Κατηγορούνται για φόνο εκ προμελέτης και βρίσκονται αντιμέτωπες με ποινή φυλάκισης έως και είκοσι ετών. Η Κρεστίνα, η Αντζελίνα και η Μαρία Χατσατουριάν είναι υπόδικες για τον φόνο του πατέρα τους ο οποίος τις κακοποιούσε σεξουαλικά, τις βίαζε, τις κτυπούσε και τις τραυμάτιζε. Ο φόνος διαπράχτηκε στις 27 Ιουλίου 2018 αλλά η δίκη δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί.
Δεδομένων των ποινών που ενδέχεται να επιβληθούν στις αδελφές Χατσατουριάν, η φεμινίστρια ακτιβίστρια Αλένα Πόποβα ξεκίνησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μια εκστρατεία καταγγελίας της σεξιστικής βίας. Στο Instagram, στο VKontakte (το ρωσικό Facebook) ή στο Twitter, εκατομμύρια χρήστες ανέβασαν φωτογραφίες με το πρόσωπό τους μακιγιαρισμένο κατά τρόπο ώστε να θυμίζει τραύματα ή αιματώματα. Στη Μόσχα και στην Αγία Πετρούπολη διοργανώθηκαν πολλές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. Για να συμβαδίσει με την εποχή η δικογραφία συμπεριλαμβάνει νέα στοιχεία όπως το γεγονός ότι οι αδελφές βρίσκονταν σε κατάσταση μετατραυματικού στρες. Η υπόθεση αυτή αποτέλεσε την ευκαιρία ν’ ανοίξει το ζήτημα των γυναικοκτονιών και στην Ρωσία.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που έδωσε το 2012 στη δημοσιότητα η Rosstat, η Κρατική Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία (1) , η συζυγική βία αφορά 16 εκατομμύρια γυναίκες. Κατά τη διάρκεια της έρευνας πάνω σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 10.000 γυναικών ηλικίας 15-44 ετών, μια γυναίκα στις πέντε δήλωσε ότι έχει υποστεί σωματική βία από τον σύντροφό της, τουλάχιστον μια φορά κατά τη διάρκεια της ζωής της. Σύμφωνα με το κέντρο Anna, την πρώτη οργάνωση που ιδρύθηκε στη χώρα το 1993 για την παροχή βοήθειας στα κακοποιημένα θύματα, κάθε 63 λεπτά μια γυναίκα πεθαίνει από τα χτυπήματα του συζύγου της ή του πρώην συζύγου της: κάθε χρόνο, τα θύματα ξεπερνούν τα 8.300.
Η αμφιλεγόμενη κληρονομιά του σοβιετικού δικαίου
Η Ρωσία είναι μια από τις ελάχιστες χώρες που δεν διαθέτουν ειδική νομοθεσία γι’ αυτό το ζήτημα. Τον Ιούλιο του 2019, για πρώτη φορά, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) επέβαλε κυρώσεις στη Ρωσία για μια υπόθεση συζυγικής βίας. Επιδίκασε αποζημίωση 20.000 ευρώ στην προσφεύγουσα Βαλέρια Βολοντίνα η οποία θεωρούσε ότι οι αρχές της χώρας της δεν την προστάτευσαν αρκετά. Το ΕΔΔΑ συμπέρανε ότι το νομικό κενό και η απουσία διαταγμάτων για την προστασία των γυναικών αποκαλύπτει την συστημική ανικανότητά τους να αντιμετωπίσουν την μάστιγα. Η Ρωσία ούτε έχει υπογράψει ούτε έχει κυρώσει την Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας ενάντια στις γυναίκες και τη συζυγική βίας, σύμβαση η οποία χρονολογείται από το 2011. Στην απόφασή του, το Δικαστήριο δήλωνε ότι οι ρωσικές αρχές «δυσφορούν κάθε φορά που καλούνται να αναγνωρίσουν την σοβαρότητα του προβλήματος».
