el | fr | en | +
Accéder au menu

Οργισμένοι αρθρογράφοι εναντίον Σάντερς

JPEG - 49.4 kio

Μετά Χριστόν προφήτες εμφανίζονται πολλοί, σε κάθε περίσταση. Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως ότι επιστήμονες και διανοούμενοι δεν είχαν κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για την εξάπλωση μολυσματικών ασθενειών εξαιτίας της μόλυνσης του περιβάλλοντος. Συνεχίζοντας το μικρό μας αφιέρωμα σε κείμενα από αρχείο της «Le Monde diplomatique» που πραγματεύονται το συγκεκριμένο ζήτημα, παρουσιάζουμε σήμερα αποσπάσματα από άρθρο που δημοσιεύτηκε το 1999.

Ήδη από την έναρξη των προκριματικών εκλογών στο Κόμμα των Δημοκρατικών, πανικός κατέλαβε τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης των ΗΠΑ. Στους «New York Times», ο οικονομολόγος και αρθρογράφος Πωλ Κρούγκμαν έκανε και πάλι επίκαιρη μια πρακτική που εγκαινιάστηκε το 2016 και συνίσταται στην εξομοίωση του «δημοκρατικού σοσιαλιστή» Μπέρνι Σάντερς με τον Ντόναλντ Τραμπ (1).

Οι νεοσυντηρητικοί Ρεπουμπλικανοί, οπαδοί των αυτοκρατορικών πολέμων και του «τα πάντα εκτός του Τραμπ» –ένα είδος που οδεύει προς εξαφάνιση– είναι το ίδιο ανήσυχοι με τους κεντρώους ή τους συντηρητικούς Δημοκρατικούς. «Δεν είναι δυνατό να κερδίσει ο Μπέρνι», γράφει σε ικετευτικό τόνο ο Ντέιβιντ Φραμ στο «The Atlantic» (27 Ιανουαρίου 2020). «Η “α λα Τραμπ” προεκλογική εκστρατεία του Μπέρνι Σάντερς είναι καταστροφική για τους Δημοκρατικούς», λέει με θλίψη η Τζένιφερ Ρούμπιν, της «Washington Post» (27 Ιανουαρίου 2020).

Η δεξαμενή σκέψης Third Way, που ακολουθεί τον «τρίτο δρόμο» του Τόνι Μπλερ και χρηματοδοτείται από τη Wall Street (2) επιστράτευσε και εκείνη κάθε μέσο, με την υποστήριξη του Τύπου, προκειμένου να ανακόψει την άνοδο του Σάντερς. Έτσι, απέστειλε μια «προειδοποίηση» προς τους ψηφοφόρους της Αϊόβα: «Λόγω αμέλειας των μέσων ενημέρωσης, δεν έχετε δει καμία πραγματική ανάλυση του παρελθόντος και των επικίνδυνων ιδεών του υποψηφίου που προηγείται στις σφυγμομετρήσεις» (3). Ακολουθεί ένας μακρύς κατάλογος επιθέσεων, τις οποίες θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει και ο Ντόναλντ Τραμπ κατά του Σάντερς. Ένας κατάλογος που ήταν πολύ εύκολο να συνταχθεί, δεδομένου ότι τα μέλη αυτής της δεξαμενής σκέψης εκφράζουν, από κοινού με τους Ρεπουμπλικανούς, πολλές επικρίσεις για τον υποψήφιο των Δημοκρατικών, ιδιαίτερα επειδή επικαλείται τον σοσιαλισμό και επειδή η πρότασή του για ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης που υποκαθιστά την ιδιωτική («Medicare για όλους») φέρεται να είναι αντιδημοφιλής (4).

