Την ώρα που σιγά σιγά το Brexit φαίνεται να παίρνει το δρόμο του, οι φιλοευρωπαίοι φιλελεύθεροι στο Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκονται αντιμέτωποι με μια ασυνήθιστη κατάσταση: κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν ανταποκρίνεται στο σύνολο των προτιμήσεών τους. Οι Συντηρητικοί του Μπόρις Τζόνσον επιθυμούν να εγκαταλείψουν την Ευρώπη, ενώ οι Εργατικοί του Τζέρεμι Κόρμπιν υπερασπίζονται τα δικαιώματα των εργαζομένων. Εξ ου και το ανανεωμένο ενδιαφέρον ορισμένων μέσων ενημέρωσης για ένα κάπως ξεχασμένο κόμμα: τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες. «Να σταματήσουμε το Brexit»: αυτό ήταν το σύνθημα των Φιλελεύθερων Δημοκρατών της Βρετανίας κατά την προεκλογική εκστρατεία για τις ευρωεκλογές που διεξήχθησαν τον περασμένο Μάιο (1). Επωφελούμενο από την συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση, το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα της χώρας επιχείρησε να βελτιώσει αισθητά την εικόνα του, μετά την καταστροφική εμπειρία της συμμετοχής του στην κυβέρνηση του συντηρητικού Ντέιβιντ Κάμερον μεταξύ 2010 και 2015.
Εδώ και πολύ καιρό, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες προσπαθούν να αλλάξουν το πολιτικό σκηνικό του Ηνωμένου Βασιλείου. Η φιλοδοξία τους είναι να αναδειχθούν στο βρετανικό αντίστοιχο του αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος, δηλαδή σε ένα κεντρώο κόμμα φίλα προσκείμενο προς τους επιχειρηματικούς κύκλους. Αν και η εκστρατεία ενάντια στο Brexit τούς προσφέρει τη δυνατότητα να υπερβούν την πόλωση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς και να προσελκύσουν τους δυσαρεστημένους των δύο στρατοπέδων, δεν διαθέτουν ξεκάθαρη κοινοβουλευτική στρατηγική.
Μετά το δημοψήφισμα για το Brexit του 2016, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες συμμετείχαν στην εμπλοκή των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, απορρίπτοντας όλες τις προτάσεις εκτός από εκείνη που ζητούσε τη διεξαγωγή ενός δεύτερου δημοψηφίσματος. Ταυτόχρονα όμως συνήψαν συμφωνίες με συντηρητικούς βουλευτές για αποφυγή επιθετικών ενεργειών, ακόμα και με υπέρμαχους του Brexit όπως ο Ρόρυ Στιούαρτ, ενώ δέχτηκαν την προσχώρηση στις τάξεις τους και ορισμένων εκπροσώπων της διόλου κοινωνικά φιλελεύθερης Δεξιάς, όπως εκείνη του Φίλιπ Λη, αντίθετου στον γάμο των ομοφυλοφίλων και εχθρικού απέναντι στους μετανάστες. Συνεπώς, όλα δίνουν την εντύπωση ότι είναι πρόθυμοι να συμμαχήσουν με τους Τόρις –των οποίων ωστόσο η πλειοψηφία έχει ταχθεί υπέρ του Brexit – αλλά όχι με το Εργατικό Κόμμα. «Τίποτε δεν μπορεί να είναι χειρότερο από μια έξοδο χωρίς συμφωνία!», επαναλαμβάνουν αδιάκοπα, ταυτόχρονα όμως απορρίπτοντας την απλούστερη λύση για την αποφυγή της: μια πρόταση μομφής εναντίον του Μπόρις Τζόνσον, η οποία θα οδηγούσε στον διορισμό μιας προσωρινής κυβέρνησης υπό τον Τζέρεμι Κόρμπιν.
Θα δυσκολευόμασταν να κατανοήσουμε αυτές τις παλινωδίες αν δεν είχαμε κατά νου την άλλη προτεραιότητα των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, που αποτέλεσε καθοριστικό στοιχείο για την ίδρυσή τους και που τώρα συνυπάρχει με εκείνη της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση: να φράξουν το δρόμο της ριζοσπαστικής Αριστεράς προς την εξουσία.
