Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η εξαθλίωση μέσα στην οποία ζουν σήμερα πολλοί φοιτητές; Μετά τον πόλεμο, ορισμένες συνδικαλιστικές δυνάμεις και οργανώσεις είχαν προβάλει μια ιδέα που έχει σήμερα ξεχαστεί: να δοθεί μισθός σε αυτούς τους «νεαρούς εργαζόμενους του πνεύματος».
Στις 8 Νοεμβρίου 2019, ο Ανάς, φοιτητής πολιτικών επιστημών στη Λυών, αυτoπυρπολήθηκε στον περίβολο του Crous, του οργανισμού που είναι υπεύθυνος για τις φοιτητικές και τις μαθητικές εστίες. Μέχρι τις 30 Απριλίου βρισκόταν σε κώμα και ακόμα η κατάσταση του -παρ’ ό,τι καλύτερη, δεν είναι βέβαιη. Τα μέσα ενημέρωσης συντονίστηκαν με την επικοινωνιακή στρατηγική της κυβέρνησης όταν κλήθηκαν να καλύψουν τόσο την απονενοημένη χειρονομία του φοιτητή όσο και τις διαδηλώσεις που ακολούθησαν: επικεντρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στο σπάσιμο μιας καγκελόπορτας του Υπουργείου Ανώτατης Εκπαίδευσης και κυρίως στη «φοιτητική επισφάλεια». Ενός φαινομένου που συνήθως εξηγείται από τον χαμηλό αριθμό υποτροφιών και το μερίδιο των φοιτητών που εργάζονται παράλληλα με τις σπουδές τους (46%) ή το ποσοστό φτώχειας σε αυτή την κατηγορία (21% των φοιτητών το 2015). Πολύ λιγότερο συζητήθηκαν οι διαπιστώσεις και οι πολιτικές λύσεις που διατυπώνονται από τον Ανάς τόσο στην επιστολή που άφησε όσο και από τη φοιτητική συνδικαλιστική παράταξή του (Solidaires étudiant–e–s, «Αλληλέγγυοι φοιτητές/τριες»).
Έτσι, ελάχιστος λόγος έγινε για τη διεκδίκησή του να καθιερωθεί φοιτητικός μισθός. Το μέτρο, συνδεδεμένο με τον δωρεάν χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης, συνίσταται στην πληρωμή σε κάθε φοιτητή μιας αμοιβής ίσης για παράδειγμα με τον βασικό μισθό (σχεδόν 1.200 ευρώ καθαρά μηνιαίως στη Γαλλία). Αποτελεί την έκφραση ενός εξαιρετικά φιλόδοξου πολιτικού προγράμματος, που υπερβαίνει τον αγώνα ενάντια στην επισφάλεια, δεδομένου ότι το ζητούμενο συνίσταται στην προώθηση μιας ριζικής αλλαγής της κοινωνίας μέσα από τη διεξαγωγή μιας πολιτισμικής μάχης γύρω από την έννοια της εργασίας.
Στη Γαλλία, τα πρώτα σχέδια για την καθιέρωση φοιτητικού μισθού έκαναν την εμφάνισή τους στο πλαίσιο της Αντίστασης, ήδη από το 1943: προβλήθηκαν από συνδικάτα μισθωτών, οργανώσεις νεολαίας και τις δύο φοιτητικές συνδικαλιστικές οργανώσεις εκείνης της εποχής, την Εθνική Ένωση Γάλλων Φοιτητών (UNEF) και την Ένωση των Μεγάλων Σχολών (UGE) (1). Η ιδέα ξαναπροβλήθηκε το 1945 από μια χούφτα μελών της UNEF. Εκείνη την εποχή, δεδομένων των υλικών δυσκολιών (δελτίο στα τρόφιμα, κατεστραμμένες από τον πόλεμο κατοικίες), επιστρατεύεται η εικόνα του «φτωχού φοιτητή», ενώ πολλαπλασιάζονται και οι εκκλήσεις για φιλανθρωπία. Για παράδειγμα, η «Le Figaro», στο φύλλο της 8ης Απριλίου 1948, ζητάει από τους αναγνώστες της «να προσθέσουν στο οικογενειακό τραπέζι ένα ακόμα πιάτο, μία ή δύο φορές την εβδομάδα, για έναν φοιτητή που αντιμετωπίζει δυσκολίες» (2).
Η Χάρτα της Γκρενόμπλ, η οποία υιοθετήθηκε στο συνέδριο της UNEF το 1946, κινείται σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Αναφερόμενη στην ανάγκη να υπάρξει «μια οικονομική και κοινωνική επανάσταση στην υπηρεσία του Ανθρώπου», προβαίνει, ήδη από το πρώτο άρθρο της, στην εξής διατύπωση: «Ο φοιτητής είναι ένας νεαρός εργαζόμενος του πνεύματος» –κυρίως λόγω της συμβολής του στην «ομόψυχη προσπάθεια για την ανασυγκρότηση της χώρας». Η Χάρτα, ψηφισμένη με οριακή πλειοψηφία, χρησίμευσε ως κείμενο αναφοράς όταν η UNEF εμπόδισε το 1947 τον διπλασιασμό του τέλους εγγραφής στο πανεπιστήμιο και όταν πέτυχε το 1948 την επέκταση στους φοιτητές της προστασίας του καθεστώτος της Κοινωνικής Ασφάλισης.
