Από τότε που ο οικονομολόγος Τζον Μέυναρντ Κέυνς φαντάστηκε, σε ένα δοκίμιο του 1930, ένα μέλλον όπου η εκμηχάνιση θα οδηγούσε «στην τρίωρη κυλιόμενη καθημερινή εργασία ή στην εργάσιμη εβδομάδα των 15 ωρών» και θα επέτρεπε «να αφιερώνουμε το υπόλοιπο της ενεργητικότητάς μας σε μη οικονομικούς σκοπούς» (1) , το ζήτημα του αυτοματισμού είναι διαρκώς παρόν στον δημόσιο διάλογο. Εδώ και αρκετά χρόνια το ξανασυναντάμε με τη βαρύγδουπη ονομασία «ψηφιοποίηση του κόσμου της εργασίας».
Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, ένα σύνολο τεχνολογιών θα ανοίξει, με ταχύτατους ρυθμούς, τον δρόμο για την αντικατάσταση του ανθρώπου από τις μηχανές: στα εργοστάσια, ελαφρά ρομπότ θα καλύψουν τα τελευταία κενά στην αυτοματοποίηση, τα διασυνδεδεμένα συστήματα του «Ίντερνετ των πραγμάτων» θα εξορθολογίσουν την παραγωγική διαδικασία και τις σχέσεις με τους πελάτες, ενώ η τεχνητή νοημοσύνη θα αντικαταστήσει τους υπαλλήλους στον τομέα των υπηρεσιών. Με τελική κατάληξη να αναδυθεί μια επιπλέον στρατιά ανέργων ή, όπως το είχε ήδη προβλέψει ο Κέυνς, «η τεχνολογική ανεργία, οφειλόμενη στο γεγονός ότι ανακαλύπτουμε τρόπους εξοικονόμησης της εργατικής δύναμης με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από εκείνη με την οποία επινοούμε νέες χρήσεις για την ανθρώπινη εργασία».
Ωστόσο, μια λεπτομερής εξέταση του πραγματικά υφιστάμενου τοπίου στη βιομηχανία αποδεικνύει ότι οι τεχνολογίες αυτοματισμού δεν έχουν φέρει παρά περιορισμένες επιτυχίες. Από πού πηγάζει λοιπόν ο πανικός απέναντι στην υποθετική κοινωνική Αποκάλυψη που θα προκαλέσουν τα ρομπότ;
Πηγάζει κυρίως από μια εντυπωσιακή επιχείρηση εργοδοτικού μάρκετινγκ γύρω από την «τέταρτη βιομηχανική επανάσταση» (μετά από εκείνες της ατμομηχανής, του ηλεκτρισμού και της πληροφορικής), στην οποία θα εμπλακούν διάφορες χώρες: η εποχή των έξυπνων, δικτυωμένων μηχανών, ικανών να παράγουν μοναδικά και εξατομικευμένα εμπορεύματα. Η έννοια έγινε δημοφιλής κυρίως χάρη στον Κλάους Σβαμπ, πρόεδρο του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός (WEF) (2). Η γερμανική εκδοχή του, η οποία ονομάστηκε «Βιομηχανία 4.0» και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο ευρύ κοινό το 2011, στην Έκθεση Βιομηχανικών Τεχνολογιών του Ανόβερου, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της αναντιστοιχίας ανάμεσα στις θριαμβολογικές διακηρύξεις και στην πραγματικότητα.
Δεν είναι τόσο η ισχύς της γερμανικής βιομηχανίας που αποτελεί την κινητήρια δύναμη για την υλοποίηση της συγκεκριμένης στρατηγικής όσο η σύμπτωση διάφορων περιστάσεων. Μετά τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008, το άφθονο χρήμα που άρχισαν να τυπώνουν οι κεντρικές τράπεζες, σε συνδυασμό με την απώλεια της εμπιστοσύνης στις χρηματαγορές, οδήγησε στην ανάγκη να δημιουργηθούν νέοι τομείς επενδύσεων. Η μαρκετίστικη έννοια της «τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης» ανταποκρίνεται σε αυτή την ανάγκη, προτείνοντας να μετατρέψουμε, χάρη στις νέες τεχνολογίες, το παλιό μηχανοστάσιο της κοινωνίας της εργασίας σε ελιξίριο νεότητας του παγκόσμιου καπιταλισμού. Η ατζέντα, αρχικά αναπτυγμένη υπό την αιγίδα του WEF, συγκεκριμενοποιήθηκε με αρκετή ευκολία στη Γερμανία, καθώς η βιομηχανική δομή της χώρας ενδεικνυόταν ιδιαίτερα για ένα τέτοιο εγχείρημα.
