H πανδημία του κορωνοϊού αντικατέστησε το θέμα των Σύριων προσφύγων στα πρωτοσέλιδα των τουρκικών μέσων ενημέρωσης. Η έλλειψη ενδιαφέροντος ωστόσο φαίνεται να είναι παροδική, με την υγειονομική κατάσταση να κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να οξύνει τα εχθρικά αισθήματα του τουρκικού λαού απέναντί τους. Διότι οι «φιλοξενούμενοι», οι περίπου τριάμισι εκατομμύρια Σύριοι πρόσφυγες (1) –κατά τις επίσημες εκτιμήσεις– έχουν καταστεί ανεπιθύμητοι. Σύμφωνα με έρευνα του Γερμανικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων και Υποθέσεων Ασφάλειας, το 60% του τουρκικού πληθυσμού πιστεύει πως η χώρα τους έκανε το καλύτερο που μπορούσε για τους Σύριους, ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η ισλαμική αλληλεγγύη έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δικαιολόγηση της υποδοχής των εξόριστων, πάνω από επτά στους δέκα Τούρκους πλέον πιστεύουν ότι η παρουσία τους επηρεάζει τον κοινωνικοπολιτισμικό ιστό της χώρας και υποβαθμίζει την ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών (2). «Κατά τη διάρκεια των πέντε πρώτων ετών, η συμβίωση ήταν αρμονική, καθώς πιστεύαμε ότι οι Σύριοι θα έφευγαν. Στη συνέχεια συνειδητοποιήσαμε ότι εξαπατηθήκαμε από την πολιτική εξουσία και ότι οι Σύριοι ήρθαν για να μείνουν. Το γεγονός αυτό δημιούργησε προστριβές μαζί τους», λέει ο Ισμαήλ Σαϊμάζ, δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Hürriyet».
Σε ένα τεταμένο κλίμα, απότοκο της αναβλητικότητας της τουρκικής κυβέρνησης στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, ένα μέρος της τουρκικής αντιπολίτευσης υπενθυμίζει στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ότι, αντιμέτωποι με την επιδημία, οι Τούρκοι δεν αναμένουν ενίσχυση μικρότερη των 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων (36 δισ. ευρώ), όσων δηλαδή η κυβέρνηση δήλωσε πως δαπάνησε για την υποδοχή των Σύριων. Εξάλλου, ένα μοτίβο επαναλαμβάνεται συχνά στις συζητήσεις γύρω από το θέμα: υπάρχει ενδεχόμενο «η άλλη αραβική χώρα», εννοώντας τη Συρία, «να εισχωρήσει στην Τουρκία» σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποτελεί κίνδυνο για τη συνοχή του τουρκικού έθνους.
Εκατό χιλιόμετρα βόρεια από το Χαλέπι, η τουρκική πόλη Γκαζιαντέπ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων εντάσεων. Βάση οπισθοφυλακής των ανταρτών ενάντια στο καθεστώς του Μπασάρ Αλ Άσαντ, τον Ιανουάριο του 2020 κατοικούσαν εκεί 446.560 Σύριοι –σχεδόν το ένα τέταρτο του πληθυσμού της. Ο φόβος, κυρίαρχος στις διηγήσεις των προσφύγων, εξηγεί τη διαφυγή τους στην Τουρκία. «Φοβόμουν ότι θα στρατολογηθώ στον στρατό του Άσαντ, που μας στέλνει, εμάς τους Σουνίτες, την πρώτη γραμμή», αφηγείται ο Ραμαζάν Σ., που έφτασε στην Τουρκία το 2013. «Συλληφθείς από τις μουχαμπαράτ [τις συριακές υπηρεσίες πληροφοριών] έμεινα τρεις μήνες στη φυλακή. Όταν απελευθερώθηκα, ενώθηκα με αντικαθεστωτικούς στην πόλη Αζάζ, οι οποίοι με έκρυψαν και με βοήθησαν να περάσω στην άλλη πλευρά, στο Κιλίς.» Οι διηγήσεις τους είναι προσεκτικά διατυπωμένες, ενώ μερικές φορές αποκρύπτουν τις δυσάρεστες λεπτομέρειες. «Ελάχιστοι είναι οι πρόσφυγες που δεν έχουν να πουν κάποια ιστορία, ενίοτε διφορούμενη, σχετικά με το Ισλαμικό Κράτος ή άλλες τζιχαντιστικές ομάδες», επιβεβαιώνει η Εμρέ Μπουρχάν, νεαρή Τουρκάλα ερευνήτρια στο πανεπιστήμιο του Γκαζιαντέπ, όπου φοιτούν 3.000 Σύριοι σε σύνολο 55.000 εγγεγραμμένων φοιτητών.
