el | fr | en | +
Accéder au menu

Δικαίωμα στην εργασία α λα λευκορωσικά

Παρ’ όλο που τα φώτα της επικαιρότητας είναι στραμμένα στα σύνορα της Λευκορωσίας και στην μεταναστευτική κρίση, το εσωτερικό της χώρας, ιδιαίτερα η κοινωνία της, παραμένει άγνωστο. Η σοβιετική κληρονομιά είναι ακόμα έντονα παρούσα όπως φαίνεται από κάποιες μάλλον ανορθόδοξες για τα δεδομένα της Ευρώπης συνταγές: προκειμένου να καταπολεμήσει την ανεργία στους νέους, η κυβέρνησή της εξασφαλίζει την πρώτη εργασία στους πτυχιούχους. Τέτοιες συνταγές διαφύλαξης ορισμένων κοινωνικών κεκτημένων της σοβιετικής περιόδου είναι που συμβάλλουν στη μακροζωία της εξουσίας του προέδρου Αλεξάντερ Λουκασένκο.

Είναι μια ζεστή μέρα στο Ναβαπόλατσκ. Ο ήλιος καίει ανελέητα την απέραντη πλατεία του δημαρχείου. Δεν υπάρχει ούτε ένα δέντρο, να προσφέρει έστω και την παραμικρή όαση σκιάς. Λίγα μέτρα πιο μακριά βρίσκεται η εύστοχα ονομασμένη οδός Σχολείων. Στον αριθμό πέντε, μουσική ξεγλιστρά από τα μισάνοιχτα παράθυρα. Στο έδαφος, χαλίκια βαμμένα μπλε σχηματίζουν ένα κλειδί του σολ. Είναι το ινστιτούτο μουσικών σπουδών, στο οποίο έχει κανονίσει να μας συναντήσει η Ξένια Κοσάια. «Καλώς ορίσατε στο Ναβαπόλατσκ, τη μόνη πόλη της Λευκορωσίας που δεν έχει άγαλμα του Λένιν», λέει αστειευόμενη η νεαρή γυναίκα.

H παλιά σοβιετική πόλη που βρίσκεται στον Βορρά της χώρας, στα όρια με τη Λετονία και τη Ρωσία, χτίστηκε το 1958 με σκοπό να στεγάσει τις οικογένειες των εργαζόμενων στον πετροχημικό τομέα. Σήμερα φιλοξενεί το εντυπωσιακό κρατικό διυλιστήριο πετρελαίου, το Naftan. Σε αυτή την πόλη των εκατό χιλιάδων περίπου κατοίκων διορίστηκε η κυρία Κοσάια για δύο χρόνια ως καθηγήτρια πιάνου. «Σπούδασα στο ωδείο του Μινσκ. Μετά το τέλος της πενταετούς εκπαίδευσής μου ήθελα να εργαστώ στην πρωτεύουσα, αλλά με έστειλαν εδώ.»

Αναφέρεται στο σύστημα του υποχρεωτικού διορισμού μετά τις σπουδές, το raspredelenie, το οποίο στην κυριολεξία σημαίνει «κατανομή». Δημιούργημα της σοβιετικής περιόδου και διατηρημένο εν μέρει και μετά την ανεξαρτητοποίηση της χώρας, το 1991, το σύστημα αυτό ανταποκρίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 83 του εκπαιδευτικού κώδικα, στην «απαίτηση για κοινωνική προστασία των νέων αποφοίτων και στην ικανοποίηση των αναγκών σε εξειδικευμένους επιστήμονες, εργάτες και υπαλλήλους τους οικονομικούς κλάδους και στον κοινωνικό τομέα». Το 2018, αφορούσε 19.300 φοιτητές, δηλαδή το 60% περίπου εκείνων που άφησαν πίσω έδρανα του πανεπιστημίου (πέρα από τα μαθήματα δι’ αλληλογραφίας) (1).

Η αρχή είναι απλή. Κάθε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ανοίγει για τους απόφοιτους της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έναν ορισμένο αριθμό δωρεάν θέσεων (2) , κατανεμημένων ανάλογα με τις επιδόσεις τους: οι καλύτεροι είναι εκείνοι που εξυπηρετούνται πρώτοι. Σε αντάλλαγμα, εκείνοι οφείλουν, στο τέλος των σπουδών τους, να εργαστούν για δύο χρόνια σε μια θέση που συνήθως ορίζει το πανεπιστήμιό τους, οπουδήποτε στη Λευκορωσία. Ιατροί, μηχανικοί, λογιστές, καθηγητές, δημοσιογράφοι: κανένα επάγγελμα δεν ξεφεύγει από το σύστημα.