Η απουσία ειδικής νομοθεσίας εξηγείται εν μέρει από την αμφιλεγόμενη κληρονομιά του σοβιετικού δικαίου. Όταν δημιουργήθηκε η ΕΣΣΔ, βρέθηκε στην πρωτοπορία όσον αφορά τα δικαιώματα των γυναικών. Ήδη από το 1917, το διάταγμα για τη «λύση του γάμου» αναγνωρίζει σε μεγάλο βαθμό το διαζύγιο. Την ίδια χρονιά, οι μπολσεβίκοι δίνουν το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες. Το 1920, η Σοβιετική Ένωση γίνεται το πρώτο κράτος που νομιμοποιεί την άμβλωση. Για να απελευθερωθούν οι γυναίκες από τις οικιακές εργασίες, δημιουργήθηκαν παιδικοί σταθμοί, συλλογικά πλυντήρια και εστιατόρια, με πρωτοβουλία της Αλεξάντρα Κολοντάι, της πρώτης γυναίκας υπουργού στην σύγχρονη ιστορία, η οποία μεταξύ άλλων διεκδικούσε την κατάργηση του αποκλειστικού έρωτα. Ο στόχος που επιδιωκόταν εκείνη την εποχή ήταν η καταστροφή της οικογένειας, η οποία αντιμετωπιζόταν ως αστικός θεσμός.
Όμως, στη δεκαετία του 1930, ο Στάλιν ακυρώνει το σύνολο της προόδου που είχε επιτευχθεί. Τη στιγμή που οι γυναίκες δυσκολεύονται να βρουν σύντροφο λόγω του θανάτου πολλών ανδρών κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε, η φιλελευθεροποίηση του διαζυγίου δεν αποδεικνύεται πάντα ευνοϊκή για αυτές. Αυξάνεται κατακόρυφα ο αριθμός των γυναικών που βρίσκονται επικεφαλής μονογονεϊκής οικογένειας και κατακλύζουν τα δικαστήρια με μηνύσεις για μη πληρωμή της διατροφής που τους έχει επιδικαστεί. Καθώς βυθίζονται στην εξαθλίωση, η πλειονότητα καταφεύγει στην άμβλωση. Οι αρχές ανησυχούν για την κατάρρευση της γεννητικότητας. Αυτή η πραγματικότητα, σε συνδυασμό με την άνοδο στην ιεραρχία του κόμματος στελεχών που προέρχονται από τον αγροτικό κόσμο, ευνοεί το σφίξιμο των λουριών. Σύμφωνα με την κοινωνιολόγο Μονά Κλαρό, «δηλώνεται επισήμως ότι το πρόβλημα των γυναικών και των σεξουαλικών σχέσεων έχει λυθεί. Στο εξής, η σοβιετική οικογένεια οφείλει να χαρακτηρίζεται από σταθερότητα και γονιμότητα» (2). Το 1936, απαγορεύεται η άμβλωση και οι διαδικασίες του διαζυγίου γίνονται δυσκολότερες. Μεταπολεμικά, αυτή η κίνηση του νομοθετικού εκκρεμούς βρίσκει ένα σημείο ισορροπίας, συνδυάζοντας την μερική επιστροφή στην επαναστατική παράδοση και την μέριμνα για την ενίσχυση του οικογενειακού κυττάρου το οποίο είναι επικεντρωμένο στο παιδί.
Μετά τον θάνατο του Στάλιν, καθώς οι αρχές βρίσκονται αντιμέτωπες με το κατάφωρο χάσμα ανάμεσα στους νόμους και στα ήθη, αναγκάζονται να χαλαρώσουν το νομοθετικό πλαίσιο. Το 1955, νομιμοποιούνται ξανά οι αμβλώσεις. Δέκα χρόνια αργότερα, γίνονται ευκολότερες οι διαδικασίες του διαζυγίου. Ωστόσο, το δημογραφικό ζήτημα έχει μετατραπεί σε έμμονη ιδέα για τις αρχές. Σύμφωνα με τα Θεμέλια της νομοθεσίας για τον γάμο και την οικογένεια που υιοθετήθηκαν το 1968, «η σοβιετική κοινωνία θεωρεί ότι η προστασία και η ενθάρρυνση της μητρότητας αποτελούν σημαντική προτεραιότητα, όπως εξάλλου και οι εγγυήσεις για μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία». Το νομοθετικό αυτό κείμενο επιτρέπει το διαζύγιο με απλή δήλωση στο ληξιαρχείο για τα ζευγάρια χωρίς παιδί. Παρ’ όλο που η συζυγική ζωή θεωρείται μια ιδιωτική υπόθεση η οποία δεν αφορά το κράτος, τα πράγματα αλλάζουν όταν το ζευγάρι έχει απογόνους.