Τα μέσα ενημέρωσης τους έστρωσαν κόκκινο χαλί. Η «Washington Post» πρόσφατα παραχώρησε στο Third Way μια σελίδα της στήλης «Απόψεις» προκειμένου η τελευταία να υποστηρίξει τη θέση της, κατά την οποία «το πρόγραμμα του Μπέρνι Σάντερς τον καθιστά παντελώς μη εκλέξιμο» (15 Ιανουαρίου 2020). Παρομοίως, και η «USA Today» τής παραχώρησε στήλες της: «Οι Δημοκρατικοί παίζουν με τη φωτιά υποστηρίζοντας τον Μπέρνι Σάντερς. Οι ιδέες του είναι πιθανόν να τρομάξουν το μετριοπαθές εκλογικό σώμα, το οποίο θα αλλάξει την ισορροπία των δυνάμεων» (29 Ιανουαρίου 2020). Η δεξαμενή σκέψης συνέβαλε επίσης στην τελευταία ομοβροντία άρθρων που υποστηρίζουν κεντρώες θέσεις και φέρουν την υπογραφή, μεταξύ άλλων, του Ραμ Εμάνουελ, πρώην στενού συμβούλου του Μπαράκ Ομπάμα στον Λευκό Οίκο, ή του Τζέιμς Κάρβιλ, στρατηγικού σχεδιαστή της νικηφόρας προεκλογικής εκστρατείας του Μπιλ Κλίντον το 1992. Σε όλα αυτά τα άρθρα, πηγές προσκείμενες στο κατεστημένο εκτοξεύουν αβάσιμους ισχυρισμούς, τους οποίους οι δημοσιογράφοι αναπαράγουν χωρίς να σχολιάσουν.

«Φαιοχίτωνες»

Συναντάμε συχνά την άποψη σύμφωνα με την οποία ο Σάντερς υποτίθεται ότι έχει γλιτώσει τις επικρίσεις και τον αυστηρό έλεγχο των αντιπάλων του και των δημοσιογράφων. «Έφτασε πλέον ο καιρός να αφυπνιστούν οι Δημοκρατικοί και τα μέσα ενημέρωσης να αρχίσουν να κάνουν τη δουλειά τους, στρεφόμενα κατά ενός υπολογίσιμου διεκδικητή του χρίσματος», δηλώνει ο Ματ Μπένετ του (5). Μάλιστα, στην ηλεκτρονική εφημερίδα «Politico» ισχυρίζεται ότι «[Τα μέσα ενημέρωσης] τον αφήνουν να επιδίδεται στην καταστροφική δράση του εν πλήρει ατιμωρησία. Τον αφήνουν να αποφεύγει τις δύσκολες ερωτήσεις» (6).

Ωστόσο, αυτού του είδους το συμπέρασμα δεν γίνεται ομόφωνα αποδεκτό, ακόμη και εντός των αιθουσών σύνταξης. Η «Washington Post» δημοσίευσε, την ίδια μέρα, δύο άρθρα που καταλήγουν σε αντίθετα συμπεράσματα: «Ο Μπέρνι Σάντερς αντιμετωπίζει επίθεση από τους ανταγωνιστές του» και «Οι ανταγωνιστές τού Σάντερς δεν του θέτουν αρκετά εμπόδια» (26 Ιανουαρίου 2020). Στο δεύτερο άρθρο, ο Ντέιβιντ Βάιγκελ επεσήμαινε πως ορισμένες επικρίσεις δεν είχαν μεγάλο αντίκτυπο: πολλοί ψηφοφόροι «παρέμειναν παγερά αδιάφοροι» όταν ο Τζο Μπάιντεν και η Έιμι Κλόμπουσαρ, η μετριοπαθής γερουσιαστής από τη Μινεσότα, κατηγόρησαν τον Σάντερς ότι «θέτει υπό αμφισβήτηση την κληρονομιά του Ομπάμα».