Εξασφαλίζοντας πρώτη εργασία σε μια μερίδα της νεολαίας της, η Λευκορωσία έκανε μια επιλογή αντίθετα στο ρεύμα των φιλελεύθερων συνταγών που εφαρμόζονται στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου οι κυβερνήσεις διατείνονται ότι καταπολεμούν την ανεργία στους νέους ροκανίζοντας τους μισθούς τους και ελαστικοποιώντας τις συμβάσεις τους. Οι Γάλλοι φοιτητές που αντιτάχθηκαν, το 2006, στο Συμβόλαιο Πρώτης Πρόσληψης (CPE), το οποίο επιμήκυνε στα δύο χρόνια τη δοκιμαστική περίοδο για τους νέους κάτω των 26 ετών, μάλλον θα βρουν κάποια προτερήματα σ’ ένα τέτοιο μοντέλο.

Ελάχιστα γνωστή, η Λευκορωσία συχνά διακωμωδείται για τα αγάλματα του Λένιν και για την υπερβολική προσκόλληση στο παρελθόν της. Οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί κρίνουν τον δημόσιο τομέα της υπέρβαρο. Εντούτοις, η διαφύλαξη ορισμένων κοινωνικών κεκτημένων της σοβιετικής περιόδου συνέβαλε στη μακροζωία της εξουσίας του προέδρου Αλεξάντερ Λουκασένκο, ο οποίος κυβερνά τη χώρα με σιδερένια πυγμή από το 1994. Από την κομμουνιστική κληρονομιά, το καθεστώς του Λουκασένκο διατήρησε επίσης μια λατρεία για την «αξία της εργασίας» και, κατ’ επέκταση, μια αποστροφή για την αργία, αποστροφή η οποία σχετίζεται με το μέλημα της κυβέρνησης να βρίσκει μια χρήσιμη απασχόληση για τον πληθυσμό που είναι σε ηλικία εργασίας, ιδιαίτερα εάν η μερίδα του αυτή αποτελείται από νέους και εν δυνάμει ταραξίες.

Η ιδιότητα του «νέου ειδικού»

Συνεπώς δεν προκαλεί έκπληξη το ότι οι αρχές εγκωμιάζουν τα πλεονεκτήματα του raspredelenie. «Η υποχρεωτική μετάθεση είναι πρωτίστως ένα πλεονέκτημα που παραχωρείται στους σπουδαστές», διαβεβαιώνει η Ιρίνα Σταροβόιτοβα, υφυπουργός Παιδείας, την οποία συναντάμε στο γραφείο της. «Από τη μια πλευρά, το κράτος υποχρεούται να τους εξασφαλίσει μια δουλειά όταν τελειώσουν τις σπουδές τους. Από την άλλη, αποκτούν την ιδιότητα του “νέου ειδικού” και με αυτή τούς χορηγείται ένα πριμ συμπληρωματικό του μισθού τους.» Μια αναγνώριση που δεν βρίσκει αντίθετη την πλειοψηφία των ερωτηθέντων νέων. Ορισμένοι, βεβαίως, μας εκμυστηρεύτηκαν τον φόβο να διοριστούν σε κάποια απομακρυσμένη περιοχή, μακριά από την οικογένεια και τους φίλους τους, χωρίς ωστόσο να επικρίνουν τον μηχανισμό αυτό επί της αρχής του. «Η μετάθεσή μου τελειώνει αυτό το καλοκαίρι, όμως σκέφτομαι να παραμείνω εδώ του χρόνου. Το έχω συνηθίσει αυτό το μέρος», μας λέει η κυρία Κοσάια, για την οποία, εν τέλει, αυτό το υποχρεωτικό σύστημα είναι «κάτι καλό»: «Μου επέτρεψε να έχω άμεσα δουλειά και να αποκτήσω εμπειρία