Και αυτό διότι οι ρίζες των Φιλελεύθερων Δημοκρατών βρίσκονται σε δύο διαφορετικούς χώρους. Αφενός, στα υπολείμματα του παλαιού Φιλελεύθερου Κόμματος, που κυριάρχησε στη βρετανική πολιτική σκηνή τον 19ο αιώνα, αλλά αποδυναμώθηκε από την ίδρυση του Εργατικού Κόμματος το 1900. Αφετέρου, σε ένα τμήμα της δεξιάς πτέρυγας του Εργατικού Κόμματος, που αποχώρησε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 λόγω της τότε αριστερής στροφής του κόμματος: επρόκειτο για προσωπικότητες με φιλελεύθερο και φιλονατοϊκό προφίλ, υπέρ του πυρηνικής ενέργειας, που το 1981 ίδρυσαν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SDP).
Το SDP και οι Φιλελεύθεροι γρήγορα σχημάτισαν μια Συμμαχία. Οι θέσεις τους συνέπιπταν, καθώς υποστήριζαν την προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και το πυρηνικό οπλοστάσιο, εχθρεύονταν τα νέα κοινωνικά κινήματα, ασκούσαν κριτική στον αντιρατσισμό –με λίγα λόγια, απέρριπταν εκείνο που αποκαλούσαν «παλαβή Αριστερά» (loony left). Όμως, εκείνο που περισσότερο από όλα συνέβαλε στην εδραίωση της συνεργασίας τους ήταν η αντίθεσή τους με τον μαχητικό συνδικαλισμό, θέση που τους καθιστούσε απόλυτα συμβατούς με το πνεύμα εκείνης της εποχής στη χώρα. Πράγματι, μόλις είχε εκλεγεί η Μάργκαρετ Θάτσερ, με την υπόσχεση να τσακίσει τις εργατικές οργανώσεις οι οποίες, κατ’ αυτήν, εμπόδιζαν τον εκσυγχρονισμό της βιομηχανίας.
Όταν το 1984 η Σιδηρά Κυρία ξεκίνησε την μάχη της ενάντια στους απεργούς της Εθνικής Ένωσης Ανθρακωρύχων (NUM), η Συμμαχία επέλεξε το στρατόπεδό της. Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Στηλ, ηγέτη των Φιλελευθέρων, ο συνδικαλιστής Άρθουρ Σκάργκιλ, επικεφαλής των απεργών, ενδιαφερόταν μονάχα για την «επέκταση της μαρξιστικής αυτοκρατορίας». Από την πλευρά του, ο ηγέτης του SDP προσπαθούσε να τρομοκρατήσει το βασίλειο υπενθυμίζοντας ότι ο Σκάργκιλ υπήρξε «ενεργό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος», για το οποίο «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Ο νέος σοσιαλδημοκρατικός πολιτικός σχηματισμός υποστήριξε ένα ψήφισμα υπέρ των απεργοσπαστών και άσκησε κριτική στην κυβέρνηση, την οποία θεωρούσε υπερβολικά χαλαρή στην καταστολή του κινήματος.
Οι εκλογές του 1983 υπήρξαν το απόγειο της Συμμαχίας, καθώς συγκέντρωσε το 25,4% των ψήφων (έναντι 27,6% για τους Εργατικούς και 42% για τους Συντηρητικούς). Όταν το 1988 τα δύο κόμματα συγχωνεύτηκαν για να δημιουργήσουν τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, μπορούσαν να υπερηφανεύονται ότι διέθεταν μια κοινωνική βάση την οποία οι Εργατικοί χρειάζονταν προκειμένου να κατακτήσουν την εξουσία. Η άνοδος του Τόνι Μπλερ στην ηγεσία των Εργατικών το 1994 και η νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη του κόμματος –πλέον γινόταν λόγος για «Νέους Εργατικούς» (New Labour)– διευκόλυναν τη σύγκλιση. O Μπλερ οραματιζόταν τη συνεργασία των δύο πολιτικών σχηματισμών και έφθασε μάλιστα στο σημείο να υπονοήσει τον Φεβρουάριο του 2000, κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια του Εργατικού Κόμματος, ότι η ίδρυσή του υπήρξε ένα λάθος επειδή διέσπασε την προοδευτική πλειοψηφία.
Ωστόσο, η σύγκλιση απέτυχε και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες αντέδρασαν στη δεξιά στροφή των Εργατικών, στρεφόμενοι προς τα αριστερά. Υπό την ηγεσία του Τσαρλς Κένεντυ, δεν δίστασαν να αντιταχθούν στον Μπλερ, ιδίως, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, στα ζητήματα της επέμβασης στο Ιράκ και του περιορισμού των ατομικών ελευθεριών με πρόσχημα την «καταπολέμηση της τρομοκρατίας». Μάλιστα, στις βουλευτικές εκλογές του 2005 κατόρθωσαν να εκδιώξουν τους Εργατικούς από ορισμένα παραδοσιακά προπύργιά τους, όπως το Μάντσεστερ, το Ληντς, το Κάρντιφ, το Μπρίστολ και το Λονδίνο.