Με την οικονομική ύφεση, ο Ραμαζάν Σ. έχασε τη θέση του ως ελαιοχρωματιστής κτιρίων, που του απέφερε τα προς το ζην. Το ποσοστό ανεργίας έχει πλησιάσει το 14%. Όμως για τον ίδιο, όπως και για πάνω από το 90% των Σύριων που ζουν στην Τουρκία, δεν τίθεται ζήτημα επιστροφής στη χώρα καταγωγής τους, τουλάχιστον όχι «όσο ο Μπασάρ Αλ Άσαντ είναι στην εξουσία και η ειρήνη δεν έχει αποκατασταθεί». Το ένα τέταρτο των προσφύγων συμπατριωτών του έχουν εγκαταλείψει οριστικά την ιδέα της επιστροφής.
Η υπεύθυνη της καφετέριας στο κεντρικό πάρκο της πόλης, ομοίως συριακής καταγωγής, δεν σκέφτεται πια το ενδεχόμενο επιστροφής της στη Συρία. Έχει σχέση με έναν Τούρκο που εργάζεται ως νυχτερινός φύλακας, προσπαθώντας κάθε βράδυ να αποτρέψει τις συμπλοκές που ξεσπούν μεταξύ των εμπόρων αμφεταμίνης. Η αδελφή της είναι επίσης παντρεμένη με Τούρκο. Οι δύο τους μόλις κήδευσαν την μητέρα τους, στον χώρο με τριακόσιους τάφους που ο δήμος του Γκαζιαντέπ παραχώρησε επιτέλους στη συριακή κοινότητα. «Ο πόλεμος και η εξορία στην Τουρκία έδωσαν σε ορισμένες Σύριες γυναίκες την ευκαιρία να υιοθετήσουν έναν νέο τρόπο ζωής, πιο χειραφετημένο τώρα που είναι ασφαλείς», διευκρινίζει η Χιλάλ Σεβλού, ερευνήτρια στο πανεπιστήμιο του Γκαζιαντέπ.
Με την πάροδο του χρόνου, έχει διαμορφωθεί ένας νέος χάρτης της τοπικής συριακής κοινότητας. Αν και οι περισσότεροι προσφυγικοί καταυλισμοί έχουν διαλυθεί, στην πόλη παραμένουν ακόμα δύο. Νοτιοδυτικά, μια πιο κομψή συνοικία φιλοξενεί μέλη της εξόριστης μεσαίας και αστικής τάξης. Στην κατηγορία αυτή συγκαταλέγεται ένας αριθμός στελεχών της αντιπολίτευσης στο καθεστώς, που σχηματίζουν τον πυρήνα εκείνου που θα μπορούσε να αποτελέσει τη διοίκηση μιας νέας μετά-Άσαντ Συρίας, υπό την ηγεσία, μεταξύ άλλων, των υποστηριζόμενων από την Άγκυρα Αδελφών Μουσουλμάνων. Όσο για τους φτωχότερους και πιο ευάλωτους Σύριους, διαμένουν σε δύο συνοικίες: η πρώτη βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της πόλης, σε μια παλιά εργατική γειτονιά όπου η συνύπαρξη με τον τοπικό πληθυσμό είναι μάλλον αρμονική, ενώ η δεύτερη βρίσκεται στο νότιο τμήμα, όπου οι σχέσεις με τον τουρκικό πληθυσμό είναι πιο συγκρουσιακές.
Σε διοικητικό επίπεδο, οι Σύριοι της Τουρκίας διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες. Στην κορυφή της ιεραρχίας, υπάρχουν εκατό χιλιάδες Σύριοι που έχουν αποκτήσει την τουρκική υπηκοότητα. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα τον Ιανουάριο του 2020, δεύτεροι στην κλίμακα των προνομίων είναι οι περίπου εκατόν δεκαοκτώ χιλιάδες Σύριοι πρόσφυγες που έχουν αποκτήσει άδεια παραμονής στη χώρα: η μαγική φόρμουλα που επιτρέπει το άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού, την απόκτηση άδειας εργασίας και το δικαίωμα σύστασης επιχείρησης. «Στις δύο αυτές κατηγορίες, τα πρόσωπα επωφελούνται ενός σημαντικού οικονομικού, κοινωνικού και πολιτιστικού κεφαλαίου: είναι συχνά κάτοχοι πανεπιστημιακών διπλωμάτων και ιδιοκτήτες ακινήτων στην Τουρκία», εξηγεί η Ντιντέμ Ντανίς, ερευνήτρια στο πανεπιστήμιο του Γαλατασαράι στην Κωνσταντινούπολη και συγγραφέας μιας σχετικής μελέτης (3).