Η διατήρηση ενός συστήματος τοποθέτησης των νέων στην αγορά εργασίας μαρτυρά την επιλογή της πιο ρωσικής από τις σοβιετικές δημοκρατίες, να διατηρήσει ορισμένους θεσμούς της παλιάς κατευθυνόμενης οικονομίας της. Η Λευκορωσία, που τότε απολάμβανε το υψηλότερο επίπεδο ανθρώπινης ανάπτυξης (εισόδημα, αλφαβητισμός, προσδόκιμο ζωής) και βιομηχανίας της ΕΣΣΔ, δεν υπήρξε ποτέ εστία αμφισβήτησης της κεντρικής εξουσίας της Μόσχας. Το 1991 ανεξαρτητοποιήθηκε σχεδόν αιφνιδιαστικά, παρασυρμένη από το εθνικιστικό κύμα που προκαλούσε αναβρασμό στους γείτονές της (Βαλτικές χώρες, Ουκρανία). Τότε άρχισε μια μεταβατική περίοδος στη διάρκεια της οποίας η προσωρινή κυβέρνηση του Στάνισλαβ Τσούτσκιεβιτς ξεκίνησε ένα κύμα ιδιωτικοποιήσεων.

Το 1994, προς γενική έκπληξη, οι πρώτες προεδρικές εκλογές φρενάρουν τη φιλελεύθερη πολιτική. Ο Λουκασένκο ενισχύει την εκτελεστική εξουσία και επανατοποθετεί το κράτος στο κέντρο της οικονομικής ζωής. Σήμερα, οι δημόσιες επιχειρήσεις συγκεντρώνουν το 50% των εργαζομένων και είναι υπεύθυνες για το 60% της εθνικής παραγωγής. Ωστόσο, η κυβέρνηση μεριμνά και για την προσέλκυση ξένων επενδυτών, κυρίως από τη Δυτική Ευρώπη, προκειμένου να ελαττώσει την εξάρτησή της από τη Ρωσία, η οποία της δίνει τους απαραίτητους για τη βιομηχανία της υδρογονάνθρακες σε χαμηλή τιμή. Παρά τις επαναλαμβανόμενες μομφές για εκλογική νοθεία, ο Λουκασένκο επανεκλέχθηκε για πέμπτη συνεχόμενη φορά το 2015, χωρίς μέχρι τώρα το καθεστώς του να παρασυρθεί από κάποιο κύμα αμφισβήτησης όπως συνέβη στην άλλη πλευρά των συνόρων, στην Ουκρανία.

Προκειμένου να εκθέσει τις αρετές αυτού του αρκετά οριοθετημένου καπιταλισμού, η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να προτάξει κάποια στέρεα επιχειρήματα. Εντεταγμένη από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών μεταξύ των κρατών με «πολύ υψηλό επίπεδο ανάπτυξης», η χώρα εμφάνισε στα μέσα της δεκαετίας του 2010 ρυθμό ανάπτυξης που φλέρταρε με το 10% χωρίς να διευρυνθούν υπερβολικά οι ανισότητες. Παρά το γεγονός ότι το 6% των κατοίκων της ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, το ποσοστό αυτό παραμένει πολύ χαμηλότερο από εκείνο του πλουσιότερου γείτονά της, της Πολωνίας (14,8%). Οι άνεργοι αντιπροσωπεύουν το 5% του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας (πλην των φοιτητών και των συνταξιούχων) (3). Πρόκειται για τον μόνο διαθέσιμο δείκτη που επιτρέπει να υπολογιστεί το ποσοστό της ανεργίας, καθώς το κράτος είναι απρόθυμο να αναγνωρίσει αυτήν την κατηγορία των «ακαμάτηδων». «Οι άνθρωποι οφείλουν να εργάζονται» δήλωσε ο πρόεδρος κατά τη διάρκεια επίσκεψης στους εργαζόμενους μιας γαλακτοβιομηχανίας στα δυτικά της χώρας, τον Αύγουστο του 2017. «Εάν δεν τους εμπλέξουμε σε κάποια κοινωνικά χρήσιμη δουλειά, θα δημιουργήσουμε μια κατηγορία η οποία συνεχώς θα αυξάνεται. Αυτό είναι ανεπίτρεπτο (4)

