Ο βουδισμός τρελαίνει. Τουλάχιστον αυτό θα πίστευε κάποιος μπροστά στην αναταραχή που προκαλεί η μελλούμενη διαδοχή του δέκατου τέταρτου Δαλάι Λάμα, Τενζίν Γκυάτσο, 84 ετών. Στο Πεκίνο, το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) έχει την αξίωση να ανακηρύξει –αν όχι να επιλέξει– την επόμενη ενσάρκωση του «ζωντανού Βούδα» που θα πάρει τη θέση τού τόσο απεχθούς στο καθεστώς τωρινού ηγέτη. Στην Ουάσινγκτον, στις 8 Νοεμβρίου 2019, ο Σάμιουελ Μπράουνμπακ, έκτακτος Αμερικανός πρεσβευτής αρμόδιος για θέματα διεθνούς θρησκευτικής ελευθερίας, κάλεσε τον ΟΗΕ να «εμπλακεί» στη διαδικασία της ανακήρυξης. Στη Νταραμσάλα της Ινδίας, οι εξόριστοι Θιβετιανοί διαβεβαιώνουν ότι ο ηγέτης του θιβετιανού βουδισμού μπορεί να μετενσαρκωθεί οπουδήποτε… εκτός από το Θιβέτ. Γεγονός που δηλώνει πολλά για αυτή την κινεζική επαρχία, όπου αναμειγνύονται πολιτιστική ταυτότητα και θρησκευτικές πεποιθήσεις, αυτονομιστικές προσδοκίες και γεωπολιτικά διακυβεύματα.
Περιττό να πούμε ότι κανείς δεν αποφασίζει να κάνει εκεί ρεπορτάζ σαν να προετοιμάζεται για περίπατο στο δάσος. Χρειάζεται άδεια από το Πεκίνο. Έτσι ξεκίνησε το ταξίδι της μια μικρή ομάδα δημοσιογράφων για μια επίσκεψη στην Αυτόνομη Περιφέρεια του Θιβέτ (ΑΠΘ), με τον περιορισμό να δουν μόνο ό,τι επιτρέπεται.
Το τέλος του Σεπτεμβρίου 2019 βρίσκει τον δρόμο που οδηγεί από το αεροδρόμιο στην πρωτεύουσα Λάσα στολισμένο καθ’ όλο το μήκος του με κινεζικές σημαίες και κόκκινα φανάρια: βρισκόμαστε στις παραμονές της 70ής επετείου της ίδρυσης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, και αυτό πρέπει να φαίνεται. Αν και τα πλακάτ και όλες οι δημόσιες πινακίδες είναι κατά κανόνα γραμμένες και στις δύο γλώσσες, στα Μανδαρινικά και στα Θιβετιανά, η πρώτη εμφανίζεται πάντα με χαρακτήρες μεγαλύτερου μεγέθους από τη δεύτερη.
Παρά την ιδιαίτερη αυτή κατάσταση, η άφιξη στη Λάσα (σε υψόμετρο άνω των 3.600 μέτρων) παραμένει μαγική εμπειρία. Τα κόκκινα και λευκά κτίρια του ανακτόρου της Ποτάλα, έδρας του παλιού θεοκρατικού καθεστώτος, περήφανα σκαρφαλωμένα στην πλαγιά του βουνού, δεσπόζουν επάνω από την πόλη. Μια πόλη παραμορφωμένη, σύμφωνα με τα λόγια όσων την γνώρισαν πριν από τη δεκαετία του 1990: τα κτίρια που απλώνονται στα πόδια του ανακτόρου, πέρα από το πάρκο Νορμπουλίνγκα, θυμίζουν περισσότερο τις στενόμακρες πολυκατοικίες παρισινού προαστίου παρά τα κτίρια μιας μεσαιωνικής πολιτείας. «Οι αντιλήψεις έχουν πλέον αλλάξει», μας διαβεβαιώνει ένας ξεναγός, ωστόσο οι κυβερνώντες δεν έχουν εγκαταλείψει την πολιτική της μπουλντόζας.
