Όταν μετακόμισε με τον άντρα της, τον Μάιο του 2011, σε ένα μόλις ανακαινισμένο διαμέρισμα του Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, η Νίκι Χερνάντεζ Άνταμς ήταν έγκυος. Δεκαπέντε μήνες αργότερα, μια ιατρική εξέταση ρουτίνας αποκάλυψε την παρουσία τόσο υψηλών επιπέδων μολύβδου στο αίμα του νεογέννητου παιδιού της ώστε οι επιπτώσεις στην υγεία του να είναι μη αναστρέψιμες. Η νεαρή μητέρα αποφάσισε τότε να μηνύσει τον ιδιοκτήτη του διαμερίσματος για να επιτύχει την καταβολή αποζημίωσης (compensatory damages) (1).
Μετά από τριετή δικαστικό αγώνα, αναγνωρίστηκε η ενοχή τού ιδιοκτήτη (2). Σε αυτή την περίπτωση, το δικαστήριο οφείλει να καθορίσει το ύψος της αποζημίωσης που θα λάβει το θύμα ή η οικογένειά του. Στην αποστολή τους, οι δικαστές και οι ένορκοι στηρίζονται στη μαρτυρία πραγματογνωμόνων, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι –οι μεν από τον μηνυτή, οι δε από τον κατηγορούμενο– με τον υπολογισμό της αποζημίωσης για την οικονομική βλάβη που έχει υποστεί το θύμα. Αυτή περιλαμβάνει τα τυχόν ιατρικά έξοδα ή έξοδα κηδείας, τις υλικές ζημίες, καθώς και τα διαφυγόντα εισοδήματα λόγω τραυματισμού, αναπηρίας ή θανάτου. Προκειμένου να τεκμηριώσουν τις εκτιμήσεις τους, οι πραγματογνώμονες λαμβάνουν υπόψη κριτήρια που υποτίθεται ότι είναι αντικειμενικά: τον μισθό του θύματος (ή της οικογένειάς του εάν είναι παιδί), τον αριθμό των ετών επαγγελματικής δραστηριότητας που του απομένουν, τον προσδόκιμο χρόνο ζωής του… Αυτομάτως, οι ανισότητες που υφίστανται στην κοινωνία αντικατοπτρίζονται στο ύψος της αποζημίωσης. Έτσι, θα προταθεί χαμηλότερη αποζημίωση σε μια καθαρίστρια που παρασύρθηκε από αυτοκίνητο και αδυνατεί να εργαστεί σε σχέση με εκείνη που θα λάβει ένας κτηματομεσίτης.
Στην περίπτωση του γιου της Χερνάντεζ Άνταμς, οι δικηγόροι της ζητούσαν 2,5-4 εκατομμύρια δολάρια (2,2-3,6 εκατομμύρια ευρώ), δηλαδή σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους το ποσό που το θύμα θα μπορούσε να κερδίσει κατά τη διάρκεια της ζωής του εάν η δηλητηρίαση που προκλήθηκε από τον μόλυβδο δεν του είχε προκαλέσει αναπηρία. Οι συνήγοροι του ιδιοκτήτη προέβησαν σε διαφορετικό υπολογισμό. Επικαλέστηκαν ότι, δεδομένου ότι το παιδί καταγόταν από ισπανόφωνους γονείς, είχε μικρές πιθανότητες να σπουδάσει και να ακολουθήσει μια σταδιοδρομία που θα του απέφερε αυτό το ποσό. Πρότειναν συνεπώς μια χαμηλότερη αποζημίωση: 1,5-2,5 εκατομμύρια δολάρια. Ο δικηγόρος του θύματος αντέτεινε ότι «ο ισπανόφωνος πληθυσμός έχει ισχυρότερη τάση να επιτυγχάνει ανώτερο επίπεδο εκπαίδευσης σε σχέση με τους γονείς του». Οι ένορκοι επιδίκασαν τελικά 1,9 εκατομμύρια δολάρια, αφού προηγουμένως ο δικαστής Τζακ Ουαϊνστάιν είχε αποκλείσει κατηγορηματικά το φυλετικό κριτήριο, γεγονός ασυνήθιστο στα αμερικανικά δικαστήρια. Αυτή ήταν η εντολή του προς τους ενόρκους: «Η κατηγορία των “ισπανόφωνων” είναι υπερβολικά γενική. (…) Υπάρχουν ανάμεσά τους και καθηγητές και κηπουροί (…). Συνεπώς, δεν μπορείτε να αντιμετωπίσετε το παιδί σύμφωνα με τον μέσο όρο των ισπανόφωνων. Θα πρέπει να λάβετε υπόψη εξειδικευμένα χαρακτηριστικά, όπως τα πτυχία της μητέρας, τον τόπο όπου αυτή κατοικεί, την οικογένειά της κ.λπ.».