Με σκοπό να προσαρμοστεί στους νόμους της αγοράς, η «κατανομή» χαλάρωσε με το πέρασμα χρόνων. Έχοντας μοναδικό προορισμό να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του κολοσσιαίου δημόσιου τομέα της εποχής της ΕΣΣΔ, οι αποσπάσεις σήμερα δύνανται να γίνονται και στον ιδιωτικό τομέα. Αρκεί να δηλώσει κάποια επιχείρηση στην κυβέρνηση ότι «αναζητά στελέχη». Μέλος του τμήματος ιδεολογίας, πολιτισμού και νεολαίας του δημαρχείου του Μπεσανκόβιτσι, η Τατιάνα Μποζεντόμοβα είναι υπεύθυνη για τους διορισμούς στην περιφέρεια αυτής της κωμόπολης των περίπου έξι χιλιάδων κατοίκων. Κάθε χρόνο, από τον Μάρτιο, το τμήμα της απογράφει τις ανάγκες των δημόσιων φορέων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων σε ειδικευμένο υπαλληλικό δυναμικό. «Τον Μάιο όλα πρέπει να έχουν τελειώσει. Στη συνέχεια, στέλνουμε τα αποτελέσματα στην περιφερειακή πρωτεύουσα, το Βιτέμπσκ, η οποία κατόπιν τα στέλνει στο Μινσκ. Χωρίς αυτή τη διαδικασία, όλοι οι γιατροί και οι καθηγητές θα πήγαιναν στο Μινσκ, και χρειαζόμαστε επαγγελματίες και εδώ», δικαιολογεί. Για εκείνη, το raspredelenie επιτρέπει, πρώτα απ’ όλα, να καταπολεμηθεί η αποπληθυσμοποίηση των αγροτικών ζωνών και των μικρών πόλεων. «Όταν έρχεται η περίοδος των διορισμών, σου παρουσιάζονται οι διαθέσιμες θέσεις, αλλά έχεις τη δυνατότητα να παρουσιάσεις μια δουλειά που έχεις βρει ο ίδιος» εξηγεί η Γιούλια, φοιτήτρια στο Μινσκ.

Άνεργοι με πρόστιμο

Αυτόν τον δρόμο προτίμησε η Άννα Κορατσόβα, η οποία εργάζεται ως εμπορική υπεύθυνη στον όμιλο Altabel, εταιρεία υπηρεσιών πληροφορικής με έδρα το Μινσκ. «Ο ιδιωτικός τομέας πληρώνει καλύτερα, κατά κανόνα» είναι το επιχείρημά της προκειμένου να εξηγήσει την επιλογή της. Εκτός του μισθού της, η εταιρεία τής καταβάλλει ένα πριμ 220 ρουβλιών (95 ευρώ) για την κάλυψη μέρους του ενοικίου της. «Και δεν έχουν το δικαίωμα να σε απολύσουν κατά τη διάρκεια του διορισμού σου», προσθέτει η νεαρή γυναίκα. Γιατί ένας εργοδότης να δεχτεί έναν «νέο ειδικό» τον οποίον δεν θα μπορεί να διώξει; «Επειδή γνωρίζει ότι είμαστε καλά καταρτισμένοι», απαντά η κυρία Κορατσόβα, στην οποία μια τέτοια ερώτηση προκαλεί έκπληξη.

Η πτώση του αριθμού των πανεπιστημιακών φοιτητών (από 430.000 το 2013 σε 268.000 το 2019), λόγω του ότι ηλικιακές ομάδες στις οποίες έχει εμφανιστεί υπογεννητικότητα έφτασαν σε ηλικία σπουδών, μπορεί να εξηγήσει την προσκόλληση των ιδιωτικών επιχειρήσεων στο σύστημα. Μολαταύτα, ορισμένες φορές το κράτος δυσκολεύεται να τοποθετήσει τους πτυχιούχους σε θέσεις αντίστοιχες των προσόντων τους, ιδιαίτερα στις ανθρωπιστικές ή στις φυσικές επιστήμες, τομείς στους οποίους μόνο το 80,7% και το 76,8% αντιστοίχως βρίσκει απασχόληση σχετική με την ειδικότητά του (έναντι του 88,4 % που είναι ο μέσος όρος).