Αντίθετα, η καρδιά της πόλης φαίνεται πως έχει διατηρήσει τον ιστορικό χαρακτήρα της, με τον ναό Τζοκάνγκ και τους χιλιάδες επισκέπτες του, την οδό Μπαρκχόρ και τα εκατοντάδες μαγαζάκια της – παρ’ όλο που οι τυπολάτρες διευκρινίζουν ότι ο ναός, σε τέλεια κατάσταση ύστερα από μια πρόσφατη ανακαίνιση, καταστράφηκε και ανοικοδομήθηκε πολλές φορές ακολουθώντας πιστά το πρωτότυπο. Στην Κίνα αυτό είναι ένα αρκετά συνηθισμένο φαινόμενο. Το ανυποψίαστο μάτι αρκείται να θαυμάζει το κτίριο που φιλοξενεί το πλούσια στολισμένο άγαλμα του Βούδα Σακιαμούνι, «μεγέθους παιδιού δώδεκα ετών», που έφερε στη Λάσα τον 7ο αιώνα μια Κινέζα πριγκίπισσα, η Ουεντσένγκ, η οποία παντρεύτηκε έναν Θιβετιανό αυτοκράτορα. Μια απόδειξη για την κυβέρνηση ότι τα πεπρωμένα των δύο λαών σμίγουν. Στους πρόποδες του όρους Μπαοπίνγκ, η μικρή αυτή ιστορία αποτελεί τη βάση για ένα μεγαλειώδες, έως και πομπώδες υπαίθριο θέαμα, μπροστά στο οποίο αυτό που προσφέρει το διάσημο ιστορικό θεματικό πάρκο του Πουί ντυ Φου στη Γαλλία φαίνεται αρκετά φτωχότερο. Κι εδώ, όπως και στη Γαλλία, η σχέση του με την ιστορική αλήθεια φαίνεται εξίσου ανολοκλήρωτη και μονομερής.
Προαναγγελία μαζικού τουρισμού
Παρά το γεγονός ότι η τουριστική περίοδος έχει λήξει, οι πιστοί είναι πολυάριθμοι. Εισέρχονται στον ναό κρατώντας δεσμίδες με χρήματα στο χέρι, κατόπιν υποκλίνονται μπροστά σε κάποιον Βούδα προτού αφήσουν ένα χαρτονόμισμα μικρής αξίας προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ευχή τους. Άλλοι πάλι περπατούν γύρω από το μοναστήρι με τη φορά του ρολογιού. Εκείνη τη μέρα ένας νεαρός κάνει τον γύρο υποκλινόμενος για να προσευχηθεί και ξαπλώνοντας μπρούμυτα κάθε τόσο, ώστε να κτυπήσει το κεφάλι του στο έδαφος. Θα δούμε κι άλλους να το κάνουν αυτό, σε έναν επαρχιακό δρόμο. Κανείς δεν θα τον σηκώσει, κανείς δεν θα αγανακτήσει γι’ αυτό. Παιδιά και ενήλικες, νέοι και ηλικιωμένοι άνθρωποι μπορούν να προσευχηθούν ανενόχλητοι –ακόμη και οι πιο φανατικοί. Είμαστε πολύ μακριά από την ευρέως διαδεδομένη εικόνα της καθημερινής καταστολής. Και απολύτως εντός της εικόνας που επιδιώκει να περάσει η κυβέρνηση του Πεκίνου: η θρησκεία δεν είναι εχθρός της κεντρικής εξουσίας… Υπό ορισμένους όρους, οφείλουμε να προσθέσουμε.