Η Χάρτα της Γκρενόμπλ γνώρισε την πλέον ένδοξη στιγμή της το 1951. Χαιρετίστηκε στην ολομέλεια της Βουλής από κομμουνιστές και χριστιανοδημοκράτες βουλευτές, οι οποίοι είχαν αποφασίσει να υιοθετηθεί ιδέα του φοιτητικού μισθού που υποστήριζε η UNEF. Στην έκθεσή του, ο χριστιανοδημοκράτης εισηγητής Ραϋμόν Καγιόλ υπερασπίστηκε το μέτρο στο όνομα της «προσωπικής αξίας του φοιτητή, της παρούσας ιδιότητάς του και της εργασίας την οποία πραγματοποιεί». Εκτός από την ενσωμάτωση των ιδιωτικών σχολών στο δημόσιο πανεπιστήμιο και τη μεταρρύθμιση της συνολικής αρχιτεκτονικής των πανεπιστημιακών προγραμμάτων σπουδών, μέτρα που αντλούσαν την έμπνευσή τους από το σχέδιο Λανζεβέν-Βαλόν (3) του 1947, η πρόταση που κατατέθηκε στη Βουλή προέβλεπε την πληρωμή σε κάθε φοιτητή μιας αμοιβής ευθυγραμμισμένης με τον μισθό βάσης που χρησιμοποιούνταν για τον υπολογισμό των οικογενειακών επιδομάτων.
Τελικά, η εξέταση της πρότασης αναβλήθηκε επ’ αόριστον. Στην πραγματικότητα, είχε προκαλέσει την εχθρότητα ισχυρών σοσιαλιστών υπουργών: είχαν επικεντρώσει την κριτική τους στη φύση του οργανισμού που θα αναλάμβανε τη διανομή αυτής της αμοιβής και την υλοποίηση των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων με τις οποίες ήταν συνδεδεμένη. Έτσι, ο υπουργός Παιδείας Πιερ Ολιβιέ Λαπί θα προβάλλει την ένσταση ότι «όπως προκύπτει, όλα τα ενδιαφερόμενα υπουργεία (…) δεν έχουν κληθεί να συμμετάσχουν στο διοικητικό συμβούλιο του οργανισμού (…). Η ισομερής εκπροσώπηση όλων των εμπλεκομένων εγκυμονεί τον κίνδυνο να βρεθούν σε μειοψηφική θέση οι εκπρόσωποι του κράτους, τη στιγμή που πρόκειται για τη διαχείριση ποσών τόσο μεγάλης αξίας ώστε είναι δύσκολο να εκτιμηθεί το ύψος τους».
Μετά από την αποτυχία, η διεκδίκηση εξαφανίστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από το γαλλικό πολιτικό τοπίο. Με τη θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου, που αύξησε την επιρροή της κατά την τελευταία εικοσαετία, οι φοιτητές αντιμετωπίζονται μάλλον ως επενδυτές: επιχειρούν να μεγιστοποιήσουν τα μελλοντικά εισοδήματά τους και, ως εκ τούτου, είναι αδιανόητο να αποζημιώνονται. Ωστόσο, οι ιδέες της Χάρτας της Γκρενόμπλ συνέχισαν να εξαπλώνονται, ακόμα και εκτός Γαλλίας, καθώς διάφορες οργανώσεις ιδιοποιήθηκαν με τη σειρά τους την πρόταση. Χαρακτηριστική ήταν πρόσφατα η περίπτωση του Κεμπέκ, της γαλλόφωνης επαρχίας του Καναδά, με την ευκαιρία της απεργίας των ασκούμενων φοιτητών, την οποία προκήρυξαν την περίοδο 2017-2019 οι Ενωτικές Επιτροπές για τη Φοιτητική Εργασία (CUTE).