Και ο Βάιγκελ συνεχίζει, ενοχλημένος: «Όλοι οι ανταγωνιστές του Σάντερς αφιερώνουν χρόνο, κάποιες φορές κατ’ απαίτηση ανήσυχων ψηφοφόρων, να διευκρινίσουν πώς θα χρηματοδοτήσουν τα προγράμματά τους χωρίς να βάλουν φωτιά στον προϋπολογισμό. Στον Σάντερς δεν τίθενται τέτοιες ερωτήσεις. Περνά μήνες στα δημαρχεία ζητώντας από ψηφοφόρους να του μιλήσουν για τα προβλήματα που τους απασχολούν, για τις δαπάνες για την υγεία τους, για τα φοιτητικά χρέη τους, προκειμένου να εξηγήσει ότι η μόνη αιτία όλων αυτών των προβλημάτων είναι η αδικία των οικονομικών πολιτικών».

Όπως επεσήμανε ο Ντέιβιντ Σέσιονς, «η άποψη ότι ο Σάντερς έχει σαλπάρει για μια σίγουρη νίκη στις προκριματικές εκλογές, χωρίς κανείς να μπει στον κόπο να του κάνει ερωτήσεις σχετικές με τον προϋπολογισμό του ή την καταλληλότητά του για το αξίωμα, είναι ένα απομεινάρι των προκριματικών εκλογών του 2016, στη διάρκεια των οποίων η Χίλαρι Κλίντον και οι υποστηρικτές της ήταν πολύ ενοχλημένοι από το γεγονός ότι [ο Σάντερς] παρέμεινε για τόσον καιρό στην κούρσα για το χρίσμα των Δημοκρατικών. Σύμφωνα με εκείνους, η δημοτικότητά του δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση οφειλόμενη σε έλλειψη κριτικών αναλύσεων» («The New Republic», 28 Ιανουαρίου 2020). Στην πραγματικότητα, ο υποψήφιος είχε ήδη υπάρξει αντικείμενο επαγρύπνησης και στόχος ασυγκράτητης εχθρότητας από πλευράς των μέσων ενημέρωσης πριν από τέσσερα χρόνια, κατά τη διάρκεια των τελευταίων προκριματικών εκλογών των Δημοκρατικών, στις οποίες ήταν αντίπαλος της Κλίντον (7).

Μια άλλη μέθοδος επίθεσης είναι η δυσφήμιση του προεκλογικού αγώνα του με τον ισχυρισμό ότι οι υποστηρικτές του είναι κυρίως άντρες λευκοί, σεξιστές και ιδιαίτερα επιθετικοί στη συμπεριφορά τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η μομφή αυτή, που επίσης είδε το φως της ημέρας κατά την εκστρατεία των προκριματικών του 2016, εξακολουθεί να υφίσταται παρά την έλλειψη αιτιολόγησης –πέρα από ανεκδοτολογικά στοιχεία. Όπως και όλος –ή περίπου όλος– ο κόσμος, οι δημοσιογράφοι στην πραγματικότητα γνωρίζουν ότι το Διαδίκτυο βρίθει ρητορικών μίσους από όλες τις πλευρές, ρητορικών που δεν πηγάζουν αποκλειστικά από κάποια υποομάδα οπαδών του γερουσιαστή από το Βερμόντ. «Κάθε συγκρουσιακή άποψη που διατυπώνεται στο Διαδίκτυο», υπενθύμιζε το 2016 ο δημοσιογράφος Γκλεν Γκρίνγουολντ, «για παράδειγμα κάποια κριτική ενάντια στις επιφανέστερες προσωπικότητες του Δημοκρατικού Κόμματος όπως η Χίλαρι Κλίντον και ο Μπάρακ Ομπάμα, αναπόφευκτα θα προκαλέσει έναν κατακλυσμό οργής και ύβρεων… Ο ισχυρισμός ότι οι προσβλητικές ή οι μισογυνικές συμπεριφορές είναι ίδιον των οπαδών του Σάντερς ανήκει στη σφαίρα του ψεύδους και της χειραγώγησης («The Intercept», 31 Ιανουαρίου 2016). Μάλιστα, μια μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Μάιο του 2016 έδειχνε ότι οι οπαδοί του Σάντερς θεωρούνταν λιγότερο «επιθετικοί και απειλητικοί στο Διαδίκτυο» (16%) από ό,τι εκείνοι της Κλίντον (30%) –και πολύ λιγότερο από εκείνους του Τραμπ (57%) (8).