Βεβαιωνόμαστε γι’ αυτό 85 χιλιόμετρα πιο μακριά, στο μοναστήρι Γιανγκμπατζίνγκ. Μέσα στη βιβλιοθήκη-αίθουσα διδασκαλίας με τα λαμπερά χρώματα, οι μοναχοί μάς εξηγούν ότι η κυβέρνηση χρηματοδότησε την ανακαίνιση του χώρου, αλλά και του ναού, όπως και των διαμερισμάτων των σαράντα πέντε μοναχών, που πλέον απολαμβάνουν σύνταξη γήρατος και υγειονομική κάλυψη.
Στο κέντρο αυτού του μεγάλου δωματίου, κάτω ακριβώς από έναν ένθρονο Βούδα, το βιβλίο του Σι Τζινπίνγκ είναι τοποθετημένο στη μέση ενός βωμού. «Μελετάμε οτιδήποτε σχετικό με τις σκέψεις του προέδρου Σι και τη θρησκεία», δηλώνει ένας από τους μοναχούς βλέποντάς μας ξαφνιασμένους. «Είμαστε μοναχοί, αλλά και πολίτες, και είναι απαραίτητο οι νέοι να έχουν γνώση των πατριωτικών αρχών, όπως και των αρχών της κινεζικής κυβέρνησης.» Που σημαίνει: τα χρήματα του Κομμουνιστικού Κόμματος αξίζουν μια λειτουργία… τρεις φορές τον μήνα, καθώς, από το 2011, αυτή η «νομοθετική και πατριωτική εκπαίδευση» οφείλει να αποτελεί τουλάχιστον το 10% του χρόνου σπουδών.
Έτσι, το Πεκίνο φαίνεται πως άλλαξε και από «απόλυτα καταπιεστικό», στάση που είχε οδηγήσει στην εξέγερση του 2008 (1) , πλέον τηρεί ένα καθεστώς υπό όρους ανοχής. Οι πιστοί έχουν τη δυνατότητα να προσέλθουν στον ναό, να προσευχηθούν, να προσκυνήσουν τους Βούδες, να ασκήσουν υπερβολικές εκδηλώσεις πίστης. Οι μοναχοί μπορούν να οδηγήσουν αυτόν τον όμορφο κόσμο στα απόκρυφα μυστήρια της θρησκείας και μάλιστα να λάβουν επιδότηση, με την προϋπόθεση να μην παραβιάσουν τα όρια της πολιτικής και της διεκδίκησης της ανεξαρτησίας ή ακόμα και της αυτονομίας.
Μια συνάντηση με μια οικογένεια στο χωριό Κεσόνκ, κοντά στην πόλη Σαννάν (ή Λόκα, πρώην πρωτεύουσα του Θιβέτ), εκατό περίπου χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Λάσα, δίνει ένα παράδειγμα αυτής της σιωπηρής συμφωνίας. Σε ένα παραδοσιακό σπίτι αυτού του σύγχρονου και νοικοκυρεμένου χωριού μάς περιμένει ένα ζευγάρι εξηντάρηδων, που έχει ετοιμάζει τσάμπα (μικρές γλυκές ή αλμυρές πίτες από κριθάλευρο) και το αναπόφευκτο τσάι με βούτυρο γιακ. Εκείνος είναι κομμουνιστής. Μας εξιστορεί τις αναμνήσεις του από τη ζωή της οικογένειάς του, που απελευθερώθηκε από «τον ζυγό του φεουδαρχικού συστήματος των Δαλάι Λάμα» χάρη στο ΚΚΚ. Δεν θα παρεκκλίνει από το επίσημο σενάριο παρά μόνο για να μας μιλήσει για την επιχείρησή του (μεταφορά προσώπων και εμπορευμάτων), που του αποφέρει το δεκαπλάσιο όσων κερδίζει κατά μέσο όρο ένας κάτοικος του χωριού! Η σύζυγός του είναι Βουδίστρια. Πηγαίνει περιστασιακά στον ναό με τους γονείς της, ωστόσο, πράγμα που συμβαίνει συχνότερα, αποσύρεται να προσευχηθεί σε ένα από τα δωμάτια του σπιτιού, που είναι πλούσια διακοσμημένο ως χώρος λατρείας. Στο εσωτερικό του βρίσκουμε ένα μικρό ιερό αφιερωμένο στους προγόνους, μια βάση για θυμίαμα, ένα εντυπωσιακό τύμπανο, ένα πορτρέτο του Παντσέν-Λάμα, δεύτερου θρησκευτικού άρχοντα του Θιβετιανού Βουδισμού (όχι όμως και του δέκατου τέταρτου Δαλάι Λάμα, που είναι απαγορευμένος), και άλλο ένα του… Σι Τζινπίνγκ. Η τέλεια αρμονία στους τοίχους, όπως και στο ζευγάρι.