Έκτοτε, ολόκληρες στρατιές εμπειρογνωμόνων προσπαθούν να καταστήσουν δημοφιλή την ορολογία, υπό τη μορφή στρατηγικών συμβουλών προς τις επιχειρήσεις ή πανάκριβων εκστρατειών ευαισθητοποίησης του γενικού κοινού, κάνοντας πολύ ευτυχισμένες εταιρείες συμβούλων όπως η McKinsey και οι ομόλογοί της. Η αντικατάσταση της ανθρώπινης εργασίας από τις μηχανές, που πολλοί οικτίρουν, για κάποιους δεν αποτελεί παρά την άλλη όψη του κέρδους σε αποτελεσματικότητα που χρειάζονται επειγόντως. Υπό αυτήν την έννοια, το «κακό για την κοινωνία» (ανεργία) είναι συνώνυμο του «καλού για τις επιχειρήσεις» (κέρδος).
Speedfactory, η μπλόφα της Adidas
Με τη μία καινοτομία να απαξιώνει την αμέσως προηγούμενη, στο σύμπαν των συμβούλων επιχειρήσεων παρατηρούμε μια εκθαμβωτική επιτάχυνση των συζητήσεων. Σύμφωνα με τη συναρπαστική αφήγηση της «Βιομηχανίας 4.0», εάν οι τρεις πρώτες βιομηχανικές επαναστάσεις αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια πολλών δεκαετιών, στην περίπτωση της ψηφιακής κληρονόμου τους ο ρυθμός έχει επιταχυνθεί. Το 2017, η Ιαπωνία, η τιμώμενη χώρα της Έκθεσης του Ανόβερου, παρουσίαζε το δικό της όραμα για μια «Κοινωνία 5.0». Αυτό το τόλμημα φαντάζει πλέον πολύ ταπεινό: η εταιρεία συμβούλων Accenture έχει ήδη λανσάρει το σύνθημα για μια «Βιομηχανία Χ.0» (δηλαδή «10.0»). Ότι λείπουν έξι βιομηχανικές επαναστάσεις μεταξύ των εκδοχών 4.0 και Χ.0 δεν εξέπληξε προφανώς κανέναν.
Η διαδοχή υποτιθέμενων επαναστάσεων ίσως να φανερώνει μια αντίδραση πανικού απέναντι στη σύγκριση με την πραγματικότητα. Οι Γερμανοί μηχανικοί παράγουν όντως πολύ λιγότερες εντυπωσιακές καινοτομίες απ’ όσες προεξοφλούν οι στρατιές των συμβούλων. Και, αν το καλοεξετάσουμε, ο θεμελιώδης προσανατολισμός της «Βιομηχανίας 4.0» δεν περιλαμβάνει τίποτε πραγματικά νέο. Απλώς επιμηκύνει μια τάση εξορθολογισμού που κυριαρχεί στον κόσμο των εργοστασίων εδώ και περίπου σαράντα χρόνια: ολοένα μεγαλύτερος αυτοματισμός της παραγωγής, σε συνδυασμό με έναν ολοένα μεγαλύτερο βαθμό εξατομίκευσης των προϊόντων. Ο στόχος της φαντασίωσης είναι μια εντελώς αυτοματοποιημένη παραγωγή που θα παρείχε μοναδικά προϊόντα, με κόστος μαζικής παραγωγής (στη γλώσσα της γερμανικής βιομηχανίας: «σειρές με προσαρμογή 1»). Απέχουμε όμως πολύ από αυτήν την εξέλιξη.
Οι περισσότερες γερμανικές επιχειρήσεις διστάζουν μπροστά στην παρακινδυνευμένη και πολυδάπανη ιδέα να διαταράξουν μια καλά ρονταρισμένη παραγωγική διαδικασία. Πολλές φοβούνται ότι οι δαπάνες δεν θα εξισορροπηθούν από την αύξηση των εσόδων (3). Αυτό μαρτυρά η περίπτωση της Munch Chemie-Pumpen: κατασκευαστής βιομηχανικών αντλιών στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία –ένας από τους Γερμανούς «αφανείς πρωταθλητές» της παγκόσμιας αγοράς– έβαλε όλα του τα αυγά στο ίδιο καλάθι και υιοθέτησε όλες τις δυνατές βιομηχανικές εφαρμογές της «4.0». Το Ίντερνετ των πραγμάτων (διασυνδεδεμένες μηχανές που επικοινωνούν μεταξύ τους), η συνεχής ροή δεδομένων και τα συστήματα ψηφιακής υποβοήθησης των συνεργατών εγγυώνται πλέον μια ευέλικτη και ταχύτατη ανταπόκριση στις ανάγκες των αγοραστών. Θεωρητικά, οι εργάτες μπορούν σήμερα να κατασκευάσουν δύο εκατομμύρια αντλίες σε περισσότερα από 200 χρώματα. Η Munch Chemie-Pumpen κατόρθωσε να διαφοροποιήσει την πελατεία της και, προπαντός, να μην εξαρτάται πλέον από τους κλάδους της σιδηρουργίας και της χημικής βιομηχανίας. Τελικά όμως, όλα αυτά δεν της απέφεραν περισσότερα χρήματα: «Οι πελάτες μάς ζητούν ολοένα πιο εξατομικευμένα προϊόντα, αλλά δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερα», δηλώνει ο διευθυντής της εταιρίας («Wirtschaftswoche», 18 Ιανουαρίου 2019).