Μολαταύτα, τα μέσα ενημέρωσης επιμένουν. Στις 27 του περασμένου Ιανουαρίου, οι «New York Times» αφιέρωσαν το πρωτοσέλιδό τους σε μια στοχευμένη έρευνα: «Ο Μπέρνι Σάντερς και ο διαδικτυακός στρατός του: στο ξεκίνημα της προεκλογικής εκστρατείας του για το 2020, ο γερουσιαστής από το Βερμόντ υπενθύμισε στους υποστηρικτές του ότι θα καταδίκαζε τις επιθετικές συμπεριφορές. Άραγε ευθύνεται εκείνος για το ότι πολλοί εξ αυτών δεν τον ακούν;» (20 Ιανουαρίου 2020). Σύμφωνα με την εφημερίδα, ο υποψήφιος έχει τροφοδοτήσει το «δηλητήριο» που εξακοντίζουν οι υποστηρικτές του. Αιτία, δηλώσεις όπως: «Δεν πηγαίνω στα Χάμπτονς [θέρετρο όπου ξεδίνει η αστική τάξη της Νέας Υόρκης] για να μαζεύω κονδύλια από δισεκατομμυριούχους.».

Μερικές ημέρες νωρίτερα, η ιστοσελίδα ειδήσεων και γνώμης «Daily Beast» (22 Ιανουαρίου 2020) έφερε τον τίτλο: «Οι νεαροί άντρες οπαδοί του Μπέρνι είναι ταραξίες, αλαζόνες και βλάπτουν την προεκλογική εκστρατεία του Σάντερς». Στο ίδιο πνεύμα, το «NBC News» τούς εξομοίωνε με τους οπαδούς του Τραμπ. «Έχουν μια κοινή, άθλια τακτική: οι τουιτεράδες του Μπέρνι κομπάζουν ότι είναι οι πραγματικοί προοδευτικοί του Διαδικτύου. Ωστόσο, οι τακτικές παρενόχλησης που ακολουθούν κάθε άλλο παρά προοδευτικές είναι» (19 Ιανουαρίου 2020).

Τα μεροληπτικά αυτά άρθρα φέρνουν αδιακρίτως ως παράδειγμα απειλές θανάτου και περιπτώσεις εξύβρισης που δεν είναι πραγματικές. Έτσι, οι «New York Times» κλείνουν το κατηγορητήριό τους με αυτήν την «απόδειξη»: «“Εσείς, οι εκατομμυριούχοι, οφείλετε να καταλάβετε ότι πολλοί από εμάς έχουμε πραγματικά ανάγκη να κερδίσει ο Σάντερς σ’ αυτές τις προεδρικές εκλογές”, λέει σε έντονο ύφος ένας υποστηρικτής του Σάντερς. “Δεν μας αρκεί να μένουμε ήσυχοι.”» Ή, σχετικά με τις φήμες για κάποιες αναποδογυρισμένες καρέκλες σε μια συγκέντρωση στη Νεβάδα: «Η βία αποφεύχθηκε, όπως φαίνεται, εντούτοις υπήρξαν κάποιοι ελαφρείς διαπληκτισμοί». Δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο από αυτό στον δημοσιογράφο-βεντέτα του NBC προκειμένου να συγκρίνει τους οπαδούς του γερουσιαστή του Βερμόντ με «φαιοχίτωνες».