«Δεν αποφεύγουμε τις συζητήσεις», παραδέχεται ο κύριος Ντα Γου, «καθώς η πίστη είναι προσωπική υπόθεση». Ωστόσο οφείλει να μην παρεμβαίνει στη δημόσια σφαίρα. «Όπως στη Γαλλία, όπου, σύμφωνα με την επικρατούσα σε εσάς αρχή της ουδετεροθρησκείας, η θρησκεία αποτελεί ιδιωτική υπόθεση», σχολιάζει με το χαμόγελο στα χείλη ο Λι Ντετσένγκ, ερευνητής και διοικητικός διευθυντής του Κέντρου Θιβετολογικών Ερευνών τηςΚίνας στο Πεκίνο, στο τέλος της διαμονής μας. Με τη διαφορά ότι, στη Γαλλία, παρά τον διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, κάθε πιστός έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στον δημόσιο διάλογο… σε διαμετρική αντίθεση με τη σιωπή που έχει επιβληθεί στη Λάσα και σε ολόκληρη τη χώρα.
Το γεγονός είναι πως ο γάμος του ένθερμου κομμουνιστή με τη δηλωμένη Βουδίστρια, πράγμα αδιανόητο πριν από δέκα χρόνια, χρησιμοποιείται ως παράδειγμα από την κυβέρνηση. Το Πεκίνο επιθυμεί να κάνει γνωστό ότι τα πράγματα αλλάζουν: η εξουσία σέβεται τις δοξασίες και τους ιερούς τόπους –κυρίως όταν αυτά γίνονται ελκυστικά για τον τουρισμό, τη νέα εμμονή της.
Κατευθυνόμαστε προς τη λίμνη Ναμ, τόπο προσκυνήματος, πέντε ώρες με το λεωφορείο από την πρωτεύουσα: ένα σμαραγδί μαργαριτάρι σκαρφαλωμένο στα 4.718 μέτρα (περίπου στο ύψος της κορυφής του Λευκού Όρους των Άλπεων), περικυκλωμένο από οροσειρές με χιονισμένες κορυφές που από λευκές γίνονται πορτοκαλί ανάλογα με το φως, περιτριγυρισμένο από απέραντα λιβάδια όπου βόσκουν κοπάδια γιακ. Η τέλεια καρτ ποστάλ.
Δεκάδες άνθρωποι έχουν κατακλύσει τις όχθες της προκειμένου να φωτογραφηθούν. «Δημοσιεύουν τις φωτογραφίες τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης», εξηγεί η Μα Γουενχούι, η συνοδός μας. «Οπότε το μέρος έχει γίνει δημοφιλές, καθώς μάλιστα οι τοποθεσίες συλλογικού τουρισμού στην Κίνα θεωρούνται πλέον ξεπερασμένες. Οι νέοι έχουν ανάγκη από πρωτοτυπία.» Το 2018, το Θιβέτ υποδέχτηκε περίπου τριάντα τέσσερα εκατομμύρια επισκέπτες, κυρίως Κινέζους, μια αύξηση της επισκεψιμότητας κατά 31,5% σε έναν χρόνο –και προαναγγελία του μαζικού τουρισμού. Δεν είναι βέβαιο ότι η λίμνη Ναμ και η υπόλοιπη επικράτεια θα επωφεληθούν από αυτόν.