Ωστόσο, η μετριοπαθής γραμμή του Κένεντυ δεν ικανοποιούσε την δεξιά πτέρυγα του κόμματος, ιδιαιτέρως εξοργισμένη από το βέτο του στην πρόταση για την ιδιωτικοποίηση των βρετανικών ταχυδρομείων (Royal Mail). Το 2007 εκδιώχθηκε από μια κλίκα στο εσωτερικό του κόμματος και αντικαταστάθηκε από τον Νικ Κλεγκ, έναν γαλαζοαίματο νεαρό που μιλάει πέντε γλώσσες. Υπό την ηγεσία του, το κόμμα ξεκίνησε την εκ δεξιών επίθεση στο Εργατικό Κόμμα.
Αδιαφορώντας για την κρίση των subprimes, που ωστόσο μάλλον αποδείκνυε τη χρεωκοπία των φανατικών της απόλυτης κυριαρχίας των αγορών, ο Κλεγκ δημοσίευσε το 2009 έναν λίβελλο με τίτλο «The Liberal Moment» (Η ώρα του φιλελευθερισμού), όπου κατακεραύνωνε την παντοδυναμία ενός κράτους που «έχει χάσει κάθε επαφή με τις ανάγκες της εποχής μας». Διαπιστώνοντας ότι το μήνυμα –ήδη κεντρικό μοτίβο των Νέων Εργατικών– δεν πυροδοτούσε κανέναν ενθουσιασμό, το κόμμα κατέβηκε στις βουλευτικές εκλογές του 2010 με ένα πρόγραμμα όσο το δυνατό λιγότερο πολιτικό, αρκούμενο στην καταγγελία των «υποσχέσεων που δεν τηρήθηκαν» από όλους τους προηγούμενους ένοικους της Ντάουνινγκ Στρητ 10 (του πρωθυπουργικού μεγάρου). «Υπερβολικά πολλές υποσχέσεις δεν τηρήθηκαν τα τελευταία χρόνια», δήλωνε ο Κλεγκ σε ένα προεκλογικό σποτ. «Η χώρα μας κορέστηκε από αυτές. (…) Νομίζω ότι έχει φθάσει η στιγμή να αλλάξουν όλα αυτά. Νομίζω ότι είναι καιρός να εργαστούμε για τη δικαιοσύνη. Νομίζω πως έφτασε η ώρα να τηρούνται οι υποσχέσεις».
Βέβαια, και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες έδωσαν υποσχέσεις. Μία από αυτές είχε ιδιαίτερη απήχηση στην εκλογική βάση τους, στην οποία υπεραντιπροσωπεύονται οι πτυχιούχοι: κατάργηση των διδάκτρων στα πανεπιστήμια. Όπως εξηγούσε ο Κλεγκ, «δεν είναι φυσιολογικό να επιβαρύνονται οι νέοι με ένα τόσο υψηλό ποσό χρέους προτού καν κάνουν τα πρώτα βήματά τους στον κόσμο των ενηλίκων, στον κόσμο της εργασίας».
Για αρκετό καιρό, η δημοτικότητα του Κλεγκ ακολουθούσε ανοδική πορεία και η πρόθεση ψήφου στο κόμμα του διατηρούνταν σε υψηλά επίπεδα. Το ροδαλό, μωρουδίσιο πρόσωπό του, ο τρόπος που εκφραζόταν, σαν να καλούσε τους συνομιλητές του να εισχωρήσουν βαθιά μέσα στην ψυχή του, τον έκαναν να μοιάζει ο «έντιμος άνθρωπος» που χρειαζόταν η χώρα σε μια στιγμή όπου μια σειρά σκανδάλων προσωπικού πλουτισμού είχαν απαξιώσει ακόμα περισσότερο τον πολιτικό κόσμο. Μερικές δημοσκοπήσεις προέβλεπαν τη νίκη του, ενώ τα πρωτοσέλιδα του Τύπου έκαναν λόγο για μια «Κλεγκμανία» που θεωρούσαν ότι είχε κυριεύσει το βασίλειο. Τα αποτελέσματα των εκλογών της 6ης Μαΐου 2010 απέδειξαν ότι η φούσκα Κλεγκ είχε κατά κύριο λόγο καλλιεργηθεί από τα μέσα ενημέρωσης: η άνοδος του κόμματος περιορίστηκε σε μία ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με τις συνήθεις επιδόσεις του, ενώ έχασε και πέντε έδρες στο Κοινοβούλιο.
