14). Η διαδικασία θα επιταχυνθεί εάν η κυβέρνηση των ΗΠΑ εντείνει τον εμπορικό πόλεμο. Σύμφωνα με την τράπεζα Morgan Stanley, το κόστος του iPhone XS ενδέχεται να αυξηθεί κατά 160 δολάρια σε περίπτωση που οι ΗΠΑ εφαρμόσουν αποτρεπτικούς τελωνειακούς δασμούς στο σύνολο των «κινεζικών» εξαγωγών (15).
Οι Αμερικανοί νεο-μερκαντιλιστές ευελπιστούν ότι ένα μέρος των αλυσίδων παραγωγής θα επιστρέψει στις ΗΠΑ, πράγμα που η κυβέρνηση αξιώνει επίμονα, χωρίς απτά αποτελέσματα μέχρι στιγμής. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις –ιδιαίτερα, αλλά όχι αποκλειστικά, οι εταιρείες χωρίς εργοστάσια, όπως η Apple ή η Nike– θα χρειάζονταν πολύ ισχυρά κίνητρα για να το κάνουν. Η διάλυση των κινεζικών πλατφορμών παραγωγής τους θα ήταν μια δαπανηρή και δύσκολη διαδικασία. Επιπλέον, η μετεγκατάσταση στις ΗΠΑ θα μείωνε σημαντικά τα περιθώρια κέρδους τους. Παρ’ όλα αυτά, η πολιτική βούληση δείχνει ακλόνητη. Ερωτηθείς από το CNBC στις 10 Ιουνίου 2019, ο Τραμπ έριξε την ευθύνη στο αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, λόγω της έκδηλης υποστήριξής του στη διατήρηση των εμπορικών σχέσεων με την Κίνα, και δήλωσε ότι θα επέβαλε τελωνειακούς δασμούς ύψους 25% σε όλες τις εισαγωγές κινεζικής προέλευσης (αντί των μισών εισαγωγών που υπόκεινται αυτή την περίοδο στους νέους δασμούς) εάν η Κίνα δεν συμμορφωνόταν με τις απαιτήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό θα αναγκάσει τις αμερικανικές επιχειρήσεις «να μετακινηθούν αλλού (…). [Θα πάνε] στο Βιετνάμ ή σε μία από τις πολλές άλλες χώρες όπου μπορούν να πάνε, ή θα κατασκευάζουν τα προϊόντα τους στις Ηνωμένες Πολιτείες, πράγμα που αποτελεί την προτιμότερη [επιλογή μου]» (16). Ως προς αυτό, ο πρόεδρος χαίρει της υποστήριξης των παραγόντων του Δημοκρατικού Κόμματος στη Γερουσία, ο επικεφαλής των οποίων, Τσακ Σούμερ, απαιτεί την υιοθέτηση μιας αδιαπραγμάτευτης στάσης απέναντι στην Κίνα (17).
Μια νέα περίοδος έντασης ξεκινά λοιπόν μεταξύ των διεθνοποιημένων τμημάτων του κεφαλαίου και του κράτους. Αντίθετα με τη Σοβιετική Ένωση, που βρισκόταν έξω από την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, η Κίνα έγινε βασική συνιστώσα της. Ο καπιταλισμός, που ο Φερνάν Μπρωντέλ εύστοχα επαναπροσδιόρισε ως τον «τελευταίο όροφο» των οικονομικών δραστηριοτήτων, στο πλαίσιο των οποίων το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων αποφέρει τα υψηλότερα κέρδη, γνωρίζει ακμή στον παγκόσμιο χώρο, και όχι σε αγορές κατακερματισμένες λόγω εθνικών γραμμών. Αυτός ο όροφος, που ο Μπρωντέλ διαχωρίζει από τις τοπικές αγορές του «ισογείου», απαιτεί μια ανοικτή παγκόσμια οικονομία, την οποία το κεφάλαιο θα μπορεί να διασχίζει ανεμπόδιστο. Με λίγες μόνο σημαντικές εξαιρέσεις, όπως ο τομέας της άμυνας και η βιομηχανία των υδρογονανθράκων, στενά συνδεδεμένες με το κράτος, τα θεμελιώδη στοιχεία του κεφαλαίου είναι παγκόσμιας εμβέλειας και ενδιαφέροντος. Έτσι, η τρέχουσα κατάσταση θέτει υπό αμφισβήτηση τη θεωρία του φιλελευθερισμού που υποστηρίζει ότι ο βαθμός στον οποίον είχε φτάσει η αλληλεξάρτηση στα τέλη του 20ού αιώνα είχε προκαλέσει μια μη αναστρέψιμη αλλαγή φάσης στις παγκόσμιες κοινωνικές σχέσεις. Θέτει επίσης υπό αμφισβήτηση τις νεομαρξιστικές απόψεις περί ανάδυσης μιας «διεθνικής άρχουσας τάξης» που θα υπερέβαινε οριστικά τους πολιτικούς και το κράτος (18).
Θα ήταν αφελές να νομίσει κάποιος ότι η Κίνα θα υποκύψει στην πίεση. Στις 30 του περασμένου Μαΐου, οι «Global Times», εφημερίδα που γενικά εκφράζει την επίσημη γραμμή, έγραφαν: «Η Κίνα είναι έτοιμη για μακροχρόνια εμπορική αναμέτρηση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε σχέση με την περασμένη χρονιά, όταν οι ΗΠΑ ξεκίνησαν τον εμπορικό πόλεμο, η κοινή γνώμη στην Κίνα είναι ευνοϊκότερη σε σχέση τη λήψη αυστηρών αντιμέτρων από την κυβέρνηση. Όλο και περισσότεροι Κινέζοι τώρα πιστεύουν ότι ο πραγματικός στόχος ορισμένων ελίτ της Ουάσινγκτον είναι να καταστρέψουν τις ικανότητες ανάπτυξης της Κίνας, και ότι οι άνθρωποι αυτοί κρατούν όμηρο την πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στο Πεκίνο». Και στις δύο πλευρές, η αναζήτηση της ισχύος φαίνεται να υπερισχύει της αναζήτησης του κέρδους. Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ του αμερικανικού και του κινεζικού εθνικισμού θα μπορούσαν να βάλουν τέλος στην παγκοσμιοποίηση όπως την γνωρίζουμε.