Μέχρι τώρα, τα διακόσια χιλιόμετρα που έχουμε διασχίσει δεν είναι παρά ένα κουβάρι από εργοτάξια οδοποιίας, αυτοκινητοδρόμους και σιδηροδρομικές γραμμές, λατομεία σε βουνοπλαγιές και μυριάδες φορτηγά. «Φυσικά, οι ηλικιωμένοι είναι δυσαρεστημένοι, καθώς πρέπει να σκαφτεί το βουνό και, για εκείνους, η φύση είναι ιερή», παραδέχεται ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος στο Νταμσούνγκ. «Ωστόσο, για τους νεότερους, αυτό απεγκλωβίζει την περιοχή. Μπορούμε να πάμε να πουλήσουμε τα προϊόντα μας αλλού, να αγοράσουμε κάποια άλλα…» Περισσότερο από πέντε χιλιάδες μέτρα πιο μακριά, οι γραμμές υψηλής τάσης και οι εντυπωσιακοί, ολοκαίνουργιοι πυλώνες τους κατηφορίζουν το βουνό. Βοσκοί, που κάποτε δεν είχαν ρεύμα, μπορούν να αποκτήσουν τηλεόραση ή κινητό τηλέφωνο.
Τα έργα αυτά χρηματοδοτούνται σε ποσοστό άνω του 90% από την κεντρική κυβέρνηση, δεν παραλείπει να τονίσει το Κέντρο Θιβετολογίας του Πεκίνου. Η Αυτόνομη Περιοχή του Θιβέτ είναι υπερπρωταθλήτρια των δημοσίων κατά κεφαλήν δαπανών: 61.567 γουάν (7.900 ευρώ) ετησίως. «Βολεμένοι με επιδόματα!», διαβάζουμε σε ορισμένα κοινωνικά δίκτυα. Κι όμως, οι Θιβετιανοί δεν ζητούν τόσα πολλά: θα προτιμούσαν να μειωθεί η εξάρτηση από την Κίνα και να αποφασίζουν οι ίδιοι για την τύχη τους.
Διότι, για την περιοχή, η αυτονομία ισχύει μόνο κατ’ όνομα. Η μεγάλη πλειονότητα των ανώτερων αξιωματούχων είναι Χαν (η κυριότερη εθνοτική ομάδα της Κίνας). Οι αποφάσεις για τα έργα λαμβάνονται κατά κύριο λόγο από το Πεκίνο, με τριπλό στόχο. Ο πρώτος είναι η προώθηση της ανάπτυξης με τη χρήση δύο μοχλών οι οποίοι, ωστόσο, είναι αταίριαστοι μεταξύ τους: του τουρισμού και της εκμετάλλευσης ορυχείων (χαλκού, χρωμίου, αργύρου κ.λπ.). Ήδη, η τελευταία αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ένα τέταρτο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της περιοχής, χωρίς ποτέ εντούτοις να γίνεται αναφορά σε αυτό: είναι κάτι που δεν συνάδει διόλου με το επιδεικνυόμενο ενδιαφέρον για την προστασία του περιβάλλοντος. Δεύτερος στόχος, που συνδέεται με τον πρώτο: η οικοδόμηση ενός δικτύου υποδομών με σκοπό τη σύνδεση με το Νεπάλ και την Ινδία, στο πλαίσιο των νέων δρόμων του μεταξιού (Belt and Road Initiative, BRI) –ο Σι Τζινπίνγκ μετέβη στο Κατμαντού στις 12 Οκτωβρίου 2019. Ήταν η πρώτη φορά που Κινέζος ηγέτης έκανε αυτό το ταξίδι τα τελευταία είκοσι τρία χρόνια. Τέλος, η κεντρική κυβέρνηση ελπίζει με αυτόν τον τρόπο να ενσωματώσει τον πληθυσμό, και ειδικότερα τους πτυχιούχους. Παρά την εφαρμογή πολιτικής θετικών διακρίσεων σε δημόσιες θέσεις εργασίας στις πόλεις, οι Θιβετιανοί εξακολουθούν να υποεκπροσωπούνται (2).
