Όταν ξεπεράσουμε αυτήν την τραγωδία, θα ξαναρχίσουν όλα όπως πριν; Εδώ και τριάντα χρόνια, κάθε κρίση τροφοδοτεί την παράλογη προσδοκία επιστροφής στη λογική, συνειδητοποίησης, ανατροπής της πορείας. Πιστέψαμε στην απομόνωση και την ανατροπή μιας κοινωνικο-πολιτικής δυναμικής, της οποίας όλοι θα είχαν συνειδητοποιήσει τα αδιέξοδα και τους κινδύνους (1). Ότι το κραχ της χρηματιστηριακής αγοράς του 1987 θα σταματούσε την έξαρση των ιδιωτικοποιήσεων. Ότι οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις του 1997 και των ετών 2007-2008 θα ταρακουνούσαν την ευτυχή παγκοσμιοποίηση. Αυτό δεν συνέβη.
Οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 πυροδότησαν, με τη σειρά τους, κριτικές σκέψεις για την αμερικανική ύβρη και τις δυσάρεστες ερωτήσεις του τύπου: «Γιατί μας μισούν;». Ούτε αυτό διήρκεσε. Διότι, ακόμη κι όταν προχωρά προς τη σωστή κατεύθυνση, η κίνηση των ιδεών δεν είναι ποτέ αρκετή, για να σταματήσει τις καταχθόνιες μηχανές. Χρειάζεται πάντα και η ανάληψη δράσης. Για αυτό είναι καλύτερα να μην εξαρτιόμαστε από τους κυβερνήτες, υπεύθυνους της καταστροφής, ακόμη και αν αυτοί οι πυρομανείς γνωρίζουν να γοητεύουν, να θυσιάζουν κάτι, να ισχυρίζονται ότι άλλαξαν. Κυρίως, όταν η ζωή τους -όπως η δική μας- κινδυνεύει.
Οι περισσότεροι από μας δεν γνωρίσαμε άμεσα, ούτε πόλεμο, ούτε στρατιωτικό πραξικόπημα, ούτε απαγόρευση κυκλοφορίας. Παρόλα αυτά, τέλος Μαρτίου, τρία δισεκατομμύρια κάτοικοι ήταν ήδη έγκλειστοι, συχνά σε δύσκολες συνθήκες. Η πλειονότητα δεν ήταν συγγραφείς που παρατηρούσαν την καμέλια να ανθίζει γύρω από την εξοχική τους κατοικία. Ό,τι κι αν συμβεί τις επόμενες εβδομάδες, η κρίση του κορονοϊού θα έχει αποτελέσει την πρώτη πλανητική αγωνία στη ζωή μας: αυτό δεν ξεχνιέται. Οι αρμόδιοι πολιτικοί είναι υποχρεωμένοι να το λάβουν υπόψη αυτό, έστω εν μέρει.
Η Ε.Ε. μόλις ανακοίνωσε, λοιπόν, τη «γενική αναστολή» των δημοσιονομικών της κανόνων. Ο Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν αναβάλλει μία συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση που θα έπληττε το προσωπικό των νοσοκομείων. Το Κογκρέσο των Η.Π.Α. ενισχύει με επιταγή 1.200 δολαρίων την πλειονότητα των Αμερικανών. Αλλά πριν δέκα και περισσότερα χρόνια, για να διασώσουν το σύστημά τους που κινδύνευε από κατάρρευση, οι φιλελεύθεροι αποδέχτηκαν μία θεαματική αύξηση τους χρέους τους, μία δημοσιονομική ανάκαμψη, την εθνικοποίηση των τραπεζών, τη μερική επαναφορά των κεφαλαιακών ελέγχων. Στη συνέχεια, η λιτότητα τους επέτρεψε να πάρουν πίσω αυτά που είχαν εκχωρήσει, αφήνοντάς τους στη λογική «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Και, ακόμη και να σημειώσουν κάποια «πρόοδο»: οι μισθωτοί θα εργάζονταν περισσότερο, περισσότερα χρόνια και σε όλο και πιο επισφαλείς συνθήκες, ενώ οι «επενδυτές» και οι εισοδηματίες θα πλήρωναν λιγότερους φόρους. Από αυτό το πισωγύρισμα, οι Έλληνες πλήρωσαν το βαρύτερο τίμημα, όταν τα δημόσια νοσοκομεία τους -σε κατάσταση οικονομικής δυσπραγίας και σε συνθήκες εξάντλησης των φαρμάκων- παρατήρησαν την επιστροφή των θεωρούμενων εξαφανισμένων ασθενειών.
Έτσι, αυτό που αρχικά θεωρείτο ως «η πορεία προς τη Δαμασκό», θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία «στρατηγική του σοκ». Το 2001, ήδη, αμέσως μετά την τρομοκρατική επίθεση στο Παγκόσμιο Εμπορικό Κέντρο, η σύμβουλος ενός Βρετανού υπουργού έστειλε ένα μήνυμα στους ανώτερους αξιωματούχους του υπουργείου της: «Είναι μία πολύ ωραία μέρα, για να περάσουμε διακριτικά όλα τα μέτρα που πρέπει να λάβουμε».