Η συγκεκριμένη περίπτωση καταδεικνύει ένα συνολικό πρόβλημα της συζήτησης περί «Βιομηχανίας 4.0»: ο ενθουσιασμός των μέσων ενημέρωσης και η επικέντρωση στην τεχνολογία οδηγούν στην παραμέληση της χειροπιαστής οικονομικής χρησιμότητας. Στην πραγματικότητα, όταν οι επιχειρήσεις επιθυμούν να αλλάξουν την παραγωγική διαδικασία τους, το συνηθέστερο είναι να μην εισάγουν την τεχνολογία για την τεχνολογία, αλλά να επιδιώκουν την καλύτερη σχέση μεταξύ κόστους και οφέλους. Έτσι, αντί για ριζοσπαστικές αλλαγές, προχωρούν με τη μέθοδο δοκιμής-λάθους σε μικρή κλίμακα, εισάγοντας τις νέες τεχνολογίες στις ήδη υφιστάμενες διαδικασίες. Αντί να θεωρούν τη «Βιομηχανία 4.0» μια συμπαγή στρατηγική με συνολική εφαρμογή, οι επικεφαλής τους προτιμούν να επιλέγουν τα συστήματα που τους εξυπηρετούν σε μια δέσμη εφαρμογών –όπως η προγνωστική συντήρηση, η χρήση συστημάτων υποβοήθησης, ο οπτικός έλεγχος ποιότητας. Εξάλλου, δίπλα στα επιτυχημένα προγράμματα, υπάρχει πλήθος περιπτώσεων χωρίς χειροπιαστά οφέλη, μέχρι το σημείο ορισμένες φορές να αποσύρονται οι εφαρμογές που είχαν εισαχθεί πειραματικά.
Το πλέον εντυπωσιακό παράδειγμα ονομάζεται Speedfactory, ένα εργοστάσιο σχεδιασμένο από την Adidas ως εμβληματικό πρόγραμμα της «Βιομηχανίας 4.0». Τα εγκαίνιά του το 2017 προκάλεσαν αναταραχή στα μέσα ενημέρωσης. Εγκατεστημένα στο Άνσμπαχ της Βαυαρίας και στην Ατλάντα των ΗΠΑ, τα δύο εργοστάσια είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοματοποιημένα. Η ευελιξία των εύκολα παραμετροποιήσιμων ρομπότ επιτρέπει την άμεση τροφοδοσία της αγοράς με ειδικές σειρές, διαφορετικές για κάθε πόλη (άλλο μοντέλο για το Παρίσι, άλλο για το Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη κ.λπ.). Η επιχείρηση χρησιμοποίησε συχνά αυτά τα εργοστάσια-βιτρίνα ως προάγγελους μιας νέας εποχής. «Όταν ήρθα στην Adidas το 1987»,εξηγούσε το 2016 ο γενικός διευθυντής της, «είχε μόλις αρχίσει η μεταφορά της παραγωγής στην Ασία. Σήμερα, ο κύκλος κλείνει και η παραγωγή επιστρέφει» (4).