Σε αυτήν την πολύ φτωχή περιφέρεια, η ορμητική ανάπτυξη της οικονομίας (10% το 2018) επέτρεψε την εμφάνιση μιας νέας μεσαίας –και μάλιστα εύπορης– τάξης. Στις αρχές Σεπτεμβρίου, η Λάσα φιλοξένησε μια εμπορική έκθεση με το πολύ συμβολικό όνομα «Himalayan Fashion», που οργάνωσε ένας πλούσιος Θιβετιανός και στην οποία παρουσιάστηκαν υπερπολυτελή προϊόντα.
Μια δυναμική πολιτιστική σκηνή
Τίποτε όμως δεν εγγυάται, και στην περίπτωση του Θιβέτ πολύ περισσότερο απ’ οπουδήποτε, ότι θα υπάρξει ροή του πλούτου προς τους πιο φτωχούς. Και τίποτε δεν εγγυάται ότι κάτι τέτοιο θα είναι αρκετό για να σβηστεί το εθνικό αίσθημα των Θιβετιανών, όπως ονειρεύεται το Πεκίνο ότι θα συμβεί. Βέβαια, οι ευγενικοί διοργανωτές μάς τονίζουν τη βούληση της κεντρικής εξουσίας να διατηρηθεί ο τοπικός πολιτισμός: επισκέψεις στο πανεπιστήμιο, όπου φυλάσσονται τα 70.000 Βουδιστικά έγγραφα και σούτρα που αποδεικνύουν ότι «η θιβετανική γραφή υπάρχει εδώ και χίλια τριακόσια χρόνια», επισκέψεις στη σχολή Ιατρικής του Θιβέτ, που προκαλεί ένα κάποιο δέος, και επισκέψεις σε παραγωγικότατα εργαστήρια χειροτεχνίας, αλλά και σε ιερούς τόπους. Μολαταύτα, οι Θιβετιανοί φοβούνται την περιθωριοποίηση της γλώσσας τους και τη μετατροπή του πολιτισμού τους σε νεκρό φολκλόρ, στον ίδιο βαθμό, αν όχι σε μεγαλύτερο, με την αναζήτηση του Δαλάι Λάμα.
Θιβετολόγος, καθηγήτρια στο Εθνικό Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμών στο Παρίσι (INALCO), η Φρανσουάζ Ρομπέν, έχοντας επιστρέψει από πρόσφατο ταξίδι στη Λάσα, γνωρίζει τις εξελίξεις σε ολόκληρο το θιβετανικό οροπέδιο (βλ. χάρτη). Επιβεβαιώνει την υποψία: «Η ανησυχία για την απώλεια της γλώσσας είναι απτή παντού». Αυτό οφείλεται, εν μέρει, στην κακή ποιότητα της εκπαίδευσης, όπως διαβεβαιώνουν πολλές μαρτυρίες. Επιπλέον, ολοένα και περισσότεροι Θιβετιανοί επιλέγουν να βάλουν τα παιδιά τους στα κινεζικά σχολεία ή να φοιτήσουν στα κινεζικά πανεπιστήμια. Με αυτόν τον τρόπο θα έχουν μεγαλύτερη ελευθερία στην άσκηση του επαγγέλματός τους. Ωστόσο «έχουν την τάση να γίνονται Κινέζοι, να χάνουν την αίσθηση της κοινότητας. Χάνουν, τρόπον τινά, τη “θιβετανικότητά” τους», επισημαίνει η Ρομπέν.