Η τρίτη και τελευταία κατηγορία περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των Σύριων προσφύγων (περίπου τριάμισι εκατομμύρια άνθρωποι), που βρίσκονται υπό «προσωρινή προστασία», ένα πρόσκαιρο και γεμάτο περιορισμούς καθεστώς. Διότι η Τουρκία, ακολουθώντας μια παλιά κληρονομιά του Ψυχρού Πολέμου, σύμφωνα με την οποία ο εχθρός έρχεται εξ ανατολών, αναγνωρίζει το καθεστώς του πρόσφυγα, όπως αυτό ορίζεται στη Σύμβαση της Γενεύης του 1951, μόνο σε εκείνους που προέρχονται από τη Δύση. Εγκριθείσα από το τουρκικό Κοινοβούλιο το 2014, τη στιγμή που η συριακή μετανάστευση άρχιζε να παίρνει μαζικές διαστάσεις, η «προσωρινή προστασία» δίνει στους Σύριους το δικαίωμα διαμονής στη χώρα και τους επιτρέπει την πρόσβαση σε ορισμένα κοινωνικά δικαιώματα, κυρίως στη δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, όπως επίσης και στην προστασία από το ενδεχόμενο επαναπροώθησής τους. Όμως, δεν μπορούν να ανοίξουν τραπεζικό λογαριασμό ούτε να αποκτήσουν άδεια οδήγησης, ενώ η πρόσβαση στην αγορά εργασίας είναι πιο δύσκολη για εκείνους. Ειδικά από τη στιγμή που το καθεστώς της «προσωρινής προστασίας» συνεπάγεται την καταγραφή στην πόλη άφιξής τους και την απαγόρευση μετακινήσεων χωρίς άδεια.
Εργαλειοποιημένοι από την Τουρκία στις σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση (4) , οι Σύριοι πρόσφυγες πλέον αποτελούν πρόβλημα της τουρκικής εσωτερικής πολιτικής, προκαλώντας τακτικά διαφωνίες σε πολιτικό επίπεδο. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του τουρκικού υπουργείου Εσωτερικών, τον Σεπτέμβριο του 2019, ο αριθμός των παιδιών συριακής καταγωγής που γεννήθηκαν σε τουρκικό έδαφος ανερχόταν σε 450.000. Συνολικά, 680.000 παιδιά συριακής καταγωγής φοιτούν σε δημόσια σχολεία. «Παρατηρείται το φαινόμενο να μην γίνονται αποδεκτά από τους Τούρκους συμμαθητές τους, όπως και να αρνούνται να τραγουδήσουν τον τουρκικό εθνικό ύμνο», λέει ένας δάσκαλος σε λαϊκό προάστιο της Κωνσταντινούπολης. Η δυσαρέσκεια του τουρκικού πληθυσμού συνδέεται επίσης με την ιδιαιτερότητα μιας οικονομίας όπου η παραοικονομία αντιπροσωπεύει πάνω από το ένα τρίτο των θέσεων εργασίας. Ευτύχημα για τους πρόσφυγες χωρίς άδεια εργασίας, που έτσι μπορούν να εργαστούν παράνομα σε Τούρκους βιομήχανους και εργοδότες, διασφαλίζοντας στους τελευταίους ένα πειθήνιο εργατικό δυναμικό, που δουλεύει περισσότερο και πληρώνεται λιγότερο από τους ντόπιους. Κάπως έτσι καθιερώθηκε σιγά-σιγά και η εικόνα του Σύριου που «μας κλέβει τις δουλειές». «Όταν η κυβέρνηση δήλωσε πως δαπάνησε πολλά χρήματα για τους πρόσφυγες, οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς παρά να σκεφτούν τις δικές τους οικονομικές δυσκολίες. Και, καθώς τα ποσά είναι μεγάλα, η ένταση κλιμακώνεται στο εσωτερικό της κοινωνίας», επισημαίνει ο Μπεκίρ Αγκιρντίρ, διευθυντής της εταιρείας δημοσκοπήσεων Konda.