Δεν σκεφτόταν, απαραιτήτως, τους συνεχείς περιορισμούς στη δημόσια ελευθερία, με το πρόσχημα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, ακόμη λιγότερο δεν σκεφτόταν τον πόλεμο του Ιράκ και τις αναρίθμητες καταστροφές που αυτή η αγγλο-αμερικανική απόφαση θα προκαλούσε. Αλλά είκοσι χρόνια μετά, δεν είναι απαραίτητο να είσαι ποιητής ή προφήτης, για να φανταστείς τη «στρατηγική του σοκ» που σχεδιάζεται.
Ως απόρροια του «Μένουμε Σπίτι» και της οδηγίας να κρατάμε αποστάσεις, το σύνολο της κοινωνικότητάς μας κινδυνεύει να ανατραπεί από την επιταχυνόμενη ψηφιοποίηση των κοινωνιών μας. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης στον τομέα της υγείας θα καταστήσει ακόμη πιο πιεστικό -ή εντελώς άκυρο- το ερώτημα εάν μπορούμε ακόμη να ζήσουμε χωρίς το διαδίκτυο (2). Καθένας, λοιπόν, πρέπει να έχει μαζί του την αστυνομική του ταυτότητα. Σε λίγο, ένα κινητό τηλέφωνο θα είναι όχι μόνο χρήσιμο, αλλά απαιτούμενο στον έλεγχο. Και, εφόσον τα κέρματα και τα χαρτονομίσματα αποτελούν βασική πηγή μόλυνσης, οι τραπεζικές κάρτες, ως εγγύηση, πλέον, δημόσιας υγείας, θα επιτρέψουν σε κάθε συναλλαγή να ταξινομείται, να καταγράφεται και να αρχειοθετείται. «Κοινωνική πίστωση» αλά κινεζικά ή «καπιταλισμός της επιτήρησης», η ιστορική οπισθοδρόμηση του αναφαίρετου δικαιώματος να μην αφήνουμε ίχνη στο πέρασμά μας, όταν δεν παραβιάζουμε κανένα νόμο, εμπεδώνεται στο μυαλό μας και στη ζωή μας, δίχως να συναντά σχεδόν καμία αντίδραση. Ήδη πριν από τον κορονοϊό, ήταν αδύνατο να πάρουμε ένα τρένο, δίχως να δηλώσουμε την ταυτότητα μας. Η διαδικτυακή χρήση του τραπεζικού μας λογαριασμού επέβαλλε να γνωστοποιούμε τον αριθμό του κινητού μας τηλεφώνου, ο περίπατός μας εγγυημένα καταγραφόταν από κάμερες. Με την υγειονομική κρίση, έγινε ένα νέο βήμα. Στο Παρίσι, τα drones επιβλέπουν τις απαγορευμένες περιοχές. Στη Νότια Κορέα, αισθητήρες συναγερμού ειδοποιούν τις αρχές, όταν η θερμοκρασία ενός κατοίκου παρουσιάζει κίνδυνο για την κοινότητα. Στην Πολωνία, οι κάτοικοι οφείλουν να επιλέξουν μεταξύ μιας εγκατάστασης -στο κινητό τους- επαλήθευσης του εγκλεισμού τους και αιφνιδιαστικών ελέγχων της αστυνομίας στα σπίτια τους (3). Σε περιόδους καταστροφής, τέτοιες συσκευές παρακολούθησης είναι δημοφιλείς. Εξακολουθούν, όμως, να επιβιώνουν και μετά τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που τις δημιούργησαν.
Οι αναδυόμενες οικονομικές ανατροπές εδραιώνουν κι αυτές ένα σύμπαν, όπου οι ελευθερίες περιορίζονται. Για να αποφύγουμε κάθε μόλυνση, εκατομμύρια καταστήματα τροφίμων, καφετέριες, κινηματογράφοι, βιβλιοπωλεία έκλεισαν σε όλον τον κόσμο. Δεν διαθέτουν υπηρεσίες κατ’ οίκον παράδοσης και δεν έχουν την τύχη να πουλούν προϊόντα, εικονικά. Όταν περάσει η κρίση, πόσα από αυτά θα ξανανοίξουν και σε ποια κατάσταση; Η επιχειρηματική δραστηριότητα θα είναι πολύ καλύτερη, αντίθετα, για τους γίγαντες της διανομής, όπως την Amazon, η οποία είναι έτοιμη να δημιουργήσει εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας οδηγού και αποθηκάριου, ή τη Walmart, η οποία ανακοινώνει τη συμπληρωματική πρόσληψη 150.000 «συνεταίρων». Ποιος γνωρίζει καλύτερα από αυτούς τις προτιμήσεις μας και τις επιλογές μας; Προς αυτήν την κατεύθυνση, η κρίση του κορονοϊού θα μπορούσε να αποτελέσει μία «πρόβα τζενεράλε» που προεικονίζει τη διάλυση των τελευταίων κέντρων αντίστασης στον ψηφιακό καπιταλισμό και στην έλευση μιας κοινωνίας «ανέπαφης» (4).