Η Χίλαρι Κλίντον κατέβηκε κι εκείνη στην αρένα, οπλισμένη μέχρι τα δόντια. Ερωτώμενη από το περιοδικό «Hollywood Reporter» (21 Ιανουαρίου 2020) εάν θα υποστήριζε τον Σάντερς σε περίπτωση που θα κέρδιζε το χρίσμα, έδωσε μια απάντηση όπου υπονοούσε ότι θα έκανε τα πάντα προκειμένου να αντισταθεί σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο: «Προς το παρόν δεν θα προβώ σε καμία πρόβλεψη. Βρισκόμαστε ακόμη σε ένα πολύ δυναμικό στάδιο των προκριματικών εκλογών. Ωστόσο, θα έλεγα ότι το θέμα δεν είναι αποκλειστικά ο ίδιος, αλλά η νοοτροπία που τον συνοδεύει. Η ομάδα του. Οι φανεροί υποστηρικτές του. Οι διαδικτυακοί χρήστες που τον ενθαρρύνουν και οι συνεχείς επιθέσεις τους εναντίον πολλών εκ των αντιπάλων του, κυρίως γυναικών… Θεωρώ πως δεν έχουμε κανένα συμφέρον να επαναλάβουμε την ίδια τακτική, δηλαδή να διεξαγάγουμε εκστρατεία προβαίνοντας σε προσβολές και επιθέσεις. Ενδεχομένως, εσείς θα προσπαθήσετε να αποστασιοποιηθείτε από αυτό, εντούτοις είτε δεν γνωρίζετε τι κάνει η ομάδα της εκστρατείας σας και οι υποστηρικτές σας είτε τους κλείνετε το μάτι και θέλετε να επιτεθούν στην Κάμαλα [Χάρις, τη γερουσιαστή από την Καλιφόρνια που απέσυρε την υποψηφιότητά της για το χρίσμα] ή στην Ελίζαμπεθ [Ουόρεν]. Πιστεύω πως πρόκειται για μια συμπεριφορά που πρέπει να ληφθεί υπόψη τη στιγμή της απόφασης». Η Τζένιφερ Ρούμπιν της «Washington Post» άδραξε αμέσως το επιχείρημα προκειμένου να ισχυριστεί ότι ο Μπέρνι Σάντερς διέθετε μια «πολεμική μηχανή», τροφοδοτούμενη από έναν «ελάχιστα συγκαλυμμένο μισογυνισμό», ο οποίος φέρεται πως «επέστρεψε και θα τον συνοδεύει για πάντα» (21 Ιανουαρίου 2020).

Η πραγματική «πολεμική μηχανή» δεν είναι εκείνη που, κατά φαντασίαν, έχει εγκαθιδρύσει ο γερουσιαστής του Βερμόντ προκειμένου να επιβληθεί στους αντιπάλους του, αλλά εκείνη που συναρμολόγησε η ελίτ των Δημοκρατικών με τα αμέτρητα συμπλέοντα μέσα ενημέρωσης, με σκοπό να τον εξαλείψουν. Η επικράτηση του Τζο Μπάιντεν ίσως να οφείλεται και σε αυτήν.

Le Monde diplomatique - Ελληνική έκδοση

Γιάννης Κυπαρισσιάδης

(1Πρβλ. «Corporate media equate Sanders to Trump – because for them, Sanders is the bigger threat», Fairness and Accuracy in Reporting (FAIR), 24 Ιανουαρίου 2020.

(3Jonathan Cowan, «A warning: Why team Trump has called Bernie Sanders their “ideal” opponent», Third Way, Ουάσινγκτον, 28 Ιανουαρίου 2020.

(4Lauren Gambino, «“An existential threat”: Bernie Sanders faces mounting opposition from moderate Democrats», «The Guardian», Λονδίνο, 21 Ιουνίου 2019.

(5Third Way Alex Seitz-Wald, «“Oh my God, Sanders can win”: Democrats grapple with Bernie surge in Iowa», NBC News, 27 Ιανουαρίου 2020.

(6Natasha Korecki, «“They let him get away with murder”: Dems tormented over how to stop Bernie», Politico, 27 Ιανουαρίου 2020.

(7Adam Johnson, «The myth that Sanders hasn’t been criticized won’t go away», FAIR, 25 Μαΐου 2016.

(8«Is social media empowering or silencing political expression in the United States?», Lincoln Park Strategies, Rad Campaign και Craig Newmark Philanthropies, Μάιος 2016.

Μοιραστείτε το άρθρο