Το αμερικανικό Κογκρέσο εκκίνησε μια διαδικασία καθαίρεσης του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Μια συζήτηση του ίδιου με τον Ουκρανό ομόλογό του λειτουργεί ως αποδεικτικό στοιχείο για τη στοιχειοθέτηση της κατηγορίας. Και ενώ η διαδικασία προχωρά, στηριγμένη στην πλειοψηφία των Δημοκρατικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, τα ερωτήματα σχετικά με τη βασιμότητα και την αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας κίνησης πολλαπλασιάζονται.
H ανάπαυλα δεν διήρκησε παρά μία μέρα. Είκοσι τέσσερις ώρες μετά την ακρόαση από το Κογκρέσο του Ειδικού Εισαγγελέα Ρόμπερτ Μιούλερ, που έθεσε τέλος στο ρωσικό σκάνδαλο «Russiagate», ο Ντόναλντ Τραμπ αναζωπύρωσε τις ελπίδες των Δημοκρατικών αντιπάλων του όσον αφορά την προοπτική της καθαίρεσής του. Στις 25 Ιουλίου, κατά τη διάρκεια μιας τηλεφωνικής συνομιλίας με τον Ουκρανό ομόλογό του Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ζήτησε τη συνεργασία του σε μια έρευνα που είχε ξεκινήσει ο υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ Ουίλιαμ Μπαρ σχετικά με την προέλευση του ρωσικού σκανδάλου, το οποίο, σύμφωνα με τον Τραμπ, μάλλον «είχε ξεκινήσει από την Ουκρανία». Του ζήτησε επίσης να εξετάσει την υπόθεση του Τζο Μπάιντεν, πρώην αντιπροέδρου των ΗΠΑ (2009-2017) και υποψηφίου για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος στις προεδρικές εκλογές του 2020 –ως εκ τούτου ισχυρό αντίπαλο του Τραμπ– και συγκεκριμένα το ρόλο του στην απόλυση, το 2014, ενός Ουκρανού εισαγγελέα επιφορτισμένου με την έρευνα μιας ουκρανικής εταιρείας φυσικού αερίου ονόματι Μπουρίσμα, στην οποία εργαζόταν ο γιος του, Χάντερ Μπάιντεν, με μηνιαίες απόλαβες το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των τουλάχιστον 50.000 δολαρίων.
H συνομιλία μεταξύ Τραμπ και Ζελένσκι πραγματοποιήθηκε λίγο μετά το πάγωμα της αμερικανικής στρατιωτικής ενίσχυσης στην Ουκρανία. Συνέπεσε επίσης με πολλές ενέργειες του προσωπικού δικηγόρου του προέδρου, Ρούντυ Τζουλιάνι, στη χώρα. Υψηλοί αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου και των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ εκμεταλλεύτηκαν τη συγκυρία για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ο Τραμπ επιδίωκε να διαπραγματευτεί την παροχή στρατιωτικής ενίσχυσης στην Ουκρανία με αντάλλαγμα πολιτικές χάρες. Εξέφρασαν τις ανησυχίες τους σε έναν εργαζόμενο της CIA –τον μετέπειτα μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος εν προκειμένω– ο οποίος υπέβαλλε καταγγελία κατά του προέδρου, ενεργοποιώντας μια έρευνα που είχε ως σκοπό την εκκίνηση της διαδικασίας καθαίρεσής του. Την ίδια διαδικασία που στην παρούσα φάση έχει γίνει έμμονη ιδέα στην Ουάσιγκτον.
Το ουκρανικό πολιτικό σκάνδαλο, γνωστό ως «Ukrainegate» («Ουκρανία-γκέιτ») μοιράζεται πολλά κοινά χαρακτηριστικά με το αντίστοιχο ρωσικό («Russiagate»). Και σ’ αυτήν την περίπτωση, οι κατηγορίες κατά του προέδρου προέρχονται από τον μηχανισμό εθνικής ασφαλείας. Και σ’ αυτήν την περίπτωση, η υπόθεση εκτυλίσσεται μέσα στους κύκλους εξουσίας, με τον Τραμπ και τους Ρεπουμπλικανούς συμμάχους του από τη μια μεριά και μια ισχυρή συμμαχία που συσπειρώνει Δημοκρατικούς ηγέτες, μεγάλους δημοσιογραφικούς ομίλους, αξιωματούχους εθνικής ασφαλείας και Ρεπουμπλικανούς νεοσυντηρητικούς από την άλλη: όλοι τους θεωρούν τον Τραμπ κακό διαχειριστή της αμερικανικής αυτοκρατορίας στο διεθνές πεδίο. Και σ’ αυτήν την περίπτωση, επικρατεί νοοτροπία Ψυχρού Πολέμου. Το 2016, οι επικριτές του προέδρου κατηγορούσαν τους Ρώσους ότι συνωμότησαν για την εγκατάστασή του στον Λευκό Οίκο· το 2019, υποπτεύονται πως ο ίδιος μηχανορραφεί για να προωθήσει την επανεκλογή του, εγκαταλείποντάς τη σύμμαχο Ουκρανία στο έλεος της εχθρικής Ρωσίας.