Ωστόσο, για τον υπολογισμό της αποζημίωσης, η δικαιοσύνη συνηθέστατα επιτρέπει να λαμβάνεται υπόψη, εκτός από την κοινωνική θέση του θύματος, και το φύλο και η φυλή στην οποία ανήκει. Με άλλα λόγια, όταν πρόκειται για άτομα που έχουν υποστεί την ίδια ζημία και ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη, οι γυναίκες και οι μειονότητες λαμβάνουν μικρότερα ποσά συγκριτικά απ’ ό,τι οι άνδρες και οι λευκοί. Όπως συνοψίζουν οι νομικοί Ρόνεν Άβραχαμ και Κίμπερλυ Γιουράκο, «στις ΗΠΑ, η μειονεκτική θέση των γυναικών και των μαύρων όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά εργασίας αντικατοπτρίζονται και στο ύψος των αποζημιώσεων που τους επιδικάζονται» (3). Το 2019, στις Ηνωμένες Πολιτείες, το μέσο εισόδημα των γυναικών αντιστοιχούσε στο 82,3% εκείνου των ανδρών, το μέσο εισόδημα των μαύρων ανδρών στο 74,9% εκείνου των λευκών ανδρών, ενώ ένας άνδρας ασιατικής καταγωγής κέρδιζε κατά μέσο όρο 32,7% περισσότερα χρήματα από έναν λευκό άνδρα (4) κ.ο.κ. Τα δεδομένα συλλέγονται από τις δημόσιες υπηρεσίες και στη συνέχεια μετατρέπονται σε πίνακες που χρησιμοποιούνται ως βάση αναφοράς για τις εκτιμήσεις των πραγματογνωμόνων, κυρίως όταν τα θύματα είναι νεαρής ηλικίας και δεν υπάρχει γι’ αυτά ιστορικό σταδιοδρομίας.
Καθώς η πλειονότητα των διαπραγματεύσεων μεταξύ μηνυτή και κατηγορουμένου πραγματοποιούνται κεκλεισμένων των θυρών, είναι δύσκολο να μετρηθεί με ακρίβεια η βαρύτητα που αναγνωρίζεται στους πίνακες. Υπάρχουν εξάλλου περιπτώσεις όπου τα ανώτερα δικαστήρια απορρίπτουν την προσφυγή στο κριτήριο του φύλου και της φυλής, όπως συνέβη στην περίπτωση της συγκρότησης του ταμείου αποζημίωσης των θυμάτων της 11ης Σεπτεμβρίου: αντιμέτωπο με τις πιέσεις που ασκούσαν αιρετοί και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, το δικαστήριο επέλεξε να στηριχθεί για την αποζημίωση όλων των θυμάτων στους πίνακες με τα πλέον ευνοϊκά δεδομένα: εκείνα των λευκών ανδρών. «Η πρακτική [των διακρίσεων ανάλογα με το φύλο ή την εθνοτική προέλευση] είναι συνηθισμένη, όχι όμως και συστηματική», μας εξηγεί η Μάρθα Καμάλας, καθηγήτρια στη νομική σχολή του πανεπιστημίου του Οχάιο και συγγραφέας, ήδη από το 1994, των πρώτων εργασιών πάνω στο ζήτημα. Το 2009, το 92% των εμπειρογνωμόνων που ρωτήθηκαν από την Εθνική Ένωση Δικαστικών Οικονομολόγων (NAFE) δήλωσαν ότι λάμβαναν υπόψη το φύλο του θύματος και το 44,1% τη φυλή του (5).
«Εάν με ρωτάτε εάν οι φυλετικές διακρίσεις είναι συνηθισμένες μέσα στο δικαστικό σύστημα, θα σας απαντήσω ναι, είναι πανταχού παρούσες», δηλώνει ο Λη Μέριτ. Ο δικηγόρος, ενεργός στο κίνημα Black Lives Matter («Οι ζωές των μαύρων μετράνε»), συγκρίνει δύο πρόσφατες περιπτώσεις. «Τον Ιούλιο του 2017, η Τζάστιν Ντάμοντ, λευκή Αυστραλιανή καθηγήτρια της γιόγκα, σκοτώθηκε από έναν μαύρο αστυνομικό στη Μιννεάπολη. Τον Μάιο του 2019, ο Δήμος της Μιννεάπολης, ως εργοδότης του αστυνομικού, απέδωσε στην οικογένεια του θύματος μια αποζημίωση-ρεκόρ 20 εκατομμυρίων δολαρίων». Την ίδια στιγμή, ο Μέριτ υπερασπιζόταν την οικογένεια του Τζόρνταν Έντουαρντς, ενός μαύρου έφηβου που σκοτώθηκε από λευκό αστυνομικό στο Ντάλας τον Απρίλιο του 2017. Ο αστυνομικός κηρύχθηκε ένοχος και τιμωρήθηκε με ποινή φυλάκισης μόλις 15 ετών. Ωστόσο, ο Δήμος συνεχίζει να αρνείται οποιαδήποτε μορφή αποζημίωσης.