Αντί να εξασφαλίσει κάποια ειδική μεταχείριση για τη νεολαία, το καθεστώς του Λουκασένκο μετέτρεψε την εργασία σε πολιτικό καθήκον για όλους τους πολίτες, και σε συνδετικό υλικό της κοινωνίας. Περπατώντας στους δρόμους, που γενικά είναι σε άψογη κατάσταση, είτε πρόκειται για πεζοδρόμιο κάποιας μεγάλης πόλης, είτε για την άκρη ενός επαρχιακού δρόμου, δεν είναι σπάνιο να συναντήσει κανείς πολίτες ντυμένους με μια κίτρινη φανέλα, οι οποίοι είναι απασχολημένοι βάφοντας κάποιο κάγκελο, ξεριζώνοντας τα ζιζάνια από τα παρτέρια ενός δημόσιου κήπου ή σκουπίζοντας κάποιο προαύλιο, ιδίως όταν πλησιάζουν συγκεκριμένες εκδηλώσεις ή εορτασμοί. «Ως εργαζόμενη σε νοσοκομείο, είμαι και υπεύθυνη, μαζί με τους συναδέλφους μου, για τη συντήρηση ενός πάρκου της πόλης», εξηγεί η Λία Ταρασέβιτς, επιδημιολόγος είκοσι περίπου ετών διορισμένη στο νοσοκομείο του Μπεσανκόβιτσι με αντικείμενο τη συλλογή και ανάλυση δειγμάτων νερού και τροφίμων από τα σχολεία.

Οι εταιρείες και οι φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης οργανώνουν αρκετές φορές τον χρόνο σουμπότνικι, δηλαδή Σάββατα αφιερωμένα σε συλλογικές εργασίες. Υπάρχει και μία εθνική ημέρα, συνήθως την άνοιξη, κατά τη διάρκεια της οποίας ο πρόεδρος αρέσκεται να εμφανίζεται ενώ σκαλίζει ένα χωράφι, ακολουθώντας την παράδοση των κομμουνιστικών νεολαιών που βοηθούσαν στον θερισμό και στη συγκομιδή. Η οικοδόμηση ορισμένων δημόσιων κτιρίων, όπως η Εθνική Βιβλιοθήκη του Μινσκ, το 2003, ή το αθλητικό και πολιτιστικό συγκρότημα Minsk-Arena, το 2006 και το 2008, ήταν επίσης η ευκαιρία να προβληθεί αυτού του είδους η κινητοποίηση, στην οποία συμμετείχαν ακόμη και κυβερνητικοί αξιωματούχοι (5).

Συγκεράζοντας δικαίωμα στην εργασία και κοινωνικό καθήκον, οι διορισμοί μετά το πέρας των σπουδών ή τα σουμπότνικι φαίνεται πως έχουν γίνει αποδεκτά από τους πολίτες, αν και χωρίς ενθουσιασμό. Η μάχη κατά της αργίας πρόσφατα απέκτησε πιο καταπιεστικό χαρακτήρα, φθάνοντας σε σημείο να οδηγήσει ένα μέρος τους σε απόγνωση. Στις αρχές του 2017, μερικές χιλιάδες άτομα βγήκαν στους δρόμους προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για ένα προεδρικό διάταγμα, που θεσπίστηκε το 2015 και τιμωρούσε με πρόστιμο περίπου 460 ρουβλιών (225 ευρώ) όσους δεν είχαν δηλωμένη εργασία για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών. Αφού προέβη σε κάποιες τροποποιήσεις και αφού δήλωσε ότι βούλησή της ήταν να βάλει στο στόχαστρο την αδήλωτη εργασία και τις δραστηριότητες που φοροδιαφεύγουν (εταιρείες διαδικτυακών στοιχημάτων, ενοικίαση διαμερισμάτων κ.λπ.), η κυβέρνηση, ελάχιστα εξοικειωμένη με τις διαδηλώσεις, κατέληξε να οπισθοχωρήσει.

Loïc Ramirez

Δημοσιογράφος, συγγραφέας του «La rose assassinée», Notes de la Fondation Gabriel-Péri, Παντέν, 2015.
Γιάννης Κυπαρισσιάδης

(1«Education in the Republic of Belarus», Εθνική Στατιστική Επιτροπή της Δημοκρατίας της Λευκορωσίας, Μινσκ, 2010.

(2Οι πανεπιστημιακές δαπάνες στη Λευκορωσία συνήθως κυμαίνονται μεταξύ 800 και 1.200 ευρώ τον χρόνο.

(3«Labour and employment in the Republic of Belarus», Εθνική Στατιστική Επιτροπή της Δημοκρατίας της Λευκορωσίας, Μινσκ, 2018.

(4«Working trip to Brest», 11 Αυγούστου 2017, http://president.gov.by

(5Ronan Hervouet και Alexandre Kurilo, «Travailler “bénévolement” pour la collectivité: les subbotniki en Biélorussie postsoviétique», περιοδικό «Genèses», αρ. 78, Παρίσι, 2010.

Μοιραστείτε το άρθρο