Καθώς οι Συντηρητικοί δεν απέκτησαν αυτοδυναμία, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες εισήλθαν στην κυβέρνηση χάρη σε μια συμφωνία που θα φάνταζε αδιανόητη την εποχή του Κένεντυ. Βέβαια, στο «Liberal Moment», ο Κλεγκ είχε ταχθεί υπέρ αυτής της προοπτικής, ενώ η μοναδική συμμαχία που απέκλειε ήταν με τους Εργατικούς, τους οποίους εξακολουθούσε να θεωρεί υπερβολικά «κολεκτιβιστές».
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο ηγέτης των Συντηρητικών Ντέιβιντ Κάμερον είχε υποσχεθεί στους Βρετανούς μια βίαιη θεραπεία λιτότητας. Μαζί με τον Τζορτζ Όσμπορν, υπουργό Οικονομικών, και μια κυβέρνηση που περιλάμβανε έναν αριθμό-ρεκόρ εκατομμυριούχων, τήρησε την υπόσχεσή του. Όσο κι αν οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες υπογράμμιζαν τις επιτυχίες της κυβέρνησης στην οποία συμμετείχαν (λόγου χάρη τη νομιμοποίηση του γάμου μεταξύ ομοφυλόφιλων το 2013), η εικόνα του Κλεγκ αμαυρώθηκε από τη στροφή 180 μοιρών που πραγματοποίησε στο ζήτημα των διδάκτρων των πανεπιστημίων. Αντί η κυβέρνηση να θέσει τέλος στην οικονομική αφαίμαξη των φοιτητών, την επιδείνωσε. Ο Κλεγκ εκνευρίστηκε με τη δυσπιστία των εκλογέων του, που κατά τη γνώμη του φανέρωνε μια «βαθιά ριζωμένη συναισθηματικότητα» (2).
Ο συνασπισμός αποδείχθηκε καταστροφικός για τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες. Αδυνατώντας να επιτύχουν την υλοποίηση ορισμένων εμβληματικών μέτρων του προγράμματός τους, χρεώθηκαν την ευθύνη για μια λιτότητα που πετσόκοψε –σε μέσο όρο κατά 10%– τα εισοδήματα των Βρετανών. Ενώ η συμμαχία επέτρεψε στους Συντηρητικούς να απαλλαγούν από τη φήμη τους ως «μοχθηρό κόμμα» (nasty party) χωρίς να πάψουν να ασκούν δεξιά διακυβέρνηση, αμαύρωσε τη φήμη των Φιλελεύθερων Δημοκρατών. Στις βουλευτικές εκλογές του 2015 συγκέντρωσαν μονάχα το 8% των ψήφων, χάνοντας την παραδοσιακή τρίτη θέση τους προς όφελος του Κόμματος για την Ανεξαρτησία του Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP), που μαχόταν για την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε διόλου στη συνέχεια. Το κόμμα προσπάθησε να ξεχαστεί η καταστροφική περίοδος της συμμαχίας, εκλέγοντας ως ηγέτη, τον Ιούλιο του 2015, τον Τίμοθυ Φάρον, έναν κεντρώο πολιτικό και πιστό αγγλικανό. Ωστόσο, το φιλελεύθερο κέντρο βρέθηκε αντιμέτωπο με επιθέσεις από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Εκ δεξιών από τους Τόρις, των οποίων η αντιδραστική πτέρυγα ισχυροποιούνταν ολοένα περισσότερο. Εξ αριστερών από τον Τζέρεμι Κόρμπιν, που εξελέγη στην ηγεσία των Εργατικών μερικές εβδομάδες μετά την εκλογή του Φάρον. Ο τελευταίος τον χαρακτήρισε ως τον «χειρότερο πολιτικό ηγέτη της Ιστορίας», αποφασισμένο να «παραδώσει τον ιδιωτικό τομέα στο εξισωτικό παραλήρημά του» (3). Με λίγα λόγια, ο Κόρμπιν είναι ένας τόσο επικίνδυνος πολιτικός, ώστε οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες δεν άργησαν να αναγγείλουν ότι ήταν πρόθυμοι να συμμαχήσουν με τους Συντηρητικούς εάν κάτι τέτοιο μπορούσε να συμβάλει στην ήττα των Εργατικών.