Σύμφωνα με τη γνώμη πολλών ειδικών, ο Ερντογάν δεν προέβλεψε αυτή την εχθρική στάση, παρ’ όλο που, ήδη από τις αρχές του πολέμου το 2011, καλούσε τη «διεθνή κοινότητα» να εγκαθιδρύσει μια ζώνη ασφαλείας στη βόρεια Συρία, όπου θα απαγορεύονταν οι εναέριες πτήσεις προκειμένου να βρουν καταφύγιο οι πρόσφυγες που διέφευγαν από τους βομβαρδισμούς του στρατού του Αλ Άσαντ. Παρά τα επανειλημμένα αιτήματά της, η Άγκυρα δεν κατάφερε να λάβει την έγκριση των λοιπών εμπλεκόμενων στη σύγκρουση δυνάμεων, μεταξύ των οποίων και η Ρωσία, για την υλοποίηση ενός τέτοιου έργου, που παράλληλα είχε ως στόχο να αποτρέψει την εμφάνιση μιας αυτόνομης κουρδικής οντότητας στα νότια σύνορα της χώρας.
Το 2018, ο Τούρκος πρόεδρος, έχοντας επίγνωση της κλιμακούμενης εχθρότητας απέναντι στους πρόσφυγες, δήλωσε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του πως «αμέσως μετά τις εκλογές [βουλευτικές και προεδρικές], στόχος μας θα είναι καταστήσουμε ασφαλή τα συριακά εδάφη και να κάνουμε κάθε ενέργεια, ώστε οι φιλοξενούμενοί μας να επιστρέψουν στα σπίτια τους». Η μεταστροφή του ωστόσο θα λάβει χώρα τον Ιούλιο του 2019, όταν το κόμμα του –Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ)– θα χάσει πολλούς δήμους, ανάμεσά τους την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα, εν μέρει εξαιτίας της πολιτικής που ακολούθησε σχετικά με την υποδοχή των προσφύγων. Έκτοτε, οι Σύριοι πρόσφυγες υπόκεινται σε συχνότερους ελέγχους και στέλνονται πίσω στις πόλεις καταγραφής τους, ενώ ορισμένοι ενθαρρύνονται ή ακόμα και εξαναγκάζονται να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Εσωτερικών, όπως αντλήθηκαν τον Ιανουάριο του 2020, 347.523 Σύριοι επιστράφηκαν στην Συρία. Η αποφασιστικότητα αυτή δεν άμβλυνε πάντως τις ξενοφοβικές εντάσεις.
Στις 27 Φεβρουαρίου 2020, στην τουρκικής ευθύνης συριακή ζώνη του Ιντλίμπ, τριάντα τρεις Τούρκοι στρατιώτες σκοτώθηκαν σε αεροπορικούς βομβαρδισμούς συριακών και ρωσικών δυνάμεων. Σε αντίποινα, στην Τουρκία, συριακά μαγαζιά έγιναν στόχος του οργισμένου τοπικού πληθυσμού. «Η κοινωνία είναι σοκαρισμένη με το θέαμα Σύριων [προσφύγων] να καπνίζουν ναργιλέ, ενώ την ίδια στιγμή Τούρκοι στρατιώτες σκοτώνονται στη μάχη για τη χώρα τους. Είναι σοκαρισμένη με το θέαμα ανθρώπων που, ενώ θα μπορούσαν να υπερασπίζονται τη χώρα τους από τους τρομοκράτες, κάνουν βολτούλες και παρενοχλούν τις γυναίκες μας», αναφωνεί o Σινάν Ογκάν, πρώην βουλευτής του Κόμματος Εθνικιστικού Κινήματος (MHP, ακροδεξιό). Μερικές ημέρες αργότερα, ο Τούρκος πρόεδρος, ο οποίος παρουσιάζεται ως ο υπέρμαχος των μουσουλμάνων έναντι του δυτικού κόσμου και σπάνια χάνει την ευκαιρία να οξύνει το εθνικιστικό αίσθημα του λαού του, αποφασίζει να παίξει ένα από τα τελευταία χαρτιά του: να ασκήσει πίεση, χρησιμοποιώντας ακόμη και τον εκβιασμό, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ, με την ελπίδα να εξασφαλίσει τη στήριξή τους στην υποδοχή των προσφύγων και στην εγκαθίδρυση της ευρείας ζώνης ασφαλείας στη Συρία, σχέδιο που ο Βλαντιμίρ Πούτιν απορρίπτει (5). Για να το πετύχει, δίνει εντολή να μεταφερθούν εκατοντάδες μετανάστες, παράτυποι ή προς απέλαση (με ένα ποσοστό περίπου 20% εξ’ αυτών να είναι Σύριοι) στα σύνορα με την Ελλάδα.