Το κίνημα ξεκίνησε μερικά χρόνια μετά την αμφισβήτηση που πυροδότησε η «άνοιξη του σφενδάμου» (4), η οποία είχε οδηγήσει σε (προσωρινή) αποτυχία το σχέδιο για θεαματική αύξηση των διδάκτρων (5). Στο στόχαστρο της CUTE βρισκόταν η πρακτική άσκηση, η συχνά κοπιαστική εργασία που επιβάλλεται στους φοιτητές και διαρκεί αρκετούς μήνες, ενώ μάλιστα πραγματοποιείται εκτός του τόπου σπουδών τους. Σύμφωνα με τους ακτιβιστές φοιτητές, πρόκειται για μια απόδειξη ότι η αμειβόμενη φοιτητική εργασία ήδη υπάρχει και αναγνωρίζεται: με τη μόνη διαφορά ότι αφορά τομείς κατάρτισης όπου μειοψηφούν οι γυναίκες (μηχανολογία, διοίκηση επιχειρήσεων, πληροφορική, ιατρική), ενώ στους τομείς όπου αυτές πλειοψηφούν (κοινωνική εργασία, εκπαίδευση, νοσηλευτική) κυριαρχούν οι μορφές υποαμειβόμενης ή μη αμειβόμενης άσκησης (6). Η συγκεκριμένη στρατηγική οδήγησε δεκάδες χιλιάδες άτομα να διεκδικήσουν μισθό για τις σπουδές τους και για την πρακτική άσκησή τους, καθώς και να συμμετάσχουν σε απεργίες που κορυφώθηκαν τον χειμώνα του 2018. Αν και είναι ακόμα υπερβολικά νωρίς για να επιχειρηθεί ένας απολογισμός, το κίνημα μπορεί να υπερηφανεύεται ότι πέτυχε, την άνοιξη του 2019, την χορήγηση υποτροφιών πρακτικής άσκησης που κυμαίνονταν μεταξύ 600-3.000 ευρώ στους κλάδους σπουδών όπου κυριαρχούν οι φοιτήτριες, στους οποίους μέχρι τότε η πρακτική άσκηση δεν αμειβόταν.
Στη Γαλλία, μια απεργία των ασκούμενων που θα διεξαγόταν στο όνομα του φοιτητικού μισθού θα μπορούσε να στηριχθεί σε παρόμοιο πλαίσιο. Ο αριθμός των σπουδαστών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι εξαιρετικά υψηλός (2,7 εκατομμύρια το 2018, εκ των οποίων το 80% σε δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα), με ολοένα μεγαλύτερη παρουσία των γυναικών και των προερχόμενων από λαϊκά στρώματα στον φοιτητικό πληθυσμό (7). Εξάλλου, ο αριθμός των ασκούμενων έχει αυξηθεί σημαντικά στο δημόσιο πανεπιστήμιο, κάτω από την πίεση της επαγγελματοποίησης των σπουδών: το 2018, το 40% των εγγεγραμμένων στο τρίτο έτος σπουδών (8) και το 64% των φοιτητών του δεύτερου έτους του μάστερ είχαν πραγματοποιήσει άσκηση.
Όπως και στο Κεμπέκ, οι ανισότητες ανάμεσα στους διάφορους κλάδους σπουδών είναι έντονες. Οι ασκούμενοι που προέρχονται από τις σχολές διοίκησης επιχειρήσεων (στις οποίες τα παιδιά εργατών και υπαλλήλων αντιστοιχούν στο 12,8% των φοιτητών, τη στιγμή που η συμμετοχή τους στο σύνολο του φοιτητικού πληθυσμού ανέρχεται στο 28,4%) ή μηχανικών (όπου οι γυναίκες αποτελούν μόνο το 30,3% των φοιτητών) λαμβάνουν συχνά αμοιβές που κυμαίνονται μεταξύ 600 και 1.000 ευρώ (9). Η κατάσταση είναι διαφορετική στις πανεπιστημιακές σχολές όπου οι φοιτητές γίνονται ευκολότερα δεκτοί και υπάρχει μεγαλύτερη παρουσία γυναικών (56,2%) και παιδιών των λαϊκών τάξεων (29,7%): η πρακτική άσκηση που υπερβαίνει τους δύο μήνες (και συνεπώς αμείβεται υποχρεωτικά σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο) είναι λιγότερο συχνή. Μόνο το 22% των ασκούμενων που είναι γραμμένοι σε μάστερ έλαβαν αμοιβή ανώτερη των 600 ευρώ μηνιαίως (έναντι περισσότερων από 50% στην περίπτωση των φοιτητών από σχολές μηχανικών), ενώ το ποσοστό μειώθηκε στο 4% στην περίπτωση των φοιτητών που ετοιμάζονται για το τριετές πτυχίο. Επιπλέον, μια έρευνα αποδεικνύει διαφορές ανάμεσα στους διάφορους κλάδους των μάστερ: οι κλάδοι των θετικών επιστημών, όπου κυριαρχούν οι άρρενες και είναι λιγότερο δημοφιλείς στον γενικό φοιτητικό πληθυσμό, είναι περισσότερο ευνοημένες όσον αφορά την πρακτική άσκηση σε σχέση με τομείς όπως η φιλολογία, οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, το δίκαιο και οι θεωρητικές σπουδές οικονομίας (10).
Τόσο όσον αφορά την πρακτική άσκηση όσο και σχετικά με τις άλλες περιόδους αμειβόμενων σπουδών (μαθητεία, διά βίου κατάρτιση, συνέχιση των σπουδών στην ιατρική, εκπόνηση διδακτορικού κ.λπ.), η προοπτική ενός φοιτητικού μισθού επιτρέπει όχι μόνον την καταπολέμηση της επισφάλειας, αλλά και των ανισοτήτων που την τροφοδοτούν, τόσο στην ανώτατη εκπαίδευση όσο και έξω από αυτήν.