Ο συνυπολογισμός των κριτηρίων κοινωνικής τάξης, φυλής και φύλου ισοδυναμεί με μια μορφή διπλής ποινής. Για παράδειγμα, οι φτωχές οικογένειες –στις οποίες περιλαμβάνονται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό άτομα από τις μειονότητες– διατρέχουν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο να βρεθούν εκτεθειμένες σε υψηλές συγκεντρώσεις μολύβδου συγκριτικά με τα εύπορα νοικοκυριά: έχουν μικρότερες δυνατότητες επιλογής όσον αφορά τη συνοικία ή την κατοικία όπου θα μείνουν, ενώ οι ρυπογόνες δραστηριότητες εγκαθίστανται συχνότερα στις περιοχές όπου κατοικούν λαϊκά στρώματα, καθώς αυτά διαθέτουν λιγότερο ισχυρή πολιτική δύναμη (και συνεπώς δυσκολεύονται να αντιταχθούν). Και ύστερα, σε περίπτωση δηλητηρίασης, τους επιδικάζονται χαμηλότερες αποζημιώσεις. Μάλιστα, οι Άβραχαμ και Γιουράκο εκτιμούν ότι εάν οι δημογραφικοί πίνακες ληφθούν υπόψη στον υπολογισμό των αποζημιώσεων, οι εταιρείες θα μπορούσαν να παρακινηθούν ώστε να συγκεντρώσουν τις επικίνδυνες δραστηριότητες σε συνοικίες όπου κατοικούν μη λευκοί και φτωχοί. Για να τεκμηριώσουν την υπόθεσή τους, παρουσιάζουν την (υποθετική) περίπτωση μιας εταιρείας ταχυμεταφορών, της PhedEx (6), η οποία θα είχε κάθε συμφέρον να παρακινήσει τους οδηγούς της να οδηγούν λιγότερο γρήγορα στις συνοικίες των λευκών (αφού το κόστος ενός ατυχήματος σε αυτές είναι υψηλότερο) και, προκειμένου να πραγματοποιεί τις παραδόσεις της γρηγορότερα, να προτιμάει διαδρομές που διασχίζουν συνοικίες μαύρων, αυξάνοντας έτσι τις οχλήσεις και τους κινδύνους ατυχημάτων σε αυτές.
Αυξανόμενη αμφισβήτηση
Τέτοιες πρακτικές διακρίσεων, που είναι πολύ συνηθισμένες αλλά περνούν απαρατήρητες, άρχισαν πρόσφατα να γίνονται πιο ορατές. Το 2016, οι Δημοκρατικοί γερουσιαστές Κόρυ Μπούκερ και Κίρστεν Γκίλιμπραντ κατέθεσαν ένα νομοσχέδιο, το Fair Calculations in Civil Damages Act, το οποίο αποσκοπούσε στην απαγόρευση της χρησιμοποίησης κριτηρίων φυλής και φύλου σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Ωστόσο, η πρόταση δεν υιοθετήθηκε ποτέ. Τα κινήματα Black Lives Matter και #ΜeToo έχουν εντείνει την αμφισβήτηση τέτοιων πρακτικών διακρίσεων, καταγγέλλοντας τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες στις οποίες βασίζονται οι ανισότητες στην αποζημίωση.
Τον Απρίλιο του 2019, δεκαέξι οργανώσεις υπεράσπισης πολιτικών δικαιωμάτων απηύθυναν ανοιχτή επιστολή στη NAFE, ζητώντας της να καταδικάσει δημόσια την πρακτική να λαμβάνονται υπόψη τα δεδομένα φυλής και φύλου στον υπολογισμό των αποζημιώσεων για σωματική και ηθική βλάβη. Συνάντησαν κατηγορηματική άρνηση. Σε νομοθετικό επίπεδο, η Καλιφόρνια έγινε τον Ιούλιο του 2019 η τρίτη Πολιτεία που απαγορεύει παρόμοιες πρακτικές, μετά τη Βόρεια Καρολίνα και το Νιου Τζέρσεϋ. Σε ομοσπονδιακό επίπεδο, από τον Σεπτέμβριο του 2019, ένα νέο νομοσχέδιο βρίσκεται υπό εξέταση στο Κογκρέσο. Αν και δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να υπερψηφιστεί, φανερώνει ότι πραγματοποιούνται δειλά βήματα στον δημόσιο διάλογο. Ωστόσο, ελάχιστες είναι οι φωνές που αμφισβητούν το βάρος που αναγνωρίζεται στα εισοδήματα κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης. Εξακολουθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο να γίνεται δεκτό το επιχείρημα ότι, ανάλογα με την κοινωνική θέση τους, δύο άτομα πρέπει να αποζημιώνονται με διαφορετικό τρόπο.