Και σ’ αυτήν την περίπτωση, οι Δημοκρατικοί παίρνουν μεγάλο ρίσκο. Τρία χρόνια πριν, το «Ρωσία-γκέιτ» είχε βλάψει την προεκλογική εκστρατεία της Χίλαρι Κλίντον, τραβώντας την προσοχή στην κλεμμένη ηλεκτρονική αλληλογραφία των Δημοκρατικών που έφερε στο φως την αήθη συμπεριφορά της Εθνικής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος έναντι του Μπέρνι Σάντερς. Φέτος, η καταγγελία του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος μας κάνει να αναρωτιόμαστε για την εντιμότητα της οικογένειας Μπάιντεν. Και σ’ αυτήν την περίπτωση, μια εσωτερική σύγκρουση των ελίτ συγκεντρώνει την προσοχή του πολιτικού κόσμου και των μέσων ενημέρωσης, επισκιάζοντας όλα τα άλλα –και κυρίως τις αρκετά ενδιαφέρουσες προκριματικές εκλογές του Δημοκρατικού Κόμματος.
Ωστόσο, οι δύο υποθέσεις διαφέρουν σε ένα κρίσιμο σημείο. Ενώ το ρωσικό σκάνδαλο βασιζόταν σε μια ανύπαρκτη συνωμοσία, ο Αμερικανός πρόεδρος έδρασε πράγματι αντιδεοντολογικά στην Ουκρανία. Ακόμα και αν η οικογένεια Μπάιντεν εμπλεκόταν σε σκοτεινές υποθέσεις στη χώρα, ο Τραμπ δεν είχε κανένα δικαίωμα να ζητήσει από τον Ουκρανό πρόεδρο περισσότερες πληροφορίες για την υπόθεση. Η κατηγορία του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με την οποία ο Τραμπ επιχείρησε να «καταχραστεί τη θέση του για να εξυπηρετήσει τα προσωπικά του συμφέροντα», αξίζει λοιπόν μια δικαστική έρευνα.
Όλα αυτά, εντούτοις, δεν δικαιολογούν επαρκώς την εκκίνηση της διαδικασίας καθαίρεσης του Τραμπ. Είναι απολύτως βέβαιο πως ο Αμερικανός πρόεδρος άσκησε πιέσεις στην Ουκρανία, καθυστερώντας τη στρατιωτική ενίσχυση, προκειμένου να εξαναγκάσει τον Ουκρανό πρόεδρο να διεξάγει έρευνα για τους Μπάιντεν; Η αλήθεια είναι πως ο Τραμπ είχε ήδη παγώσει την παροχή ενίσχυσης τη στιγμή του επίμαχου τηλεφωνήματος, παρ’ όλα αυτά το ζήτημα δεν τέθηκε κατά τη συνομιλία του με τον Ζελένσκι. Η ουκρανική κυβέρνηση άλλωστε δεν έμαθε για την απόφαση αυτή, παρά έναν μήνα μετά. Ακόμη και ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Κρίστοφερ Μέρφι, που συνάντησε τον Ζελένσκι τον Σεπτέμβριο, παραδέχτηκε στο CNN ότι ο Ουκρανός πρόεδρος «δεν είχε σε καμία περίπτωση συνδέσει τη διακοπή της στρατιωτικής ενίσχυσης με τα αιτήματα του Ρούντυ Τζουλιάνι» (26 Σεπτεμβρίου 2019). Ο εκβιασμός θα είναι δύσκολο να αποδειχθεί αν το φερόμενο ως θύμα συνεχίζει να διαβεβαιώνει πως δεν γνώριζε τίποτα ούτε για συνωμοσίες ούτε για ανταλλάγματα.