Στην πραγματικότητα, η επιστροφή στη Γερμανία αφορά, στην καλύτερη περίπτωση, μόλις 500.000 ζευγάρια παπουτσιών ετησίως, δηλαδή περίπου το 0,5% της παγκόσμιας παραγωγής της Adidas. Ο όμιλος δεν σκόπευε να επαναπατρίσει το σύνολο της παραγωγής του, για έναν σημαντικό λόγο: η τιμή πώλησης ενός ζευγαριού παπουτσιών κατασκευασμένου σε Speedfactory κυμαίνεται μεταξύ 250 και 350 ευρώ. Στην πραγματικότητα, η υπεραυτοματοποιημένη παραγωγή μικρών σειρών προϊόντων παραμένει δαπανηρή: είναι κερδοφόρα μονάχα για προϊόντα απευθυνόμενα σε μια εύπορη πελατεία, που συμπληρώνουν τη βασική γκάμα για το ευρύ κοινό. Αντί να αποτελεί το μέλλον της βιομηχανικής παραγωγής, το Speedfactory γίνεται κατανοητό μόνο ως μαρκετίστικο επιχείρημα, με στόχο τη βελτίωση της εικόνας μιας μάρκας που θέλει να παρουσιάζεται ικανή να αντιλαμβάνεται γρήγορα τις τάσεις, ακόμα και να τις δημιουργεί. Εξάλλου, στις 11 Νοεμβρίου 2019, η Adidas ανήγγειλε το κλείσιμο των δύο Speedfactory την άνοιξη του 2020 και… τη μεταφορά τους στην Ασία, όπου δύο από τους προμηθευτές της θα υιοθετήσουν τις νέες παραγωγικές μεθόδους.
Ακόμα κι αν ο στόχος της «σειράς με προσαρμογή 1» είναι κάτι πιο εφικτό από ένα απλώς ουτοπικό όνειρο των μηχανικών, θα πρέπει να αναρωτηθούμε: είναι προορισμός των βιομηχανιών η παραγωγή εξατομικευμένων προϊόντων; Το συγκεκριμένο τμήμα της αγοράς καλύπτεται ήδη από τους γίγαντες του ηλεκτρονικού εμπορίου, που παραδίδουν απευθείας στην κατοικία του καταναλωτή μια τεράστια ποικιλία προϊόντων. Ο Τζακ Μα, το απερχόμενο αφεντικό της Alibaba, διατύπωσε τον στόχο ως εξής: παράδοση οποιουδήποτε προϊόντος, σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη, εντός 72 ωρών. Η κινεζική εκδοχή της «σειράς με προσαρμογή 1» μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματικότερη από το πολύπλοκο σχέδιο ενός «έξυπνου» εργοστασίου.
Αποσιώπηση των ενοχλητικών ερωτημάτων
Η επιλογή της αυτοματοποίησης, παρουσιαζόμενη ως οικονομική αναγκαιότητα, ακόμη και ως μοιραία ιστορική εξέλιξη, παραμένει πρώτα απ’ όλα συνδεδεμένη με μια πολιτική: την πολιτική της παγκοσμιοποίησης, που επιβλήθηκε τη δεκαετία του 1990 στηριγμένη και η ίδια στις τεχνολογίες της πληροφορικής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η επίκριση των ρομπότ μάς απαλλάσσει από την αμφισβήτηση των γενικότερων οικονομικών προσανατολισμών. Η τεχνολογική ανεργία που επικαλούνταν ο Κέυνς είναι σε μεγάλο βαθμό υπερτιμημένη και λειτουργεί ως αντιπερισπασμός στις καταστροφές του υπαρκτού καπιταλισμού. Οι μελέτες που λαμβάνουν υπόψη όχι μόνον τη θεωρητική υποκατάσταση των ανθρώπων από τις μηχανές, αλλά και την εξέλιξη του περιεχομένου της εργασίας και την ανάδυση νέων θέσεων εργασίας, διαψεύδουν τις προβλέψεις των μέσων ενημέρωση περί αντικατάστασης των εργαζόμενων από τα ρομπότ και υπαινίσσονται έως και αύξηση της συνολικής απασχόλησης (5). Απομένει να καθοριστεί με ποιους μισθούς, με ποιους όρους και για ποια παραγωγή –ζητήματα κατ’ εξοχήν πολιτικά, που όμως πολλοί επιθυμούν να αποσιωπήσουν.
Όπως ήδη παρατηρείται εδώ και μερικά χρόνια στις ΗΠΑ, οι παλαιοί απολογητές του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και της παγκοσμιοποίησης είναι εκείνοι που, στην πολιτική αρένα, κατακεραυνώνουν σήμερα τον ψηφιακό αυτοματισμό, όπως ο Μπιλ Γκέιτς, ιδρυτής της Microsoft, ή ο Λόρενς Σάμερς, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας και πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ. Ακούγοντάς τους, θεωρείς ότι οι εργαζόμενοι, αντιμέτωποι με την επισφάλεια, τους χαμηλούς μισθούς και την απώλεια θέσεων εργασίας, είναι θύματα ανώνυμων τεχνολογικών επιταγών. Όποιος υποδεικνύει σήμερα ως ένοχο τα ρομπότ, θέλει να αποσπάσει την προσοχή από τον θλιβερό απολογισμό των ίδιων του των αποφάσεων…