Σε αυτό το πλαίσιο, η βία ενάντια στις γυναίκες δεν καταλογίζεται στην δομική αντρική κυριαρχία (η οποία σύμφωνα με την επίσημη άποψη έχει εξαλειφθεί). Όπως υποστηρίζουν οι κοινωνιολόγοι Φρανζουάζ Ντωσέ και Αμαντίν Ρεγκαμέ, για τις αρχές αποτελεί απλά μια πράξη «“κακών Σοβιετικών πολιτών” που κάνουν κατάχρηση οινοπνευματωδών ή διαιωνίζουν οικογενειακές παραδόσεις που χρονολογούνται πριν από την επανάσταση». Από την πλευρά της, «η αστυνομία θεωρεί τις βιαιοπραγίες μεταξύ συντρόφων, είτε ως παραβιάσεις της δημόσιας τάξης, είτε ως “οικογενειακά σκάνδαλα” στα οποία η παρέμβαση των δυνάμεων της τάξης οφείλει κατά κύριο λόγο να αποσκοπεί στην συμφιλίωση (3). Κυρίως όταν υπάρχουν παιδιά.
Στα ζητήματα ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, η Σοβιετική Ένωση ήταν πολύ εξελιγμένη: συγκριτικά, θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, στη Γαλλία, μονάχα μετά το 1965 μια γυναίκα μπορούσε να ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα ή να ανοίξει τραπεζικό λογαριασμό χωρίς της άδεια του συζύγου της. Όσον αφορά δε την ποινική νομοθεσία της ΕΣΣΔ, οι άντρες και οι γυναίκες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε το φύλο του θύματος, ούτε η φύση της σχέσης που υπάρχει (ή υπήρξε) με τον επιτιθέμενο.
Στη δεκαετία του 1990, οι φεμινιστικές οργανώσεις που πολλαπλασιάζονται στη χώρα αγωνίζονται για την υιοθέτηση του δυτικού νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη της συζυγικής βίας. Κάτω από τις πιέσεις διεθνών οργανισμών, η Ρωσία εξετάζει πολλές φορές το ενδεχόμενο της υιοθέτησης ενός ειδικού νόμου: την δεκαετία του 1990, ύστερα το 2012 και ξανά το 2014. Τον Ιούλιο του 2016, η κυβερνητική πλειοψηφία κάνει ένα δειλό βήμα. Ο ξυλοδαρμός ενός «οικείου προσώπου» (συζύγου, παιδιού, αδελφού ή αδελφής) αποτελεί επιβαρυντική περίσταση (άρθρο 116 του Ποινικού Κώδικα). Η έννοια του «οικείου προσώπου» είναι αποκαλυπτική του τι ακριβώς επιδιώκει να προστατεύσει ο νομοθέτης: η οικογένεια είναι εκείνη που πρέπει να προστατευθεί απέναντι στην βία και όχι οι γυναίκες. Ταυτόχρονα, ο νόμος ελαφρύνει τις ποινές που επισύρουν οι επιθέσεις που διαπράττονται σε δημόσιο χώρο από έναν άγνωστο (εκτός από την περίπτωση υπότροπου): πρόκειται για μια σωτήρια εξέλιξη σε μια χώρα που φημίζεται για την αυστηρότητα του ποινικού της κώδικα και για τον υπερπληθυσμό των φυλακών της.
«Να μην μιμηθούμε τις υπερβολές της Δυτικής Ευρώπης»
Το κείμενο προκαλεί την οργή της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των λοιπών υπερασπιστών της παραδοσιακής οικογένειας που θεωρούν ότι τέτοιες οι νομικές διατάξεις εισάγουν διακρίσεις. Πράγματι, όπως εξηγούν, ενώ ένας άγνωστος που επιτίθεται σε έναν περαστικό μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα αποφύγει την ποινή φυλάκισης, ο πατέρας που επιβάλλει σωματική τιμωρία στο παιδί του μπορεί να βρεθεί στη φυλακή. Η ιστοσελίδα της επιτροπής οικογενειακών υποθέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας εκφράζει την αγανάκτησή της για το ενδεχόμενο βρεθούν «οι ευσυνείδητοι γονείς αντιμέτωποι με δικαστικές διώξεις και έως και διετή ποινή φυλάκισης (σε περίπτωση υποτροπής) σε περίπτωση που προσφύγουν σε οποιασδήποτε μορφής σωματική βία κατά την εκπαίδευση των παιδιών τους, ακόμα κι αν αυτή είναι ήπια και δικαιολογημένη».