Η καταγραφή της κλήσης από τον Λευκό Οίκο δεν αποδεικνύει με σαφήνεια τι ακριβώς ζήτησε ο Τραμπ από τον Ζελένσκι, με την ασυνάρτητη συνομιλία τους να επιτρέπει διάφορες ερμηνείες. Όσον αφορά τους Μπάιντεν, δήλωνε στον ομόλογό του: «Ό,τι και αν μπορέσετε να κάνετε με τον υπουργό Δικαιοσύνης [Ουίλιαμ Μπαρ] θα εκτιμηθεί ιδιαιτέρως». Στη συνέχεια του ζητούσε «να φροντίσει την υπόθεση». Όμως ο Μπαρ υποστηρίζει πως ουδέποτε συζήτησαν με τον Αμερικανό πρόεδρο τo ενδεχόμενο έρευνας των Μπάιντεν ή της επικοινωνίας με την Ουκρανία (1), ενώ ο Ζελένσκι αρνείται πως δέχτηκε πιέσεις για να ερευνήσει τον Μπάιντεν. Όσο για την έκφραση «να φροντίσει την υπόθεση» μπορεί να γίνει κατανοητή με διάφορους τρόπους, από τον πιο καλοπροαίρετο έως τον πλέον κατακριτέο.
Επιπλέον, η «χάρη» που ζητά ο Τραμπ δεν αφορά την οικογένεια Μπάιντεν, αλλά τη συνεργασία του Ουκρανού προέδρου στις έρευνες του Μπαρ σχετικά με τις απαρχές της διερεύνησης του ρωσικού σκανδάλου. Όσο ασυνάρτητη και ανακόλουθη και αν φαντάζει, ο Τραμπ είχε το δικαίωμα να ζητήσει αυτή τη συνεργασία, λαμβάνοντας υπόψη την ανάμειξη των ουκρανικών αρχών στις προεδρικές εκλογές του 2016, που είχε ως σκοπό να βλάψει την υποψηφιότητά του, αποκαλύπτοντας ενοχοποιητικές πληροφορίες για τον υπεύθυνο της προεκλογικής εκστρατείας του, Πολ Μάναφορτ.
Πολλά σενάρια είναι λοιπόν πιθανά. Ίσως ο Τραμπ προσπάθησε να εκβιάσει την Ουκρανία, ίσως και όχι. Ίσως επιθυμούσε μια έρευνα για την ουκρανική εμπλοκή στις προεδρικές εκλογές του 2016 ή για τον Μπάιντεν ή και για τα δύο ζητήματα ταυτόχρονα. Μια έρευνα για τον Μπάιντεν θα ήταν αδιαμφισβήτητα αντιδεοντολογική, όμως ένα ερώτημα σχετικά με τον ρόλο της Ουκρανίας θα ήταν νόμιμο. Εάν ο Τραμπ ήθελε να χρησιμοποιήσει την στρατιωτική ενίσχυση ως μέσο πίεσης –την οποία ήταν υποχρεωμένος από το Κογκρέσο να παρέχει– θα ήταν σίγουρα ένοχος για κατάχρηση εξουσίας. Όμως εάν απλά άφηνε το ενδεχόμενο μιας συνάντησης στον Λευκό Οίκο, η ενέργειά του θα ήταν πιο δικαιολογημένη.
Μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί γιατί οι Δημοκρατικοί επέλεξαν την πιο ακραία αντεπίθεση, αυτή της καθαίρεσης. Αν λάβουμε δε υπόψη όλες τις ανήθικες και καταστροφικές πράξεις που διαπράττει καθημερινά ο Τραμπ, πώς να μην ξαφνιαστούμε από τα λόγια του Άνταμ Σιφ, μέλους της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ με το Δημοκρατικό Κόμμα, ο οποίος θεωρεί τα τηλεφωνήματα αυτά «το πιο σοβαρό λάθος που διέπραξε ποτέ [ο πρόεδρος]» (2);
Η απάντηση είναι απλή. Οι ελίτ της Ουάσιγκτον πολύ σπάνια έρχονται αντιμέτωπες με τις συνέπειες των ζημιών που προκαλούν στον γενικό πληθυσμό. Η στάση τους διαφοροποιείται φυσικά όταν άλλα μέλη της ελίτ πλήττονται. O κανόνας αυτός εμφανίστηκε, με τον πιο ωμό τρόπο, στο σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ (1972-1974): o πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον δεν παραπέμφθηκε σε διαδικασία καθαίρεσης για τις μαζικές δολοφονίες που διέπραξε στο Βιετνάμ, στην Καμπότζη και στο Λάος, αλλά επειδή πιάστηκε να κατασκοπεύει το αντίπαλο στρατόπεδο και προσπάθησε να το αποκρύψει. Ο Τζορτζ Μπους θα άξιζε, χωρίς αμφιβολία, να καθαιρεθεί για την εισβολή του στο Ιράκ, εάν αυτό το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας δεν είχε επιτραπεί και από τα δύο κόμματα.