Εκτός κι αν… Εκτός κι αν φωνές, χειρονομίες, κόμματα, λαοί, κράτη δεν διαταράξουν αυτό το εκ των προτέρων γραμμένο σενάριο. Είθισται να ακούμε: «Η πολιτική δεν με αφορά». Μέχρι την ημέρα, όπου ο καθένας καταλαβαίνει ότι οι πολιτικές επιλογές είναι αυτές που υποχρέωσαν τους γιατρούς να ταξινομούν τους ασθενείς που θα επιχειρήσουν να σώσουν και αυτούς που πρέπει να θυσιάσουν. Εδώ φθάσαμε λοιπόν. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, στα Βαλκάνια ή την Αφρική, που, εδώ και χρόνια, βλέπουν το νοσηλευτικό προσωπικό τους να μεταναστεύει σε χώρες λιγότερο απειλούμενες ή σε θέσεις περισσότερο επικερδείς. Ούτε στην περίπτωση αυτή επρόκειτο για υπαγορευμένες -από τους νόμους της φύσης- επιλογές. Σήμερα, αναμφίβολα, το καταλαβαίνουμε καλύτερα. Ο εγκλεισμός είναι, επίσης, μια στιγμή, όπου ο καθένας σταματά και σκέφτεται….
Φροντίζοντας να δράσουμε. Εδώ και τώρα. Διότι, αντίθετα με αυτό που πρότεινε ο Γάλλος Πρόεδρος, δεν πρόκειται πια για «αμφισβήτηση του αναπτυξιακού μοντέλου στο οποίο δεσμεύτηκε ο κόσμος μας». Η απάντηση είναι γνωστή: πρέπει να αλλάξουμε μοντέλο. Εδώ και τώρα. Και εφόσον «η ανάθεση της προστασίας μας σε άλλους είναι μία τρέλα», ας σταματήσουμε, λοιπόν, να υφιστάμεθα στρατηγικές εξαρτήσεις, για να διατηρήσουμε μία «ελεύθερη, μη στρεβλωμένη, αγορά». Ο κ. Μακρόν ανακοίνωσε «αποφάσεις ρήξης». Αλλά δεν θα λάβει ποτέ τις επιβαλλόμενες, όχι μόνο για την προσωρινή αναστολή, αλλά ούτε για την τελική καταγγελία των ευρωπαϊκών συνθηκών και των συμφωνιών ελεύθερων συναλλαγών, οι οποίες θυσίασαν τις εθνικές κυριαρχίες και ανέδειξαν τον ανταγωνισμό σε απόλυτη αξία. Εδώ και τώρα.
Καθένας γνωρίζει, πλέον, τι κοστίζει να εμπιστεύεται τις διάσπαρτες σε όλον τον κόσμο αλυσίδες εφοδιασμού που χειρίζονται χωρίς αποθέματα τη φροντίδα παροχής, σε μία χώρα που διατρέχει κίνδυνο, εκατομμυρίων υγειονομικών μασκών και φαρμακευτικών προϊόντων, από τα οποία εξαρτάται η ζωή των ασθενών, του νοσοκομειακού προσωπικού, των προμηθευτών, των λογιστών. Καθένας γνωρίζει, επίσης, το κόστος που έχουν, για τον πλανήτη, οι αποψιλώσεις δασών, οι μετεγκαταστάσεις, η συσσώρευση αποβλήτων, η μόνιμη κινητικότητα – το Παρίσι υποδέχεται κάθε χρόνο τριάντα οκτώ εκατομμύρια τουρίστες, ήτοι δεκαεφτά φορές τον αριθμό των κατοίκων της, και ο δήμος είναι ευχαριστημένος…
Πλέον, ο προστατευτισμός, η οικολογία, η κοινωνική δικαιοσύνη και η υγεία συνδέονται. Αποτελούν τα στοιχεία-κλειδιά ενός αντικαπιταλιστικού πολιτικού συνασπισμού, αρκετά ισχυρού, για να επιβάλει, αυτήν τη στιγμή, ένα πρόγραμμα ρήξης.
(1) Βλ. « Le naufrage des dogmes libéraux » et Frédéric Lordon, «Η ημέρα που η Γουόλ Στριτ έγινε σοσιαλιστική », Le Monde diplomatique, αντίστοιχα Οκτώβριος 1998 και Οκτώβριος 2008.
(2) Lire Julien Brygo, « Peut-on encore vivre sans Internet ? », Le Monde diplomatique, Αύγουστος 2019.
(3) Βλ. Samuel Kahn, « Les Polonais en quarantaine doivent se prendre en selfie pour prouver qu’ils sont chez eux », Le Figaro, Παρίσι, 24 Μαρτίου 2020.
(4) Βλ. Craig Timberg, Drew Harwell, Laura Reiley et Abha Bhattarai, « The new coronavirus economy : A gigantic experiment reshaping how we work and live », The Washington Post, 22 Μαρτίου 2020. Βλ. επίσης Eric Klinenberg, « Facebook contre les lieux publics », Le Monde diplomatique, Απρίλιος 2019.