Έναν μήνα αργότερα, στις 27 Μαρτίου, αναγκάζεται να υπαναχωρήσει. Τα λεωφορεία που είχαν μεταφέρει τους μετανάστες στα σύνορα με την Ευρώπη επιστρέφουν για να τους συλλέξουν. Οι σκηνές τους καίγονται. Δύο εβδομάδες νωρίτερα, έχει εντοπιστεί το πρώτο κρούσμα κορωνοϊού, ανοίγοντας την πόρτα σε μια εκθετική εξάπλωση της πανδημίας και υπονομεύοντας τη στρατηγική ενός ολοένα και πιο πιεσμένου Τούρκου προέδρου όσον αφορά τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος. Για τον αναλυτή Σουάτ Κινικλίογλου, η Άγκυρα πληρώνει το τίμημα μιας αντιφατικής στρατηγικής. Από τη μια πλευρά, μια πολιτική υποδοχής και ενσωμάτωσης αρκετών εκατοντάδων χιλιάδων Σύριων και, από την άλλη, μια διαρκώς κλιμακούμενη εχθρική ρητορική κατά των προσφύγων. Ένα χάσμα που μόνο όξυνση των εντάσεων μπορεί να επιφέρει.
Ένας ευάλωτος πληθυσμός σε περίπτωση επιδημίας
Σε αυτό το πλαίσιο, οι πρόσφυγες καλούνται να αντιμετωπίσουν την επιδημία του κορωνοϊού. Εάν και έχουν δικαίωμα σε δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, η οργάνωση Γιατροί του Κόσμου επισήμανε πως περίπου το ένα τέταρτο εξ αυτών στις πόλεις και πάνω από τους μισούς στην ύπαιθρο δεν έχουν πρόσβαση στα νοσοκομεία, αλλά ούτε και στις καινούργιες δομές πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης που άνοιξαν πρόσφατα σε περιοχές όπου διαμένουν πολλοί Σύριοι (6). Στο κόστος μεταφοράς για να φτάσει κάποιος εκεί, προστίθεται και το κώλυμα της γλώσσας. Επιπλέον, για τους περίπου 200.000 παράτυπους μετανάστες που δεν υπάγονται καν στο καθεστώς της «προσωρινής προστασίας», υπάρχει και ο φόβος της απέλασης στη Συρία. Ή ακόμα και ο φόβος, για εκείνους που έχουν φύγει και αναζητούν εργασία σε άλλες πόλεις της Τουρκίας, πως θα σταλούν πίσω στις πόλεις καταγραφής τους.
Το δικαίωμα σε δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη έρχεται επίσης σε αντίθεση με την οικονομική πραγματικότητα των επαγγελμάτων υγείας: «Oι Τούρκοι γιατροί είναι απρόθυμοι να αναλάβουν Σύριους ασθενείς», εξηγεί ο Χακάν Μπιλγκίν, επικεφαλής των Γιατρών του Κόσμου στην Τουρκία. «Όχι λόγω ρατσισμού, αλλά επειδή η εξέταση των ασθενών αυτών είναι χρονοβόρα: αφενός λόγω των γλωσσικών εμποδίων, αφετέρου λόγω της συχνά περίπλοκης παθολογικής εικόνας που παρουσιάζουν, η οποία σχετίζεται με όσα έχουν υποστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Και αυτό αποτρέπει την περίθαλψή τους, διότι στα τουρκικά νοσοκομεία, οι γιατροί δεν μπορούν να ελπίζουν ότι θα διπλασιάσουν τον βασικό μισθό τους (που ανέρχεται περίπου στο ποσό των 1.000 ευρώ) παρά μόνο εξετάζοντας πολλούς ασθενείς: τα μπόνους τους υπολογίζονται ανάλογα με τον αριθμό των ιατρικών πράξεων που πραγματοποιούν.» Όσο για τους φαρμακοποιούς, δίνουν συχνά προτεραιότητα στους συμπολίτες τους, «καθώς θα πρέπει να περιμένουν από έξι έως εννέα μήνες προκειμένου να αποζημιωθούν για το κόστος των φαρμάκων που χορηγούν στους Σύριους», συνεχίζει ο Μπιλγκίν. Σύμφωνα με την Επαναστατική Συνομοσπονδία Συνδικάτων της Τουρκίας (DISK), οι μισοί Σύριοι πρόσφυγες ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Στριμωγμένοι σε μικρούς χώρους, με υψηλά ποσοστά συννοσηρότητας και με τον ένα στους πέντε να μην έχει πρόσβαση σε πόσιμο νερό, συνιστούν ένα ιδιαίτερα ευάλωτο πληθυσμό σε περίπτωση επιδείνωσης της επιδημίας.