Στην εποχή του Τραμπ, δημοσιογράφοι και Δημοκρατικοί ηγέτες στηρίζουν την «αντίστασή» τους στις επιταγές της εθνικής ασφάλειας. Έτσι γεννήθηκε και το ρωσικό σκάνδαλο: αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, κρίνοντας ότι ο Τραμπ κρατούσε μια συγκαταβατική στάση απέναντι στη Ρωσία, τον κατηγόρησαν ότι δρούσε υπό τις εντολές του Κρεμλίνου. Το ουκρανικό σκάνδαλο προέρχεται επίσης από τον μηχανισμό εθνικής ασφαλείας: ο μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος είναι εργαζόμενος στη CIA, ενώ οι πηγές του προέρχονται από αδελφές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένου και του εσωτερικού του Λευκού Οίκου. Ένα από τα πρόσωπα-κλειδιά της υπόθεσης δεν είναι άλλος από τον νεοσυντηρητικό Τζον Μπόλτον, πρώην σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, τον οποίο απέλυσε ο Τραμπ το Σεπτέμβριο του 2019. Σύμφωνα με όσα αναφέρει η Washington Post, ο Μπόλτον «έγινε θηρίο» όταν έμαθε για την εμπλοκή του Τζουλιάνι στις συζητήσεις με την Ουκρανία (3). Μέχρι που ζήτησε από έναν συνεργάτη του να γνωστοποιήσει τις ανησυχίες του στους δικηγόρους του Λευκού Οίκου.
Οι φόβοι αυτή τη φορά δεν αφορούν μόνο την υποθετική διαφθορά του προέδρου Τραμπ. Σύμφωνα με τη Νάνσι Πελόζι, τη Δημοκρατική προέδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, είναι πιθανό «η Ρωσία να έβαλε το χεράκι της σε όλο αυτό» (4). Πού στηρίζει τον συλλογισμό της; Αναστέλλοντας την αμερικανική στρατιωτική ενίσχυση, ο Τραμπ έθεσε την Ουκρανία σε ενδεχόμενο κίνδυνο και ως εκ τούτου ευνόησε τη Ρωσία. Μονάχα που ο Μπαράκ Ομπάμα, ανήσυχος πως θα ξεκινούσε ένα καταστροφικό πόλεμο δι’ αντιπροσώπων, είχε και εκείνος αντισταθεί στις πιέσεις των υψηλά ιστάμενων αξιωματούχων να παράσχει στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία. Ο Τραμπ ήρθε αντιμέτωπος με τις ίδιες πιέσεις, στις οποίες ήρθαν να προστεθούν κατηγορίες για επιείκεια, έως και συμπαιγνία, με τη Ρωσία.
Επιλέγοντας να επιτεθούν στον πρόεδρο με όπλο ένα στρατιωτικό «σκάνδαλο» με άρωμα Ψυχρού Πολέμου, οι Δημοκρατικοί μάλλον θέτουν σε κίνδυνο περισσότερο την Ουκρανία, τη Ρωσία και τις ελπίδες τους για τις προεδρικές εκλογές του 2020, παρά τον ίδιο τον Τραμπ. Όλος ο κόσμος είδε πώς κατέληξε η προηγούμενη προσπάθειά τους: τρία χρόνια φημολογιών, κίβδηλων «δημοσιογραφικών αποκαλύψεων» και μια εισαγγελική έρευνα που τελικώς διέψευσε κάθε υποψία συνωμοσίας με τη Μόσχα. Οι Δημοκρατικοί καλό θα ήταν να αντλήσουν κάποια διδάγματα από το ρωσικό σκάνδαλο, εάν θέλουν να ελπίζουν πως θα νικήσουν τον Τραμπ στις προεδρικές εκλογές του 2020. Τo δημοσιογραφικό σούσουρο που προκλήθηκε γύρω από αυτή την ψευδο-συμπαιγνία όχι μόνο απέσπασε την προσοχή από τις καταστροφικές συνέπειες των ενεργειών του Τραμπ τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, αλλά όταν η όλη υπόθεση κατέρρευσε, ο Τραμπ μπόρεσε να βροντοφωνάξει πως είχε εξ’ αρχής δίκιο.