Αυτήν ακριβώς την επιχειρηματολογία χρησιμοποιεί η γερουσιαστής Έλενα Μιζουλίνα που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του αγώνα για την κατάργηση της έννοιας του «οικείου προσώπου» και καταγγέλλει τον νόμο, τον οποίο αποκαλεί «νόμο του χαστουκιού». Είχαν προηγηθεί οι επανειλημμένες προτάσεις της για περιορισμό της πρόσβασης στις αμβλώσεις ή για φορολόγηση των διαζυγίων. Σήμερα, δηλώνει ότι η ενδοοικογενειακή βία «δεν αποτελεί το σημαντικότερο πρόβλημα των οικογενειών. Αντιθέτως, το κυριότερο είναι η αγένεια, η έλλειψη τρυφερότητας και σεβασμού, κυρίως εκ μέρους των γυναικών. Εμείς οι γυναίκες, καθώς είμαστε αδύναμα όντα, δεν θιγόμαστε όταν μας δέρνουν. Όταν ένας άντρας δέρνει την γυναίκα του, δεν υπάρχει η ίδια προσβολή με εκείνη που υφίσταται ένας άντρας όταν ταπεινώνεται» (4).
Η μαζική κατακραυγή πέτυχε τον στόχο της: ήδη από το 2017, εξαφανίζεται από τον Ποινικό Κώδικα η παραμικρή αναφορά στα «οικεία πρόσωπα». Το Κρεμλίνο ανακοινώνει μέσω του κυβερνητικού εκπροσώπου ότι «το να χαρακτηρίζονται ορισμένες χειρονομίες που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της οικογενειακής ζωής ως “ενδοοικογενειακή βία” [οδηγεί τελικά] στη δραματοποίηση της κατάστασης από νομική άποψη». Όσο για τις φεμινιστικές οργανώσεις, εκφράζουν την ανησυχία τους για την κατάσταση, η οποία έχει επιδεινωθεί συγκριτικά με το 2016. Βέβαια, θεωρητικά, ο δράστης βιαιοπραγιών μπορεί να τιμωρηθεί με ποινή φυλάκισης από 10 ημέρες ως 3 μήνες σε περίπτωση υποτροπής. Ωστόσο, αυτές οι ποινές επιβάλλονται σπανιότατα. Δεδομένου ότι ο οικογενειακός δεσμός μεταξύ του δράστη και του θύματός του δεν αποτελεί πλέον επιβαρυντικό στοιχείο, εάν ο ξυλοδαρμός δεν προκάλεσε εισαγωγή σε νοσοκομείο, ο δικαστής μπορεί πλέον να επιβάλλει στον βίαιο σύζυγο την ελάχιστη ποινή, δηλαδή ένα απλό πρόστιμο 5.000 ρουβλίων (70 ευρώ). «Το ίδιο ακριβώς πρόστιμο που ισχύει για την παράνομη στάθμευση που παρεμποδίζει την κυκλοφορία ή για το κάπνισμα σε χώρο μη καπνιστών», αγανακτεί η Γιούλια Γκορμπούνοβα, η οποία στα τέλη του 2018 συνέταξε για λογαριασμό της Human Rights Watch την έκθεση με τίτλο «“Θα μπορούσα να σε σκοτώσω, κανένας δεν θα με σταματούσε”». Σε περίπτωση υποτροπής, το πρόστιμο μπορεί να φτάσει στα 40.000 ρούβλια (περίπου 560 ευρώ), τα οποία συνήθως παρακρατούνται αυτόματα από τον κοινό τραπεζικό λογαριασμό του ζευγαριού…
Με λίγα λόγια, στην Ρωσία δεν προβλέπεται πραγματικά τίποτα για την προστασία των γυναικών από έναν βίαιο σύζυγο. Σε απόσταση δύο περίπου ωρών από τη Μόσχα, το καταφύγιο Kitej, του οποίου η διεύθυνση είναι απόρρητη για να εξασφαλίζεται η ασφάλειά του, φιλοξενεί θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Από την έναρξη της λειτουργίας του το 2013, αυτό το ιδιωτικό καταφύγιο φιλοξενεί δωρεάν κάθε χρόνο 30-40 γυναίκες και τα παιδιά τους. Μια σταγόνα στον ωκεανό, δεδομένου ότι είναι κραυγαλέα η έλλειψη θέσεων επείγουσας φιλοξενίας. Σύμφωνα με τους επίσημους αριθμούς, το 2010 η Ρωσία διέθετε μονάχα 22 κοινωνικούς ξενώνες (5). Και οι γυναίκες οφείλουν υποχρεωτικά να είναι κάτοικοι της πόλης στην οποία βρίσκεται το καταφύγιο, πράγμα που είναι αδύνατον για την πλειονότητά τους. Η Αλιόνα Σαντίκοβα, διευθύντρια του Kitej, εκφράζει τη λύπη της γι’ αυτήν την κατάσταση: «Είμαι διαρκώς υποχρεωμένη να αρνούμαι αιτήσεις. Αποφεύγω να κατευθύνω τα θύματα προς τα καταφύγια που διαχειρίζονται οι θρησκευτικοί κύκλοι, ή ακόμα και στα κρατικά καταφύγια, γιατί εκεί επικρατεί μια ρητορική συμφιλίωσης, συγγνώμης και κατανόησης μεταξύ των συζύγων η οποία είναι εντελώς λανθασμένη».