Ένας νεαρός ράπερ, ο Λουντούπ Γκυάτσο, με μαλλιά ράστα, μαύρα γυαλιά και θορυβώδη μοτοσυκλέτα, εκφράζει αυτή την ανησυχία σε ένα βίντεο κλιπ, το «Citizens», ένα κάλεσμα για επιστροφή των Θιβετιανών στις ρίζες. Η ερευνήτρια διακρίνει σε αυτό ένα ελπιδοφόρο μοτίβο: παρά τους αντίθετους ανέμους, «υπάρχει μια δυναμική θιβετιανή κοινωνία διανοουμένων». Και αναφέρει αρκετά σχετικά παραδείγματα, καθώς και Θιβετιανούς συγγραφείς. Ένας από αυτούς είναι ο διάσημος Τσέρινγκ Ντόντρουπ, με το σκληροπυρηνικό χιούμορ και την καυστική πένα του. Ωστόσο, δεν κατάφερε να εκδώσει το μυθιστόρημά του με τίτλο «Κόκκινη Καταιγίδα», μεταφρασμένο στα γαλλικά από τη Ρομπέν (3) , παρά μόνο με αποκλειστικά δικά του έξοδα: η αφήγηση της εξέγερσης των νομάδων ενάντια στην κινεζική πολιτική το 1958 δεν άρεσε. Μάλιστα, ο Ντόντρουπ παύθηκε από τη δουλειά του ως δημόσιος υπάλληλος. Εντούτοις, «συνεχίζει να γράφει, και τα βιβλία του, όπως “Οι Δύο Πατέρες Μου”, ένα μυθιστόρημα για την περίοδο 1970-1990 με αυτοβιογραφική αφετηρία, έχουν μεγάλη ζήτηση», επιβεβαιώνει η Ρομπέν. Η ποιήτρια Τσέρινγκ Ούεσερ, η οποία είχε ένα πολύ δημοφιλές μπλογκ και έχει εκδώσει πολλά έργα, όπως η «Απαγορευμένη Μνήμη» (4) , δεν έχει πλέον αυτή τη δυνατότητα. Είναι κρατούμενη κατ’ οίκον στο Πεκίνο.
Μπορούμε, παρ’ όλα αυτά, να μιλάμε για «πολιτιστική γενοκτονία»; Ο Πέμα Τσέντεν, ο πρώτος Θιβετιανός σκηνοθέτης που γύρισε ταινία στη μητρική γλώσσα του, δεν υιοθετεί τον όρο. Μικρά διαμάντια ευαισθησίας και χιούμορ, οι ταινίες του –το «Tharlo», η ιστορία ενός νεαρού βοσκού στον οποίον προκαλεί κατάθλιψη η πόλη, ή το «Jinpa», ένα road-movie που εξελίσσεται στη στέπα– προβάλλονται στη χώρα. «Μου επιτρέπεται να δημιουργήσω μόνο στο πλαίσιο του συστήματος της λογοκρισίας, του οποίου οφείλεις να γνωρίζεις τους μηχανισμούς, ώστε να τους παρακάμπτεις», μας εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Κάποια θέματα οφείλουν να αποφεύγονται», προπάντων η θρησκεία. «Έτσι, υπάρχουν πολλές προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν, και κάποιες φορές, ως άτομο, αισθάνομαι ανίσχυρος», μας εκμυστηρεύεται. Ωστόσο δεν καταθέτει τα όπλα. Αντιθέτως: χρησιμοποιεί την επιτυχία του με σκοπό να βοηθήσει κι άλλους κινηματογραφιστές. Η παραγωγή ταινιών που προβάλλονται σε όλη την Κίνα «βοηθά πολύ στην κατανόηση της θιβετιανής κουλτούρας [από τους Χαν], πρόκειται όμως για μια διαδικασία που δεν μπορεί παρά να είναι αργή», εκτιμά. Αρκεί, βέβαια, το Πεκίνο να αφήσει τη φλόγα άσβηστη.