Αδιαφορία των λαϊκών τάξεων
Θα μπορούσε μέχρι και να επωφεληθεί από το «Ουκρανία-γκέιτ». Δεν γνωρίζουμε αν όλες οι υποψίες κατά του Τραμπ και του Τζουλιάνι είναι δικαιολογημένες. Αντιθέτως, τα στοιχεία που ήδη γνωρίζουμε με βεβαιότητα για τον Χάντερ Μπάιντεν είναι συντριπτικά. Υπήρξε μέλος του διοικητικού συμβουλίου μιας ουκρανικής εταιρείας φυσικού αερίου, ενώ δεν είχε καμία εμπειρία από τη χώρα και όλο αυτό λίγους μήνες αφότου ο πατέρας του, τότε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, υποστήριξε ένα πραξικόπημα που επέτρεψε την ανατροπή της κυβέρνησης του Κιέβου. Όταν οι Δημοκρατικοί κατηγορούν τον Τραμπ ότι χρησιμοποιεί το οβάλ γραφείο για προσωπικούς σκοπούς, εκείνος μπορεί πολύ εύκολα πλέον να αντιτάξει τη διπροσωπία τους. Για να γίνουν ακόμα χειρότερα τα πράγματα, η πρώτη εμφάνιση του Χάντερ Μπάιντεν στα μέσα ενημέρωσης ήταν καταστροφική: υποστήριξε πως δεν έκανε τίποτα λάθος, αναγνωρίζοντας συγχρόνως πως όφειλε τις προσοδοφόρες επαγγελματικές θέσεις του στο επώνυμό του. Και εξήγησε πως για το μόνο που μετάνιωσε ήταν ότι εκτίμησε λανθασμένα τους κινδύνους που αυτό αντιπροσώπευε για τις πολιτικές φιλοδοξίες του πατέρα του. Οι Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές θα περάσουν τους επόμενους μήνες παρατηρώντας στενά την οικογένεια Μπάιντεν και καταγγέλλοντας την υποκρισία των Δημοκρατικών. Στη συνέχεια θα ψηφίσουν πιθανότατα την αθώωση του προέδρου τους. Μια ετυμηγορία που ο Τραμπ δεν θα παραλείψει να παρουσιάσει σαν μια νέα απόδειξη της αθωότητάς του και των ελιγμών του «βαθέος κράτους» των Δημοκρατικών, που παρεμποδίζουν το σχέδιό του «να ξαναδώσει στην Αμερική το μεγαλείο της».
Καθ’ όλη τη διάρκεια του ρωσικού σκανδάλου, τα συμφέροντα του υψηλόβαθμων της εθνικής ασφαλείας συνέκλιναν με εκείνα των νεοφιλελεύθερων Δημοκρατικών που ηττήθηκαν από τον Τραμπ το 2016. Η προσήλωση σε μια θεωρία συνωμοσίας επέτρεψε στους μεγαλοπαράγοντες των Δημοκρατικών να αποφύγουν τον μετασχηματισμό του κόμματός τους, απαραίτητο μετά την ήττα της Χίλαρι Κλίντον από έναν δισεκατομμυριούχο που τάχα υπερασπιζόταν τις λαϊκές τάξεις. Το «Ουκρανία-γκέιτ» θα μπορούσε να έχει τα ίδια αποτελέσματα και να δηλητηριάσει τις προκριματικές εκλογές του Δημοκρατικού Κόμματος. Αντί να ασχολείται με ζητήματα όπως η καθολική υγειονομική κάλυψη, η εκπαίδευση, η κλιματική αλλαγή, ο μιλιταρισμός και οι κοινωνικές ανισότητες, η χώρα κινδυνεύει να βρεθεί εν μέσω μιας αντιπαράθεσης που βάζει τους πολίτες και τις ανησυχίες τους σε δεύτερη μοίρα.