Τα κρούσματα ενδοοικογενειακής βίας εξακολουθούν να θεωρούνται ως διαφορές μεταξύ του ζευγαριού και οι αστυνομικοί ταλαντεύονται μεταξύ άρνησης και ειρωνείας, κοροϊδίας και αδράνειας. Στην Βολόντινα, την πρώτη γυναίκα που δικαιώθηκε από το ΕΔΔΑ, όταν κατήγγελλε επανειλημμένα στην αστυνομία τις βιαιοπραγίες που υφίστατο, οι αστυνομικοί απάντησαν πλήθος φορών ότι πρόκειται για «ερωτικά καβγαδάκια».
Εκτός από τον βουλευτή του Κομουνιστικού Κόμματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας Γιούρι Σινέλτσικοφ -ο οποίος στις συζητήσεις που προηγήθηκαν της ψήφισης του νόμου από την Δούμα υπενθύμισε ότι «οι ρωσικές παραδόσεις δεν στηρίζονται στην εκπαίδευση των γυναικών με το μαστίγιο, όπως ορισμένοι προσπαθούν να μας πείσουν»- ελάχιστοι ήταν οι βουλευτές που εξέφρασαν την αγανάκτησή τους. Αντίθετα, ο Αντρέι Ισαΐεφ, βουλευτής του κόμματος Ενωμένη Ρωσία, διαβεβαίωνε ότι αυτός και οι συνάδελφοί του δεν επρόκειτο «να μιμηθούν τις υπερβολές της Δυτικής Ευρώπης». Αυτό το ρεφρέν που είναι της μόδας τα τελευταία χρόνια αντιπαραθέτει τις παραδοσιακές ρωσικές αξίες απέναντι σε μια παρακμιακή Δύση η οποία υποτίθεται ότι επιδιώκει να επιβάλλει τις δικές της αξίες χρησιμοποιώντας ξένους πράκτορες. Είναι η άποψη που υποστηρίζει επίσης η Βέρα Νικολάγεβνα (6) , η γραμματέας της Ρωσικής Οργάνωσης για την Υποστήριξη των Γονέων. Μας διαβεβαιώνει ότι, εάν δεν είχε καταργηθεί από το άρθρο 116 η έννοια του «οικείου προσώπου», «θα είχαν σταλεί στη φυλακή οι γονείς, όπως συμβαίνει στην Ευρώπη, επειδή έδωσαν μερικές ξυλιές στον πισινό του παιδιού τους. Κι ύστερα, τα παιδιά μας θα τα είχαν υιοθετήσει γκέι ζευγάρια από την Ευρώπη». Τόσο το χειρότερο εάν αυτή η εξέλιξη στερεί την ελάχιστη προστασία που διέθεταν οι γυναίκες θύματα της συζυγικής βίας. Ούτε και τους ενδιαφέρει άλλωστε το γεγονός ότι, ήδη από το 2017, ο yπουργός Εσωτερικών Βλαντίμιρ Κολοκόλτσεφ αναγνώριζε ότι το πρόστιμο δεν επέτρεπε την αποτελεσματική πρόληψη.