Το 2016, το δημοψήφισμα για το Brexit επέτρεψε στο κόμμα να διακριθεί. Ενόσω η Ευρώπη δεχόταν έντονη κριτική –είτε από τους συντηρητικούς υποστηρικτές του Brexit, για τα βάρη της κοινωνικής προστασίας που επιβάλλει, είτε από τον Κόρμπιν, για τον φιλοεργοδοτικό προσανατολισμό της– οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες υπερασπίστηκαν τον απολογισμό δράσης της Ε.Ε. Η πίστη του στις αρετές της δημοκρατίας δεν αποδείχθηκε όμως αρκετή για να πείσει τον Φάρον να σεβαστεί την ετυμηγορία της κάλπης: έδωσε αγώνα για τη διεξαγωγή ενός δεύτερου δημοψηφίσματος, το οποίο θα διόρθωνε το αποτέλεσμα του πρώτου. Ένα τέτοιο εγχείρημα δεν θα αποτελούσε «έλλειψη σεβασμού προς τους ψηφοφόρους;», ρωτούσε ο Βίνσεντ Κέιμπλ, σημαντική προσωπικότητα του κόμματος, ενώ ο πρώην ηγέτης του Πάντυ Ασντάουν αναρωτιόταν εάν όσοι ψήφισαν «Remain» επιθυμούν όντως να ξαναψηφίσουν δεύτερη φορά (4). Ο Φάρον και ο Κλεγκ απέρριψαν ασυζητητί αυτές τις επιφυλάξεις και μετέτρεψαν την υπόθεση της διεξαγωγής δεύτερου δημοψηφίσματος σε κεντρική πολιτική θέση της προεκλογικής τους εκστρατείας για τις βουλευτικές εκλογές του 2017. Οι οποίες τελικά σήμαναν μια νέα πανωλεθρία για τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες: έμειναν στάσιμοι στο 8% σε εθνικό επίπεδο. Ο Κλεγκ έχασε τη βουλευτική έδρα του από έναν Εργατικό και κατέφυγε στο Facebook, όπου ανέλαβε θέση υψηλόβαθμου λομπίστα.
Αιωνίως στην τρίτη θέση
Ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα, η κατάσταση φαίνεται να έχει αλλάξει. Σε μια παράδοξη συγκυρία όπου οι επιχειρηματίες έχουν χάσει τα παραδοσιακά κανάλια επικοινωνίας τους με την εξουσία –μέχρι τώρα, μπορούσαν να στηρίζονται σε τουλάχιστον ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα για την προάσπιση των συμφερόντων τους (συνήθως και στα δύο)– οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες εμφανίζονται ως η ενσάρκωση του φιλοευρωπαϊκού και φιλοεργοδοτικού κόμματος. Στην ηγεσία του κόμματος έχει πλέον ανέλθει η Τζόαν Σουίνσον, η οποία διετέλεσε πολλές φορές υπουργός της συμμαχικής κυβέρνησης Συντηρητικών-Φιλελεύθερων Δημοκρατών. Το κόμμα επωφελείται από την αντιπάθεια του κυρίαρχου Τύπου για τους συντηρητικούς υποστηρικτές του Brexit και τον «ριζοσπάστη» Κόρμπιν. Επωφελείται επίσης από τη συμπαράταξη βουλευτών των δύο άλλων στρατοπέδων: φιλοευρωπαίων Συντηρητικών και δεξιών Εργατικών.
Όμως, τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι η κοινή γνώμη. Παρόλη την υποστήριξη, οι δημοσκοπήσεις υπόσχονται στους Φιλελεύθερους Δημοκράτες απλώς τη συνηθισμένη τρίτη θέση τους σε περίπτωση βουλευτικών εκλογών. Συνεπώς, ο ρόλος τους θα μπορούσε να περιοριστεί στο ροκάνισμα ενός μέρους των ψήφων των φιλοευρωπαίων Εργατικών, διευκολύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον Μπόρις Τζόνσον. Πόσο μάλλον που η Σουίνσον υποσχέθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου ότι, εάν εκλεγεί, απλούστατα θα ακυρώσει το Brexit. Η πρόθεσή της να τσαλαπατήσει την ψήφο της πλειοψηφίας των Βρετανών που επέλεξαν την έξοδο από την Ε.Ε. –οι οποίοι υπερβαίνουν τα 17 εκατομμύρια– θα μπορούσε όντως να παρακινήσει τον συντηρητικό ηγέτη να πράξει το ίδιο όσον αφορά εκείνους που επιθυμούν την παραμονή στην Ένωση.